Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Το έχουμε ξεχάσει

Ο ναός είχε οικοδομηθεί πάνω σε αρχαία κοιμητήρια. Άλλης θρησκείας και άλλης εποχής. Αλλά οι νεκροί είναι νεκροί όποια κι αν ήταν η θρησκεία τους. Και οι ζωντανοί είναι κι αυτοί νεκροί αν ζουν μέσα σε κοιμητήρια. Ίσως δεν έχει τόση σημασία αν κάθε ιερουργία γίνεται με τυπικό σωστό. Ούτε ίσως έχει τόση σημασία αν ο ιερουργός γνωρίζει κάθε ύμνο της θρησκείας του και ζει σαν άγιος. Το θέμα είναι ότι ο ναός έχει χτιστεί πάνω σε αρχαία κοιμητήρια. (Ίσως δεν έχει τόση σημασία ούτε αν ο ναός έχει χτιστεί πάνω σε αρχαία κοιμητήρια, αλλά ότι το έχουμε ξεχάσει.)

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 25-26, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2020, σελ. 106.]

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Κριτική του Κωνσταντίνου Μπούρα

Διονύσης Στεργιούλας, Καβάφης και Πατριάρχης (Μία πρόταση ερμηνείας), Εκδόσεις Οδός Πανός, Ανάτυπο από το τεύχος 182 της Οδού Πανός, Απρίλιος-Ιούνιος 2020, σ. 27.

Ενδελεχές, ιδιοφυές θα έλεγα, μελέτημα από έναν «συλλέκτη» της Ελληνικής Λογοτεχνίας που είναι και ο ίδιος τεχνίτης του λόγου άριστος. Εδώ φωτίζεται στο έπακρο η διαμάχη Παλαμά-Καβάφη για την πρωτοκαθεδρία στα Ελληνικά Γράμματα του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Παντού και πάντα τα ίδια. Καλοθελητές και παρατρεχάμενοι, αυλοκόλακες και οσφυοκάμπτες, ξεχνούν πως το διαγ(κ)ωνίζεσθαι δεν είναι ολυμπιακόν άθλημα και δεν συνάδει σε πνευματικούς ανθρώπους. Ούτως ή άλλως τον λόγο τον έχει η Ιστορία και η ετυμηγορία στο δικαστήριο του Χρόνου εκδίδεται πολύ αργά, μετά την απομάκρυνσιν από το Πρώτο Νεκροταφείο. Τί κι αν πήγαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι στην κηδεία του Παλαμά; Τον Καβάφη σήμερα μελετούμε, διαβάζουμε, μεταφράζουμε, επαινούμε σε ολάκερη την οικουμένη. Αυτός ήταν τελικά ο «πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων» στην εποχή και όχι ο δαφνοστεφανωμένος, υπερτιμημένος Παλαμάς. Συγχαρητήρια στον εξαιρετικό ερευνητή Διονύση Στεργιούλα που συνέδεσε πρώτος το «ατελές» ποίημα «Ο αυτοκράτωρ Κόνων» με τα ιστορικά συμφραζόμενα εκείνης της όχι και τόσο μακρινής εποχής, με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα τόσο τοξική σχεδόν όσο και η δική μας, μόνο που τώρα χαμηλώσαν τα μεγέθη και κανείς δεν μπορεί να διεκδικήσει σοβαρά τον επίζηλο τίτλο του «πατριάρχη», με όλη την απαίτηση της διαχρονικότητας που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. «Νέοι καιροί, νέα ήθη». Μην σπρώχνεστε παιδιά!!! «Εν αμίλλαις πονηραίς αθλιότερος ο νικήσας». Τα πολλά βραβεία πλουτίζουν τα βιογραφικά αλλά στερούν από την ποίησή σας την βαθύτερη, εγγενή απόγνωση κι απελπισία της. Δεν γράφουμε για την αποδοχή, αλλά για την παραδοχή της ζωής ως γενεσιουργού αιτίας κάθε Τέχνης. Γράφουμε για να αυτοπραγματωθούμε. Κι αυτός ο σκοπός είναι ιερός. Αν προσλαμβάνετε επικοινωνιολόγους για την καλλιέργεια του προφίλ σας, νομίζω πως επιδίδεσθε κατά λαθος εις άλλην τέχνην, πολιτικήν και ουχί ποιητικήν. Έτσι θα έγραφε ο Καβάφης σήμερα... Μετά την απομάκρυνσιν από το Πρώτο Νεκροταφείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Κι όπως θα έλεγε ο Ρεμπώ «η ποίηση είναι κραυγή απελπισίας» (όπως μου υπενθύμισεν προσφάτως η εμβριθεστάτη Καθηγήτρια και εξαίρετη ποιήτρια Ζωή Σαμαρά). Τί δουλειά έχει ο πρωτογονισμός της ηφαιστειακής εκρήξεως συναισθημάτων, νοημάτων και άδηλων ρυθμών με τις δικές σας βυζαντινές μηχανορραφίες; Ας ξαναδιαβάσουμε τον πάντα επίκαιρο Μισάνθρωπο του Μολιέρου σε μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη. Οι περισσότεροι θυμίζουμε – δυστυχώς – τον Ορόντ κι από... Αλσέστ ξεμείναμε προ πολλού. Τουλάχιστον τότε, έναν αιώνα πριν, σουρομαδιώνταν και για πνευματικά ζητήματα. Και όχι για καρέκλες, αξιώματα, αντιμισθίες, αποζημιώσεις, έξοδα παραστάσεως, ατέλειες παραστάσεων και τα λοιπά και τα λοιπά. Είπον και ελάλησον και αμαρτίαν ουκ έχω. Εύγε Διονύση Στεργιούλα που μας άνοιξες και πάλι ένα θέμα ληγμένο από καιρό. Είσαι ιδιοφυής και επίκαιρος. «Και οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν».

