Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Δύο ποιήματα


ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, 390 Μ.Χ.

Όσο ζουν άνθρωποι σ' αυτή την πόλη
θα επανέρχεται στη σκέψη τους
το αίμα που ένα μεσημέρι
χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες.
Χτες το πρωί ένα τυχαίο γεγονός
μ' έφερε στην Πλατεία Ιπποδρομίου.
Κοιτώντας τους περαστικούς
που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους
είδα το παρελθόν να επιστρέφει
κι ήθελα να τους πω: «Προσέξτε,
δεν είναι όπως τη φαντάζεστε η ζωή
μέσα στο φως ένα σκοτάδι ανθίζει
το χέρι που θα μας θερίσει έχει οπλιστεί.»


ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΝΟ

Τρία ολόκληρα χρόνια η Πηνελόπη
θέλοντας να εξαπατήσει τους μνηστήρες
ύφαινε καθημερινά το σάβανο του Λαέρτη
το ίδιο που ξήλωνε τη νύχτα.
Ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Θευθ, τεύχος 6, Δεκέμβριος 2017, σελ.49]


Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Ο "Λόγος" του Ιουλίου Τυπάλδου για τον Διονύσιο Σολωμό


Συκοφαντία και φθόνος τον κόσμο κυβερνούν
μεγάλους ταπεινώνουν, μικρούς υμνολογούν.
Λοιπόν, τους έπαινούς μας ας ψάλλομεν εμείς,
γιατί να μας παινέσει δεν θα βρεθεί κανείς.
                     (Ιούλιος Τυπάλδος, «Οι γκιώνηδες»)

Ένας ενδιαφέρων, αν και όχι πρωτότυπος τρόπος για να γνωρίσουμε την προσωπικότητα ενός συγγραφέα, είναι να μελετήσουμε προσεκτικά όσα γράφει για άλλους. Στα κείμενά του για τους ομοτέχνους του είναι πολύ πιθανό να έχει προβάλει στοιχεία της δικής του προσωπικότητας, εάν ισχύει η ρήση του Φερνάντο Πεσόα ότι «αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε». Ο Λόγος του Ιουλίου Τυπάλδου για τον Διονύσιο Σολωμό περιλαμβάνει –εκτός από τα τυπικά στοιχεία ενός κειμένου που γράφεται για συγκεκριμένη περίσταση– κάποια βιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Τυπάλδου (όπως η φιλία του με τον Σολωμό), τις προσωπικές αισθητικές προτιμήσεις του, αλλά και άλλες απόψεις και πεποιθήσεις του, όπως η πίστη στην αθανασία της ψυχής.

Ο Ιούλιος Τυπάλδος (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1814 – Κέρκυρα 1883) υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα των Ιονίων Νήσων και ένας από τους λίγους που ο Σολωμός τίμησε με τη φιλία του. Σύμφωνα με παλαιότερες πηγές, την αγάπη του για τη λογοτεχνία τού την ενέπνευσε η Ιταλίδα μητέρα του, κόμισσα Τερέζα Ριγκέτι. Έγραψε ποιήματα στη δημοτική, επηρεασμένος από τον Σολωμό και τα δημοτικά τραγούδια και μετέφρασε μεγάλο μέρος της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ του Torcuato Tasso. Ο Λόγος είναι ένα από τα ελάχιστα πεζά του που έχουν δημοσιευθεί. Τυπώθηκε το έτος της εκφώνησής του στο τυπογραφείο της Ζακύνθου Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ («Σεργίου Χ. Ραφτάνη, διευθυνόμενον υπό Νέστορος Ι. Ταρουσοπούλου») σε ένα δεκαεξασέλιδο όγδοου σχήματος. Από το ίδιο τυπογραφείο κυκλοφόρησαν το 1857, με αφορμή τον θάνατο του Σολωμού, τουλάχιστον τρία ακόμη βιβλία. Αντίτυπά τους μπορεί να δει κανείς σε προθήκες του μουσείου Σολωμού στην Κέρκυρα, μαζί με άλλες δυσεύρετες εκδόσεις που αφορούν τον ποιητή. Αντιγράφω τα στοιχεία των σελίδων τίτλου:

  • ΛΟΓΟΣ / ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ / ΕΙΣ ΤΟΝ / ΠΟΙΗΤΗΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ / ΤΟΝ ΚΟΜΗΤΑ / ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ ΣΟΛΩΜΟΝ, / Εκφωνηθείς εν τω ναώ της Μητροπόλεως κατά το τελεσθέν υπό / του Πανιερ. Μητροπολίτου και παντός του ιερού κλήρου μνημό- / συνον των οκτώ τω Σαββάτω της Τυρινής 16 Φεβρ. 1857. / ΥΠΟ ΤΟΥ ΙΕΡ. Κ. ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ, / Διευθυντού του Δευτερεύοντος Σχολείου Ζακύνθου.
  • ΛΟΓΟΣ / ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΟΣ / ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΟΜΟΥ / ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ / ΣΥΝΤΕΘΕΙΣ ΥΠΟ Π. ΧΙΩΤΟΥ / Και εκφωνηθείς κατά το μνημόσυνον του μακαρίτου / ΤΩ 1857 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 23.
  • ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ / ΕΙΣ ΤΟΝ / ΚΛΕΙΝΟΝ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ / ΚΟΜΗΤΑ ΙΠΠΟΤΗΝ / ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ ΣΟΛΩΜΟΝ, / Συντεθέν υπό του Ελλογιμωτάτου Δρος / ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΟΥ ΜΠΟΝΣΙΝΙΟΡ / Διδασκάλου της Παγκοσμίου Ιστορίας και Χρονολογίας / ΕΝ ΤΩ ΛΥΚΕΙΩ ΖΑΚΥΝΘΟΥ.

