Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Μια δεύτερη, άγνωστη «Πολυδούρη»

Οι Νύχτες αγρύπνιας της πρόωρα χαμένης Ανθούλας Σταθοπούλου

[Κείμενο του Δημήτρη Φύσσα, Athens Voice, 19.8.2019]

Σπουδαία, προπολεμική, παραγνωρισμένη ποίηση στο βιβλίο Νύχτες αγρύπνιας της Ανθούλας Σταθοπούλου (εκδ. Οδός Πανός).

Ο Γιώργος Χρονάς, πέρα από ευαίσθητος δημιουργός ο ίδιος (ποιητής πρώτης γραμμής, κριτικός, εκδότης κι όχι μόνο), έχει δείξει περαιτέρω ευαισθησία και με τις εκδοτικές του επιλογές. Αυτή τη φορά, η «Οδός Πανός» εντόπισε και ξανάβγαλε την ξεχασμένη ποιητική συλλογή Νύχτες αγρύπνιας της επίσης ξεχασμένης και πρόωρα χαμένης ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου.

Η Σταθοπούλου (1905-1932) στη σύντομη ζωή της πρόλαβε να γράψει λίγα σχετικά πράγματα, ενώ δεν κυκλοφόρησαν καν όλα όσα είχε προαναγγείλει. Ευτυχώς ο σύντροφός της, ο καλός Σαλονικιός ποιητής Γ. Θ. Βαφόπουλος, φρόντισε να μη χαθεί το έργο της.

Η συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνει ακριβέστατη αναπαραγωγή της ποιητικής συλλογής Νύχτες αγρύπνιας (Θεσσαλονίκη 1932), αλλά και μια εξαιρετική εισαγωγή του κ. Διονύση Στεργιούλα, που εισάγει λεπτομερέστατα τον σύγχρονο αναγνώστη στην εποχή, την οικογένεια (συνεχείς απώλειες από φυματίωση, μέχρι που και η ίδια πέθανε απ' αυτό: σε πεθαμένους οικείους της είναι αφιερωμένα τρία ποιήματα που αποτελούν μια χωριστή ενότητα, στο τέλος του βιβλίου), τη ζωή γενικότερα και το έργο της ποιήτριας, καθώς και τη σχέση της με τον Γ. Θ. Βαφόπουλο.

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, μιας ποιητικής φωνής για την οποία δεν είχα ιδέα, γεννήθηκαν μέσα μου με τη σειρά τα εξής: ευγνωμοσύνη απέναντι στον Βαφόπουλο, εκτίμηση για τον Χρονά και τον Στεργιούλα και –πάνω απ' όλα– καλλιτεχνική συγκίνηση από το πολύ ψηλό επίπεδο της Σταθοπούλου, που ανεπιφύλακτα μπορώ να πω ότι έχει θέση ανάμεσα στους καλύτερους παραδοσιακούς ποιητές και ποιήτριες του Μεσοπολέμου, αμέσως μετά τον Καρυωτάκη και πλάι στον Άγρα, την Πολυδούρη, τον Φιλύρα κλπ.

Αντί να λέω πολλά λόγια, μακρηγορώντας σε φιλολογικού τύπου αναλύσεις, αναδημοσιεύω εδώ ένα ποίημά της, από τα καλύτερα του βιβλίου, την «Έκνομη ηδονή»- και μη μου πείτε ότι δε σας φέρνει στο μυαλό τον υπέροχο αυτόχειρα της Πρέβεζας.
    
               Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελλοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θάναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.
Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας,
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελλής αδυναμίας.
Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλλα θα κτυπήση στο κεφάλι.

Για τα υπόλοιπα (αγάπες, εργασία –«Η Κυριακή της δακτυλογράφου»–, σκιαγράφηση εποχής, ανεκπλήρωτα όνειρα, απώλειες, συγκρούσεις, εξουσιαστικές σχέσεις, φθορά, χώροι κλπ), αν αγαπάτε την ποίηση, αναζητήστε στα βιβλιοπωλεία το μικρό αυτό διαμάντι, που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Δημήτρης Φύσσας

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

«Είδα το παρελθόν να επιστρέφει»


[Κείμενο του Παναγιώτη Γούτα στην Book Press για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019) και για την ανατύπωση της ποιητικής συλλογής της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Νύχτες αγρύπνιας (εκδ. Οδός Πανόςεπιμέλεια-εισαγωγή: Δ. Στεργιούλας, Αθήνα 2019)]

*
Ο αείμνηστος καθηγητής του Α.Π.Θ. Πάνος Μουλλάς είχε κάποτε αποκαλύψει σε άτομα του στενού του κύκλου πως «η Ιστορία είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για να την εμπιστευτεί κάποιος στους ιστορικούς». Φράση που φανερώνει περίτρανα απ’ τη μια τη μεγάλη του αγάπη για την Ιστορία, απ' την άλλη την πεποίθησή του πως αυτή είναι πιο ενδιαφέρουσα, αντικειμενική και, κατά κάποιο τρόπο γοητευτική, όταν είναι ενταγμένη –είτε ως αφήγηση ιστορικών γεγονότων είτε ως μικροϊστορία ομάδων ή ατόμων– στη λογοτεχνία.

Ο συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας γνωρίζοντας καλά αυτή τη γόνιμη διαπλοκή της λογοτεχνίας –εν προκειμένω της ποίησης– με την Ιστορία, κυρίως μέσα από τα ιστορικά ή ψευδοϊστορικά ποιήματα του Καβάφη, έχει συμπεριλάβει στη συλλογή του Καθόλου ποιήματα αρκετά ποιήματα παρόμοιας στόχευσης και κατεύθυνσης. Γράφει δηλαδή ποιήματα, στα οποία κάποια πραγματικά ή φανταστικά ιστορικά πρόσωπα ή γενικά κάποια επίπλαστα ή αληθινά γεγονότα δεσπόζουν στους στίχους του, όχι τόσο για την καταγραφή και την επικύρωση των γεγονότων αυτών καθ’ εαυτών, όσο για την επαναφορά τους στην εποχή μας, με απώτερο στόχο να αποτελέσουν την αιτία φιλοσοφικής ενατένισης και την πηγή ενός ιδιότυπου στοχασμού.


Αντιγράφω από τη σελίδα 15 του βιβλίου το ποίημα «Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.»

Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη
θα επανέρχεται στη σκέψη τους
το αίμα που ένα μεσημέρι
χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες.
Χτες το πρωί ένα τυχαίο γεγονός
μ’ έφερε στην πλατεία Ιπποδρομίου.
Κοιτώντας τους περαστικούς
που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους
είδα το παρελθόν να επιστρέφει
κι ήθελα να τους πω: «Προσέξτε,
δεν είναι όπως τη φαντάζεστε η ζωή
μέσα στο φως ένα σκοτάδι ανθίζει
το χέρι που θα μας θερίσει έχει οπλιστεί».

Ωστόσο τα ποιήματα της συλλογής δεν βασίζονται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές προσωπικότητες. Η Σίβυλλα, ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, η τέχνη του πολέμου, η θάλασσα, ανώνυμοι γέροντες και προσκυνητές, παράξενοι αναχωρητές της ζωής, οι αδηφάγες λέξεις και ο παιδεμός της γραφής και η αντιπαράθεση του θεάτρου με την πραγματική ζωή, είναι μερικά μόνο από τα θέματα-κλειδιά ή, καλύτερα, τα θέματα-σπινθήρες που, με την ανάφλεξή τους στο ποιητικό εργαστήρι, μεταποιούνται σε στίχους και σε ποιήματα.