Μετά Λόγου Γνώσεως,

Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

[περ. Οδός Πανός, τχ. 188, Οκτ.-Δεκ. 2020, σελ. 159-160]


Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Ίσως να γράψει ένα ποίημα

Εάν είχε την πίστη των αρχαίων ερημιτών, θα είχε επιλέξει να γίνει ησυχαστής. Θα έβρισκε μία σπηλιά στο Άγιο Όρος και θα την έκανε σώμα του. Θα προσευχόταν μέρα και νύχτα για όσους τον αδίκησαν. Ενώ τώρα, όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν υπήρχε καμία σωτηρία για εκείνους. ,τι και να τους έλεγε, θα το ερμήνευαν με τρόπο αντεστραμμένο.) Κάτι όμως έπρεπε να κάνει για την ψυχή όλων αυτών που απεργάζονταν σχέδια εναντίον του, αλλά εν τέλει εναντίον του ίδιου τους του εαυτού, αφού το θείο δώρο της ζωής το ξόδευαν αλόγιστα. Ίσως να απομακρυνθεί, να ταξιδέψει, να χαθεί για λίγα χρόνια. Ίσως να γράψει ένα ποίημα.

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 25-26, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2020, σελ. 106.]


Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Ανθούλα Σταθοπούλου - Απολύτρωση


Πέτα μακρυά τα σάρκινα δεσμά σου,

λεύτερη απ' τα εγκόσμια να μείνεις.

Δεν έχει θέλγητρο για σε η ζωή.

Τράβα το δρόμο της γαλήνης.

 

Όλα τα πάθη σου τ' ανθρώπινα

μες στο θολό της ήπιες ρέμα,

κι όλα για σένα ήτανε σαν όνειρο.

Αλήθεια ο πόνος. Η αγάπη ψέμα.

 

Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,

ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.

Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή

και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου.

 

Από τη συλλογή Νύχτες αγρύπνιας (1932).



Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Τάκης Βαρβιτσιώτης - Μην πεις ποτέ σου...

Μην πεις ποτέ σου δεν είν' όμορφη η ζωή,

Όταν θα δεις το φως να χαμηλώνει, 
Όταν τα φύλλα τα ξερά θα πέφτουνε στα πόδια σου 
Κι όλα τα σήμαντρα θα χαιρετούν τους ίσκιους. 
Μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Ο λόφος θα ντυθεί με των ματιών σου την αχλύ,
Τα χέρια θ’ αγκαλιάζουνε την επιτύμβια στήλη,
Και της φωνής σου το πουλί θα μένει πάντα σταυρωμένο.
Όμως μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Της μέρας οι ήχοι δε θα φτάνουν ως τα χείλη σου τα ωχρά,
Ούτε οι ανοίξεις πια θα τραγουδούν κάτω απ’ τα βλέφαρά σου,
Μόνο ένα σύννεφο καμιά φορά θα σε δροσίζει την αυγή
Κ' ένα λουλούδι θα πενθεί μετέωρο τη σιωπή σου.

Χρόνια και χρόνια θα περάσουνε, μα εσύ να μη ζητήσεις
Το χρώμα σου να ξαναδείς μες στων αγγέλων το σκιόφως,
Μη λησμονήσεις τ’ άσπρα τριαντάφυλλα,
Μην αμελήσεις τ’ ουρανού τη γύρη,
Μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Την ακατάλυτη μοίρα της πέτρας μη φθονήσεις,
Τ’ άσπιλα μάρμαρα, την παγωμένη στάλα,
Την άφθιτη, που κρέμεται απ’ το δέντρο του καιρού,
Ούτε ένα όνομα γυμνό και πικραμένο σαν τον ύπνο σου.