Η δομή του Λόγου του Τυπάλδου είναι σε γενικές γραμμές η εξής:

  • Μία εικόνα από το παρελθόν: ένας νέος (ο Σολωμός), εκφωνεί τον επικήδειο του Ούγου Φώσκολου στη Ζάκυνθο (1827).
  • Ο θάνατος του Σολωμού και η απήχηση που είχε στον λαό η είδηση.
  • Η αξία του Σολωμού, για την οποία ο συγγραφέας μπορεί να μιλήσει και βιωματικά, μια και τους συνέδεε βαθιά φιλία.
  • Γενικές ιδέες και σκέψεις για την ποίηση και τους ποιητές, που εφαρμόζονται στην περίπτωση του Σολωμού. Αναφορές στους αρχαίους Έλληνες και στη δημοτική γλώσσα. Η γλώσσα του ελληνικού λαού που χρησιμοποίησε ο Σολωμός, είναι η γλώσσα που διασώζει το πνεύμα των αρχαίων προγόνων. Πολλές από τις ιδέες αυτές μοιάζουν να προέρχονται από κατ’ ιδίαν συζητήσεις του Τυπάλδου με τον Σολωμό, αν και κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στο κείμενο.
  • Εστίαση σε τρία συγκεκριμένα έργα του Σολωμού: Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ωδή στον θάνατο του Μπάιρον, Λάμπρος. Για όσα ακολούθησαν, γράφει: «Όλα τα άλλα ποιήματα οπού συνέθεσε, αφού υψώθη εις την ανωτέραν σφαίρα της τέχνης, είναι ανέκδοτα. Δεν αμφιβάλλω ότι γλήγορα θέλει δημοσιευθούν, και βέβαια θέλει υψώσουν πολύ περισσότερον το όνομα του ποιητή μας».
  • Διαχωρισμός μεταξύ ανθρώπων του πλούτου και της εξουσίας και ανθρώπων του πνεύματος. «Δάκρυα και αίμα τρέφουν τα στεφάνια, με τα οποία οι δυνάστες των εθνών στολίζουν την κεφαλή τους». Η φήμη των πρώτων είναι προσωρινή, ενώ η δόξα των δεύτερων αιώνια.
  • Απευθύνεται στους νέους της Ζακύνθου: «[…] αν ζητάτε το πνεύμα του σηκώσετε τα βλέμματα ψηλά, επειδή ο ουρανός είναι η πατρίδα των μεγάλων ανδρών».
  • Απευθύνεται στην ψυχή του Σολωμού.

Ο Τυπάλδος, χωρίς να ξεφεύγει από τα στερεότυπα που απαιτεί η περίσταση και από τους περιορισμούς που θέτει το είδος του λόγου, χωρίς ακόμη να ξεφεύγει από ιδεολογήματα της εποχής του (π.χ. η δημοτική γλώσσα που διασώζει το πνεύμα των αρχαίων προγόνων), καταφέρνει να δημιουργήσει ένα σημαντικό κείμενο, με παρατηρήσεις για το έργο του Σολωμού που έχουν διαχρονική αξία. Το σχόλιό του για τα έργα της τελευταίας περιόδου, που ο ποιητής συνέθεσε «αφού υψώθη εις την ανωτέραν σφαίρα της τέχνης», δείχνει ότι ο κύκλος του Σολωμού ήδη γνώριζε την αξία αυτών των έργων, που άρχισαν να γίνονται ευρύτερα αποδεκτά αρκετές δεκαετίες αργότερα. Ας μην ξεχνάμε ότι έργα του ποιητή, όπως ο Πόρφυρας και τα σχεδιάσματα των Ελεύθερων ΠολιορκημένωνΠολιορκισμένων, όπως το ήθελε ο Σολωμός), που δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά το 1859 στην έκδοση που επιμελήθηκε ο Ιάκωβος Πολυλάς, προκάλεσαν την απογοήτευση του κοινού, που ίσως περίμενε ποιήματα όπως η Ξανθούλα, ή ποιήματα πατριωτικά, όπως εκείνα της πρώτης περιόδου και όχι αποσπάσματα ημιτελών έργων, που ξεχείλιζαν από ιδεαλισμό. Είναι χαρακτηριστικά κάποια σχόλια αναγνωστών της εποχής, μεταξύ των οποίων και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (σε επιστολή του), που δείχνουν πόσο απογοήτευσε ο Σολωμός το κοινό της πρώτης έκδοσης των Απάντων των Ευρισκομένων. Μάλιστα, επειδή ελάχιστοι είχαν την ικανότητα να αντιληφθούν την αξία των αποσπασμάτων, άρχισαν να διαδίδονται φήμες σχετικές με χαμένα, κρυμμένα ή κατεστραμμένα χειρόγραφα ολοκληρωμένων έργων της τελευταίας περιόδου. Είναι όμως αμφίβολο εάν ο Σολωμός ή οποιοσδήποτε άλλος θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να ολοκληρώσει έργα που να αγγίζουν την τελειότητα των Ιδεών. Γιατί αυτό ήταν που επιθυμούσε. 
Διονύσης Στεργιούλας

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 138, Αθήνα 2007]

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Λουκάς Δ. Παπαδάκης - Για το βιβλίο "Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα", Νησίδες, 2017


Στο καινούριο του βιβλίο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, ένα «δοκίμιο για τη λογοτεχνία», ο Διονύσης Στεργιούλας, με τη σύνθετη οπτική του κριτικού λογοτεχνίας αφενός, του ποιητή αφετέρου, έκανε αρχή να δένει και να προβάλλει διακειμενικές σχέσεις, μας προτρέπει δε να γίνουμε μάρτυρες μυστικών διαλόγων, όπως αυτοί οργανώθηκαν και καταγράφηκαν σε χαρακιές πάνω στο στερεό υλικό των βιωμάτων του. Για την εργασία του αυτή ο Στεργιούλας σημειώνει στην εισαγωγή: «Η φιλολογική και δοκιμιακή ενασχόληση με συγκεκριμένα έργα και συγκεκριμένους συγγραφείς, με τον μελετητή να αναζητά στο βάθος την ουσία των κειμένων, τις διακειμενικότητες και τα κρυφά κλειδιά, μου θυμίζει τη δραστηριότητα των τυμβωρύχων.»

Πλήθος από συγγραφείς, που υπήρξαν και ως αντικείμενο μελέτης του Στεργιούλα, επανακάμπτουν στο παρόν, καθοδηγούν και, μέσω της συνισταμένης των ιδεών τους, συνυπάρχουν και συνομιλούν με τον συγγραφέα και μεταξύ τους. Ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, ο Όμηρος, ο Σολωμός, ο Κάφκα, ο Πεντζίκης, ο Παγουλάτος, η Καρέλλη επισκέπτονται τον Στεργιούλα στη φαντασία του, εγώ θα το έλεγα: στην αλήθεια του, και εμβαθύνοντας στα ίδια λόγια αίρουν το υπαρξιακό του κενό. Γράφει ο Καβάφης στα «Κρυμμένα»: «[…] και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα- / από εκεί μονάχα θα με νιώσουν», για να απαντήσει ο συγγραφέας: «Φαντάστηκα ότι μία βαθμιδωτή βιτρίνα βιβλιοπωλείου, όπου τα βιβλία εκτίθενται όρθια σε σειρές, με στόχο να μαγνητίσουν το βλέμμα του αδιάφορου ή βιαστικού περαστικού, μοιάζει με ένα αρχαίο κοιμητήριο, όπου οι επιτύμβιες στήλες των τάφων τοποθετούνταν σε παρόμοιες σειρές βλέποντας προς την ίδια κατεύθυνση.»

