Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ


Όπως άλλοι μιλούν σε αγίους και βλέπουν οράματα
όπως άλλοι μιλούν για περασμένους έρωτες κι αναπολούν το παρελθόν
σ' έφερα απόψε στη μνήμη μου κόμη Διονύσιε Σολωμέ.
Είδα το βλέμμα σου να αναζητά το φως στην αντικρινή στεριά
είδα τη σκέψη σου να χάνεται στον στρόβιλο της νύχτας
άκουσα κάτω από το παράθυρό σου τη θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει.
Σε είδα να περπατάς ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα της Κέρκυρας
κι ήσουν το ψηλότερο δέντρο
με κατάπράσινα φυλλώματα γεμάτα λέξεις.
Σε είδα να μπαίνεις στα παιχνίδια των παιδιών και να παίζεις μαζί τους
να τραγουδάς τους στίχους σου στα βρέφη των μελλοντικών γενεών
να αφουγκράζεσαι τους ψίθυρους του Ομήρου
και να τους μεταφέρεις στα τετράδιά σου.
Σε είδα να βγαίνεις από τις εκκλησίες δακρυσμένος και να κρύβεσαι
για να μη δει κανείς τα δάκρυά σου
σε είδα να περπατάς μόνος και σκεφτικός στην παραλία της Θεσσαλονίκης
να αναζητάς βιβλία του Ιωσήφ Βρυέννιου σε βιβλιοπωλεία της Νέας Υόρκης
να τριγυρνάς με τη σκέψη σου σε δρόμους του Παρισιού
να ζεις στο ίδιο δωμάτιο με τον Novalis να βλέπετε τις ίδιες οπτασίες
να ακούτε την ίδια μουσική να μοιράζεστε το ίδιο φαγητό.
Σε είδα να σβήνεις στα όνειρά σου και να ξαναγεννιέσαι κάθε πρωί
σε είδα να ταξιδεύεις με πλοία εξερευνητών
προσπαθώντας να ξεχάσεις τη μορφή της μητέρας σου.
Σε είδα να παρατηρείς εκστασιασμένος
κορίτσια πάνω στα ποδήλατά τους
νέες γυναίκες ντυμένες στα λευκά που κρατούσαν διάφανες ομπρέλες
σε είδα να μαγεύεσαι από ένα ανθάκι μωβ
που φύτρωσε σε μια ρωγμή του τοίχου του σπιτιού σου.
Σε είδα να ξεφεύγεις από το δίχτυ του χρόνου
να περνάς από τα μικροσκοπικά του κρυφά περάσματα
να επιτίθεσαι σ' εκείνους που κόβουν τα κλαδιά των δέντρων
για να τα κάνουν στεφάνια της δόξας τους
σε είδα μόνο κι έρημο να αποφεύγεις σώματα και να ζητάς ψυχές.
Είδα το αυστηρό βλέμμα σου να γίνεται χαμόγελο και μετά είδα πάλι
εκείνη τη σκιά να σε ακολουθεί.
Όμως τώρα πρέπει να αποχωρήσω από το ποίημα
γιατί είναι αργά, είναι πολύ αργά για όλους
είναι αργά για τα σπίτια αργά για τα δάση αργά για τους ανθρώπους
ο καιρός είναι άστατος κανείς δεν ξέρει κανείς δεν μπορεί να φανταστεί
τι θα φέρει αυτό το ξημέρωμα τι χρώματα τι απρόβλεπτες φωνές.

[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Θευθ, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2016, σ.62-63]