Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Η λυρική εκδοχή της Θεσσαλονίκης

Πέθανε ένα παιδί 95 χρονών. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη μου, μόλις έμαθα ότι πέθανε ο Τάκης Βαρβιτσιώτης. Ευγενής στο έπακρο, πάντοτε χαμηλών τόνων, ταυτισμένος από τη νεότητά του με το έργο του, το οποίο υπήρξε η κύρια απασχόληση κατά τη διάρκεια του βίου του, αφού η δικηγορία λειτουργούσε ως δευτερεύουσα ασχολία. Η οικονομική του άνεση του επέτρεψε να ασχοληθεί απερίσπαστος με την ποίηση, τις μεταφράσεις, το δοκίμιο, τα ταξίδια και τη συλλογή έργων τέχνης.

Υπήρξαν πολλές «ευτυχείς συγκυρίες» στη ζωή του Τάκη Βαρβιτσιώτη. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 ήρθε σε επαφή με κάποιους από εκείνους τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, που έδωσαν μία ευρωπαϊκή προοπτική στα ελληνικά γράμματα. Οι λογοτέχνες αυτοί δεν αρνήθηκαν την παράδοση ούτε την καταγωγή τους, αρνήθηκαν όμως να εντάξουν το ταλέντο και τις πνευματικές δυνάμεις τους στο σαθρό αστικό ιδεολόγημα της «ελληνικότητας». Σημείο αναφοράς τους το περιοδικό «Μακεδονικές ημέρες», όπου ο Βαρβιτσιώτης εμφανίστηκε πρώτη φορά ως ποιητής το 1938. Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, τον συναντάμε στη βασική ομάδα του ολιγοσέλιδου περιοδικού «Κοχλίας», ίσως του πιο ενδιαφέροντος ελληνικού λογοτεχνικού περιοδικού του 20ού αιώνα. Στην παρέα του «Κοχλία» συμμετείχαν επίσης ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, η Ζωή Καρέλλη, ο Γιώργος Θέμελης, ο Γιώργος Κιτσόπουλος, ο Κάρολος Τσίζεκ, ο Γιάννης Σβορώνος. Ο Σβορώνος επιμελήθηκε καλλιτεχνικά τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία του Βαρβιτσιώτη, που τυπώθηκαν στα τυπογραφεία «Ελληνικής Ιατρικής» και Νικολαΐδη. Είναι ίσως από τα ελάχιστα βιβλία που εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και μπορούν να συγκριθούν, ως αντικείμενα τέχνης, με εκείνα που είχε επιμεληθεί την ίδια περίπου περίοδο και λίγο αργότερα ο Κάρολος Τσίζεκ για τις εκδόσεις Διαγωνίου.

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης ήταν ένας απολαυστικός συνομιλητής, απόλυτα σεμνός, που ποτέ δεν έφερνε σε δύσκολη θέση ακόμη και τον άσχετο στα λογοτεχνικά πράγματα ακροατή του. Αποτελούσε από μόνος του ένα ολόκληρο κεφάλαιο της λογοτεχνικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης και μοιραζόταν εύκολα τη γνώση και τις γνώσεις του με τους φίλους και τους θαυμαστές του. Και είχε να πει και να μοιραστεί πολλά για τη λογοτεχνική ιστορία και προϊστορία του εικοστού αιώνα, όπως οι περίπατοι με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη στην παραλία της Θεσσαλονίκης και οι μεταξύ τους συζητήσεις κατά τη δεκαετία του 1930, όπως η φιλία του με τον Μυριβήλη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη, τον Πεντζίκη, όπως η επίσκεψη του Πωλ Ελυάρ στη Θεσσαλονίκη το 1946, όταν ο Βαρβιτσιώτης τον προλόγισε στο κοινό της πόλης, πράξη για την οποία μπήκε για ένα μεγάλο διάστημα στο στόχαστρο των αστυνομικών αρχών. Και όπως η μελοποίηση του Επιταφίου του από τον Μάνο Χατζιδάκι, που τελικά δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο, επειδή ο Μίκης Θεοδωράκης είχε σκεφτεί την ίδια περίοδο να μελοποιήσει έναν άλλο Επιτάφιο, το γνωστό ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου.