Μόνο κατέβα πιο βαθειά, πολύ βαθειά, μέσα στην κοίτη
Της γης, όπου ξαπλώνουνε τις ρίζες τους τα κυπαρίσσια,
Ώσπου η βραδυά να γείρει ατάραχη να εμπιστευθεί
Το πιο απόκρυφο άστρο της μες στην υγρή σου κρύπτη.

Κ' ύστερα σχίσε της αράχνης τον πλοκό που σε τυλίγει,
Ανασηκώσου με τα οστά γεμάτα μουσική,
Κι αν είν’ ο ίσκιος σου τόσο πλατύς, τους δυο μας να σκεπάσει.
Μα πρόσεξε μη γελαστείς, μη λησμονήσεις,
Μην πεις ποτέ σου δεν είν’ όμορφη η ζωή.

Από τη συλλογή Η γέννηση των πηγών (1959).


 

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Καθόλου ποιήματα

[Κριτική της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019.]

*

Η αντίπερα όχθη κι η άλλη πλευρά. Και τι βρίσκεται απέναντι; Τι βρίσκεται στην άλλη όχθη; Τι χάσκει στην άλλη πλευρά της τάφρου; Μήπως ο ποιητής οχυρώθηκε ήδη από καιρό και παρατηρεί; Και τι είναι αυτό που βλέπει; Μήπως τον θρίαμβο της ματαιότητας; Και τι είναι αυτό που βρίσκει μέσα στα κάστρα των λέξεων; Μια απάντηση σε κάθε πραγματικότητα και μια ανταπόκριση σε κάθε όνειρο; Τη γεφύρωση και περιφρούρηση κάθε ματαιότητας με αυτό το άυλο «δομικό» υλικό ονείρων;

Οι λέξεις σαν πέτρες μπορεί να είναι στρογγυλές και αιχμηρές, βαριές και ελαφριές, λείες ή τραχιές, ομοιόμορφες ή ανομοιόμορφες, σε κάθε περίπτωση οι λέξεις μπορούν να κρύβουν έναν μοιραίο άνθρωπο εντός τους, εντός των πέτρινων τειχών τους. Είναι της πραγματικότητας ο κατατρεγμένος που τις έχει επιλέξει για ασφαλές καταφύγιο και λόγο ύπαρξης και δράσης, όταν διαβάζοντας και γράφοντας η ζωή του νοηματοδοτείται ξανά με κατοικία αυτό το παράδοξο χάρτινο εν τέλει σπίτι –το σπίτι των βιβλίων– και το μόνο που φοβάται είναι μην τύχει και βρέξει και μουλιάσει και χαθεί το χάρτινο κουκούλι του και μουλιάσει και χαθεί κι αυτός μαζί του.

Η αμφισημία του τίτλου της συλλογής Καθόλου ποιήματα στεγάζει μια αξιοπρόσεκτη σειρά από μικρές ή μεγάλες καλλιτεχνικές ανησυχίες, που «κορνιζώνονται» επιτυχώς σε ομοιόσχημα πεζόμορφα ποιήματα μέσα από μικρές, συμπαγείς πινελιές και κινήσεις που χρωματίζουν το λιτό ύφος και υπογραμμίζουν την έμφαση. Μια απλή φαινομενικά «ζωγραφική» μεταμορφώνεται σε απλή και ουσιαστική ποίηση με κυρίαρχα τα πεζολογικά στοιχεία. Ο Διονύσης Στεργιούλας, με τη χρήση απέριττης όσο και περιεκτικής αφηγηματικής τεχνικής, επιχειρεί και πετυχαίνει να χωρέσει μια στενόχωρη έννοια, μια κακή ιστορική στιγμή –πραγματική ή φανταστική– σε ένα μικρόχωρο ποίημα. Αυτό που μοιάζει να τον απασχολεί μεταξύ άλλων είναι οι αντιθέσεις στα σημεία των καιρών και των πραγμάτων, ιχνηλατώντας στιγμιότυπα της ιστορίας της πόλης, αλλά και το πέρασμα πέρα από τη γραμμή της ιστορίας, με ένα ερωτηματικό να πλανάται μεταφορικά: Είναι η γραμμή ευθεία ή τεθλασμένη;

Photo credit: Διάστιχο

Επιλεγμένοι στίχοι από το ποίημα με τίτλο «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης»: Και η πορεία της νύμφης του Θερμαϊκού πάνω στην γραμμή της Ιστορίας συνεχίζεται, με τη βεβαιότητα όλων ότι δεν θα συμβούν παρόμοια πράγματα στο μέλλον.