Ο Στεργιούλας δεν θα διστάσει να αφήσει πίσω του το επίπεδο της κριτικής, που σε θέλει αυστηρά ουδέτερο και αποστασιοποιημένο, και να στοχαστεί πάνω στον καημό του συγγραφέα, το μεράκι δηλαδή και τον πόνο του, για να επιτύχει να γίνει ο ίδιος συνομιλητής στον αιώνιο διάλογο πάνω στην ουσία της λογοτεχνίας. Έτσι, ενθυμούμενος την Πηνελόπη, που επί τρία χρόνια ύφαινε τη μέρα και ξήλωνε τη νύχτα το σάβανο του Λαέρτη, για να αποφύγει τους μνηστήρες της, αναστενάζει: «Αναρωτιέμαι αν υπάρχει συγγραφέας σε όλη τη γη, που δεν λειτούργησε κάποια περίοδο της ζωής του όπως η Πηνελόπη, γράφοντας και σβήνοντας λέξεις πάνω στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί, επιδιώκοντας να ξεγελάσει ποιον άλλο αν όχι τον ίδιο τον εαυτό του.»


Το ίδιο, αποκαλύπτοντας τη συνύπαρξη του κακού και του καλού, «δυσ-» και «ευ-», στο όνομα Οδυσσεύς, ο καλόκακος, καθώς λέμε στην Κρήτη, θα παρατηρήσει: «Ο διαχωρισμός του κακού από το καλό στη λογοτεχνία οδήγησε ελάχιστους συγγραφείς σε σημαντικά έργα και πάρα πολλούς στην ηθικολογία».

Νιώθοντας την αγωνία του ανθρώπου, ο οποίος ζει «το μεγάλο μυστήριο της γραφής», με το «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» να δοκιμάζει τις αντοχές μας στον φραγμό των οδόντων, η σκέψη μου οδηγείται στο ποίημα «Το νησί στη λίμνη» του Έζρα Πάουντ, σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη: 

              Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,
              Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειό
              ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα
              Εχτός από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη
              που όλη την ώρα σού ζητά να 'χεις μυαλό.

Βεβαίως, πέρα από τους παραπάνω στίχους που σχολιάζουν στο παιγνίδι τους την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Διονύσης Στεργιούλας μάς βοηθά να αντιληφθούμε τον συγγραφέα ως τον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος έχει επίγνωση της ενοχής, που άλλωστε καθορίζει και τη μοίρα του, όπως και αν αυτή λέγεται, ύβρις ή προπατορικό αμάρτημα. Αλλά με αυτά ο λογοτέχνης μας σκέπτεται και ενεργεί ήδη ως ποιητής. Διότι ασφαλώς άλλο πράμα είναι η Λογοτεχνία και άλλο η Ποίηση.
Λουκάς Δ. Παπαδάκης

[Πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο "Ορχομενός Ενημέρωση" (Ιούνιος 2017) και στην εφημερίδα Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας, αρ. φύλλου 733, 30.06.2017]

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Παναγιώτης Γούτας - Για το βιβλίο "Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα", Νησίδες, 2017


Ο κριτικός και συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας (1967) κυκλοφόρησε έως τώρα τέσσερα βιβλία. Το πρώτο, Οι µαθητευόµενοι της οδύνης (Οδός Πανός, 1995), αποτελεί µία συλλογή ποιητικών δοκιµίων για διάφορα πρόσωπα της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής µυθολογίας (Καββαδίας, Καρυωτάκης, Σολωµός, Ασλάνογλου, Τσιτσάνης, Βιζυηνός, αλλά και Απόλλων, Περσεφόνη, Πλάτωνας, Σωκράτης κ.ά.). Ακολούθησε µία συνέντευξη που πήρε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τιτλοφορείται Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον ∆ιονύσιο Σολωµό (Οδός Πανός, 2004), όπου ο γνωστός Θεσσαλονικιός ποιητής εξοµολογείται στον ∆ιονύση Στεργιούλα τις σχέσεις του µε τον Σολωµό ή, µάλλον, µιλάει για την απασχόλησή του µε τον Σολωµό και για το µικρό, όπως το χαρακτηρίζει, έργο που απέρρευσε από αυτήν. Ακολούθησε η µελέτη Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (Εµπόδια και αλληλεπιδράσεις), από τις εκδόσεις Νησίδες, ένα κείµενο για το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή, τις σχέσεις του µε τους ποιητές της εποχής του, τη σχέση του µε την ιστορία, την πολιτική, αλλά και ένα κείµενο, γενικότερα, για την ποίηση και την εποχή µας. Γράφτηκε, στην πρώτη του µορφή, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ανέφερε σε συνέντευξή του στον Ελπιδοφόρο Ιντζέµπελη (περιοδικό Fractal, τεύχος 10, 26.03.2015), για να διαβαστεί ως οµιλία σε εκδήλωση της 10ης ∆ιεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, ενώ µε αφορµή αυτήν τη συνέντευξη συµβούλεψε, τότε, τους νέους ποιητές «να εντάξουν στα προς ανάγνωση βιβλία κλασικούς και αναγνωρισµένης αξίας ποιητές του παρελθόντος, γιατί έτσι θα υπάρχει µέτρο σύγκρισης και δεν θα διαµορφώνουν τις αισθητικές τους αντιλήψεις πάνω σε βάσεις σαθρές». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτή τη µελέτη του Στεργιούλα παρουσιάζει η απόπειρα αποκωδικοποίησης του τελευταίου ποιήµατος του Αλεξανδρινού το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (γραµµένο µεταξύ 1932 και 1933), που, παρά τον υποκειµενισµό της και τον κάπως αυθαίρετο χαρακτήρα της, πατώντας σε αδιάψευστα πραγµατολογικά στοιχεία τεκµηριώνει, ως ένα σηµείο τουλάχιστον, πως ο Ιουλιανός του ποιήµατος δεν ήταν άλλος από τον αµφιλεγόµενο Έλληνα πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο. 

