Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

«Σκέψεις αρχαίου ποιητή»

 
Για την αλήθεια δεν γνωρίζω τίποτα
μα έχω μάθει να παρατηρώ:
Τα φύλλα πέφτουνε στη γη
το δέντρο τρέφεται απ' τη γη
και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο
και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο.
Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν
στις τωρινές, νέες ιδέες σου
και σε όλα εκείνα που ακόμη
δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί.
Και είναι πάντοτε κρυμμένη
μέσα στο πλήθος των συλλογισμών
η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη.

[Πρώτη δημοσίευση:  

 Εφ' ενός γίγνεσθαι 2 / ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ 2021, 

 εκδ. Ρώμη, 2021, σσ. 145-146.]


 


 

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

«Ένα κενό» - ποίημα

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε ξαφνικά
κι άρχισα να αναζητώ στο διαδίκτυο
βιογραφικά στοιχεία του εαυτού μου.
Μέσα σε λίγη ώρα επιβεβαίωσα
τον τόπο και την ημερομηνία γέννησης
βρήκα στοιχεία για το παρελθόν μου
φωτογραφίες απ' τα παιδικά μου χρόνια
ποιήματα που έγραψα στην εφηβεία
συλλόγους που είχα γίνει μέλος τους.
Κι ύστερα άρχισα ν' αναρωτιέμαι
πού ήταν τόσα χρόνια ο εαυτός μου
πότε χωρίσαμε εμείς οι δυο
και δεν το είχα πάρει είδηση.
Δίπλα στο όνομά μου μια χρονολογία
και δίπλα στη χρονολογία μία παύλα
την παύλα ακολουθούσε ένα κενό
(δεν θα το δω ποτέ συμπληρωμένο). 
 
[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Τα Ποιητικά, 
τχ. 40, Ιανουάριος / Μάρτιος 2021, σ. 70-71.]




Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

«Έτσι ανταπέδωσε (406 π.Χ.)»

 
Ο Λύσανδρος είχε ανδρωθεί
μες στα στρατόπεδα των Λακεδαιμονίων.
Δεν είχε πάει ποτέ σε θέατρο
κι ο χαρακτήρας του αμφιλεγόμενος.
Αλλά σ' αυτόν επέλεξε ο Διόνυσος
να εμφανιστεί σε όνειρο δύο φορές
παρακαλώντας τον να επιτρέψει
να γίνει η ταφή του Σοφοκλή
στον τόπο των προγόνων του.
(Ακόμη κι έτσι ο Σοφοκλής
ακόμη και μακριά από τη σκηνή
ανέβασε την αγωνία στο έπακρο
κάνοντας δυο στρατούς να παρακολουθούν
τη μετά θάνατον παράσταση
που ετοίμασε με τη βοήθεια ενός θεού.)

Έτσι ανταπέδωσε ο Διόνυσος την οφειλή
σ' εκείνον που την τέχνη του θεάτρου
την υπηρέτησε μια ολόκληρη ζωή.
 
 
[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Θευθ,
τχ. 13, Ιούνιος 2021, σελ. 75.]
 

 
 
 

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Ξανθίππη Ζαχοπούλου: «Το παράδοξο του ζην»

[Κριτική της Ξανθίππης Ζαχοπούλου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Περί ου για το ποιητικό βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021).]

Τι συμβαίνει όταν η μέρα ξυπνάει αλλιώς; Όταν βγάζει το παλιό της πουκάμισο, την παλιά φθαρμένη ζωή της και γυμνή οδεύει προς το φως της; Μια μέρα που ανοίγουν ξαφνικά τ’ άλλα μάτια κι έρχεται η ώρα της αναμέτρησης με τον εαυτό, την μέχρι πρότινος πραγματικότητα κι αυτή που διεκδικεί ζωή;

Όλα υπό νέο φως ή φως. Στο νέο ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα, Το παράδοξο του ζην, όλα βρίσκονται υπό καθεστώς ανατροπής, κατάρρευσης, ανακάλυψης και αποκάλυψης. Ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, χωρισμένο σε μέρη, χωρίς τίτλους. Ο μοναδικός τίτλος, που υπό τη σκέπη του τελεί όλη η σύνθεση, είναι ο τίτλος του έργου. Στο εξώφυλλο, που μαζί με τα γκρίζα δαιδαλώδη σχήματα και τα ανάκατα πλαίσια, τις μετέωρες ροές και τους φιδωτούς δρόμους (έργο του συγγραφέα), που δημιουργούν και την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης, διαμορφώνουν στον αναγνώστη έναν ορίζοντα προσδοκιών του παράδοξου ως ανατροπή, αταξία και κίνηση.


Ατμόσφαιρα ονείρου, αίσθηση κινηματογραφικού σκηνικού, όπου δεν είσαι απλώς θεατής, αλλά μετέχεις. Ολόκληρος. Αυτή η συγχρονία δημιουργεί την αίσθηση του τρισδιάστατου. Η μέθεξη δε συνιστά υπερβολή εδώ. Η απεύθυνση, εξάλλου, στο β' ενικό πρόσωπο επιτείνει αυτή τη συνθήκη.

Το ρεαλιστικό με το υπερρεαλιστικό, το όνειρο (σαν να ονειρεύομαι στο κρεβάτι μου) με το εξ' αντικειμένου πραγματικό συμφύρονται, έτσι ώστε αυτό που δείχνει υπερρεαλιστικό να γίνεται η αληθινή όψη των πραγμάτων. Μια περιδιάβαση σε εσωτερικά και εξωτερικά τοπία που συναιρούνται, έτσι ώστε γίνονται οι δύο όψεις ενός νομίσματος.

Έχει, λοιπόν, τη δύναμη να σε μεταφέρει στο σύμπαν του και να σε κάνει μέτοχο. Των δονήσεων, φανερών ή κρυμμένων, πίσω από τις λέξεις. Του οικείου και του ανοίκειου, που παίζουν συνεχώς και, εν τέλει, της συμφιλίωσης με ένα σύμπαν που έχεις μέσα σου ανεπίγνωστα.