Μιλούσε ακόμη για την καταγωγή του από τη Λακωνία, από όπου ο πατέρας του ταξίδεψε στο Βορρά το 1912 ως νοσοκόμος του ελληνικού στρατού, για τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, για την επίταξη του σπιτιού του («Μέγαρο Βαρβιτσιώτη») από τους γερμανούς κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής, για τις λογοτεχνικές συναντήσεις μιας παρέας νέων ανθρώπων στο φαρμακείο του Πεντζίκη, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του, για τις μεταφράσεις του, τις οποίες θεωρούσε εξίσου σημαντικές με το πρωτογενές ποιητικό έργο του. Μου αφηγήθηκε πως κάποτε αναδύθηκε από μέσα του η κατάλληλη λέξη για τη μετάφραση ενός γαλλικού ποιήματος την ώρα που κολυμπούσε. Και βγήκε τρέχοντας στη στεριά να την καταγράψει, για να μη την ξεχάσει. Αυτό συνέβη στο εξοχικό του στη Χαλκιδική, όπου τις τελευταίες δεκαετίες έγραφε τις ποιητικές του συλλογές κατά τη διάρκεια των διακοπών του, μέσα σε λίγες μέρες, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο μελετούσε και συνέλλεγε λέξεις και εμπειρίες.

Αγαπημένο του θέμα συζήτησης αποτελούσαν οι βραβεύσεις του. Δεκάδες βραβεία, ίσως και περισσότερα από εκατό (μαζί με τις δευτερεύουσες διακρίσεις), μερικά με διεθνή ακτινοβολία, όπως το Βραβείο Γκόντφριντ φον Χέρντερ, που του απένειμε το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Η συγκεκριμένη συζήτηση κατέληγε πάντα στην απογοήτευσή του που δεν πήρε το νόμπελ λογοτεχνίας, για το οποίο είχε προταθεί από διάφορους φορείς, μεταξύ των οποίων και η UNESCO. Έλεγε ότι όταν έφτασε στο σημείο να τρέφει κάποιες μικρές, αν και βάσιμες ελπίδες για την κατάκτηση αυτού του βραβείου, ήταν πλέον υπερήλικας και, όπως υποστήριζε, η επιτροπή του βραβείου προτιμούσε τους κάπως νεότερους συγγραφείς. Μετά τη βράβευση το 2007 με νόμπελ της 88χρονης Doris Lessing μού είπε, μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν».

Εκτός από τις διεθνείς λογοτεχνικές εξελίξεις, παρακολουθούσε και τα λογοτεχνικά δρώμενα στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Πολύ καλά λόγια τον είχα ακούσει να λέει για το έργο των ποιητών Ορέστη Αλεξάκη, Τόλη Νικηφόρου και Στέλιου Λουκά. Η «Ποιητική Εστία», που είχε την έδρα της στον πρώτο όροφο του σπιτιού του, συγκέντρωνε, για ένα μεγάλο διάστημα, την πρώτη Τρίτη κάθε μήνα, ένα κοινό πρόθυμο για λογοτεχνικές και μουσικές εκδηλώσεις.

Μία σχετικά άγνωστη δραστηριότητα του Τάκη Βαρβιτσιώτη ήταν η συλλογή έργων τέχνης. Από τη δεκαετία του 1960 αγόραζε μανιωδώς έργα τέχνης με υπογραφές των Παρθένη, Μπουζιάνη, Γουναρόπουλου, Κανέλλη, Μαλέα, Πεντζίκη και πολλών άλλων διάσημων ζωγράφων. Υπήρχαν στη συλλογή του ακόμη και σχέδια του George Braque. Επίσης χαρακτικά των Dali, Matisse και άλλα αντικείμενα υψηλής αισθητικής αξίας, όπως ένας καθρέφτης που ανήκε στον βασιλιά Όθωνα. Το σπίτι του, κατασκευασμένο κατά τη δεκαετία του 1920, είχε ψηλούς τοίχους, που ήταν γεμάτοι με έργα ζωγραφικής. Κάποια από αυτά με ιδιόχειρες αφιερώσεις στον ίδιο από τους δημιουργούς, όπως μία λιθογραφία του Marc Chagall.

Πίσω από το γραφείο του διακρίνονταν σε περίοπτη θέση οι μορφές του Διονυσίου Σολωμού και του Τσε Γκεβάρα. Συλλεκτικά ρολόγια-αντίκες, πορσελάνες περασμένων εποχών και πολυτελή έπιπλα έδιναν την εντύπωση οικίας γάλλων ευγενών του 18ου αιώνα. Η ταράτσα του σπιτιού του είχε σκεπαστεί και μεταμορφωθεί σε χώρο που θύμιζε αυλή νησιώτικου σπιτιού. Μία όαση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δέσποζε ένα δέντρο στολισμένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια όλο το χρόνο. Το σχόλιό του (από ατάκα κινηματογραφικής ταινίας) ήταν ότι τα επόμενα Χριστούγεννα «έρχονται τόσο γρήγορα».

