Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Οι «Σκέψεις ενός ληστού» και oι σκέψεις ενός βοσκού*

Το «Όνειρο στο κύμα» (1900) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα σύνθετο διήγημα, με τμήματα που μοιάζουν να έχουν συνενωθεί το ένα με το άλλο, αλλά από έναν μάστορα του είδους. Κάποια από τα διαφορετικά αυτά τμήματα σχετίζονται με τον υπάλληλο του δικηγορικού γραφείου της πρωτεύουσας, με την ιστορία του μοναχού Σισώη, με τον κυρ Μόσχο και την ιδιοκτησία του, με την τοπογραφία της ακτής, και φυσικά με την κεντρική σκηνή, που έδωσε και τον τίτλο στο έργο. Καθεμία από τις επιμέρους αυτές ιστορίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί και ως αυτοτελές διήγημα. Δεν αποκλείεται ο Παπαδιαμάντης να σχεδίαζε κάτι άλλο και στην πορεία το διήγημα να εξελίχθηκε διαφορετικά, να πήρε «άλλη τροπή». Ή, αφού είχε τυπικά ολοκληρωθεί, να προστέθηκαν αργότερα νέοι πυρήνες περιεχομένου.

Μία από τις δυσκολίες των μελετητών του «Ονείρου στο κύμα» σχετίζεται με το πλήθος και την ποικιλομορφία των πιθανών λογοτεχνικών πηγών και των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα που καθρεφτίζονται στις περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες λέξεις του. Είναι τέτοιο το εύρος της θεματολογίας, των συμβόλων και των ερμηνευτικών δυνατοτήτων που προσφέρει το συγκεκριμένο διήγημα, ώστε η ανίχνευση των πηγών και οι προτάσεις ερμηνείας είναι σχεδόν αδύνατο να ολοκληρωθούν κάποτε. To διήγημα ακολουθεί θεματολογικά, σε έναν βαθμό, και τη μακραίωνη παράδοση της βουκολικής ποίησης. Όπως παρατηρεί ο Ν. Γ. Πεντζίκης στην Πραγματογνωσία, ο κόσμος του Παπαδιαμάντη «ζωντανεύει στη θύμηση στίχους των θεοκριτικών ειδυλλίων».1 Ο ποιητής Μόσχος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του λογοτεχνικού είδους, έζησε στις Συρακούσες τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ο τίτλος του έργου του Έρως δραπέτης παρουσιάζει ομοιότητα με τον παπαδιαμαντικό τίτλο «Έρως – Ήρως» (1897). Ίσως η επιλογή του Παπαδιαμάντη να δώσει στον γαιοκτήμονα και ιδιοκτήτη του πύργου το πολύ σπάνιο όνομα Μόσχος, το οποίο επαναλαμβάνεται ως «Μοσχούλα» στο κορίτσι και στο αγαπημένο ζώο του βοσκού, αποτελεί μία ακόμη πλάγια αναφορά στον αρχαίο ποιητή.2

Όταν άρχισα να διαβάζω το έργο του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου3 Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1861 από τον δεκαοκτάχρονο τότε συγγραφέα,4 αμέσως θυμήθηκα την αναπόληση της νεανικής του ηλικίας από τον πρωταγωνιστή του «Ονείρου στο κύμα» και ακόμη τη σχέση του με τη φύση και το αίσθημα ελευθερίας που ένιωθε όταν ακολουθούσε στους ερημότοπους το κοπάδι του μοναστηριού. Πιο πολύ από περιέργεια, έψαξα να βρω αν υπήρχε μεταγενέστερη έκδοση του έργου, που να είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν τη δημοσίευση του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, όπου θα ήταν πιθανό ο Σκιαθίτης να το είχε διαβάσει και να είχε με κάποιον τρόπο επηρεαστεί. Όμως δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του συγγραφέα που κυκλοφόρησαν το 18975 και δεν υπάρχει καταγεγραμμένη άλλη έκδοση του 19ου αιώνα που να ακολούθησε εκείνη του 1861. Δεν αποκλείεται να πρόκειται απλώς για «κοινό τόπο», ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο Παπαδιαμάντης δεν γνώριζε το έργο αυτό του Δ. Παπαρρηγόπουλου.