Ένα ποιητικό όραμα της ζωής που εκκρεμεί και που ξυπνά ξαφνικά και ζητά χώρο, χαρτογράφηση, βυθομέτρηση; Μια βουτιά στην ύπαρξη, στη selva oscura του ασυνείδητου; (Δε γνωρίζουμε ούτε καν τα βήματά μας πού μας πάνε). Ο χρόνος το έναυσμα. Κι ο καταλύτης. Η επίγνωση, κατ’ αρχάς, του ανελέητου, αμείλικτου, εχθρικού χρόνου που καλπάζει και χάνεται. (Όπου κι αν κοιτούσες γύρω έβλεπες τον χρόνο να φεύγει). Αγωνία του χρόνου και προσπάθεια να τον φυλακίσει. Ίσως ο χρόνος εδώ είναι ο δείκτης, το όριο μιας ζωής υπό εγκατάλειψη, ενός χρόνου που τρέχει γιατί είναι τόσο ελαφρύς, αφού στερείται πραγματικού νοήματος, ουσίας. Η λειτουργία του χρόνου πάντως παρουσιάζει στο έργο εξαιρετικό ενδιαφέρον. Χρόνος διαφορετικών ταχυτήτων, με φανερή τη σχετικότητά του, που αντανακλά και τις διαφορετικές ποιότητες των δύο συνθηκών και βρίσκει το ανάλογό του στη ζωή μας. Έτσι η αναφορά, αρχικά, είναι ενός χρόνου άπιαστου, που τρέχει ατέλειωτα, αλλά η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης – μέτοχος είναι ενός χρόνου βραδέος. Ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά στα δύο σύμπαντα. Στο πρώτο, ο χρόνος της συνήθειας, της φθοράς, της εγκατάλειψης, της τρέχουσας λογικής, ο χρόνος που γλιστράει σαν άμμος από τα δάχτυλά μας. Εδώ ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ, όλα είναι υποταγμένα σ’ αυτόν. Κι ο άλλος χρόνος, ο βραδύς. Μιας πραγματικότητας που ενυπάρχει σε αυτήν αλλά την υπερβαίνει, όπου όλα λειτουργούν στην αυθεντικότητα και γνησιότητά τους, στην ουσία και αλήθεια τους, στην αιώνιά τους διάσταση. Εδώ ο χρόνος είναι γεμάτος, βαρύτερος, πυκνότερος, δυσκίνητος, έχει πιαστεί στην απόχη, νικημένος και αιχμάλωτος. Νίκη επί του χρόνου. Είμαστε στην περιοχή της ποίησης. Εδώ που η ταχύτητα της ψυχής φαίνεται να υπερβαίνει αυτή του χρόνου. Ένα σύμπαν που μόνο η τέχνη μπορεί να εκφράσει. Ως δυνατότητα. Ο χρόνος που δεν τρέχει, στοιχείο και βαθιάς εσωτερικότητας του υποκειμένου και εσωτερικότητας των πραγμάτων που αυτή συνεπάγεται. Έτσι η νέα πραγματικότητα αντανακλά τη βουτιά στα ενδότερα με αφορμή το τέλος μιας συνθήκης που έχει πλέον εξαντληθεί. Αυτή η αντίστιξη των δύο χρόνων στοιχείο αυθεντικότητας και γνησιότητας και ακριβούς αποτύπωσης των δύο κόσμων. Πραγματικά ποιητικό επίτευγμα.

Σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι παρά το πεζολογικό ύφος της σύνθεσης, το κείμενο είναι άκρως ποιητικό. Υπάρχει βέβαια η συνειρμική γραφή, απόλυτα συμβατή εδώ και η ρυθμικότητα, αλλά η ποιητικότητα έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα και την παρουσία του κόσμου αυτού, που λειτουργεί ποιητικά, όπου όλα βρίσκονται στην καθαρότητα και διαφάνειά τους. Ποίηση όχι απλώς μέσα από τις γραμμές, αλλά αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον χώρο της.

Ποιο όμως συνιστά εδώ το παράδοξο; Η ζωή που έχουμε μάθει, (θυμήθηκες από τον χρόνο του σχολείου αυτά που άκουγες για την ευθεία), της γραμμικής αλληλουχίας, του εύκολα προβλέψιμου, του συνήθους, της ζωής με κανονιστικές αρχές; Ή το ανοίκειο μιας ανατροπής που ζητά τα «αβυθομέτρητα σημεία» κάθε οικείας θάλασσας και τις «αχαρτογράφητες πορείες», μιας ζωής που ασφυκτιά και εξεγείρεται; Που ζητά τα εαυτής, τη γυμνή ζωή της. Μιας πραγματικότητας που, ενώ μοιάζει παράδοξη, κερδίζει λίγο λίγο την αλήθεια της; Όπου «όλα μιλούν με τη φυσική τους γλώσσα μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες», όλα ξυπνούν από τον λήθαργο και απεγνωσμένα θέλουν να μιλήσουν. Ή μήπως, τελικά, η διαπίστωση της ύπαρξης των διαφορετικών αυτών πραγματικοτήτων στη ζωή μας, των διαφορετικών ποιοτήτων, ενός σύμπαντος αληθινού που αιωρείται, πέρα από τους φθαρμένους τρόπους και που από αδυναμία μας δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε;

Η βροχή, το ρέον νερό, στοιχείο που εντείνει τη ροή των πραγμάτων. Κάνει διάφανα τα μάτια για να δουν το νέο. Στοιχείο κάθαρσης και αναβάπτισης με νέους όρους. Ο ίδιος δεν κρατά ομπρέλα, δεν έχει προβλέψει αυτήν την εξέλιξη, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναντά, οι οποίοι κρατάνε ομπρέλες και μάλιστα πριν αρχίσει να βρέχει. Φαίνεται πως ήταν έτοιμος, ανεπίγνωστα το περίμενε. Η βροχή, σύμβολο της ροής του ασυνείδητου που είναι παρόν.

Το υποκείμενο εμφορείται από μια ποικιλία συναισθημάτων και στάσεων. Παρατηρεί, διαπιστώνει, απορεί και εξίσταται, παλινδρομεί. Στο πριν και το μετά. Ανάμεσα στη σιγουριά της επανάληψης που τον τραβά πίσω και στη νέα ζωή, όπου έχει αρχίσει να περιπλανιέται. Ο ίδιος βέβαια διερωτάται για όλη αυτή την ανερμήνευτη κατάσταση αν όλα συνωμοτούν εναντίον του. Αν είναι ηθοποιός, που παίζει ρόλο ή θεατής, που παρακολουθεί παθητικά. Κάπου χάνει τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικού. Πότε μοιάζει να συμφιλιώνεται, πότε όλο αυτό φαντάζει εχθρικό, ξένο κι αντιστέκεται. Φαίνεται κάποτε σαν να μην εγκολπώνεται τη νέα κατάσταση. Γίνεται όμως κοινωνός αυτής της αλήθειας. Υπάρχει η έκπληξη, η ταλάντευση, το χάος του μυαλού, οι σειρήνες στον δρόμο, το αίνιγμα μαζί με τη λύση του. Η παλιά ζωή επιμένει αλλά έχει φτάσει στο απώτατο όριό της: (Μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις / η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα) κι αλλού: (Ένιωσες ότι το σώμα σου δε σου ανήκει).

Κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας μέσα του (θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει).

Κείμενο πολύ πυκνό, που παραπέμπει στις πυκνές γραμμές του εξωφύλλου, που μοιάζει να αναπαριστά αυτήν την πυκνότητα. Απλά κι απέριττα τα εκφραστικά μέσα, γυμνά θα λέγαμε, χωρίς γλωσσικές υπερβολές και ακρότητες. Ένα αρχιτεκτόνημα όπου όλα είναι βαλμένα ακριβώς στη θέση τους, με χειρουργική ακρίβεια. Δεν εξέχει τίποτα, δε λείπει τίποτα, δεν μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι. Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα σταθερότητας στον αναγνώστη.

Η αφήγηση κάνει κύκλο, ξεκινά και τελειώνει με τους ίδιους στίχους, που ο δημιουργός τοποθετεί ως μότο της σύνθεσης, αλλά είναι και οι καταληκτικοί στίχοι:

«Πώς γίνεται να μην έχεις προσέξει / πως κάθε οικεία θάλασσα / έχει αβυθομέτρητα σημεία / πως κάθε χάρτης του ουρανού / έχει αχαρτογράφητες πορείες / πως δε γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε».