*

Ο Βαρβιτσιώτης στράφηκε από πολύ νωρίς σε μία ποίηση που είχε γάλλους παρά έλληνες προγόνους, σε μία ποίηση με λυρικό προσανατολισμό, δομημένη με απλά υλικά. Η κοινωνική και η πολιτική διάσταση περνούν από πολύ νωρίς σε δεύτερο επίπεδο, αφού ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται κυρίως σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, σε σχέση με τα αισθήματά του και με τον εσωτερικό του κόσμο. Οι αναφορές στον άνεμο, στα φύλλα, στους καθρέφτες, στα λουλούδια, στο φως, στον ουρανό, στο χιόνι, στη βροχή, στα δέντρα, στα σύννεφα θα τον συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής του παραγωγής. Μετά το σαρωτικό πέρασμα του Καβάφη από τα ελληνικά γράμματα, ο λυρισμός άφηνε αδιάφορο ένα μεγάλο μέρος του κοινού της ποίησης στη χώρα μας, όμως ο Βαρβιτσιώτης βρήκε τον δικό του δρόμο και πορεύτηκε σταθερά σε αυτόν δημιουργώντας ένα πολυάριθμο κοινό θαυμαστών του έργου του.

Η ποίησή του ποτέ δεν απέκτησε αυστηρό σχήμα ούτε υπάκουσε σε εξω-ποιητικές αισθητικές απόψεις ή θεωρίες. Στους στίχους του δεν επιβεβαιώνεται καμία θεωρία, δικαιώνονται όμως οι απλές σκέψεις, τα απλά αισθήματα, τα σκιρτήματα της εφηβείας. Κάθε τι σύνθετο διασπάται σε απλούστερα, πρωτογενή υλικά, με τα οποία ο Βαρβιτσιώτης συνθέτει το προσωπικό του ύφος. Το δίπολο έρωτας-θάνατος είναι παρόν σε όλη του την ποιητική παραγωγή. Υπάρχει εκλεκτική συγγένεια με το έργο του Σαραντάρη, του πρώιμου Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Βρεττάκου, αλλά και του Καρυωτάκη.

Μαζί με συναισθήματα όπως η θλίψη υπάρχει πάντα μία αισιοδοξία, που θα δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό της ποίησής του ως παραμυθητικής: «Ποιος είπε πως δε μιλούν οι νεκροί / Μέσα στη σιωπή φυτρώνουν / Τα λόγια τους σαν το χορτάρι», έγραφε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη.

Ο διάλογος με τους ομοτέχνους του είναι διαρκής. Συνομιλεί μέσα από την ποίησή του με τον Baudelaire, τον Paul Eluard, τον Pierre Reverdy. Με τον Reverdy είχε μακρόχρονη αλληλογραφία και προσωπική φιλία. Άλλος ποιητής που τον επηρέασε βαθιά είναι ο Federico Garcia Lorca. Όταν δολοφονήθηκε ο Lorca, ο Βαρβιτσιώτης ήταν 20 ετών. Δέκα χρόνια μετά θα γράψει ένα ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του:

Τι να’ γιναν τα πρόσωπά μας
Τι να’ γιναν τα φιλιά μας
Πού να’ ναι τάχα το χρυσάφι των ωρών
Πού θα κυλήσουν οι μνήμες;
Μήπως εφύτρωσε στο κλεισμένο στόμα
Ένα κίτρινο σπαρτολούλουδο;
Ποια πένθιμα πουλιά μιας θύελλας
Ποια τρομερά παραπετάσματα
Μας κυνηγούν ακόμα; […]

Ο κύριος όγκος του έργου του είναι συγκεντρωμένος στον τόμο Τάκης Βαρβιτσιώτης – Ποιήματα 1941-2002 (εκδ. Καστανιώτη, 2003). Πολλά λογοτεχνικά περιοδικά πραγματοποίησαν αφιερώματα στο έργο του. Μαζί με το τεύχος 72 του περιοδικού Εντευκτήριο κυκλοφόρησε ψηφιακός δίσκος; όπου απαγγέλει ποιήματά του. Δύο τόμοι με επιλογές κριτικών κειμένων για τον ποιητή, με τον κοινό τίτλο Τιμή στον Τάκη Βαρβιτσιώτη, κυκλοφόρησαν στη Θεσσαλονίκη το 1997 και το 2007. Ο δεύτερος (εκδ. Μπίμπης, επιμέλεια Π. Μπέσπαρης) με αναλυτικό χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του. Αναλυτικότατο χρονολόγιο υπάρχει και στο τέλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων. Η πραγματική του όμως βιογραφία είναι οι στίχοι των ποιημάτων του.

[Διονύσης Στεργιούλας / Ελευθεροτυπία, Σάββατο 25-6-2011, ένθετο "Βιβλιοθήκη", URL:
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=287087]