Ο Διονύσης Στεργιούλας παράλληλα, έχει δεχτεί έντονη επίδραση στην ποιητική γραφή του και από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (ιδίως από τα πεζόμορφα πατριωτικά του ποιήματα), για τον οποίον τύπωσε στο παρελθόν, βιβλίο με δύο συνεντεύξεις του για τον Διονύσιο Σολωμό (Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό – δύο συνεντεύξεις, εκδ. Οδός Πανός). Έτσι, θα μπορούσε να ενταχθεί, έστω μέσα από αυτό το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, μεταξύ των ποιητών που πρόσφεραν και κινήθηκαν δημιουργικά στον απόηχο της τάσης της Διαγωνίου. Ποιήματα εξομολογητικά, κουβεντιαστά, πεζόμορφα, απλά αλλά όχι απλοϊκά, δίχως εξεζητημένο λεξιλόγιο ή περιττά λεκτικά στολίδια, με έναν εσωτερικό ρυθμό να τα διέπει, όπου, συχνά, από ένα ασήμαντο, καθημερινό συμβάν, από μια εικόνα, μια πληροφορία ή από μια γόνιμη σκέψη, προκύπτει η ποιητική ιδέα.

Αντιγράφω από τη σελίδα 39 το ποίημα «Λίστα ονομάτων»:

Όταν πέθανε ένας καλός μου φίλος, δίστασα να σβήσω το όνομά του από το κινητό μου τηλέφωνο. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, τα ονόματα αυτών που έφυγαν έχουν αυξηθεί. Κάθε φορά που ψάχνω στη συσκευή έναν αριθμό, νιώθω ότι περνώ ανάμεσα από τάφους.

Στην περίπτωση του Στεργιούλα ίσως και να προκαλεί εντύπωση ότι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική του απόπειρα αναφορικά με την ποίηση χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα και ωριμότητα γραφής. Ένας γνώστης, όμως, των πραγμάτων και της λογοτεχνικής πορείας του δεν θα παραξενευτεί. Γιατί ο Στεργιούλας έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει δεκάδες ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας –κυρίως στην «Οδό Πανός»– αλλά και έχει τυπώσει ποιητικά μονόφυλλα ή δίπτυχα με υψηλή αισθητική ποιότητα, κατά το πρότυπο των μονόφυλλων του Καβάφη ή άλλων σημερινών ακόλουθών του στην ποιητική και καλλιτεχνική του ατραπό, όπως ο ποιητής και εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος.

*

Η ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου στον σύντομο βίο της –πέθανε από φυματίωση το 1935, σε ηλικία μόλις 25 ετών– ήταν μια νέα κοπέλα, με φυσική ευφυΐα και «μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία της», όπως μας επισημαίνει ο Διονύσης Στεργιούλας, ως δοκιμιογράφος αυτή τη φορά, ο οποίος έγραψε εκτενή εισαγωγή στην ανατύπωση, ύστερα από 87 χρόνια, της μοναδικής ποιητικής συλλογής της ποιήτριας, με τον τίτλο Νύχτες αγρύπνιας. Η Σταθοπούλου –η πρώτη γυναίκα του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου– ήταν αξιοπρόσεκτη ποιήτρια της εποχής της, αφενός για το ταλέντο και την ποιητική της ωριμότητα, αφετέρου για την περήφανη φύση της και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της. Γράφει σχετικά ο Βαφόπουλος: «Είχε μέσα της το πνεύμα της ανταρσίας ως τα όρια της τρέλλας». Πρόλαβε, όπως μας επισημαίνει ο Στεργιούλας, να επισκεφτεί στη σύντομη ζωή της τον Παλαμά, να συναντήσει τον Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου και τη Μυρτιώτισσα και συζητούσε με πρόσωπα της παρέας των «Μακεδονικών Ημερών».


Η γραφή της Σταθοπούλου μπορεί με μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση των ποιημάτων της να φανεί παραδοσιακή και απλή –αυτήν την πρόχειρη εντύπωση επιτείνει και η ύπαρξη της ομοιοκαταληξίας– όμως φαίνεται πως η ποιήτρια έθιξε θέματα τολμηρά και απλησίαστα για την εποχή της. Η χαρά του έρωτα, η μοναξιά, η αποτίναξη των ερωτικών δεσμών, η αγωνία του θανάτου, η πικρή ζωή των φθισικών, ο έκνομος έρωτας, η δύναμη της μουσικής, και η μεταβολή των καιρικών φαινομένων σε αντιπαράθεση με τις αλλαγές της ζωής κυριαρχούν ως ποιητικές ιδέες σε πολλά της ποιήματα. Η επίδραση από την ποίηση του Καρυωτάκη είναι εμφανής στους στίχους της, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να εικάσουμε πως δεν απέκτησε ολότελα δική της φωνή. Ήταν ένα ποιητικό ταλέντο που, πιθανότατα, να εξελισσόταν σε σημαντική ποιήτρια, αν η ζωή της δεν ήταν τόσο σύντομη. Επιπροσθέτως, έναν δημιουργό θα πρέπει πάντα να τον κρίνουμε ενταγμένο στην εποχή του και όχι με τα καλλιτεχνικά στάνταρ και τις απαιτήσεις της εποχής μας.

Ο Στεργιούλας στην αρχή της εισαγωγής του επισημαίνει: «Νύχτες αγρύπνιας μπορούν να θεωρηθούν οι νύχτες που αγωνιούσε για την κατάσταση της υγείας της, οι νύχτες που ταξίδευε με την πένα της και με τη φαντασία της, οι νύχτες που τις περνούσε με τον αγαπημένο της. Σε μία διαφορετική ανάγνωση μπορούμε να δούμε τη νύχτα ως συνώνυμο του θανάτου και την αγρύπνια ως συνώνυμο της ζωής».

Είναι τιμητικό, τόσο για τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά όσο και για τον Διονύση Στεργιούλα, που αποφάσισαν να ασχοληθούν με το μοναδικό ποιητικό βιβλίο αυτής της, κάπως ξεχασμένης σήμερα, όμως τραγικής στη ζωή της, αξιόλογης ποιήτριας. Αντιγράφω από τη σελ. 65 του βιβλίου, το ποίημα «Έκνομη ηδονή», στο οποίο νομίζω είναι εμφανές το ποιητικό εκτόπισμα και η τόλμη τής Σταθοπούλου να μιλήσει για θέματα-ταμπού σε μια εποχή σεμνότυφη, υποκριτική και περιχαρακωμένη.

Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελλοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θάναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.
Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας,
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελλής αδυναμίας.
Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλλα θα κτυπήση στο κεφάλι.

Παναγιώτης Γούτας

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Ανθούλα Σταθοπούλου «Νύχτες αγρύπνιας»


Ανατύπωση της ποιητικής συλλογής Νύχτες αγρύπνιας, που εξέδωσε το 1932 η ποιήτρια της Θεσσαλονίκης Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935). Ποιήματα για τον έρωτα, τον θάνατο, το πάθος της ζωής και τα καθημερινά αδιέξοδα. Στη διάρκεια της σύντομης παρουσίας της στα γράμματα, που διέκοψε ο θάνατός της από φυματίωση, η ποιήτρια κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού και των ομοτέχνων της. Εισαγωγή-επιμέλεια: Διονύσης Στεργιούλας.



Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Βιβλιοπαρουσίαση: «Άσυλο του Παιδιού, 1919-2019»


Το Άσυλο του Παιδιού, ένα από τα πιο ιστορικά φιλανθρωπικά σωματεία της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει στον ΙΑΝΟ το βιβλίο «Άσυλο του Παιδιού | 1919-2019 | Εκατό χρόνια προσφοράς» την Τετάρτη 29 Μαΐου 2019, ώρα 7 μμ

Ομιλητές: 

Μαίρη Ευθυμιάδου, πρόεδρος Δ.Σ. «ΑτΠ»
Διονύσης Στεργιούλας, συγγραφέας
Κωνσταντίνος Τσουρής, καθ. Βυζαντινής Ιστορίας-Αρχαιολογίας, 
& ο συγγραφέας του λευκώματος Τραϊανός Μάνος, φιλόλογος.

Το «ΑτΠ», που ιδρύθηκε το 1919 από εθελόντριες της πόλης, σηματοδοτεί την εκατοντάχρονη αδιάλειπτη πορεία του με την έκδοση ενός επετειακού λευκώματος.
Στο λεύκωμα δημοσιεύεται μελέτη του Τραϊανού Μάνου, που βασίζεται σε πρωτογενή έρευνα χρόνων στο ογκώδες αρχείο ενός ιδρύματος που έχει συνδεθεί ποικιλοτρόπως με την νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο προλογίζουν, εκτός από τον συγγραφέα, η πρόεδρος του «ΑτΠ» Μαίρη Ευθυμιάδου και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος.


Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Καθόλου ποιήματα

(Διονύσης Στεργιούλας, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2019)


Η συλλογή αποτελείται από τριάντα ποιήματα. Τα περισσότερα είχαν δημοσιευτεί σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά (Εμβόλιμον, Οδός Πανός, Θευθ, Δέκατα) και ένα στο ένθετο "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας Ελευθεροτυπία.

Στη θεματολογία τους περιλαμβάνονται η ζωή και ο θάνατος, η Ιστορία, τα ανθρώπινα λάθη, η πίστη, οι εν δυνάμει επιλογές του βίου, η Θεσσαλονίκη ως παρελθόν και παρόν, η σχέση με τη φύση. 
 
Ενδεικτικοί τίτλοι: "Κάθε της τρικυμία", "Σε ναό της Εφέσου", "Βίος θάνατος βίος", "Ανδρέας Κάλβος", "Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.", "Ο πριν βέβηλος τόπος", "Εξώφυλλα σαν επιτύμβιες στήλες", "Άνθρωποι αντιδάνεια", "Αν δεν ήταν δέντρο". 

Στην εναντιοσημία του τίτλου της συλλογής καθρεφτίζονται οι αντιφάσεις αλλά και η ενοποιητική δύναμη του ποιητικού λόγου, που συνδέει φαινομενικά αντίθετες ή μακρινές μεταξύ τους έννοιες και καταστάσεις.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Κώστας Καρυωτάκης: Ένας απρόσμενος διάλογος*


Στον διάλογο με τον ποιητή συμμετέχουν, με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο:

Κ. Π. Καβάφης, Οδυσσέας Ελύτης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Γιώργος Σεφέρης, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Νίκος Καββαδίας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Μίλτος Σαχτούρης, Δημήτρης Παπαδίτσας, Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Σαραντάρης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Μαρία Πολυδούρη, Ανδρέας Κάλβος, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Τάκης Παπατσώνης, Αλέξανδρος Μπάρας, Γιώργος Θέμελης, Τάκης Σινόπουλος, Νίκος Καρούζος, Μυρτιώτισσα, Γιάννης Ρίτσος.

*Διονύσης Στεργιούλας, Κώστας Καρυωτάκης: Ένας απρόσμενος διάλογος, Ανάτυπο, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018.  


Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα


[Κριτική του Κωνσταντίνου Μπούρα για το βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2017]


Ο συλλέκτης κι «επαρκής αναγνώστης» Διονύσης Στεργιούλας, ερευνητής του έργου αλλά και του βίου λογοτεχνών πρώτου βεληνεκούς (αλλά και όχι μόνον), υπερβαίνει τα εσκαμμένα και προσκρούει συχνά σε ταμπού σχετικά με τα όρια της λογοτεχνικής κριτικής. Σύμφωνα με τις επικρατούσες θεωρίες της Λογοτεχνίας στη μεταμοντέρνα εποχή μας, το κείμενο είναι μια ανεξάρτητη, αυτοτελής κι αυθύπαρκτη οντότητα, που δεν έχει και δεν πρέπει να έχει κάποια σχέση με τον βίο και την πολιτεία του δημιουργού του, που από το θεϊκό ύψος της προφητικής-μαντικής αυθεντίας του υποβιβάζεται σε τεχνίτη και του αμφισβητείται το όποιο ταλέντο. Όλα είναι δουλειά και μόνο δουλειά. Ούτε καν η τύχη δεν παίζει κάποιο ρόλο, όσο κι αν όλοι γνωρίζουμε τον ρόλο που παίζει το διεθνές σταρ σίστεμ στον χώρο του βιβλίου. Για αναγνώστες-σκηνοθέτες-μεταφραστές-διασκευαστές-δραματουργούς-σεναριογράφους, το τυπωμένο ή ηλεκτρονικό κείμενο είναι απλώς ένα σώμα πάνω στο οποίο μπορούν να ασελγήσουν οι πάντες άνευ όρων και ορίων, σαν να πρόκειται για είδος κοινής, κοινοτάτης χρήσεως. Επομένως δεν τίθεται θέμα σεβασμού, προσοχής ή επιμέλειας στο πλησίασμα του όποιου συγγραφικού έργου, αφού –στις μέρες μας– αυτό ολοκληρώνεται στον εγκέφαλο του συνδημιουργού αναγνώστη ή του αυτόχρημα συνδημιουργού καλλιτέχνη-ερμηνευτή του. Αυτό ισχύει βεβαίως και για τα παλαιότερα λογοτεχνικά μνημεία (κλασικά, νεοκλασικά, ρομαντικά, σουρεαλιστικά ή ρεαλιστικά-νατουραλιστικά, για να μην αναφέρουμε όλα τα κινήματα που λήγουν σε –ισμός και κατέκλυσαν το λογοτεχνικό τοπίο ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα)…

Αυτή η μεταμοντέρνα επιλεκτική-συνθετική τάση φαίνεται ότι έχει περάσει και στον αυστηρό μέχρι πρότινος χώρο του δοκιμίου-κριτικής. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς ένας βαθύς γνώστης της Λογοτεχνίας του καιρού μας (αλλά και της παλαιότερης) επιδίδεται σε ένα ψηφιδωτό συμπίλημα-αμάλγαμα, που βασίζεται πάνω στον χαλαρό ελεύθερο συνειρμό κι αναζητά λύσεις σε ερωτήματα και προβλήματα που δεν τίθενται καν για έναν σύγχρονο αναγνώστη, όπως π.χ. εάν η φεγγαρόλουστη και φεγγαρολουσμένη πολύφερνος παρθένα Μοσχούλα εξέθεσε τα γυμνά κάλλη της αν όχι σε κοινή θέα τουλάχιστον στα όμματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μετέπλασε ενδεχομένως αυτή του την εμπειρία σε αθάνατο λογοτεχνικό έργο. Μα από πού κι ως πού οι ντροπαλές παρθένες εκθέτουν τα πανάκριβα κάλλη και την τιμή τους σε ξένα όμματα; Ούτε καν στη σύγχρονη Μύκονο εν ώρα αιχμής δεν θα ήταν λογικώς αναμενόμενον αυτό (προσέξτε: διά παρθένας πάντα ομιλώμεν!...).