Θα λέγαμε ότι η νέα αυτή πραγματικότητα που δίνεται λειτουργεί κι αυτόνομα , όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό, μέσα κι έξω από το ποιητικό υποκείμενο, ένας κόσμος που ίπταται περιμένοντας να τον ανακαλύψουμε και να τον ζήσουμε, μια συνθήκη αληθινή που μας διεγείρει και μας υποψιάζει για τη ζωή που μπορεί να εκκρεμεί και να μας διαφεύγει. Κοινωνοί ενός σύμπαντος που λανθάνει πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και που μπορούμε να προσεγγίσουμε με μια μικρή μετατόπιση πέρα από την τρέχουσα λογική.

Το μήνυμα που αφήνει το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό. Η ανατροπή των δεδομένων βεβαιοτήτων κι η αναζήτηση μιας διαφορετικής γεωγραφίας, ιχνηλατώντας και ανακαλύπτοντας τόπους πρωτόγνωρους κι ανεξερεύνητους, έξω από τα στενά όρια μια ζωής που κρύβει δυσθεώρητες δυνατότητες. Του ανθρώπου που αναζητά το «όλον αυτού». Που ποθεί να πραγματώσει έναν διαφορετικό τρόπο ελευθερίας.

Ένα βιβλίο εμπειρία, όπου η ποίηση φορά τα γιορτινά της.

Ξανθίππη Ζαχοπούλου

[Δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό Περί ου, 5.6.2021

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Λουκάς Δ. Παπαδάκης: «Το ζην, ένα παράδοξο»

[Κριτική του Λουκά Δ. Παπαδάκη στο ηλεκτρονικό Φρέαρ για Το παράδοξο του ζην, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]

Το 430 στίχων ποίημα αρχίζει τούτη τη φορά τη στιγμή που ο ήρωας, ο ποιητής, «πηγαίνοντας σε μια συνάντηση / που έχει προγραμματιστεί από καιρό» (σ. 21), συνειδητοποιεί «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε». Με αυτά τα λόγια, που κλείνουν το ποίημα, γίνεται η εισαγωγή μας σε αυτό.

Δεν γνωρίζει λοιπόν κανείς στα πού πορεύεται· όπου οι άλλοι; όπως όλοι οι άλλοι; Ίσως Ποίηση δεν είναι παρά μια διαδρομή, μοναχικό πέρασμα από πολυσύχναστη διάβαση: «Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία» (σ. 11). Και οι στίχοι πάλι τι χρειάζονται, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό» (σ. 21).

Και όμως σε σκιές πάνω και μέσα σε οδούς – λέξεις συνηθισμένες, θαμπές απ’ την πολυχρησία και λερές, σε λέξεις κάθετες ή παράλληλες, οι άνθρωποι, αναγνωρίζουν εαυτούς και αλλήλους: «ένιωθες ότι το σώμα σου δεν σου ανήκει / ότι ένα άλλο σώμα φορά τα παπούτσια σου» (σ. 12). Σκιές σ’ ένα κόσμο μουντό, σκιές που γεννά μια λάμπα, μια αστραπή, ένα βλέμμα που αποσύρεται. Αυτή εδώ η γραφή, μέσα στο ζόφο τών ημερών μας, είναι στον αντίποδα της αντίληψης του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της / όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. / Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. / Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».

Μια ξαφνική μπόρα δεν θα σταθεί αρκετή να καθαρίσει τα πράγματα, δηλαδή τα άπλυτα: «…ένα φύλλο / που είχε παρασυρθεί από το νερό / και σταμάτησε στο καπάκι του φρεατίου / σαν να αρνούνταν να αφήσει το φως» (σ. 17). Αλλά ποιο φως, που την ίδια στιγμή αυτό ακριβώς το φύλλο με την άρνησή του έφερνε πάλι στον έξω κόσμο το σκοτάδι ως έσω φως. Για να δώσω μια συνεπή ερμηνεία, γυρίζω και διαβάζω τα «Σκόρπια φύλλα» τού επίσης Θεσσαλονικιού και αγαπημένου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: «Σκόρπια φύλλα του φθινοπώρου / οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή / ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια / “ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;” / αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών / από Νεαπόλεως της νυν Καβάλας / Προς Θεσσαλονικείς Α΄ Επιστολής το ανάγνωσμα / ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων / ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί…».

Ένα παρόν που κυριαρχείται από μια οικονομική κρίση και μια πανδημία επιτείνει στη σκέψη μας την εντύπωση της διάστασης ανάμεσα στον προσωπικό και τον συλλογικό χρόνο. Η μέρα αναφοράς αυτού του ποιήματος είναι τόσο τυχαία όσο τυχαία είναι η 16η Ιουνίου 1904 του Λέοπολντ Μπλουμ, ή μια οποιαδήποτε μέρα, σαν αυτή τού Ιβάν Ντενίσοβιτς στο γκούλαγκ· γεννιέται για να δοκιμάσει να χωρέσει ο ποιητής την κατάβαση της ύπαρξής του στον ιδιωτικό του λαβύρινθο. Ένα καθημερινό επεισόδιο στους δρόμους, «ένα τρακάρισμα δύο αυτοκινήτων / –το ένα ήταν λευκό το άλλο γαλάζιο–» μάς τοποθετεί στο σήμερα, που επιπλέον βαρύνεται με τις εορταστικές εκδηλώσεις για τη δεύτερη εκατονταετηρίδα τής Επανάστασης. Αντιλαμβάνομαι τώρα τα εθνικά χρώματα όχι σε αρμονία, αλλά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι Βένετοι της Πόλης, οι άνθρωποι του λαού, και οι Λευκοί είναι παρόντες.

Πιανόμαστε από μια λυτρωτική προσέγγιση, ότι ο χρόνος που φεύγει, σαν κάθε τι που χάνεται, μπορεί και να ξανακερδηθεί, με τίμημα όμως τη θυσία του παρόντος: «Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης / έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο / να βρεις τον χρόνο που έχασες / η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε» (σ. 9). Υπάρχει έτοιμη η λύση, που πρότεινε ο T. S. Eliot: "Time present and time past / Are both perhaps present in time future". Έτσι ξεκινά το "Burnt Norton", το πρώτο από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, προτάσσοντας μότο από τον Ηράκλειτο: «Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».

Πώς παριστάνεται ακριβέστερα ο χρόνος; Με την ταλάντωση εκκρεμούς, με κινήσεις που έχουν το στοιχείο τής επανάληψης ή με το ταξίδι του Οδυσσέα, χωρίς ή με δρόμο; Όπως και να είναι, ο χρόνος γεννιέται και χάνεται μόνο στη διαδρομή: «…ήθελες μόνο να είσαι συνεπής / να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν / ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν. / Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία / κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο» (σ. 28).

Ο χρόνος χάνεται, πάει να πει η απόσταση τείνει στο άπειρο, «Αν ήξερες πως μια ευθεία / κρύβει τόσους λαβυρίνθους» (σ. 30). Το ζην είναι από μόνο του ένα παράδοξο σαν εκείνα που έθεσε ο Ζήνων. Κλείνω το βιβλίο και συλλογίζομαι πως είναι ανεξάντλητο αυτό που διαρκεί μια μέρα.                                                                     

Λουκάς Δ. Παπαδάκης

(Δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 1.6.2021.)