Μέσα από μια γόνιμη τροφοδοσία που αντλεί από τη συλλογή σπάνιων βιβλίων, από τη διεισδυτική ανάγνωση και την πεπαιδευμένη κριτική σκέψη και έρευνα, αλλά κυρίως από τη βαθιά γνώση που επιμένει να «συλλέγει», ο Διονύσης Στεργιούλας φαίνεται πως γνωρίζει καλά ότι η λογοτεχνία είναι μια αέναη αναμέτρηση με την πραγματικότητα και την Ιστορία κι ότι σε κάθε βήμα του ο πνευματικός άνθρωπος βυθίζεται στον πίδακα μιας ιστορικής ή σαν ιστορικής στιγμής. Η ποίηση είναι κι αυτή με τη σειρά της μια κωπηλασία στην άγρια θάλασσα της Ιστορίας με στοιχεία καθοριστικά, όπως η ζωτική ορμή και η στασιμότητα, η ακμή, η παρακμή και η επαναφορά, ένας κόσμος σε βαθιά κατάψυξη ή σε χρόνιο βρασμό, η συνύπαρξη χώρου και χρόνου, η κοινωνία και η αναμονή, το όνειρο και η ψευδαίσθηση, το μεγαλείο στο δίπολο ζωής-θανάτου, το απολύτως τυχαίο που καθορίζει το απολύτως πραγματικό, όπως και το αντίθετο, αλλά και μια αίσθηση αβεβαιότητας για όσα βλέπουμε και όσα μας κινούν και όσα οφείλουν να μας συγκινούν. Ο ουρανός δεν είχε πια αινίγματα/ και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν φωναχτά/ τα μυστικά του κήπου αποκαλύφθηκαν/ κι ωστόσο παραμείναν μυστικά.

Η αποτύπωση του ανθρώπινου βιώματος, η υπαρξιακή επιβεβαίωση και μοναξιά, αλλά και η συνειδητοποίηση της αποστολής, της ανάγκης δηλαδή που νιώθει κανείς να προσθέσει κάτι στον κόσμο, φέρνουν την ποίηση στο προσκήνιο των αβέβαιων καιρών που ζούμε σαν του τέλους «την πιο ωραία βελονιά».

Οι ποιητές θα αμφιβάλουν για την κάθε τους λέξη και το κάθε τους βήμα, σίγουροι για τη ματαιότητα των λόγων και των έργων τους, και οι μισθοδοτούμενοι των τυράννων θα παρακολουθούν από τη σκιά, σίγουροι ότι προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα.

Ένας σιγανός και απόλυτα σεμνός ύμνος στη σημασία των λέξεων και την αξία των βιβλίων, αλλά και ένα διακριτικό φως στην επανανάγνωση επιλεγμένων ιστορικών (ή σαν) στιγμών διέπει τη συλλογή Καθόλου ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα. Ο κόσμος των βιβλίων είναι ο κόσμος των λέξεων – ένας κόσμος απατηλός, όπου υποδύεσαι ότι υπάρχεις. Είναι ο κόσμος των λέξεων ο θαυμαστός που ξεκουρδίζει τα ρολόγια, απορρυθμίζει την τάξη και καμπυλώνει την ευθυγράμμιση. Είναι πλέον του δέοντος αληθινή η διαπίστωση ότι οι λέξεις μας είναι ο πολιτισμός της υπόστασής μας, κι ας είναι χάρτινοι αυτοί οι πολιτισμοί, αποδεικνύονται σίγουρα προτιμητέοι από τους τσιμεντένιους για έναν λόγο μοναδικό και σπουδαίο: Γιατί αποτελούν το φυσικό αντίδοτο στον βιολογικό κυνισμό της ζωής και της οργάνωσής της. Η τέχνη των λέξεων είναι άλλη μια θεμελιώδης φυσική αντίσταση του ανθρώπου στον ανεπανόρθωτο προγραμματισμό.

Έλσα Κορνέτη


Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Καθόλου ποιήματα»


(Κριτική του Γιώργου Ρούσκα στο Fractal / Η γεωμετρία των ιδεών.)