Όμως καιρός να αφήσω τους φτηνούς και φτενούς αστεϊσμούς που δεν αντέχουν σε σοβαρή δεύτερη ανάγνωση κι ας επανέλθω στην ουσία του προβλήματος: μας ενδιαφέρει άραγε και σε ποιο βαθμό αν η θέα ενός γυμνού κοριτσιού απέτρεψε ίσως τον Σκιαθίτη από τον μοναστικό βίο και στάθηκε η «προσλαμβάνουσα εικόνα» γι’ αυτή του τη ρομαντική σύλληψη που υπακούει σε όλα τα κλισέ, τα στερεότυπα και τις αισθητικές ανάγκες της εποχής του; Θα μας ενδιέφερε ίσως εάν το είχε ομολογήσει εγγράφως ο ίδιος ο συγγραφέας, ή εάν είχε διασωθεί κάποια αλληλογραφία του με την ωραία κόρη, το φωτεινό αντικείμενο του πόθου του. Όμως με εικασίες και διακειμενικά άλματα ασφαλή συμπεράσματα δεν δύνανται να εξαχθούν. Βεβαίως όμως, στα πλαίσια του μεταμοντέρνου πνευματικού μας περιγύρου αυτή και μόνον η απόπειρα (όσον απεγνωσμένη κι ανερμάτιστος κι αν θεωρηθεί) είναι μια απολύτως νόμιμη συνδημιουργική ανάγνωση από έναν επαρκή μελετητή και προσδίδει μια άλλη χάρη στο πρωτογενές δημιούργημα, ακόμα κι αισθητικήν ηδονήν επιδαψιλεύει εις τον επίδοξον αναγνώστην αυτού του σεμνού πονήματος.

Γιατί ο Διονύσης Στεργιούλας είναι σεμνός και ταπεινός, ολιγογράφος και γνώστης των λογοτεχνικών μας πραγμάτων όσο λίγοι άλλοι που ενδύονται τον μανδύα του σοβαροφανούς... πάπα.

Ας δούμε λοιπόν αυτό του το κείμενο ως ποιητικό δημιούργημα της τιθασευμένης πλην όμως αχαλινώτου φαντασίας του κι ας το απολαύσουμε ως τούτο αντέχει: τουτέστιν κυριολεκτικώς. Γιατί βεβαίως κριτική δοκιμιακού λόγου γίνεται, κριτική της κριτικής σπανίως, αφού προσκρούομεν επί τειχών διϋποκειμενικότητος σφοδράς και λυμφατικής συνάμα…

Το χάρηκα αυτό το πυκνό ολιγοσέλιδο κείμενο για τα νοητικά του άλματα, τη λογική αυθαιρεσία και την ποιητικότητά του. Θα προτιμούσα βέβαια να έφτανε στα χέρια μου σε αριθμημένο συλλεκτικό χειρόγραφο και τότε θα έβλεπα την αξία του να αυξάνει κατακορύφως.

Ένα τρίμμα διαμαντιού σε κοινή θέα κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της τυπωμένης και προφορικής λογοτεχνικότητάς μας. Προσοχή μόνον μην το προσπεράσετε! Αφού εσείς και μόνον εσείς θα χάσετε. Η ελευθερία που παίρνει κι επιφυλάσσει για τον εαυτό του ο Διονύσης Στεργιούλας να αλώνει τις προκατασκευασμένες δομές της δοκιμιακής γραφής είναι ένα ακόμα αξιοσημείωτο και σαγηνευτικό «σημείον των καιρών».
Κωνσταντίνος Μπούρας


Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ποιος είμαι, κύριε Παπαδιαμάντη;

Αποσπάσματα

[Στο διήγημα των 3.333 λέξεων ο αφηγητής συναντά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη έναν αιώνα μετά τον θάνατό του σε μία παραλία της Χαλκιδικής, όπου πριν λίγο ο Σκιαθίτης έχει αποβιβαστεί από ένα καΐκι που τον έφερε από το νησί του. Έχει σκοπό να συνεχίσει μόνος του, περπατώντας, για τη μοναστική πολιτεία. Ο αφηγητής τον καλεί να συζητήσουν σε ένα καφενείο. Το βλέμμα του σταματά για λίγο στην κλειστή τηλεόραση. Ο διάλογος απλώνεται σε θέματα προσωπικά, υπαρξιακά, θεολογικά, ιστορικά και λογοτεχνικά. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλά για το ταξίδι του στο Άγιο Όρος όταν ήταν νέος, για τα παιδικά του χρόνια, για τον Διονύσιο Σολωμό, για το λογοτεχνικό του έργο, για πολλά ακόμη θέματα. Ο αφηγητής τον ακούει προσεκτικά. Θέλει, μεταξύ άλλων, να τον ρωτήσει για το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» –αν πρόκειται για αληθινή ιστορία– αλλά δεν προλαβαίνει, επειδή ο «κυρ-Αλέξανδρος» απομακρύνεται από τον χώρο μυστηριωδώς. (Πρώτη δημοσίευση στο περ. Οδός Πανός, τχ. 120, 2003, σ. 2-10. Δεύτερη δημοσίευση στο περ. Κουκούτσι, τχ. 4, 2011, σ. 105-113. Εκτενείς αναφορές για το διήγημα και αποσπάσματά του υπάρχουν στο βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2017.)]