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Λίλια Τσούβα: Η λυρική γοητεία της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα

[Κριτική της Λίλιας Τσούβα στον διαδικτυακό βιότοπο πολιτισμού Culture Book για το ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]

 

Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει

πως κάθε οικεία θάλασσα

έχει αβυθομέτρητα σημεία

πως κάθε χάρτης του ουρανού

έχει αχαρτογράφητες πορείες

πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν

τα βήματά μας πού μας πάνε;

 

Το παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα (Νησίδες, 2021) είναι ένα ποιητικό έργο με λυρική γοητεία που κατακτά επάξια την ξεχωριστή του θέση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Πρόκειται για πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με κυκλική δομή και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Εξιστορεί μια δραματική ανθρώπινη περιπέτεια με πραγματικά και φανταστικά στοιχεία και τρόπο που παραπέμπει σε παραλογές ή έργα της δημώδους νεοελληνικής γραμματείας.

Ο ποιητής περιδιαβαίνοντας την πόλη του, έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους και τις όψεις της. Μέσω των πολλαπλών και εναλλασσόμενων εστιάσεων καταθέτει την αγωνία του για τη ζωή και την ύπαρξη. Σκηνικό είναι ο δρόμος μιας οικείας πόλης που δεν κατονομάζεται, προσδίδοντας στο περιεχόμενο διανθρώπινη ισχύ και περιλαμβάνοντας τις πόλεις όλων μας. Τα γεγονότα εξελίσσονται γραμμικά. Διαρκούν μία ημέρα και έχουν για αφετηρία τους το πρωί. Η μέρα είναι συνηθισμένη και ανοιξιάτικη, το πρόσωπο που αφηγείται μιλά στο δεύτερο ενικό και με αφορμή το υπερβατικό γεγονός της βιαστικής αναζήτησης του χρόνου που έχασε στο κομοδίνο του.

Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης

έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο

να βρεις τον χρόνο που έχασες

η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.

Πρώτος σταθμός του αφηγητή-περιπατητή η παιδική ηλικία. Κουβαλά την ονειροπόληση και την αθωότητα, όμως χάνεται απότομα και αμετάκλητα.

[…] Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα

σ' ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.

Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά

Αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.

Σου είπαν ότι το προϊόν εξαντλήθηκε […]

«Πρέπει να βρείτε κάτι άλλο

κάτι που να του μοιάζει», σου είπανε […]

Η ενηλικίωση οδηγεί στην υπαρξιακή αναζήτηση και την εσχατολογική αναφορά. Πίσω από τις ποικίλες εκφάνσεις της πεζής πραγματικότητας της πόλης θα αναδυθεί η ρευστότητα της ζωής, αλλά και η απώλεια του ουσιαστικού στην οποία έχουμε οδηγηθεί, το άδηλο μέλλον και το λανθασμένο παρελθόν, με τα προσωπικά σφάλματα. Οι στίχοι θα θυμίσουν τον πίνακα Ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων του υπερρεαλιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος (Hieronymus Bosch, περ. 1450-1516).

Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,

έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης

ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή

τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα

νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση

κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

Ο περιπατητής-αφηγητής εξερευνά τους ήχους και τα θεάματα της πόλης σαν τον Λέοπολντ Μπλουμ (James Joyce, 1882 - 1941, Ulysses, 1922). Σταθμοί του ένα κορίτσι με μεγάλη μαύρη τσάντα, κάποιοι άνδρες με ομπρέλες, ένα φύλλο που έπεσε από μια δεντροστοιχία, η βροχή, μία γάτα, ένα σπουργίτι, ένα τρακάρισμα αυτοκινήτων, η συνάντηση με έναν συνταξιούχο συνάδελφο.

Η χειμαρρώδης εξιστόρηση αντιπαραβάλλει τον εσωτερικό βίο με τη ρηχότητα, τη ζωή με τον θάνατο, την αιωνιότητα με τη στιγμή.

Τότε είδες ένα σπουργίτι

ένα φοβισμένο μικρό σπουργιτάκι

πάνω σε ένα παρκαρισμένο ποδήλατο.

Σκέφτηκες ότι η σκηνή είναι ωραία

σκέφτηκες να το φωτογραφίσεις

να το κλείσεις για πάντα στη φωτογραφία.

Εάν κατάφερνες να φυλακίσεις τη στιγμή

να φυλακίσεις μια οποιαδήποτε στιγμή

ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου

ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός

και θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς

σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει

χωρίς να σκέφτεσαι ότι σε λίγο θα νυχτώσει

χωρίς να σκέφτεσαι ότι η ταινία θα τελειώσει

χωρίς να σκέφτεσαι ποτέ την ώρα.

Οι άνθρωποι δέσμιοι του χρόνου και της σύμβασης, σαν το εγκλωβισμένο ασπρόμαυρο γατάκι στη μεγάλη βιτρίνα του διάσημου καταστήματος που περιγράφει ο ποιητής. Προσωπεία. Θεσμοί και κανόνες που μοιάζουν με φυλακή. Ωραίος καιρός που ξαφνικά μετατρέπεται σε βροχή. Ψιχαλίζει κι οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι να προφυλαχτούν κάτω από υπόστεγα. Ανοίγουν ομπρέλες, για να νιώθουν ασφαλείς. Άστεγοι και άγνωστοι, σε σύγχρονες πόλεις ανοιχτές, όχι τις περίκλειστες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Κίνηση και βιασύνη, συνέπεια, προγραμματισμός.

Ζωή χωρίς αυξομειώσεις. Μονότονη. Σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα. Φύλλα οι ζωές μας που καταλήγουν στο φρεάτιο, παρασυρμένα από το νερό της βροχής.

Ο Διονύσης Στεργιούλας εντάσσει με μαεστρία τους διηνεκείς ανθρώπινους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά αδιέξοδα σε αυτό το αφηγηματικό βιβλίο περιπέτειας με κέντρο τον μικρό δρόμο που προσωποποιείται και γίνεται λεωφόρος, η ίδια η πόλη, η ζωή. Με οπτική κινηματογραφική και λόγο καίριο, χωρίς ούτε λέξη περιττή, σκηνοθετεί τη ζωή του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.

Οι θαυμαστές φαντασιώσεις ανατριχιάζουν με τη λάμψη της φωτιάς και του σκοταδιού που εκπέμπουν. Η παράσταση της ζωής που σκηνοθετεί ο ποιητής με ηθοποιό τον άνθρωπο (ή μήπως θεατή που παρακολουθεί παθητικά;) καταλήγει στην Ηρακλείτεια φιλοσοφία της μόνιμης μεταβλητότητας. Οι ανθρώπινες μορφές περιγράφονται με το θολό και ομιχλώδες του όλα δεν είναι και όλα είναι, του Ηράκλειτου. Μόνον τα πρόσωπα του τώρα, τα παρόντα, εμφανίζονται με περίγραμμα. Τα υπόλοιπα χάνονται μέσα στο θολό και το αόριστο, στην αέναη ροή του γίγνεσθαι, της αλλαγής των εποχών και των πραγμάτων. Ενταγμένο στη φιλοσοφική αυτή αντίληψη, το ποίημα κλείνει με το σχήμα του κύκλου, όπως άρχισε.