Στις Σκέψεις ενός ληστού ο συγγραφέας σχολιάζει αρνητικά την κοινωνία του 19ου αιώνα και συγκρίνει τη ζωή στις πόλεις με τη ζωή στη φύση. Μια ανάλογη σύγκριση συναντάμε και στο «Όνειρο στο κύμα».6 Ο κεντρικός ήρωας, δικηγόρος που εργάζεται ως βοηθός σε γραφείο «επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτού», είναι απολύτως απογοητευμένος από τον τρόπο που εξελίχθηκε η ζωή του στην πόλη. Θυμάται με νοσταλγία την περίοδο που ήταν ακόμη «φυσικός άνθρωπος»7 και σε ηλικία 18 ετών είχε την τύχη να ζήσει κάτι μοναδικό. Κάτι για το οποίο «συνωμότησαν» το ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον μιας απομονωμένης γωνιάς του νησιού του. Επειδή όμως δεν σκέφτονται όλοι οι αναγνώστες λογοτεχνικών έργων με τον ίδιο τρόπο (και ίσως η σύνδεση των δύο έργων θεωρηθεί τολμηρή), παραθέτω μερικά σύντομα αποσπάσματα του έργου του Παπαρρηγόπουλου:

Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. [...] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού. (σ. 5)

Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς· αλλ’ όχι· η καρδία ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ού μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος, καθαρός· ουχί, ως εις υμάς, μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχοφόρα περιεπλανώντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω έν άνθος και έν φίλημα· (σ. 10)

Όσον περισσοτέραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι· (σ. 16)

Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις, αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς· φέρει τον νουν προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δεικνύει συγχρόνως, ότι αν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού. (σ. 24)

Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς· διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκείς ημών σύντροφοι. (σ. 25)

Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτισμένοι· δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν [...]. (σ. 27)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλληλη ανάγνωση που εδώ επιχειρείται, αφορά μόνο τη συγκεκριμένη παράμετρο των δύο έργων και όχι εν γένει το περιεχόμενό τους. Η σύγκριση πόλης-φύσης και ειδικά η εξιδανίκευση του φυσικού περιβάλλοντος (συχνά με τη μορφή του «αρκαδικού ιδεώδους») αποτελούν συνήθη θέματα στην παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης. Το γεγονός ότι ο ήρωας του Παπαδιαμάντη θεωρούσε αντιζήλους και ανταγωνιστές του τους αγροφύλακες (δηλαδή εκείνους που αντιπροσωπεύουν στο διήγημα την κρατική εξουσία) και ότι θεωρούσε κτήμα του τους καρπούς των ξένων αμπελιών και περιβολιών δεν τον κατατάσσει στους παρανόμους. Πρόκειται εξάλλου για άνθρωπο της Εκκλησίας, υπεύθυνο για το κοπάδι ενός μοναστηριού. Με ανάλογο τρόπο στο διήγημα του Παπαρρηγόπουλου οι αναφορές του ήρωα-αφηγητή στον Θεό δεν τον κατατάσσουν στους πιστούς χριστιανούς.

Διονύσης Στεργιούλας

 

1 Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Πραγματογνωσία, Κείμενο σε συνέχεια, Θεσσαλονίκη, 1950, σ. 60.

2 Στις εκδόσεις του παπαδιαμαντικού έργου υπάρχει μόνο μία αναφορά στον Μόσχο. Το κείμενο όμως που την περιλαμβάνει θεωρείται πλέον νόθο (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νέα Εστία, τχ. 1704, 1998, σσ. 908-920).

3 Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 και πέθανε νεότατος από εγκεφαλική συμφόρηση στην ίδια πόλη το 1873. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος.

4 «Τυπογραφείον Δ. Αθ. Μαυρομμάτη», 30 σελίδες, χωρίς όνομα συγγραφέα.

5 Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα.

6 Στη σχέση φύσης και πόλης στο διήγημα αναφέρεται η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη στο βιβλίο της Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910 (εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1987). Παρατηρεί μεταξύ άλλων (σ. 270): «Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυροτέρου».

7 «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...».

[*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σταφυλή, τχ. 5, Οκτώβριος 2023, σ. 109-112]