*
Είναι αλήθεια ότι ταράχτηκα, όταν σ’ εκείνο το έρημο ακρογιάλι της Χαλκιδικής, μπροστά στα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, είδα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να έρχεται προς το μέρος μου βαδίζοντας αργά και έχοντας σκυμμένο το κεφάλι. Αρχικά σκέφτηκα ότι ίσως πρόκειται για απλή ομοιότητα, αφού είχε περάσει σχεδόν ένας αιώνας από την κοίμησή του στην όμορφη Σκιάθο. Τον χαιρέτησα. Τον ρώτησα ποιος είναι και από πού έρχεται. Είπε:
Έρχομαι από τη Σκιάθο. Ένα ψαροκάικο με άφησε πριν λίγο σ’ αυτή την αμμουδιά. Αν κοιτάξεις στη θάλασσα, θα το δεις να απομακρύνεται. Ακολουθώντας τον αιγιαλό, σε δύο μέρες θα φτάσω στο Άγιον Όρος. Την τρίτη μέρα θα βρίσκομαι στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Θα μπω στη σπηλιά του αγίου Μαξίμου και θα καθήσω στο ξύλινο κρεβάτι να ξεκουραστώ. Εκεί θα αναλογιστώ όσα πέρασαν και θα αποφασίσω για τη συνέχεια. Το ίδιο έκανα, όταν είχα επισκεφθεί πρώτη φορά το Όρος σε ηλικία εικοσιενός ετών.
Με κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό, σαν να εξέταζε τις μύχιες σκέψεις μου. Ένιωσα μία περίεργη ανασφάλεια. Υποχώρησα ένα βήμα, σαν να φοβόμουν την αλήθεια που διάβαζε μέσα μου. Για να καλύψω την αμηχανία που με είχε καταλάβει, του μίλησα έτσι:
Θα είσαι κουρασμένος από το ταξίδι. Σ’ εκείνο το παλιό κτίσμα, ανάμεσα στη γέρικη ελιά και το κύμα, στεγάζεται ένα καφενείο. Έλα, αν θέλεις, να πιούμε κάτι και να κουβεντιάσουμε.
Έδειχνε ότι τον απασχολούν μυστηριώδεις σκέψεις, αλλά παρέμενε ήρεμος. Μίλησε χαμηλόφωνα:
Πήγαινε εσύ, θα έρθω σε λίγο.
Τη στιγμή που έμπαινα στο καφενείο, τον είδα να κατευθύνεται στα ερείπια του αρχαίου ναού. Το κατάστημα ήταν σχεδόν άδειο. Μόνο μία παρέα ψαράδων και ο μεσήλικας καφετζής βρίσκονταν εδώ. Για μια στιγμή αμφέβαλα για την ειλικρίνειά του. Σκέφτηκα ότι δεν θα έρθει. Αμέσως θυμήθηκα τον ηλικιωμένο μοναχό στο διήγημα Η χήρα του νεομάρτυρος, που αποδέχτηκε μία ανάλογη πρόσκληση. Δε γελάστηκα. Μπήκε στο καφενείο με την άνεση του θαμώνα, κάθισε απέναντί μου και άρχισε να μου μιλά:
Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Ποτέ δεν αλλάζει τίποτα. Ούτ’ εμείς αλλάζουμε. Μένουμε ίδιοι. Ο χρόνος μάς τιμωρεί και μας ταπεινώνει, επειδή δεν αλλάζουμε. Μας γεμίζει ρυτίδες. Κατά βάθος όμως εκείνος ταπεινώνεται από τη διάρκεια της παρουσίας μας.
Με κοίταξε και συνέχισε:
Μόνο η ομοιογένεια της θάλασσας μας κάνει μέλη του ίδιου σώματος. Άλλος ψαρεύει σ’ αυτή, άλλος κολυμπά, άλλος ταξιδεύει, πρόκειται όμως για την ίδια θάλασσα. Η θάλασσα μας δίνει τα φτερά που χρειαζόμαστε, ώστε να βγούμε από την κατάσταση ύπνου, που την ονομάζουμε ζωή.
Τον άκουγα προσεκτικά, αλλά χωρίς να κατανοώ ό,τι έλεγε. Τον κοίταζα απορημένος. Ζήτησε από τον καφετζή να του βράσει φασκόμηλο. Όταν το έφερε στα χείλη του, το πρόσωπό του έλαμψε. Φάνηκε να απολαμβάνει το υγιεινό ρόφημα με το πρασινωπό χρώμα και τη χαρακτηριστική γεύση. Εισέπνευσε βαθιά. Κοίταξε τις εικόνες που κρέμονταν στους τοίχους: διαφημίσεις διαφόρων προϊόντων, μία ελαιογραφία με βάρκες και ένα αντίγραφο έργου του Σαλβαδόρ Νταλί σε χαρτί. Το βλέμμα του στάθηκε στην κλειστή τηλεόραση. Βρήκα την ευκαιρία να του μιλήσω:
Από τότε πολλά άλλαξαν. Μα εσύ… πώς; Τι συνέβη;
Με το δεξί του χέρι μού έκανε νεύμα να σταματήσω. Είπε, με κάποια αδιόρατη θλίψη στο πρόσωπό του:
Από τότε τίποτα δεν άλλαξε. Οι ίδιες φωνές μιλούν μέσα μας. Η θάλασσα έχει το ίδιο χρώμα. Είναι λυπηρό να…
Ένας ξαφνικός θόρυβος, που ακούστηκε από τον δρόμο, δεν μου επέτρεψε να διακρίνω τα λόγια του.

[...]

Ήθελα να του μιλήσω, αλλά είχα τόσα να πω, που δεν έβγαινε λέξη. Τον κοίταξα διερευνητικά, σαν να μην πίστευα ότι βρίσκεται μπροστά μου:
Πεθαίνω κάθε μέρα κυρ-Αλέξανδρε. Είναι ένας δρόμος που όλο στενεύει. Μικραίνουν οι μέρες και ο ήλιος ξεθωριάζει. Νιώθω ότι ταξιδεύω και δε φτάνω πουθενά. Δεν ξέρω αν βρίσκομαι πιο κοντά στον προορισμό ή στο σημείο εκκίνησης. Θέλω να πάρω τον δρόμο της επιστροφής και να μην κάνω κύκλους γύρω από το τίποτα, όπως ο Έρωντας πάνω στο χιόνι. Ψάχνω για απαντήσεις, μα συναντώ αδιέξοδο. Έπεσε γύρω μου πυκνή ομίχλη.
Άκουγε προσεκτικά. Στο πρόσωπό του είχε απλωθεί μία άφατη γλυκύτητα. Χωρίς να είμαι σίγουρος, νομίζω πως τον άκουσα να μουρμουρίζει ένα γνωστό τροπάριο της άνοιξης. Συνέχισα να του μιλώ:
Βέβαια, δεν είναι πάντα έτσι. Κάποιες στιγμές, όταν, κουρασμένος από τη μελέτη ή την εργασία μου, κλείνω τα μάτια, νιώθω μία αόρατη, ζεστή αγκαλιά να με κρατά, όπως όταν ήμουν βρέφος. Άλλες στιγμές ονειρεύομαι συζητήσεις με ανθρώπους που έφυγαν, που ανήκουν στο παρελθόν.
Δεν υπάρχει παρελθόν, είπε. Έκανα πρώτη φορά αυτή τη σκέψη, όταν έφηβος διάβαζα Όμηρο, ταξιδεύοντας μαζί με τον Οδυσσέα σε άγνωστες θάλασσες και σε παράξενα νησιά. Αν έχεις διαβάσει προσεκτικά ό,τι έγραψα, θα το έχεις συμπεράνει αυτό. Δεν μπορώ να κρύβω, να κρατώ στο σκοτάδι, ό,τι αγαπώ. Εκτός από τον Θεό μου, δεν αγάπησα τίποτα, όσο αγάπησα τις λέξεις. Λειμώνες με άνθη και υπόγεια βλάστηση ήταν για μένα τα βιβλία των αρχαίων συγγραφέων. Ο Όμηρος, ένα θαλασσινό ταξίδι. Η λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ένας ατέλειωτος ρεμβασμός, όσο και πόνος. Όταν ήμουν παιδί, έτρεχα ώρες μέσα στους ελαιώνες παίζοντας με τα άλλα παιδιά. Κάποτε κουραζόμουν και ξάπλωνα στη ρίζα μίας ελιάς ή σ’ έναν κεκλιμένο βράχο. Αργότερα, όταν ζούσα στην Αθήνα, κάθε φορά που άνοιγα ένα αγαπημένο βιβλίο, ένιωθα ότι περιπλανιέμαι στους ελαιώνες και στα λιβάδια των παιδικών μου χρόνων. Οι λέξεις, όπως τ’ αγριολούλουδα και τα βότανα των αγρών, έχουν το δικό τους άρωμα. Και έχει, η κάθε μία, τη δική της μουσική. Άκουγα τον πατέρα μου, που ήταν ιερέας, να μου μιλά για θαύματα και σημεία, για τους συμβολισμούς των ιερών σκευών, για το σώμα που λέγεται εκκλησία, του οποίου εμείς αποτελούμε μέλη. Όλα αυτά τα καταλάβαινα κάπως, αλλά για μένα εκκλησία ήταν οι λέξεις που άκουγα τη Μεγάλη Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα, τα λουλούδια του επιταφίου, τα τροπάρια των Χριστουγέννων, τα ιερά βιβλία που με κάθε ευκαιρία διάβαζα. Για μένα εκκλησία ήταν οι αγιογραφίες στα ξωκλήσια του νησιού μου, η βυζαντινή μουσική, το λευκό χρώμα των ναών.
Και ο έρωτας κυρ-Αλέξανδρε; Η άνοιξη; Το έαρ που ανατέλλει μέσα μας απρόσμενα; Το αναπάντεχο σκίρτημα όταν νομίζουμε ότι όλα ελέγχονται από τη λογική;
Ένα απροσδιόριστο –σχεδόν ειρωνικό– χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Τότε του είπα:
Και ο θάνατος;
Αν σου έλεγα ότι ο θάνατος είναι μέρος της ψευδαίσθησης που ονομάζουμε ζωή, θα ήταν μία εύκολη απάντηση. Όμως, το θνητό μέρος προϋποθέτει και ένα αθάνατο στοιχείο μέσα μας.