*

Εντυπώνεται εξαρχής στο νου το καθόλου χρωματιστό (μαύρο με άσπρα γράμματα), με καθόλου σχήματα, εικαστικά ή εικόνες εξώφυλλο, φτιαγμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Όπως και η προμετωπίδα, η οποία με καθόλου κανονικότητα, καθόλου χρώμα (ελεύθερο γραμμικό σχέδιο), καθόλου αναστολή, αποτυπώνει καθ’ όλα τον αναβρασμό στην ψυχή του δημιουργού της (ή μήπως την επιτακτική ανάγκη υλικής έκφρασης της έμπνευσής του;), όπου εμφανής η αγωνία στον δικό του λαβύρινθο των καθόλου λέξεων, όπως αυτός χαρτογραφείται στην κατάσταση που επικρατούσε εν έτει 2019 στο δικό του νησί.

Εμφανείς οι καμπύλες, οι χωρικές προβολές, οι σωλήνες (για κρύψιμο, για ροή;), οι δίαυλοι, το νερό (ομόκεντροι κύκλοι από πέτρα σε λίμνη, κυματισμοί, παραλίες), οι λόφοι και οι οροσειρές, το χαρτί, οι πάμπολλες α-γωνίες στις διάσπαρτες γωνίες με σημείο αναφοράς τις ορθές, αλλά και τα δομικά υλικά (δεκαεξάοπο τούβλο, πλέγμα, τριγωνικά χαλίκια). Ένα ψηφιδωτό ανομοιογενών, φαινομενικά μπερδεμένων γραμμών, σε ένα ομοιογενές όμως ψυχογραφηματικό αποτύπωμα γραφής.


Προκλητικός και ο τίτλος. Ποίηση με καθόλου ποιήματα; Τότε με τι; Πώς γίνεται; Έτσι όπως:
{τα μυστικά του κήπου αποκαλύφτηκαν
κι ωστόσο παραμείναν μυστικά;}
Ίσως έτσι, κατά Γιώργο Γεωργούση [1]:
«ως πέτρα σε χωράφι χέρσο
ανοίγεται δειλός ανθός μια θλίψη
που μόνο η απουσία θα τον δέσει σε καρπό».
Βέβαια, κατά Κώστα Ριζάκη [2]:
«γραπώνει τρόμον πάλιν η πληγή˙ στον τρόπο τής επαύριον
πόσα εγκλήματα εν κρυπτώ μπορείς να φανερώσεις;»
Στην ερώτηση αυτή ο Διονύσης Στεργιούλας (Δ.Σ. στη συνέχεια) απαντά (λες και αυτή –η εσαεί για με ερωτεύσιμη θεά– η   δ ι α κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α, υπάρχει έξω από μας, σε ένα δικό της παράλληλο –όχι αναγκαστικά με τον Ευκλείδειο ορισμό– σύμπαν):
{ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;}
Η χρήση της λέξης «κοροϊδέψει» στη δεύτερη ανάγνωση, πιάνει από το χέρι και τοποθετεί στη θέση της και τις: «κατανοήσει», «αγκαλιάσει», «βρει», «φιλιώσει με», «εξερευνήσει», «καταλαγιάσει», «εκτονώσει», κ.ο.κ. Υπέροχη χρήση του ρήματος, σε σωστή θέση, στο χείλος του γκρεμού (στίχου), με δυνατότητα αντικατάστασης, ακολουθούμενου από φράσεις («γράφοντας και σβήνοντας», «μια ολόκληρη ζωή», «λευκό χαρτί») με ισχυρή θέση στην τρέχουσα γλώσσα και από μία λέξη («σάβανο»), με ισχυρή παρουσία στο υποσυνείδητο. Έξοχη στροφή, ποιητικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Η θεματική του βιβλίου ευρεία, με επικέντρωση στην ιστορία, στα βιβλία, στο παρελθόν, τη μοίρα, το περιβάλλον (αστικό, ιστορικά συγκυριακό, κοινωνικό, θρησκευτικό, κ.α.), τον θάνατο, σε μεγάλες μορφές της παγκόσμιας σκηνής (Σίβυλλα, αυτοκράτορας Θεοδόσιος, Sun Tzu, Ανδρέας Κάλβος, Καβάφης), πόλεις που τον σημάδεψαν (Έφεσος, Πόλη, Θεσσαλονίκη).