Όμως η ζωή, παρά τα αβυθομέτρητα σημεία και τις αχαρτογράφητες πορείες, παρά τα παράδοξα που περικλείει, έχει τη γοητεία της.

[…] Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια

να έρχεται από άγνωστη πηγή

μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους

και γέμιζε τον δρόμο με τις νότες της. […]

Το παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα είναι έργο υποβλητικό, καθηλωτικό, με στοιχεία σαρκαστικά και ηθοπλαστικά, που υμνεί τη ζωή με τις δυναμικές της. Τη διαχρονική θεματική συνοδεύει το υψηλής αισθητικής εικαστικό του εξωφύλλου, έργο του ποιητή, αλλά και το σημαντικό πλεονέκτημα πως διατηρεί τον ρυθμό, τη φρεσκάδα, την αμεσότητα και τη γοητεία του μέχρι τον τελευταίο στίχο. Ο ενδόμυχος πεσιμισμός που ενοχοποιεί την ηθική ανεπάρκεια του ανθρώπου και την αναποτελεσματικότητα των θεσμών, εκπέμπει κάτι από το spleen του Μπωντλέρ, ενώ η σύνθεση, στο σύνολό της, συνιστά εικονογραφία της εποχής και της τραγικότητας της ύπαρξης.

Λίλια Τσούβα

(Δημοσίευση στον Βιότοπο Πολιτισμού Culture Book, 25.5.21.)


Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Αριστούλα Δάλλη: "Αχαρτογράφητες πορείες"

[Κριτική της Αριστούλας Δάλλη στο διαδικτυακό περιοδικό Περί ου για το ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]

Στο καινούργιο του βιβλίο ποίησης Το παράδοξο του ζην ο Διονύσης Στεργιούλας μάς καλεί με τον ποιητικό του λόγο να παρακολουθήσουμε μαζί του την παραδοξότητα της ζωής. Από την αρχή, πριν ακόμη ξεφυλλίσει κανείς το βιβλίο, το εξαιρετικό εξώφυλλο (εικαστικό έργο του ιδίου) μας εισάγει στα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από τα προσωπικά ερεθίσματα μιας καθημερινότητας που επαναλαμβάνεται ίδια αλλά πάντα με διαφορετικό πρόσωπο παραλλαγής ή αλλαγής. Η διεισδυτική ματιά του συλλαμβάνει εικόνες, μεταφορές και συμβολισμούς στον δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο, στην πορεία μιας τυχαίας μέρας που μοιάζει με αιωνιότητα. Ανεβαίνει και κατεβαίνει στα επίπεδα των σκέψεών του με άνεση έμπειρου στοχαστή και τολμάει να περπατήσει σε αχαρτογράφητες πορείες ουρανού και θάλασσας.

Στο εξώφυλλο αποτυπώνει την αέναη κίνηση της Συμπαντικής Ενέργειας και την εσωτερική ροή της, που άλλοτε συσπειρώνεται με εσωστρέφεια γύρω από το Εγώ και άλλοτε ξεδιπλώνεται ανιχνεύοντας στον έτερο άλλον «το παράδοξο του Ζην». Μέσα σε αυτή την δίνη της υπαρξιακής αναζήτησης, με γραμμική αλλά και κωδικοποιημένη επικοινωνία, καταφέρνει να έχει λευκά, και γιατί όχι τετράγωνα λογικά πλαίσια, όπου καταχωρεί τις νέες αντιλήψεις και εισάγει τις προσωπικές του διαδρομές. Παράλληλα μας καλεί μ’ ένα ερώτημα και έναν τρόπο αφύπνισης να προσέξουμε μαζί αυτό που τόσο άτεχνα μας διέφυγε. Γράφει:

             «Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει

              πως κάθε οικεία θάλασσα

              έχει αβυθομέτρητα σημεία

              πως κάθε χάρτης του ουρανού

              έχει αχαρτογράφητες πορείες

              πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν

              τα βήματά μας πού μας πάνε;»

Ο ποιητής στοχάζεται και ανά-στοχάζεται για τον χρόνο, αυτόν που έζησε και αυτόν που θα έρθει. Ανασκαλεύει τις απώλειες, τις λαθεμένες επιλογές, τις επαναλήψεις στο παρελθόν, στο παρόν ίσως και στο μέλλον. Βάζει στο μικροσκόπιο τις ιδέες για την προσωπική ευθύνη του καθένα. Μας μεταφέρει τόσο περίτεχνα, για να μην φοβηθούμε, στην παιδική ηλικία που όλα τα βλέπαμε με την σιγουριά της αθωότητας και της επιθυμίας.

             «Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα

              σ’ ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.

              Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά

              αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.

              […] σου είπαν ότι θα έπρεπε από καιρό

              να το είχες αναζητήσει

Μας μεταφέρει στον χρόνο εκείνο που ξέραμε τι θέλαμε αλλά σήμερα δεν ξέρουμε. Μας θυμίζει ότι αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι «αυτό που μοιάζει» με αυτό που θέλαμε, αλλά έχουμε ξεχάσει τι ήταν αυτό που θέλαμε. Πόσο οδυνηρό είναι να ακούμε από τον ίδιο τον εαυτό μας, τον ψεύτικο εαυτό, ότι αυτό που θέλαμε (αγκαλιά, φιλί, γάλα, βλέμμα και ό,τι άλλο) μας τελείωσε και δεν θα το βρούμε σε κανένα ράφι. Σπαρακτική η ματαίωση και η εσωτερική ακινησία, όταν ένας άλλος εαυτός ξέρει την συμπαντική ενέργεια του δημιουργικού εαυτού. Σκηνικό κόλασης, αντιστροφή της πραγματικότητας. Όλα παράδοξα, τυχαία, χωρίς εξήγηση και σκοπό.

Μετά πάλι ροή και κίνηση. Ο ποιητής ξεκινάει την αναζήτηση του «άλλου», μέσα από τον οποίο, σαν σε καθρέφτη θ’ αναγνωρίσει τον εαυτό του. Εικόνες συμβολικές, συναντήσεις συνηθισμένες και καινούργιες που ξαφνιάζουν, ανοίκειες, που δημιουργούν απορία και δισταγμό. Το κορίτσι με την μαύρη τσάντα, οι άνδρες με τις ομπρέλες, το φύλλο του δέντρου, μετά την καταιγίδα, που κρύβεται στην τσέπη, η ανοιξιάτικη μέρα, όλα αυτά που αργοπόρησες να τα φωτογραφίσεις ή να αποθηκεύσεις στις σελίδες του βιβλίου σου (του μυαλού σου), σε ξεπερνούν. Μία κατάσταση κενού. Όλα σαν μία κωμωδία, σαν κοροϊδία γραμμένη στα ξένα πρόσωπα των περαστικών.

             «Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς

              να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό

              και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.»