[...]

Δεν ήξερα τι να πω και τον άφησα να συνεχίσει.
Από μικρό παιδί, όταν κοίταζα τη θάλασσα, αισθανόμουν ελεύθερος. Ελευθερία ένιωθα και στα βουνά. Εκείνο όμως που έζησα κατά την ολιγόμηνη παραμονή μου στο Άγιον Όρος, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1872, ήταν κάτι μοναδικό. Μία φωνή με καλούσε να μείνω εκεί για πάντα. Παρατηρούσα με τις ώρες τις ζωγραφιές του Πανσέληνου, του Θεοφάνη και των ανώνυμων αγιογράφων. Είδα εικόνες που διηγούνταν ιστορίες χωρίς τέλος. Άκουγα τους μοναχούς να ψάλλουν και μαζί τους έψαλλαν οι κεκοιμημένοι γέροντές τους. Όταν ήμουν νέος, δεν έβλεπα το δέντρο, αλλά τους χυμούς που κυλούσαν μέσα του. Δεν έβλεπα τα βουνά, αλλά τα ερεβώδη σπήλαια εντός τους. Πίσω από τα μάτια των συνομιλητών μου έβλεπα τα συναισθήματά τους. Μέχρι που κουράστηκα και ένιωσα τυφλός. Μόνο όταν ένιωσα τυφλός, είδα το φως που διασπά τα διλήμματα και διαπερνά την ύλη. Μόνο τότε μπόρεσα να καταλάβω τα ακατανόητα πιο πριν για μένα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Μία φλόγα καίει στην καρδιά εκείνων που ζουν χωρίς επανάπαυση, μία λάβρα.
Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του προς την είσοδο. Κοίταξα κι εγώ. Είδα τον Διονύσιο Σολωμό να μπαίνει στο καφενείο και να στέκεται για μία στιγμή ακίνητος στο κέντρο του χώρου, κάτω από το φωτιστικό της οροφής, σαν να έψαχνε κάποιον ή κάτι. Αντάλλαξαν μεταξύ τους ένα σχεδόν συνωμοτικό βλέμμα, που ισοδυναμούσε με χιλιάδες λέξεις. Μου φάνηκε ότι αυτό το βλέμμα συνοδευόταν από μία αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού και των δύο, από ένα υπαρκτό και συνάμα ανύπαρκτο νεύμα. Ο ποιητής κοίταξε τον πεζογράφο, σαν να κοίταζε ένα οικείο πρόσωπο. Χωρίς να πει ούτε μία λέξη, έφυγε το ίδιο αθόρυβα, όπως όταν είχε έρθει.

[...]

Τώρα περιεργαζόμουν με μεγαλύτερη προσοχή τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Θα μπορούσε κανείς να τον περάσει για ιερωμένο. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρα παπούτσια. Κι όμως, σε μία στιγμή νόμισα ότι τον είδα ντυμένο στα λευκά. Έτριψα τα μάτια μου και διαπίστωσα ότι είχα κάνει λάθος. Για λίγο χάθηκα στους συλλογισμούς μου. Βυθίστηκα σε σκέψεις παράξενες και άφησα τη φαντασία να με παρασύρει μακριά. Μέσα σε δευτερόλεπτα πέρασαν από το μυαλό μου εικόνες απείρου κάλλους, σκηνές στις οποίες ήμουν πρωταγωνιστής και άλλες με τοπία γεμάτα διάφανο λευκό φως. Δεν μπόρεσα να αφεθώ περισσότερο, επειδή το φως άρχισε σιγά σιγά να χάνει τη λευκότητα και την ομορφιά του και να αντικαθίσταται από ένα φως αλλιώτικο, με απόχρωση κόκκινη, ένα φως που με τρόμαξε και με έκανε να ξυπνήσω από τη σύντομη νάρκη. Αυτό, το δεύτερο φως, έκανε την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα, σαν να ήταν έτοιμη να σπάσει, όπως όταν βλέπουμε ένα κακό όνειρο ή όταν κάποιος ή κάτι μας ξυπνά απότομα από τον γλυκό ύπνο. Πέρασαν μερικές στιγμές, ώσπου να συνέλθω.
Κοίταξα προς τον γέροντα. Η θέση του ήταν άδεια. Έριξα μία βιαστική ματιά στο εσωτερικό του καφενείου. Μόλις διαπίστωσα ότι έλειπε, έτρεξα έξω και κοίταξα προς όλες τις κατευθύνσεις ως τον ορίζοντα. Ήθελα να τον ρωτήσω κάτι ακόμη: είχε στ’ αλήθεια κρατήσει στα χέρια του το γυμνό κορμί της Μοσχούλας, όταν ήταν δεκαοκτώ ετών; Η ανάμνηση του κορμιού ενός κοριτσιού ήταν πραγματικά ο λόγος που δεν έγινε μοναχός τότε, το καλοκαίρι του 1872; Είχε γράψει για εκείνη τη συνάντηση: «Ήτον απόλαυσις όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα της προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσα αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…».
Παρόλο που ο ήλιος μεσουρανούσε και τίποτα δεν εμπόδιζε το βλέμμα να εξερευνήσει την ακτή σε μήκος εκατοντάδων μέτρων, εκείνος δεν φαινόταν πουθενά, σαν να είχε χαθεί από προσώπου γης. Μόνο τότε μπόρεσα να ψιθυρίσω:
Ποιος είμαι, κύριε Παπαδιαμάντη;

Διονύσης Στεργιούλας

Έργο του αγιογράφου Κωνσταντίνου Σαμοΐλη

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Η τέχνη του συλλέκτη

Για το βιβλίο του Σωτήρη Τσούκαλη, Η εξομολόγηση ενός συλλέκτη, έκδοση Πινακοθήκης Γρηγοράκη, σελ. 40, Αθήνα 2005.