Αρκετά ποιήματα καταπιάνονται με το ζήτημα της γραφής της ποίησης, της σχέσης της με τους ποιητές (ενν. και ποιήτριες στο εξής, αυτονόητο άλλωστε) και με τις λέξεις. Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, κρατάω εδώ μόνο τη ρήση του Δ.Σ. για τον ποιητή:
{στο άγνωστο νησί που τώρα ζει
δεν νοσταλγεί του κόσμου τη βοή
γιατί έχει τις λέξεις του μαζί του.}
Η μοναξιά, η απομόνωση (θυμίζω εδώ και τη γνωστή φράση του ποιητή John Donne (1572-1631): “No man is an island”), οδηγεί σε οργασμική «σύλληψη» και ακόμη περισσότερο οργασμική γέννηση λέξεων, οι οποίες σπάζοντας πλέον τη μοναξιά, κρατούν συντροφιά στον ποιητή. Διορθώνω: τον κρατούν στη ζωή. Τώρα για τα όσα υπονοεί μέσα από το μεγαλείο της γλώσσας μας μια τόση δα λεξούλα, η κτητική αντωνυμία «του», οι «λέξεις του», ενδεικτικά αναφέρω τα ενδεχόμενα: της μόνης περιουσίας του, της αυτοαναφορικότητας, των εργαλείων, του εγωκεντρισμού, της (ψευδ;)αίσθησης ασφάλειας, του υποκατάστατου, της εγωπάθειας, του alter ego του, του καταφυγίου του (κατά μέγα Καρυωτάκη) όπου και «το μόνο της ζωής του ταξείδιον» (κατά τον μέγα Βιζυηνό), κλπ.

Ίσως να είναι το πεπρωμένο των ποιητών. Όσο για το πεπρωμένο των άλλων, ή και όλων, αφού και οι ποιητές είναι κύτταρα ολοζώντανα του κορμιού της κοινωνίας,
{κανείς δεν μπόρεσε από το πεπρωμένο
να ξεφύγει˙ αυτό δεν λιγοστεύει
της ζωής την ομορφιά
και του θανάτου την οδύνη.}
Μπορεί η ομορφιά της ζωής να μη λιγοστεύει, αλλά για να τη νιώσεις χρειάζεται να σταθείς, να μην την προσπερνάς, να μην αφήνεσαι στη ροή του σύγχρονου τρόπου ζωής και του συνακόλουθου ρυθμού του, αλλά πεισματικά να αντι-σταθείς, να αρχίσει να ρέει ο δικός σου χρόνος εντός. Να μετατραπείς εσύ σε μια μη επισκευάσιμη διαρροή των υδραυλικών, που κατασκευάζονται πλέον με σωληνώσεις πολυπροπυλενίου τελευταίας τεχνολογίας, μέσα στις οποίες προσπαθούν να σε διοχετεύσουν, υπό ελεγχόμενη πίεση, ροή, θερμοκρασία, εκμετάλλευση και έξοδο φυσικά. Η αρχή γίνεται όταν (αν) κάποια στιγμή, από το πουθενά, όπως η έμπνευση, έρθει η αφύπνιση:
{παράξενο που τόσα χρόνια
πάντα στην ίδια αυτή διαδρομή
δεν είχες δει ούτε τα δέντρα, ούτε τα βουνά
παράξενο που όλο έτρεχες για να προλάβεις
σαν μια σκηνή από ταινία σε επανάληψη}.
Τότε μπορεί να σταματήσεις το τρέξιμο και τη σπατάλη δυνάμεων και χρόνου. Παρατηρείς. Αφήνεσαι. Ζεις. Μετά αποφασίζεις για το πώς θα πορευτείς. Ο Δ.Σ. έχει τη δική του πρόταση, ένα αψεγάδιαστο κατά τη γνώμη μου ταφικό επίγραμμα:
{αγωνίσου με όλες σου τις δυνάμεις για την ήττα
και κάνε τους να πιστέψουν ότι πάλεψες για τη νίκη}.
Αυτόματη η σύνδεση με μια σκέψη της Ελένης Γκίκα από το τελευταίο της βιβλίο [3]:
«Έπαιξα κι έχασα. Μπορεί και να ήμουν, όμως, ήδη χαμένη. Μεγάλο το κέρδος κι εγώ μόνο αυτό ήθελα κάποτε, να καταλάβω. Γι αυτό έχω ακόμα να χάσω πολλά».
Εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού οι Καβαφικές επιρροές και οι καθόλα έντιμες τροπικές συμπορεύσεις μαζί τους (όπως λ.χ. και στα ποιήματα “ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΝΗΣΙ”, “ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, 390 μ.Χ.”, “Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ”, “ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ (591 μ.Χ.)”, “ΘΕΑΤΡΟ”, “ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ”, “Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ”):
{φεύγουν μακριά κι όταν γυρίζουν
δεν είναι οι ίδιοι και κανείς
δεν τους αναγνωρίζει μες στα ξένα ρούχα,
τους ξένους τρόπους, την παράξενη φωνή}
με νοηματικές συμπορεύσεις και με άλλους ποιητικούς πρωταγωνιστές, όπως λ.χ. με τους ευγενικούς ξένους της οδού Καραολή, της Χλόης Κουτσουμπέλη [4], οι οποίοι:
«περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν […]
σαν κάποιοι απ’ αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς».
Όταν ο κοντινότερος σε μας άνθρωπος φύγει μακριά, χωρίς επιστροφή, από αγαπημένος γίνεται ξένος, ο χρόνος μετριέται αλλιώς και η αγάπη από αμόνι που άντεχε κάθε χτύπημα, γίνεται σφυρί που ξεσπάει σπάζοντας:
{από τότε που μια μέρα του χειμώνα
ξαφνικά σταμάτησες να με λατρεύεις
υπάρχω μόνο στο βλέμμα εκείνων
που αντικρίζοντας σπασμένα κομμάτια
αντιλαμβάνονται το σχήμα μου.}
Πώς από τα σπασμένα κομμάτια, από τα τμήματα μιας ποιητικής συλλογής να έχεις επαρκή αντίληψη για το όλον σχήμα; Μελετώντας τα ξανά και ξανά, ώστε να πάψουν να είναι ξένα.