Το πρόσφατο βιβλίο του Στεργιούλα, που έχει τον τίτλο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα και που το εξέλαβα ως συνέχεια του προηγούµενού του, τυπωµένο πάλι από τις εκδόσεις Νησίδες, δεν είναι µόνο µία συνδυαστική µελέτη για δύο εµβληµατικά λογοτεχνικά έργα, το διήγηµα «Όνειρο στο κύµα» του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη και το µυθιστόρηµα του κορυφαίου γερµανόφωνου µοντερνιστή πεζογράφου, κι ενός από τους πιο επιδραστικούς λογοτέχνες όλων των εποχών, Φραντς Κάφκα Η ∆ίκη. Είναι, πρωτίστως, µία συµπυκνωµένη σύνοψη των λογοτεχνικών απόψεων και προτιµήσεων του συγγραφέα σε ένα χρονικό εύρος που απλώνεται από τον Όµηρο και φτάνει µέχρι τον εικοστό αιώνα. Εδώ θα βρούµε αρκετές από τις «λογοτεχνικές αγάπες» του Στεργιούλα: Παπαδιαµάντης, Κάφκα, Κ. Π. Καβάφης, Όµηρος, Σολωµός, Πεντζίκης, Αντρέας Παγουλάτος, Ζωή Καρέλλη, αλλά και αναφορές σε Τζόυς, Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι, Ντεφόε, Σουίφτ. Βέβαια, η παγκόσµια βιβλιοθήκη και η παγκόσµια λογοτεχνία δεν εξαντλούνται και δεν συνοψίζονται σ’ αυτά τα παραπάνω ονόµατα, η αναφορά όµως στους συγκεκριµένους δηµιουργούς είναι ένα δείγµα αποκαλυπτικό των επιρροών και των προτιµήσεων του συγγραφέα, και, κυρίως, του τι, κατά τη γνώµη του, συναποτελεί τη µεγάλη λογοτεχνία των καιρών. 

Η πυκνογραµµένη αυτή κριτική µελέτη κερδίζει τον αναγνώστη, ακόµη και από τη δυσκολία του στο να την κατατάξει κάποιος, επακριβώς, σε ένα συγκεκριµένο λογοτεχνικό είδος. Είναι ποιητικό δοκίµιο, αµιγώς κριτική µελέτη, εξοµολόγηση, µαρτυρία, φιλοσοφικό δοκίµιο; Νοµίζω πως πρόκειται για µικτό είδος γραφής που έχει στοιχεία από όλα τα παραπάνω είδη (άλλα σε µεγαλύτερο, άλλα σε µικρότερο βαθµό) κι αυτό συγκαταλέγεται στα συν του βιβλίου. Ο Στεργιούλας προσδιορίζει το πόνηµά του µε τον γενικό και αποστασιοποιηµένο υπότιτλο «∆οκίµιο για τη λογοτεχνία» αποφεύγοντας τους παραπάνω προσδιορισµούς, θυµίζοντάς µας την αµηχανία (ή µήπως τη σοφή επιλογή;) του Γιώργου Ιωάννου να προσδιορίσει το είδος γραφής των κειµένων του, καταφεύγοντας στον γενικό και ουδέτερο χαρακτηρισµό «πεζογραφήµατα». 

Στο δοκιµιακού τύπου κείµενο του Στεργιούλα, που είναι µοιρασµένο σε υποενότητες δίχως επιµέρους υπότιτλους, θα συναντήσουµε µεταξύ άλλων: Έναν διακειµενικό συσχετισµό ανάµεσα στο διήγηµά του «Ποιος είµαι, κύριε Παπαδιαµάντη;» και στο διήγηµα της Άννα Ζέγκερς «Η συνάντηση». Μια διακειµενική προσέγγιση ανάµεσα σε Παπαδιαµάντη και Σολωµό, µε βάση το διήγηµα του πρώτου «Όνειρο στο κύµα» αλλά και στίχους του δεύτερου από τα έργα του «Λάµπρος», «Κρητικός» και «Ελεύθεροι πολιορκηµένοι». Μια ψυχαναλυτική αλλά και κοινωνικοπολιτική ερµηνεία της ∆ίκης του Κάφκα, στην οποία εµφιλοχωρούν µία ρήση του Καζαντζάκη από την Ασκητική του, θεωρίες του Πλάτωνα αλλά και αναφορά στη δίκη του Σωκράτη. Αντιθέσεις και συγκλίσεις ανάµεσα στο έργο του Κάφκα και του Παπαδιαµάντη. Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις-απόψεις για την ποιητική γενιά του ’30, για τους δηµιουργούς της οποίας ο Στεργιούλας πιστεύει πως, λόγω του οράµατος της Μεγάλης Ιδέας µε το οποίο ήταν ζυµωµένοι, συµπεριφέρθηκαν ως ποιητές του 19ου και όχι του 20ού αιώνα (πισωγύρισµα το έργο του Παλαµά, µπροστά από την εποχή του ο Καβάφης). Σ’ αυτό το τελευταίο, ο Στεργιούλας δείχνει να συµφωνεί µε την άποψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου πως, στις µέρες µας, «ο Καβάφης καλπάζει», αφού δεν έµεινε προσκολληµένος σε ιδεολογήµατα και καλλιτεχνικού τύπου προκαταλήψεις. Τέλος θα συναντήσουµε και µια συγκριτικού τύπου παρατήρηση για τον «άλλον» στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, η ύπαρξη του οποίου στα έργα των δηµιουργών µοιάζει µε «σταγόνα στον ίδιο ωκεανό», και τη µετεξέλιξη της γραφής στα έργα του 20ού αιώνα σε ενδοσκοπική, µε εσωτερικές φωνές και µονολόγους. 