Αφύπνιση. Νέα παρατήρηση του κόσμου που συνεχίζει να κινείται και να υπάρχει ερήμην σου. Στην βιτρίνα, αντί για πλαστική κούκλα ντυμένη στην μόδα, ένα μικρό εγκλωβισμένο γατάκι. Μία γυναίκα, η θηλυκή anima, κάπου την ξέρεις και ας μην θυμάσαι από πού, φωνάζει και παροτρύνει να μην το βασανίζεις και να το ελευθερώσεις. Η ψυχή ζητάει την ελευθερία της, δεν είναι η θέση της σε μία βιτρίνα σαν ψεύτικη persona.

Και η βροχή πάντα παρούσα σε κάθε επόμενο βήμα, σε κάθε επόμενη μέρα. Εκεί πάντα για να ρευστοποιεί τις ακαμψίες, να ξεπλένει τα ανείπωτα. Η βροχή, καταιγίδα ή νεροποντή, ακολουθεί την ροή του χρόνου και παρασύρει στους υπονόμους ό,τι βρει στον δρόμο της. Και εμείς, σύμφωνα με τον ποιητή, αφήνουμε ευκαιρίες ζωής να χάνονται στα υπόγεια ρεύματα κάτω από την γη. Ο δημιουργός με την φαντασία του αφουγκράζεται το παράδοξο της ζωής. Όλα περνούν μπροστά του διαστρεβλωμένα και παράξενα. Τίποτε δεν ταιριάζει με τις αντιλήψεις του.

             «Η ώρα περνούσε και μαζί της

              περνούσε ο χρόνος κι έφευγε.

              Τα πρόσωπα των περαστικών

              έμοιαζαν τώρα πιο γερασμένα

              εκτός κι αν ήταν άλλα πρόσωπα

              εκτός κι αν η βροχή είχε ξεπλύνει

              όχι μόνο τον δρόμο αλλά και τα πρόσωπα

Η γλώσσα του ποιητή πάλλεται. Η μεταστροφή δημιουργεί κανάλια έμπνευσης. Το εγκλωβισμένο γατάκι τώρα είναι ένα πουλί, ένα σπουργιτάκι, ικανό να πετάει, να ταξιδεύει, να ζει τους σταθμούς του ταξιδιού του, αλλά να καίγεται από νόστο για την επιστροφή στην πατρίδα, σαν ένας Οδυσσέας που όλο ταξιδεύει και επιστρέφει, και φεύγει για μία νέα εξερεύνηση, χωρίς να σκέφτεται τον χρόνο.

Ο ποιητής συγκλονίζει τον αναγνώστη με την θέρμη και την αντίσταση στον χρόνο. Γράφει με πυρετό στίχους όπου, σαν ταινία χωρίς τέλος, συνεχίζει να παρακολουθεί το παράδοξο του ζην. 

Τώρα ξαναβλέπει να περνούν, όπως στους κυκλικούς ιμάντες των αεροδρομίων, οι ίδιες εικόνες αλλά διαφοροποιημένες. Το κορίτσι έχει μία κόκκινη τσάντα, οι ομπρέλες είναι κόκκινες, οι δρόμοι έχουν γίνει λεωφόροι, η ρουτίνα δεν πνίγει και το σπίτι μπορείς να το κατοικείς, σαν να μην έφυγες ποτέ. Και μετά όλα άλλαξαν.

             «Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια

              να έρχεται από άγνωστη πηγή

              μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους […].

              Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα

              κρύβεται μέσα στο μυαλό σου

              και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.»

Ο Διονύσης Στεργιούλας, με την ψυχική του ενέργεια, την ποιητική δεινότητα στον λόγο και την γραφή, την τόλμη να αγγίζει μνήμες ξεχασμένες και να ανιχνεύει εκ νέου δρόμους ξεκάθαρους από την ομίχλη της λήθης, μετουσιώνει την παραδοξότητα της ζωής σε βεβαιότητα και αναγνωρίσιμη αξία. Ενισχύει και φρεσκάρει τις απωθημένες επιθυμίες, επουλώνει παλαιά τραύματα και συμφιλιώνεται με τον «εσωτερικό εχθρικό και ελεγκτικό εαυτό».

Βουτάει και αναμοχλεύει τις υπόγειες ρίζες στον υπόγειο ασυνείδητο κόσμο του. Καθρεφτίζεται και αναγνωρίζει τα όρια στα πρόσωπα των άλλων. Επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει λάθη, γιατί έτσι πραγματώνει στον παρόντα χρόνο τις επιθυμίες του, αυτές που κάποτε στο μαγαζί της παιδικής ηλικίας του δεν μπόρεσε να αγοράσει. 

Ο δρόμος της προσωπικής πορείας, αν και είναι ίσια γραμμή με αρχή και τέλος, δεν παύει να είναι ένας λαβύρινθος με πολλά ζικ-ζακ και αναστροφές, αλλά πάντα, με τον μίτο της ψυχής και τον έρωτα για ζωή, βρίσκει διεξόδους.

            «Αν ήξερες πως μια ευθεία

              κρύβει τόσους λαβύρινθους

              αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή

              μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι

              θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι

              και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο 

               τις τρικυμίες του οδοστρώματος.»

Ευχαριστώ τον Διονύση Στεργιούλα που με το υπέροχο ποίημα και τον στοχασμό του δίνει την ευκαιρία και σ’ εμάς να ταξιδέψουμε μαζί του στο Παράδοξο του Ζην.

Αριστούλα Δάλλη

*Η Αριστούλα Δάλλη είναι Εικαστική-Συστημική Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια και διευθύνει το Κέντρο Προσωπικής Ανάπτυξης και Ψυχοθεραπείας μέσω της Τέχνης «Άκεσα» στη Θεσσαλονίκη.

Αναδημοσίευση από το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Περί ου.

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

«Το παράδοξο του ζην» - Προσέγγιση από τον ποιητή & κριτικό Γιώργο Ρούσκα

[Κριτική του Γιώργου Ρούσκα στο διαδικτυακό περιοδικό Paspartou για το ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]

Δύο ορθογώνια παραλληλόγραμμα μάτια, με αμφιβληστροειδή το όνομα και το επίθετο του ποιητή αντίστοιχα μέσα τους, αφ’ υψηλού εποπτεύουν το παράδοξο. Μία τεθλασμένη μύτη με τον τίτλο της συλλογής, αποτελείται από ένα ζήτα ή από ένα ήτα ή από ένα νι ή και από όλα τούτα μαζί, αναλόγως

(α) του πότε και

(β) της θέασης τη θέση,

όπως ακριβώς συμβαίνει με το απαρέμφατο: ζην.

Παρατηρώντας προσεκτικότερα, βλέπεις το ζήτα-ήτα-νι να παίρνει τη μορφή δρόμου. Το παράδοξο των ματιών βρίσκεται προς το παρόν άνωθεν του δρόμου, κάτωθεν του οποίου τι; Το στόμα, ως λευκό τετράγωνο, ίσως ως ρόπτρο-ρόμβος στη θύρα της ποίησης. Το υπόλοιπο πρόσωπο; Το φόντο; Γραμμικές αλληλουχίες σε καμπύλες τροχιές, ως δακτυλικά αποτυπώματα σκέψεων ή ως γραμμικοί στρόβιλοι ψυχής. Μπορεί και ως στιγμιαία καταγραφή ποτάμιας ροής συνειρμών ή ως ασπρόμαυρη απεικόνιση της κυκλοφοριακής ροής της πόλης. Το άλλο πρόσωπο της πόλης. Αποτύπωση του χάους. Το γιν και το γιαν σε πάλη για εξισορρόπηση. Από το εξώφυλλο (εικαστικό του ποιητή) στο Χάος του Ησιόδου, από εκεί στον δρόμο, από τον δρόμο στην πόλη, από εκεί στη γη, και από τη γη κατευθείαν ξανά στην ψυχή. Αναζητήσεις Ορφικές. Παράδοξο; Όσο το ζην. Εξώφυλλο; Απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενο.