Από τα τριάντα συνολικά ποιήματα-κείμενα της συλλογής, τα δεκαοκτώ πρώτα είναι ποιήματα ελεύθερου στίχου με ελάχιστη έως αόρατη ομοιοκαταληξία, γραμμένα με τον καθαρόαιμο της ποίησης τρόπο, στίχο-στίχο. Καθ’ όλα ποιήματα, καθόλου επιτηδευμένα.

Ήταν καιρός ο Δ.Σ., πέρα από τη μακρόχρονη και άκρως επιτυχημένη ενασχόλησή του –με ανάλογη βιβλιογραφική παρουσία– με το δοκίμιο και τη λογοτεχνική κριτική αλλά και τη συμμετοχή με ποιήματά του είτε σε έργα συλλογικά είτε σε διάφορα περιοδικά, να εκδώσει αυτόνομα το πρώτο του βιβλίο ποίησης.

Τα επόμενα δώδεκα μπορεί να θεωρηθούν με την ευρεία έννοια πεζόμορφα ποιήματα, κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες που να ορίζουν τι θα κατατάσσεται ως ποίημα και τι ως μικρο-ιστορία, ιστορία μπονζάι, αφήγημα-διήγημα αστραπή κλπ. Πώς να οριστεί η ποίηση, αφού η ίδια της η ύπαρξη κείται έξω από ορισμούς, περιορισμούς και συνταγές; Μπορεί σήμερα οι λεγόμενες «δημιουργικές γραφές» να έχουν τις δικές τους απόψεις, όμως ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει και πώς. Το αν ένα κείμενο είναι ποίημα ή όχι, είναι πια προσωπική υπόθεση του καθενός. Η δική μου θέση είναι ότι από τα δώδεκα τελευταία κείμενα του βιβλίου, πεζόμορφα σαφώς ποιήματα είναι τα: Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΒΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΙΟΣ, το δεύτερο ήμισυ του ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, ΛΙΣΤΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ. Τα υπόλοιπα τα θεωρώ μικρο-ιστορίες (micro-story), οι οποίες όμως παρόλο που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου ποιήματα, επειδή έχουν ενσωματωμένη την ποιητική πρόθεση και προέλευση, καλώς έχουν θέση στο βιβλίο γιατί άσχετα με το πώς θα τις (τα) χαρακτηρίσει κανείς, άσχετα με το αν κάποιος θα νιώσει ή δεν θα νιώσει μουσικότητα, ρυθμό, δόνηση, παλμό, γλώσσας εγρήγορση-εξέλιξη-τιμή, πύκνωση, ροή, και όλα της ποίησης τα μοναδικά:

(α) έχουν σημαντικά να πουν

(β) είναι ολοκληρωμένα

(γ) νοηματικά, υφολογικά, εκφραστικά δένουν αρμονικότατα με το όλον

(δ) αντί να οδηγηθούν σε μια τεχνητή στιχόμορφη παρουσίαση στο χαρτί, αφήνονται με σεβασμό και εντιμότητα λεύτερα και αναλλοίωτα να κατοπτρίσουν την ψυχή του ποιητή ή της έμπνευσης τη θέληση

(ε) δεν έχουν σημασία οι ετικέτες όταν ένα κείμενο είναι λογοτεχνικά άρτιο γιατί αδιάφορα από την –πάντοτε εκ των υστέρων– κατάταξή του, σημασία έχει το αν μιλάει ή όχι στην καρδιά του αναγνώστη, κάτι που εδώ γίνεται όχι από την πλειονότητά τους, αλλά από όλα.