Ο συγγραφέας µε τις αναρωτήσεις του της σελίδας 24 για την πηγή έµπνευσης του Παπαδιαµάντη αναφορικά µε το «Όνειρο στο κύµα», λειτουργεί ως επίµονος σκαπανέας, αναζητώντας τις ρίζες, τις πηγές και τα θεµέλια ενός λογοτεχνικού κειµένου. Ακριβώς το αντίθετο επιχείρησε κάποια χρόνια νωρίτερα (2012) ο Κώστας Μουρσελάς, ο οποίος σε ένα βιβλίο µυθοπλασίας που τιτλοφορείται Στην άκρη της νύχτας (Πατάκης, 2012) συνεχίζει την ιστορία του «Ονείρου στο κύµα» του Παπαδιαµάντη, µε ελαφρώς σκωπτικό τρόπο και χαλαρή αφήγηση, βάζοντας τον παπαδιαµαντοφάγο ήρωά του Ρετσίνα να αποκαλύπτει στον Μανολόπουλο, τον αφηγητή του βιβλίου, το µυστικό της Μοσχούλας και το πόσο αυτό επηρέασε τη ζωή του Παπαδιαµάντη. Εδώ φυσικά µιλάµε για µυθοπλασία, για ένα είδος χαλαρού παπαδιαµαντικού σίκουελ, όπως το χαρακτήρισε πριν από χρόνια ο blogger Πατριάρχης Φώτιος, ενώ τον Στεργιούλα φαίνεται πως το θέµα τον απασχολεί περισσότερο σοβαρά και µάλιστα εδώ και χρόνια, και αφορά πρωτίστως την αληθοφάνεια της ιστορίας του Παπαδιαµάντη, τη διττή σηµασία του τίτλου του διηγήµατος, την ακριβή έννοια της λέξης «όνειρο» (θαύµα ή µε την κυριολεκτική της σηµασία;) και το αν έχει η ιστορία βιωµατικό έρµα. Εδώ βέβαια τίθεται ένα µεγάλο ζήτηµα για το πώς πρέπει να προσεγγίζουµε τα κείµενα των σπουδαίων δηµιουργών, αν δηλαδή πρέπει να δίνουµε µεγάλη βάση και έµφαση στα βιογραφικά στοιχεία των συγγραφέων τους, αν πρέπει να τα αναλύουµε και να τα ερµηνεύουµε µε βάση πηγές και πραγµατολογικά στοιχεία κι αν πρέπει οπωσδήποτε να τα θεωρούµε πάντα ως ίχνη και αποτυπώσεις µιας πραγµατικής ζωής. Στις δύο καταληκτικές σελίδες, πάντως, του βιβλίου, ο Στεργιούλας πέρα από τις αναρωτήσεις, την έκπληξή του, τις αµφιβολίες ή την περιέργειά του για το τι σηµαίνει ή τι δεν σηµαίνει το διήγηµα στο σύνολό του, και ύστερα από αυτή τη διεξοδική περιδιάβαση σε µερικά σηµαντικά έργα της παγκόσµιας λογοτεχνίας, φαίνεται πως συντονίζεται σε ένα βαθύ και ουσιαστικό συµπέρασµα. ∆ιαπιστώνει µε ωριµότητα πως, τα λογοτεχνικά κείµενα που αντέχουν στον χρόνο, δεν έχουν γραφτεί ούτε µε κάποιου είδους σκοπιµότητα ούτε βάσει κάποιας λογοτεχνικής θεωρίας ούτε µε συγκεκριµένη τεχνική ή εξαιτίας κάποιας συγκεκριµένης θέασης ζωής εκ µέρους των συγγραφέων, αλλά η γοητεία και η έλξη που αυτά εξακολουθούν να ασκούν στους αναγνώστες µε το πέρασµα των χρόνων είναι ζητήµατα αδιευκρίνιστα και ανεξήγητα. Εν ολίγοις, η µεγάλη λογοτεχνία παραµένει, κατά τον Στεργιούλα, ένα µυστήριο, αναφορικά µε το πώς και το γιατί αυτή δηµιουργήθηκε, άποψη την οποία συµµερίζοµαι και επικροτώ. 

Αντιγράφω κάποιες σκέψεις του συγγραφέα που φανερώνουν τη διαύγεια, καθαρότητα και ευστοχία των συµπερασµάτων του αναφορικά µε τα λογοτεχνικά έργα και την απήχησή τους στους αναγνώστες. 

Σελ.34: «Ίσως αυτός είναι ένας κοινός τόπος στη λογοτεχνία: ο δηµιουργός νοµίζει ότι µπορεί να κατευθύνει ή να οδηγήσει το κοινό εκεί που ο ίδιος θέλει, παραβλέποντας την περίπτωση το κοινό να έρχεται προς το µέρος του από άλλες κατευθύνσεις και να αντιλαµβάνεται το έργο του διαφορετικά». 

Σελ.37: «[Ο πρωταγωνιστής της ∆ίκης του Κάφκα] µοιάζει µε ένα έντοµο που θέλοντας να ξεφύγει από τον ιστό της αράχνης κάνει γρήγορες και νευρικές κινήσεις, µε αποτέλεσµα ο ιστός να το αποδυναµώνει και να το ακινητοποιεί». 

Σελ.39: «[Στο “Όνειρο στο κύµα”] ο Παπαδιαµάντης γυρίζει το ρολόι πίσω, πριν το προπατορικό αµάρτηµα, και δίνει την ευκαιρία σε έναν βοσκό να απαλλάξει την ανθρωπότητα από ένα ακατανόητο βάρος». 

Σελ.10: «Στον Όµηρο οφείλουµε και την όµορφη ιστορία µε το σάβανο του Λαέρτη, που η πιστή στον Οδυσσέα Πηνελόπη ύφαινε επί τρία χρόνια τη µέρα και ξήλωνε τη νύχτα προσπαθώντας να κοροϊδέψει τους µνηστήρες. Αναρωτιέµαι αν υπάρχει συγγραφέας σε όλη τη γη, που δεν λειτούργησε κάποια περίοδο της ζωής του όπως η Πηνελόπη, γράφοντας και σβήνοντας λέξεις πάνω στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί, επιδιώκοντας να ξεγελάσει ποιον άλλο αν όχι τον ίδιο τον εαυτό του.» 

Η τύπωση του βιβλίου από τις εκδόσεις Νησίδες είναι λιτή και κοµψή, όπως αρµόζει σε τέτοιου είδους βιβλία, και το εξώφυλλο είναι λεπτοµέρεια από έργο του 17ου αιώνα. 


Ο ∆ιονύσης Στεργιούλας, µε πύκνωση λόγου και διεισδυτική µατιά, δίχως να φιλολογεί ή να πατά σε λογοτεχνικές θεωρίες ή λογοτεχνικά ρεύµατα, καταθέτει αυτό το κατανοητό (όχι απλοϊκό) αλλά στοχαστικό πόνηµα, αναζητώντας την πηγή έµπνευσης σπουδαίων λογοτεχνικών κειµένων. Θα µπορούσε βέβαια να επεκτείνει τους λογοτεχνικούς προβληµατισµούς του, θέτοντας, έστω προς το τέλος, κάποιες σκέψεις-γέφυρες και για έργα του 21ου αιώνα, για να µη θεωρηθεί πως η λογοτεχνία τελειώνει µε τη δύση του 20ού αιώνα. Από την άλλη, η ενασχόληση µε λογοτέχνες που έφυγαν από τη ζωή, πάντα κρύβει τον κίνδυνο (ή την παρεξήγηση) µιας «µουσειακού» τύπου µελέτης ή µιας ελιτίστικης συµπεριφοράς εκ µέρους του εκάστοτε µελετητή, που αδιαφορεί ή αποστασιοποιείται από σύγχρονες τάσεις και φωνές, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τον Στεργιούλα, αφού γνωρίζω καλά πως παρακολουθεί συστηµατικά και την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Γνωρίζει άλλωστε κι ο ίδιος πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς διανοητές της γενιάς του, πως, αυτό που τόσο αγαπά, µοιάζει µε ποτάµι, που δεν σταµατά ποτέ η ροή του, αφοµοιώνοντας δηµιουργικά στην κοίτη του ολοένα και πιο φρέσκα (όχι απαραιτήτως και ωφέλιµα) υλικά.
Παναγιώτης Γούτας