Τα ποτάμια των γραμμών εκβάλλουν και μορφικά στις λέξεις, επιβάλλοντας την Ηρακλείτεια ρήση «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή», με άλλα λόγια το ποίημα αρχίζει με μότο μία επτάστιχη όσο και εφτάψυχη ερώτηση και τελειώνει ακριβώς με αυτήν. Όλα εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, όπως και στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ ξύπνιου και ονείρου και μάλιστα σε διάστημα ενός μέρους αυτής και μάλιστα σε μικρή, συγκεκριμένη έκταση χώρου.

Αυτά συμβαίνουν σε έναν κατά τα φαινόμενα συνηθισμένο άνθρωπο, «μία ωραία πρωία», «στα καλά του καθουμένου». Το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει στον δρόμο για να πάει σε μια συνάντηση, όπως πάμπολλες φορές ως τώρα. Τυπικός, καθωσπρέπει, συνεπής, «κύριος»:

ήθελες μόνο να είσαι συνεπής

να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν

ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν.

Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία

κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο.

Ο δρόμος είναι αρχικά η σκηνή όπου «παίζεται το δράμα». Ξαφνικά κάτι γίνεται και όλα αλλάζουν. Γίνεται ανατροπή στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Όλα τα αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά. Αρχίζει να βλέπει αλλιώς, αρχίζει να βλέπει και τα «αλλιώς»:

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση

κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

Παραίσθηση, επιφοίτηση, ενόραση, υπερρεαλιστική έκρηξη; Εκεί που

νόμιζες ότι όλα αυτά τα είχες ξαναζήσει

κι ότι τη δεύτερη φορά

δεν θα ξανακάνεις τα ίδια λάθη

συνειδητοποιείς το αίμα στην κόψη της λεπίδας της συνήθειας, της επανάληψης, της ρουτίνας. Σε στιγμές διαύγειας, όπως τούτη, ο διαπιστωτικός απολογισμός είναι το σήκωμα του ποδιού για την έναρξη του πρώτου βήματος αυτογνωσίας, χάρη στο οποίο θα μπορέσεις ενδεχομένως να πας παραπέρα:

ακόμη κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα

μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις.

Τούτο το καθόλου τυχαίο εγώ σε φέρνει σε θέση παρατηρητή. Ασφαλής ως τώρα (εγώ ζω), απεκδύεσαι την απομόνωση (μόνο εγώ ζω), τον διαχωρισμό (χωρίς), την ευθεία πορεία (χωρίς αυξομειώσεις) και έρχεσαι στην τεθλασμένη, στον δρόμο που γίνεται αρένα. Υπάρχεις Εσύ και οι Άλλοι. Οι Άλλοι. Κάποιοι από αυτούς ζητάνε να προσαρμοστεί η ζωή στα μέτρα τους, να βρουν επί γης δικαιοσύνη, σε ένα σύστημα όπου η δράση του ενός έχει επίδραση και στον άλλο:

φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο

«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.

Οι Άλλοι. Κρατάνε ομπρέλες για να προστατευτούν από την ευλογία της βροχής. Επιθυμητό το ατσαλάκωτο, το μακιγιαρισμένο φαίνεσθαι, το «αβρόχοις ποσί», η στεγνότητα, η προσωπίδα.

Εσύ. Εσύ και η μοναξιά. Εσύ και η μεγαλύτερη μοναξιά: εσύ ανάμεσα στους άλλους. Εσύ και η μοναξιά της ποίησης, εσύ απέναντι από τις φιλαυτίες τους:

Μα ποιος διαβάζει σήμερα ποιήματα

εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο

να σε ακούσει ενάμισι λεπτό.

Όλες σου οι εμπειρίες, σύσσωμες οι μνήμες, κατά ριπάς οι γνώσεις σου, πυροδότησαν σήμερα τη μεγάλη έκρηξη. Κουρτίνες κάηκαν (δεν θέλεις σύνδεση με τις πληγές του παρελθόντος, δεν θέλεις καν κουρτίνες, κάηκαν, δεν βάφτηκαν – άκου αείμνηστο Μητροπάνο). Παντζούρια άνοιξαν. Άπλετο διαισθητικό φως ξεπλένει τη σκόνη και τη μούχλα της κλεισούρας του έσω δωματίου:

Δεν είχες απομακρυνθεί από το σπίτι σου

ούτε διακόσια μέτρα ούτε τρία τετράγωνα

κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη

την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη.

Ο κόσμος όλος γυρίζει γύρω από τον δρόμο, ο οποίος διασχίζει ως ποταμός την πόλη. Έτσι, ο κόσμος όλος –και ο κόσμος του ποιήματος– περιστρέφεται με τη σειρά του γύρω από την πόλη, η οποία όχι μόνο είναι ζωντανή, μιας και

κανείς δεν ξέρει αν οι πόλεις

έχουν ψυχή και συναισθήματα

αλλά και η μόνη ελεύθερη αφού

... οι πόλεις του καιρού μας

δεν έχουν τείχη ούτε οριοθέτηση

μπορούν να επεκτείνονται ανεμπόδιστα

ώσπου να βρουν στον δρόμο τους μια άλλη πόλη.

Αυτά και άλλα πολλά άρχισες να τα καταλαβαίνεις σήμερα. Να είχε κάτι η βροχή; Η ατμόσφαιρα; Τα χθεσινά χάπια για τον ύπνο; Τα πρωινά για την πίεση; Να είναι κάποιος ιός; Μαγνητικά κύματα μιας επικείμενης Αποκάλυψης; Φλοίσβος από το Υπερπέραν; Ή όνειρο; Περπατάς ή υπνοβατείς;

Έχει σημασία; Εσύ είσαι και στο ένα και στο άλλο (βλ. Παρμενίδη). Στην αρχή,

σκέφτηκες εκείνους που προνοούν.

Το έκανες με κάποιο παράπονο, ίσως γιατί ήθελες να είσαι αποδεικτικά ταυτισμένος με εκείνους περισσότερο. Ήδη όμως ήσουν ένας από αυτούς κι ας μην το ομολόγησες ποτέ στον εαυτό σου. Μετά άρχισες να φοβάσαι γιατί

ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα

κρύβεται μέσα στο μυαλό σου

και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.

Πάντοτε βιαστικός προσπερνούσες τα πάντα, πάντοτε με βιασύνη περνούσες από τον δρόμο και πήγαινες στον προορισμό σου. Ποτέ δεν στάθηκες να αφουγκραστείς τη φύση, να δεις τι έχει να σου πει ένα φύλλο, όπως αυτό που έπεσε πάνω σου σήμερα. Γύρω σου διαρκώς

όλα μιλούσαν με τη φυσική τους γλώσσα

μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες.