Η Εξομολόγηση ενός συλλέκτη είναι μία εκτενής επιστολή που στέλνει ο συγγραφέας στον φίλο του Νίκο Γρηγοράκη, θέλοντας να τον ευχαριστήσει για όσα του δίδαξε σε σχέση με την τέχνη της χαρακτικής. Την έκδοση, που κυκλοφόρησε στον περιορισμένο αριθμό των 200 αντιτύπων, επιμελήθηκε ο αποδέκτης της επιστολής (που γράφει και τον πρόλογο) και την προσφέρει ως αντιχάρισμα στον Σωτήρη Τσούκαλη. Ο Τσούκαλης (γενν. 1928), ένας από τους σημαντικότερους συλλέκτες χαρακτικών στην Ελλάδα, ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει παρουσιάσει μέρος της συλλογής του στην Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και σε εκθέσεις που έγιναν στα πλαίσια των «Δημητρίων» και της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997». Η επιστολή, παρά την ιδιαιτερότητα του θέματος και τις πολλές αναφορές στην τέχνη της χαρακτικής, αποτελεί, λόγω της ποιότητας γραφής και του εξομολογητικού ύφους, υπόδειγμα λογοτεχνικού κειμένου. Το μεγάλο ενδιαφέρον ωστόσο βρίσκεται στο περιεχόμενο. Ο Σ. Τσούκαλης αναφέρεται στην αγάπη του για τη χαρακτική, εστιάζοντας σε συγκεκριμένα γεγονότα, όπως π.χ. την επίσκεψή του, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, στο σπίτι του Πολύκλειτου Ρέγκου, κατά την οποία αγόρασε τις πρώτες του ξυλογραφίες. Μέσα σε έξι δεκαετίες η συλλογή του έφτασε να αριθμεί περισσότερα από 1500 έργα χαρακτικής (κυρίως ξυλογραφίες) και τουλάχιστον 2000 πίνακες ζωγραφικής, τα περισσότερα γνωστών Ελλήνων δημιουργών.

Οι απόψεις του για την τέχνη του ζωγράφου και για την «τέχνη» του συλλέκτη είναι άκρως ενδιαφέρουσες, αφού αποτελούν το επιστέγασμα μιας ολόκληρης ζωής αφιερωμένης στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Μία από τις αλήθειες που προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι ένας συλλέκτης έργων τέχνης κρίνεται σημαντικός όχι τόσο εξαιτίας του μεγάλου αριθμού ή της εμπορικής αξίας των έργων που συλλέγει όσο εξαιτίας του ύφους που αποκτά με τον καιρό η συλλογή. Και το ύφος της συλλογής οφείλεται αποκλειστικά στο ψυχικό του ξόδεμα. Ο Σωτήρης Τσούκαλης ήταν για σαράντα χρόνια υπάλληλος του ΚΤΕΛ Φλωρίνης-Γρεβενών στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς πόσα στερήθηκε και πόσες δυσκολίες αντιμετώπισε για να έχει ως αντιστάθμισμα τη χαρά του συλλέκτη, που την περιγράφει ως μία μοναδική σχέση επικοινωνίας με το εκάστοτε νέο έργο που αποκτούσε. Με τον καιρό όμως η συλλογή απορροφά τόσο τον ιδιοκτήτη της, που γίνεται ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής του. Η συλλογή, με τρόπο όχι πάντα εμφανή, υποκαθιστά σταδιακά τον συλλέκτη, που το πρόσωπό του αντικαθίσταται από τα έργα που κατέχει. Όταν κοιτάξει στο παρελθόν, θα αντικρίσει μόνο στιγμές απόκτησης σημαντικών έργων, στιγμές κρυφής ή φανερής χαράς, που συνοδεύονται από γραμμές, χρώματα και σχήματα που δημιούργησε η φαντασία των καλλιτεχνών.

Το μυστικό της ύπαρξης μιας συλλογής τέτοιας έκτασης και ποιότητας έμεινε κρυφό για πολλά χρόνια. Ο Τσούκαλης φύλαγε τα έργα στο πατάρι του πρακτορείου λεωφορείων Φλωρίνης και σε άλλα «έντιμα στέκια» στη Θεσσαλονίκη, χωρίς κανείς εκτός από τον ίδιο να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Κάποτε όμως φτάνει η ώρα του προβληματισμού για το μέλλον της συλλογής, για την «αποκατάστασή» της, με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι ονειρεύονται την αποκατάσταση των παιδιών τους. Φαντάζεται ότι της ταιριάζει ένας ωραίος χώρος, όπου θα έχει πρόσβαση το μεγάλο κοινό. Έχοντας όμως αφοσιωθεί αποκλειστικά στον ευγενή του σκοπό, δεν αντιλαμβάνεται ότι έχουν κοπεί τα νήματα της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και ιδιαίτερα με εκείνους που «κινούν τα νήματα» των πολιτιστικών δρωμένων. Πώς θα επικοινωνήσει με όλους αυτούς τους συχνά ανίδεους που διοικούν, χωρίς ευαισθησίες, μόνο με μία ψυχρή, τεχνοκρατική αντίληψη, πολιτιστικά ιδρύματα και οργανισμούς; Το αδιέξοδο που διακρίνεται στο βάθος τον κάνει απαισιόδοξο και τον οδηγεί σε σκέψεις όπως η αυτοκτονία με την ταυτόχρονη καταστροφή των έργων, που δεν πρέπει να πέσουν σε «βέβηλα» χέρια. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και μία αμυδρή ελπίδα ότι κάτι καλό προδιαγράφεται από τις άγνωστες δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο – από τις πλατωνικές Ιδέες θα έλεγε κανείς. Αυτή η ελπίδα δίνει ζωή στον συλλέκτη και τον κρατά όρθιο όσο ζει, επειδή ξέρει ότι πρέπει να μείνει δυνατός ως το τέλος. Το οφείλει στα έργα που συνέλεγε μια ολόκληρη ζωή και στις μικρές και μεγάλες χαρές που αυτά του χάρισαν. 
Διονύσης Στεργιούλας

[Η βιβλιοπαρουσίαση είχε δημοσιευτεί ανυπόγραφη στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 136, Απρίλιος-Ιούνιος 2007, σ. 245-246.]

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Κυκλική αφήγηση, λογοτεχνικό υπερκείμενο

Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Καισαρίδη «Αποτομή» (εκδ. Νησίδες).

ία διευρυμένη θεατρική σκηνή με φόντο την Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Ο χωρίς τέλος μόχθος των αγροτών της ελληνικής επαρχίας πριν η τεχνολογία διευκολύνει τις δραστη-ριότητές τους. Η μεταφυσική δύναμη που συνδέει τα μέλη μίας οικογένειας, ζώντες και κεκοιμημένους, πρόσφυγες στον χώρο και στον χρόνο. Το ποτάμι που κυλά ασταμάτητα, όπως ο χρόνος, άλλοτε ως μέρος του σκηνικού και άλλοτε ως βουβό πρόσωπο της ιστορίας. Τα περιστέρια με τις ελεύθερες πτήσεις τους και την επιστροφή τους στο σημείο από το οποίο ξεκίνησαν. Πρόσωπα που αθόρυβα εισέρχονται και αθόρυβα αποχωρούν. Μικρές ιστορίες που συνθέτουν μια υπερ-ιστορία ή ένα υπερκείμενο. Ρευστά, κινούμενα όρια και έλλειψη γραμμικότητας. Ένα πλήθος αφηγηματικών κύκλων που αρχίζουν από το τέλος τους και τελειώνουν στην αρχή τους. Τηρουμένων των αναλογιών, ένα λογοτεχνικό περιβάλλον γερμανικού και σολωμικού ρομαντισμού του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, με την περιγραφή σκηνών συχνά ζοφερών και με επιρροές από νεοπλατωνικές και άλλες φιλοσοφικές απόψεις. Μία καταγραφή της νεότερης ιστορίας ιδωμένης μέσα από τον πυρήνα της, από την πλευρά των θυμάτων της.