[Εισήγηση του Παναγιώτη Γούτα στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (14.05.2017). Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας», αρ. φύλλου 732, 23.06.2017, σ. 16-17. Με παραπλήσια μορφή δημοσιεύτηκε και στο λογοτεχνικό περιοδικό «Θευθ», τεύχος 5, σ.148-152, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017.]

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Δύο ποιήματα από το περιοδικό "Θευθ"


Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΟΠΟΣ

Όλοι τον απέτρεπαν πριν γίνει μοναχός και του έλεγαν ότι θα έπρεπε να διαθέτει το εχέγγυο του προηγούμενου εν Χριστώ βίου. Ότι θα έπρεπε από τρυφερή ηλικία να έχει εξοικειωθεί με την εκκλησιαστική ζωή και τα ιερά κείμενα. Αργότερα, στη μονή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που συνήθιζαν να σχολιάζουν το αμαρτωλό του παρελθόν. Κάθε φορά που αντιλαμβανόταν τα κρυφά τους σχόλια, έφερνε στη σκέψη του την επιγραφή του ναού των χαλκουργών:Αφηερόθη ο πρην βέβηλος τόπος εις ναόν περίβλεπτον της Θ[εοτό]κου”. 

ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ 

Από τότε που εξέφρασε την άποψη ότι ο επίσκοπος είναι ανεπαρκής, όλοι στράφηκαν εναντίον του. Ανέλυαν την κάθε λέξη του, ώστε να τεκμηριώσουν θρησκευτική πλάνη. Αυτό θα τον καθιστούσε τελείως αδύναμο. Παρατήρησαν ότι καλημέριζε τον αιρετικό γείτονά του. Αναφέρθηκαν σε έναν πρόγονό του, που είχε φυλακιστεί. Ανέσυραν την πληροφορία για ένα ύποπτο ταξίδι στη Δύση πριν δεκαετίες. Τώρα περίμεναν μια λάθος κίνηση, μια λάθος λέξη, μια αφορμή για να τον σύρουν σε δίκη. Ακόμη και ο αυτοκράτορας θα προσπερνούσε τη σκληρή του κριτική, αλλά ο επίσκοπος δεν ήταν από αυτούς που συγχωρούν. Θα έπρεπε να το είχε προβλέψει.

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Θευθ, τχ.5, Ιούνιος 2017, σελ.66] 

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Χωρίς να το σκεφτεί [ποίημα]


Με τις φιλανθρωπίες του και με το ιερατικό του έργο καταξιώθηκε στη συνείδηση των χριστιανών της βασιλεύουσας. Τριάντα χρόνια έχτιζε τη φήμη του. Όταν ο γέρων Πατριάρχης αποδήμησε, όλοι γνώριζαν ότι θα τον διαδεχτεί. Όμως ο αυτοκράτορας έβαλε τους ανθρώπους του να διαδώσουν συκοφαντίες μεγαλοποιώντας ασήμαντα λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος. Στη συνέχεια κατάφερε (με δωροδοκίες, με απειλές και με υποσχέσεις) να επιβάλει τον δικό του υποψήφιο, έναν άγνωστο επίσκοπο των ανατολικών επαρχιών. Πλέον τού έμενε μία λύση: να αποσυρθεί σε κάποια μονή του Αγίου Όρους, ώστε να μη θεωρηθεί υποκινητής εκείνων που αντιδρούσαν στην εκλογή. Μετά από δύο χρόνια πληροφορήθηκε τον θάνατο του νέου Πατριάρχη. Αυτή τη φορά -του έγραψε ο έμπιστος του βασιλιά- δεν θα υπήρχε άλλος υποψήφιος. Χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, αποφάσισε να παραμείνει στη μονή και να προσεύχεται από εκεί αδιαλείπτως για το καλό όλων των κατοίκων του κράτους. Ακόμη και όσων κάποτε τον πίκραναν με τις ενέργειες και με τα λόγια τους. ΔΣ

[Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 161, 2014]


Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

14η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης







Εκδηλώσεις [Από το Πρόγραμμα της Έκθεσης]

Παρασκευή 12 Μαΐου | 17.00 | Αίθουσα Ε.Ι.Π. | Περίπτερο 15
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο του Ιγνάτη Χουβαρδά
Ομιλητές:  
Γιώργος Χρονάς, Διονύσης Στεργιούλας και ο συγγραφέας
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Κυριακή 14 Μαΐου | 10.00 | Αίθουσα Ιωάννου | Περίπτερο 15
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα του Διονύση Στεργιούλα
Ομιλητές: 
Σωτηρία Σταυρακοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.
Παναγιώτης Γούτας, συγγραφέας
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΗΣΙΔΕΣ

Κυριακή 14 Μαΐου | 20.00 | Αίθουσα Νότος | Περίπτερο 13
"25 χρόνια ‘Ένα βιβλίο, Ένα ταξίδι’"
Όταν μια τηλεοπτική εκπομπή γίνεται φορέας πολιτισμού και αναδεικνύει την αξία του βιβλίου και της φιλαναγνωσίας επί 25 ολόκληρα χρόνια, με εμπνευστή και παρουσιαστή τον Στέλιο Λουκά
Στην εκδήλωση μιλούν διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί, πεζογράφοι και ποιητές: 
Γιάννης Ατζακάς, Παναγιώτης Γούτας, Νίκος Δαββέτας, Σταύρος Ζαφειρίου, Χρήστος Ζαφείρης, Ιωάννης Καζάζης, Δημήτρης Κόκορης, Θωμάς Κοροβίνης, Έλσα Κορνέτη, Ηλίας Κουτσούκος, Χλόη Κουτσουμπέλη, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Σαμουήλ Μπισσάρας, Ζωή Σαμαρά, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης, Αλέξης Σταμάτης, Φίλιος Στάγκος, Διονύσης Στεργιούλας, Ιωάννης Τζιφόπουλος, Κώστας Χατζηαντωνίου
Παρουσίαση-συντονισμός: Στέλιος Λουκάς
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, «ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ» (ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)
 


Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Γιάννης Κουνέλλης: η έκθεση στο πλοίο «Ιόνιον»*


Η πρώτη επαφή με το έργο του Κουνέλλη, όπως εκτίθεται στο πλοίο «Ιόνιον», κάνει τον επισκέπτη να αφήσει στην άκρη τη σταθερή αντίληψή του για τα πράγματα και τη φύση. Η λειτουργία της σκέψης σταματά και έρχεται αντιμέτωπος με τα μεγάλα διαχρονικά ερωτήματα. Στο έργο του Κουνέλλη δεν υπάρχει διέξοδος. Ο καλλιτέχνης ζει και εργάζεται, συνειδητά και με τη θέλησή του, σε έναν λαβύρινθο, χωρίς κανέναν μίτο στο χέρι, χωρίς ελπίδα για διαφυγή, μόνο με την ικανοποίηση που προσφέρει η αίσθηση της ευφυίας.

Τα έργα της έκθεσης δεν παραπέμπουν άμεσα σε καμιά περίοδο της ιστορίας της τέχνης. Το αντικείμενο στο οποίο συνεχώς ο καλλιτέχνης αναφέρεται, δεν είναι ούτε η ιστορία ούτε ο πολιτισμός αλλά ο άνθρωπος και το τραγικό του αδιέξοδο, που είναι ακριβώς αυτό που ενώνει πρόσωπα διαφορετικών εποχών, τόπων και κοινωνικών τάξεων.

Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς για το τι ψάχνει ο Κουνέλλης, για το τι πασχίζει τόσα χρόνια στη Ρώμη, για το τι ζητά από τον εαυτό του και από τον κόσμο. Το κάθε του έργο αυτοανατρέπεται. Μάταια ο επισκέπτης προσπαθεί να «δικαιολογήσει» τον καλλιτέχνη, επιδιώκοντας να μαντέψει τις προθέσεις του. Δεν υπάρχουν προθέσεις. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι στημένο εκ των προτέρων, με ένα παιχνίδι «σικέ». Ο Κουνέλλης είναι απόλυτα αντιδογματικός, γοητεύεται από την περιπλάνηση, είναι η ενσάρκωση του ομηρικού Οδυσσέα, με τη διαφορά ότι ποτέ δε θα φτάσει στη δική του Ιθάκη, αφού δεν υπάρχει σήμερα τέτοιο νησί. Και ας γίνεται η έκθεση στο πλοίο «Ιόνιον».

Με τα υλικά που χρησιμοποιεί θα έπρεπε να νιώθουμε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι, μας φαίνονται όμως τόσο ξένα: σίδερο, ξύλο, μολύβι, μαλλί, βαμβάκι, κάρβουνο, πέτρες, ένα μεταλλικό κρεβάτι, ένα αυγό. Μερικές από τις μεταλλικές κατασκευές δένουν τόσο με τον χώρο, ώστε μοιάζουν να αποτελούν τοιχώματα του πλοίου. Δεν είδα κανένα συνθετικό υλικό, από αυτά που δημιούργησε η τεχνολογία τις τελευταίες δεκαετίες.

Το έργο του Κουνέλλη δρα ψυχαναλυτικά. Βλέπουμε σ' αυτό, «ως εν κατόπτρω», ό,τι υπάρχει μέσα μας. Ο ίδιος εξηγεί: «Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα, με την άσκηση, την παρατήρηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση».

Εγκαταλείποντας την έκθεση αντίκρισα έναν διαφορετικό Πειραιά και θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου Έλληνα της ξενιτιάς, του Κώστα Αξελού: «Όλος ο κόσμος ξέρει πως δεν υπάρχει κριτήριο της αλήθειας ως αλήθειας. Μέσα στη διαδρομή της περιπλάνησης σφυρηλατούνται και κομματιάζονται οι αλήθειες και οι επαληθεύσεις» (Κώστας Αξελός, «Προς την πλανητική σκέψη», εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1989, σελ.41).


*Η έκθεση οργανώθηκε από το ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1994.

Πρώτη δημοσίευση: 
Διονύσης Στεργιούλας,  
Οι μαθητευόμενοι της οδύνης
εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 1995, σσ.55-56.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

ΚΑΦΚΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

[Προδημοσίευση από το βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα. Δοκίμιο για τη λογοτεχνία, που θα κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο του 2017 από τις εκδόσεις Νησίδες / Αναδημοσίευση από το περιοδικό BOOKPRESS, 26-1-2017]


Όταν διαβάζω έργα του Κάφκα, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον τρόπο που δομούνται οι σχέσεις των ανθρώπων και για τους μηχανισμούς που ενεργοποιούν τις ανθρώπινες πράξεις και πολύ λιγότερο για τις λεπτομέρειες που αφορούν τα πρόσωπα. Συχνά στον Κάφκα τα πρόσωπα μοιάζουν αδύναμα, σαν χάρτινοι ήρωες που λειτουργούν ως μαριονέτες άγνωστων δυνάμεων που κρύβονται στο βάθος. Αντιθέτως, ο Παπαδιαμάντης δίνει την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται κυρίως για τις λεπτομέρειες, την περιγραφή της φύσης, τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ανθρώπων, την πληροφορία και το πολιτισμικό φορτίο που μεταφέρουν οι λέξεις και λιγότερο για τις δομές που κυριαρχούν κάτω από την επιφάνεια. Οι ήρωές του είναι πρωταγωνιστές ή συμπρωταγωνιστές στη μικροκοινωνία όπου ζουν. Δρουν συνήθως συνειδητά, άλλοτε σε σύμπνοια με το κοινωνικό πλαίσιο που τους περιέχει και άλλοτε όχι.

Ωστόσο, παρά τις πιθανολογούμενες προθέσεις των συγγραφέων, τα πράγματα πολλές φορές εξελίσσονται διαφορετικά ως προς τον τρόπο πρόσληψης από τους αναγνώστες. Έτσι, συχνά στον Παπαδιαμάντη αναδεικνύονται πιο έντονα οι εσωτερικές δομές και το αρχετυπικό βάθος, ενώ στον Κάφκα οι διεκπεραιωτικές λεπτομέρειες. Ίσως αυτός είναι ένας κοινός τόπος στη λογοτεχνία: ο δημιουργός νομίζει ότι μπορεί να κατευθύνει ή να οδηγήσει το κοινό εκεί που ο ίδιος θέλει παραβλέποντας την περίπτωση το κοινό να έρχεται προς το μέρος του από άλλες κατευθύνσεις και να αντιλαμβάνεται το έργο του διαφορετικά. Οι αναγνώστες πολύ συχνά καλύπτουν με δικές τους, υποσυνείδητες προβολές, ό,τι αντιλαμβάνονται ως κενό ή ως έλλειψη ισορροπίας.