Έχεις βέβαια μελετήσει ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ. Εμπεδοκλή, Παρμενίδη, Αριστοτέλη. Παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν μπορούσες να δεις τον ίδιο δρόμο τόσα χρόνια (χώρος), σχεδίαζες να τιθασεύσεις και τον χρόνο, νόμιζες πως με μια φωτογραφία,

εάν κατάφερνες να φυλακίσεις ...

... μια οποιαδήποτε στιγμή

ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου

ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός.

Ο χρόνος όμως δεν είναι ούτε φιλικός ούτε εχθρικός. Ούτε δυνατός ούτε αδύναμος. Το να απαθανατίσεις τα ορατά σε μια στιγμή αυτό δεν σημαίνει ότι τα φυλακίζεις. Μόνο τα αρχειοθετείς σε εκτυπωμένη ή ηλεκτρονική μνήμη για να μπορείς να τα ανακαλείς ευκρινώς όποτε θέλεις, να μπορείς να επιστρέφεις σε αυτά και στη στιγμή τους (άρα και στα αόρατα μέσα σε αυτά) κατά βούληση. Προσπαθείς να γεφυρώσεις το παρελθόν με το παρόν. Το ξέρεις πως έτσι είναι, το λες, μπορείς,

σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει.

Στον χρονικό κυκλικό δίσκο του ποιήματος, ο οποίος περιέχει εσωτερικά έναν άλλο δίσκο κάποιων ωρών της συγκεκριμένης μέρας, πολλά συνέβησαν εντός και εκτός του ποιητικού υποκειμένου, εντός και εκτός του δρόμου, εντός και εκτός των σελίδων. Παράδοξα ή μη, έλαβαν χώρα είτε στο συνειδητό, είτε στο ασυνείδητο, είτε στο ανάμεσα, σίγουρα όμως κάποια βγήκαν στο χαρτί.

«Παράδοξο»: περίεργο, παράξενο, μη αναμενόμενο, κάτι που δεν θεωρείται «κανονικό» ή «φυσιολογικό». Γιατί όλα τούτα προσάπτονται (ως επίθετα άραγε ή ως φαινόμενα) στο ζην; Τι πιο θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό από τη ζωή; Μήπως θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό είναι το υπάρχειν και παράδοξο το ζην, αφού συχνά το «υπάρχειν» δεν σημαίνει αναγκαστικά και ζην; Ή ακριβώς το αντίστροφο;

Πώς ορίζεται το ζην σε ατομικό και πώς σε συλλογικό επίπεδο; Ορίζεται;

Το ζην είναι εν τέλει παράδοξο ή παράδοξος ο σύγχρονος τρόπος του ζην;

Το παράδοξο συμβαίνει ή ο άνθρωπος δεν το βλέπει και ζει στη δική του κατασκευασμένη ψευδοπραγματικότητα, θεωρώντας παράδοξα τα έξω από αυτήν;

Τα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη; Κινείται τελικά το βέλος του;

Κινείται ο περιπατητής ή ο δρόμος;

Παράδοξα κατά το φαίνεσθαι, παράδοξα κατά την επαγωγική διαδικασία, παράδοξα κατά τη συλλογιστική και τη διατύπωση, ίσως, παράδοξα όμως κατά το «είναι»;

Το ζήτημα επεκτείνεται εκθετικά, γιατί δεν είναι μόνο τα παράδοξα σε ένα πεζοδρόμιο ή σε μια στοά ενός δρόμου:

κι αν στη μικρή αυτή διαδρομή

συμβαίνουν τόσα παράξενα /.../

φαντάσου τι θα γίνεται σ’ όλη τη γη.

Το ποίημα, με άξονα τον δρόμο-πόλη, κατά των αρχαίων την πόλη-κράτος, εστιάζει στην κίνηση-παλινδρόμηση του σύγχρονου ανθρώπου όχι μόνο «εντός» αλλά και «επί» της Πόλης-Οδού, αναζητώντας κάποτε το «επεί», διακρίνοντας καθαρά, όπως κάποιες φορές συμβαίνει όταν σαν να ξυπνάμε από λήθαργο βλέπουμε ότι η μέχρι τώρα στάση μας είναι για γέλια:

«Επεί νυν γέλως έσθ' ως χρώμεθα τοις πράγμασιν»

(Δημοσθένης, Κατά Φιλίππου Α΄, 25).

Αποτελείται από μικρότερες ποιητικές –πολλές εκ των οποίων αυτόνομες ή ημιαυτόνομες– υποενότητες, οι οποίες συγκροτούν την όλη ποιητική σύνθεση, ακριβώς όπως χωρικά οι δρόμοι συνθέτουν την πόλη, ακριβώς όπως χρονικά οι στιγμές συνθέτουν τη διάρκεια της ζωής, ακριβώς όπως λεκτικά οι στίχοι συνθέτουν το ποίημα. Μικρό μεν σε έκταση (τριάντα δύο σελίδες συν δύο άγραφες για σημειώσεις) μεγάλο δε σε αξία. Επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά τη φράση "οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα" (βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίος Ζήνωνος: ρήση του αυλητή Καφησία ή βλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί).

Οφείλω να σημειώσω επίσης τη συνειδητή χρήση γλώσσας ομαλής και ρέουσας, χωρίς ακρότητες λέξεων ή εκφράσεων, χωρίς καμία πρόθεση εντυπωσιασμού ή επίδειξης, παρόλο το γλωσσικό μήκος, πλάτος και βάθος του εκφραστικού αποθέματος του συγγραφέα, κάτι που μαρτυρά κατά τη γνώμη μου ήθος ποιητικόν.

Μανιφέστο του παραδόξου; Δοκίμιο για την οδό; Σουρεαλιστική έκλαμψη του ζην; Απόπειρα ενσωμάτωσης στην πόλη (βλ. οπωσδήποτε και Καβάφη); Αγωνία για κατανόηση της Φύσης; Εναρμόνιση με το τεχνητό περιβάλλον;

Συνειδητός Εναγκαλισμός του Άστεος

ή Ασυνείδητη Ομολογία Πλάνης;

Με τούτο το βιβλίο ο Διονύσης Στεργιούλας, προερχόμενος από τις Νήσους του Δοκιμίου και της Κριτικής, επαξίως αποβιβάζεται με αποσκευές πλέον στο νησί της Ποίησης, έχοντας στην έσω τσέπη του σακακιού του γραμμικές συνθέσεις από τη Νήσο των Εικαστικών.

Κομίζει ακόμα μία ηχηρή απάντηση σε όσους συνεχίζουν να αμφιβάλλουν αν γράφεται αξιολογότατη σύγχρονη Ποίηση. Παράδοξο; Καθόλου. Το παράδοξο του αξίως ποιείν διατρανώνει την ευλογία της δημιουργίας, όσο παράδοξη κι αν είναι αυτή.

Εντός ή εκτός της πόλεως. Άλλωστε η πόλη πάντοτε εκεί:

«Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.»

(Καβάφης, Η Πόλις, 1910)

Και οι δρόμοι της πάντα εκεί. Ανοιχτοί. Όπως και κάποιοι άνθρωποι.

Όπως οι Ποιητές.

Γιώργος Ρούσκας

 Αναδημοσίευση από το διαδικτυακό περιοδικό Paspartou (19.4.2021)