Η παράμετρος χρόνος είναι αδύναμη στο μυθιστόρημα, επειδή διαρκώς προβάλλονται έννοιες και καταστάσεις που καταργούν ή μηδενίζουν τον χρόνο: ο πόνος, τα τραύματα, ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές και όλοι παρουσιάζονται ευάλωτοι στο σχέδιο της μοίρας. Η πορεία προς το μέλλον δεν διαφέρει από την επιστροφή στο παρελθόν, στις πηγές των πρώτων αναμνήσεων και των πρώτων τραυμάτων. Η αδυναμία θεωρητικής απάντησης στο μεγάλο ερώτημα που αφορά τον άνθρωπο και την πηγή της φθοράς, οδηγεί στην εστίαση σε συγκεκριμένα κομβικά γεγονότα, που ίσως απαντούν εν μέρει σε αυτό. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας ταυτόχρονα με τη μικρασιατική καταστροφή λειτουργεί ως ένας ασκός του Αιόλου, με επιπτώσεις τραγικές, που θα διαρκέσουν πολλές δεκαετίες.

Το ψηφιδωτό των ανθρώπινων πράξεων και συμβάντων που δημιουργεί ο συγγραφέας περιλαμβάνει έναν γάμο που θυμίζει «εξόδιο τελετή», δολοφονίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, παιχνίδια παιδιών, θρησκευτικές και εορταστικές εκδηλώσεις, παγανιστικής προέλευσης έθιμα των ορθοδόξων χριστιανών, οικογενειακές συναθροίσεις, θρύλους που επαληθεύονται. Η οικογενειακή ιστορία, που αναδεικνύεται εδώ πιο περιεκτική και πιο τραγική από την εθνική και την παγκόσμια, έχει τις ήττες και τους θριάμβους της, τις επικές μάχες, τις επετείους και τις μαύρες σελίδες της, τους ήρωες και τα θύματά της. Ο αφηγητής γνωρίζει τα πάντα και κατά περίπτωση αποκαλύπτει, κρύβει ή δίνει μη επαρκείς πληροφορίες, σαν να μάχονται μέσα του αντίρροπες δυνάμεις στην προσπάθειά του να καταλήξει και ο ίδιος σε συμπεράσματα ή σαν να πρόκειται για έναν γρίφο, για ένα μυστήριο, που ο αναγνώστης θα δοκιμάσει να προσεγγίσει μόνο αν το επιθυμεί. Ίσως θα ταίριαζαν για τον αφηγητή τα λόγια του Ηράκλειτου: «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει».

Όπως και στη ζωή, πολλά κεφάλαια παραμένουν για πάντα ανοιχτά, ενώ σε άλλα που κλείνουν, από το τέλος τους ξεκινούν νέες ιστορίες. Το νήμα δεν κόβεται ποτέ, και αφού το μέλλον είναι ήδη παρελθόν, ο θάνατος κάποιων προσώπων δεν διαφοροποιεί την ύφανση και το σχέδιο της αφήγησης. Τα ίχνη τους παραμένουν νωπά σ’ εκείνους που κάποτε συνδέθηκαν μαζί τους. Οι νεκροί επιστρέφουν ξανά και ξανά στη σκέψη των ζώντων, των οποίων τη φαντασία καλύπτουν με την απουσία τους. Για τους ζώντες μοιάζει να μην υπάρχει ο έξω κόσμος. Αλληλεπιδρούν μόνο με τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος και με τους νεκρούς τους. Η λήθη είναι λήθη μόνο φαινομενικά. Το παρόν κρύβει στα σπλάχνα του μία χαώδη σύνθεση εικόνων, εμπειριών και συνειρμών του παρελθόντος, που έχουν αυτονομηθεί από τον έλεγχο της λογικής σκέψης, περιμένοντας τη στιγμή της επιστροφής, τη στιγμή που θα πρωταγωνιστήσουν ξανά.

Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από αέναη κυκλικότητα. Τα πρόσωπα, όπως και οι πράξεις τους, συνδέονται μεταξύ τους μέσω είτε λογικών και επαληθεύσιμων είτε απροσδιόριστων ή υπερφυσικών οδών επικοινωνίας. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι διαβάζει μία αρχαία τραγωδία, που όλο πλησιάζει στο τέλος της και όλο παίρνει παράταση. Πολλοί θάνατοι, «αποτομές» μεταφορικά και κυριολεκτικά. Και ο λόγος, με τα πολλά στοιχεία προφορικότητας που περνούν στη γραφή, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται σε άγνωστα μονοπάτια, που άλλοτε οδηγούν σε κάποιον προορισμό και άλλοτε απλώς διερευνούν το περιβάλλον γλωσσικό τοπίο.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Αδιέξοδα*


Ξυπνώ και βλέπω μπροστά μου ένα τείχος. Το τείχος αυτό με περιβάλλει κάθε στιγμή. Ίσως να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα δημιούργημα της φαντασίας μου. Κι όμως, να 'το πάλι μπροστά μου, να παίρνει τη μορφή μεσαιωνικού κάστρου και μέσα του να με φυλακίζει. Κόβει τα φτερά του έρωτα, κόβει τα φτερά των ονείρων και με προσγειώνει στην πεζή καθημερινότητα. Τότε αντιλαμβάνομαι πόσο μόνος είμαι σ’ αυτόν τον πλανήτη των έξι δισεκατομμυρίων ψυχών, σ’ αυτόν τον πλανήτη με τις ατέλειωτες μνήμες και τους απαισιόδοξους στίχους των ποιητών:
«Χωρίς περίσκεψι, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ
  μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.»1
Ψάχνω τους τρόπους και τις λύσεις. Αναζητώ την προσωπογραφία μου:
«Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
  με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό;»2
Αναζητώ την προσωπογραφία μου. Καθρέφτης είναι τα μάτια των άλλων. Κάθε ψηφίδα απαντά σε ένα ερωτηματικό. Όμως το ψηφιδωτό δεν τελειώνει, επειδή το σχέδιο δεν είναι προκαθορισμένο. Αλλάζει ανάλογα με τις διαθέσεις των άλλων. Εκείνοι είναι που με διαμορφώνουν. Έτσι η προσπάθεια γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Απρόβλεπτα εμπόδια κλείνουν κάθε στιγμή τον δρόμο. Και φτάνω να βρίσκομαι απομονωμένος, όχι μόνο από τους άλλους, μα και από τον εαυτό μου:
«Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
  και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει»3
Κάθε προσπάθεια για κάτι καλύτερο οδηγείται στην αποτυχία. Και ακολουθούν μέρες πιο σκοτεινές. Ποτέ δεν θα πάψω να προσπαθώ. Όπως ο Δαίδαλος, αργά και μεθοδικά θα φτιάξω τα δικά μου φτερά, για να πετάξω πάνω από τα τείχη, πάνω από τον λαβύρινθο, στην ελευθερία:
«[…] και αν έπεσεν
  ο πτερωθείς κ’ επνίγη 
  θαλασσωμένος·  
  Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
  και απέθανεν ελεύθερος.»4

[*Πρώτη δημοσίευση: Διονύσης Στεργιούλας, Οι μαθητευόμενοι της οδύνης, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 1995, σσ.87-88.]

1. Κ. Π. Καβάφης, «Τείχη».
2. Δ. Σαββόπουλος, «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη».
3. Νίκος Καββαδίας,  «Mal du départ».
4. Ανδρέας Κάλβος, «Εις Σάμον».