Πολλοί πεζογράφοι επιχειρούν να αποφύγουν τη μονόπλευρη «ανάγνωση» του έργου τους παρουσιάζοντας μέσα στα κείμενά τους ζεύγη αντίθετων ή αντίρροπων μεταξύ τους εννοιών, εξισορροπημένα λεκτικά και θεματικά: θάνατος και ζωή, αγάπη και μίσος, νεότητα και γήρας, τότε και τώρα, φόβος και απόλαυση, χαρά και λύπη, ελπίδα και απογοήτευση, φως και σκοτάδι, παραδοσιακός και σύγχρονος τρόπος ζωής, φύση και τεχνολογία, και άλλα. Τέτοια ζεύγη αντίθετων ή και συμπληρωματικών εννοιών υπάρχουν πολλά στο Όνειρο στο κύμα: παρελθόν και παρόν, νύχτα και φως, ζωή στη φύση και ζωή στην πόλη, εργασία στην ύπαιθρο και δουλειά στο γραφείο, πλούτος και φτώχεια, έρωτας και ερωτική στέρηση, ζωή και θάνατος, νεότητα και προχωρημένη ηλικία, ήχοι και ησυχία, ζώο και άνθρωπος, απόλαυση και κίνδυνος, ομορφιά και αμαρτία.

Στη Δίκη, όπως και στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, το βασικό ζεύγος είναι ένα: ενοχή και αθωότητα. Όλα τα άλλα προκύπτουν από αυτές τις δύο έννοιες και από το περιεχόμενο ή την ερμηνεία που τους αποδίδεται. Η ενοχή ισοδυναμεί με κοινωνικό αποκλεισμό και εξευτελισμό, πλήθος προβλημάτων, καταδίκη, θάνατο. Η αθωότητα μεταφράζεται σε διατήρηση της κοινωνικής θέσης και της θέσης στην ιεραρχία του εργασιακού χώρου και κυρίως στο δικαίωμα στη ζωή, υπό την αυστηρή προϋπόθεση της άνευ όρων αποδοχής του υπάρχοντος πλαισίου και των δομών του. Θα μπορούσε ακόμη ο αναγνώστης να σκεφτεί ότι στο έργο συγκρούονται το καλό με το κακό, δύο έννοιες που είχαν απασχολήσει τον Κάφκα. Στην περίπτωση αυτή το κακό φαίνεται ότι συνδέεται με όσους υπηρετούν την απρόσωπη εξουσία και το καλό με τα αδύναμα θύματά της.

Το Όνειρο στο κύμα εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στη φύση, αν και ο αφηγητής που καταγράφει την ιστορία εργάζεται σε ένα γραφείο. Η Δίκη εξελίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εσωτερικούς χώρους (γραφεία, δωμάτια, αλλόκοτα κτήρια, καθεδρικός ναός) ή στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης με σημαντικότερη εξαίρεση την τελευταία σκηνή, όταν ο πρωταγωνιστής δολοφονείται σε ένα νταμάρι. Ο Κάφκα έλκεται από την περιγραφή των κτηρίων και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών που τα κατοικούν. Στα κείμενά του τα κτήρια, οι τοίχοι, οι εσωτερικοί διάδρομοι δεν αποτελούν απλώς μέρος ενός ουδέτερου σκηνικού. Είναι τόσο σημαντικά όσο και τα πρόσωπα. (Εδώ θυμάμαι την επιλογή των αρχαίων Αθηναίων να συνεδριάζουν τα συλλογικά όργανα της δημοκρατίας τους σε ανοιχτούς χώρους, ώστε να μην υπάρχουν στρεβλώσεις στη σκέψη και στην κρίση τους από δομές μη φυσικές.)

Ο ήρωας του Παπαδιαμάντη εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο, τρέφει αρνητικά αισθήματα για εκείνον που του παρέχει εργασία και ζει με τη μνήμη, αν δεν ζει μέσα στη μνήμη. Ο ήρωας του Κάφκα εργάζεται ομοίως σε ένα γραφείο (είναι εκτιμητής σε τράπεζα), είναι αποξενωμένος από τους συναδέλφους του και ζει χωρίς μνήμη, χωρίς αναμνήσεις, σαν να μην έχει παρελθόν ή σαν να θέλει να το ξεχάσει. Ο πρώτος, για να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα του παρόντος, βρίσκει καταφύγιο στη μνήμη, ατομική και συλλογική, και ξαναζεί μέσω αυτής την εποχή που ήταν ακόμη «φυσικός άνθρωπος». Ο δεύτερος δεν ήταν ποτέ «φυσικός άνθρωπος», και οι τοίχοι, ανάμεσα στους οποίους ζει, γίνονται τείχη. Η αγάπη, η αλληλεγγύη, η τρυφερότητα, η κοινωνικότητα βρίσκονται σε ύπνωση, και αντιμετωπίζει τη δίκη ως άλλη μία εργασία ή υποχρέωση που πρέπει το συντομότερο να περαιωθεί.

Σε ένα από τα τετράδιά του ο Κάφκα σημειώνει ότι η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ανυπομονησία: «Υπάρχουν δυο ανθρώπινες βασικές αμαρτίες, από τις οποίες πηγάζουν όλες οι άλλες: Ανυπομονησία και αμέλεια. Εξαιτίας της ανυπομονησίας διώχτηκαν οι άνθρωποι από τον παράδεισο, εξαιτίας της αμέλειας δεν επιστρέφουν. Ίσως υπάρχει όμως μια μόνο βασική αμαρτία: η ανυπομονησία. Εξαιτίας της ανυπομονησίας διώχτηκαν, εξαιτίας της ανυπομονησίας δεν επιστρέφουν.» Ο πρωταγωνιστής της Δίκης είναι σε αρκετά σημεία ανυπόμονος. Δείχνει να βιάζεται περισσότερο από τους κατηγόρους του. Μοιάζει με ένα έντομο που θέλοντας να ξεφύγει από τον ιστό της αράχνης κάνει γρήγορες και νευρικές κινήσεις, με αποτέλεσμα ο ιστός να το αποδυναμώνει και να το ακινητοποιεί.