Τα βιβλία, ίσως να είναι ανοιγοκλείνοντες κατά βούληση τάφοι λέξεων. Τα βιβλιοπωλεία;
{Σε τι διαφέρουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων
από τα αρχαία κοιμητήρια;
Κι εδώ κι εκεί νεκροί είναι θαμμένοι.
Κι εδώ κι εκεί ολόκληρες ζωές
στριμώχνονται για να χωρέσουν
στο βιαστικό βλέμμα αδιάφορων περαστικών.}
Περαστικοί άλλωστε είμαστε όλοι από εδώ, κατά τη λαϊκή σοφή ρήση (όσοι ελπίζουν για το αντίθετο, περαστικά τους). Στον χρόνο έχει ανατεθεί ο ρόλος των μέτρων και των σταθμών της διάρκειας αλλά και της ίδιας της έννοιάς της, πώς θα μπορούσε λοιπόν να λείπει από το βιβλίο; Προσωρινός, περαστικός κι αυτός, περι-αστικός ή μη,
{και η ζωή της πόλης συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες αντιθέσεις, μέσα από ήχους και σιωπές, μέσα από ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, μέσα από όνειρα και αγρυπνίες}
όπως και της Ποίησης η ζωή. Συνεχίζεται. Μέσα από όλα, μέσα σε όλα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Γιώργος Ρούσκας

Αναφορές

1. Γιώργος Γεωργούσης, Ο ίσκιος της λάμψης, β΄, “ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ”, εκδόσεις Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2001, σελ. 66.
2. Κώστας Ριζάκης, στην έρημο φολιδωτός, “ΧΩΜΑ ΜΕ ΧΩΜΑ Η ΜΑΧΗ”, εκδόσεις Ρώμη, 2019, σελ. 39.
3. Ελένη Γκίκα, “Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων”, εκδόσεις ΑΩ, 2019.
4. Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι ευγενικοί ξένοι της οδού Καραολή, “ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ”, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 39. 


 

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Καβάφης και Πατριάρχης*


Με αφορμή μία απόπειρα ερμηνείας του ατελούς καβαφικού ποιήματος «Ο αυτοκράτωρ Κόνων», ο συγγραφέας της μελέτης κάνει μία ευρεία ανασκόπηση της σχέσης μεταξύ Κ. Π. Καβάφη και Κωστή Παλαμά και επιχειρεί να συνδέσει το συγκεκριμένο ποίημα, που γράφτηκε τον Μάρτιο του 1926, με γεγονότα που συνέβησαν την ίδια περίοδο στην Αλεξάνδρεια.

*Διονύσης Στεργιούλας, Καβάφης και Πατριάρχης (Μία πρόταση ερμηνείας), Ανάτυπο, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2020.  


Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας και τα «Καθόλου ποιήματά» του


[Κριτική του Λουκά Δ. Παπαδάκη στο περιοδικό Οδός Πανός (τχ. 187, καλοκαίρι 2020) για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019.]

*
 
Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι στις μέρες μας ένας από τους πιο σοβαρούς κριτικούς της Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο διότι διαθέτει τα ανάλογα πνευματικά εφόδια, αλλά και επειδή σκύβει στο συγγραφικό έργο των άλλων με σπάνια τιμιότητα. Μέλημά του να είναι ακριβοδίκαιος στην κρίση του και τούτο μού φαίνεται δεν είναι πάντα αρεστό, αφού έχουμε αρκεστεί και εθιστεί στις επιπόλαιες κρίσεις και στον εύκολο έπαινο.

Βρίσκουμε κριτικά κείμενα και δοκίμιά του στα περιοδικά Οδός Πανός και Μικροφιλολογικά, αλλά και στα ιστολόγια “Out of the walls” και “The Poets Room”, τα οποία διατηρεί. Ορισμένα από τα παλαιότερα κείμενά του έχουν συγκεντρωθεί σε τόμο υπό τον τίτλο Οι μαθητευόμενοι της οδύνης. Ο Καβάφης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης, ο Κατσαρός, ο Βαρβιτσιώτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, η Καρέλλη, ο Ασλάνογλου, ο Πεντζίκης, η Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, ο ζωγράφος Λαλέτας είναι μερικοί από αυτούς που ευτύχησαν να έχουν στο έργο τους εταστική τη ματιά του.

Πριν κάνει το μεγάλο σημερινό, το ποιητικό βήμα, ο Στεργιούλας, προχώρησε το 2017 στην έκδοση ενός πεζού υπό τον τίτλο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, όπου, όπως είχα σημειώσει, «δεν θα διστάσει να αφήσει πίσω του το επίπεδο της κριτικής, που σε θέλει αυστηρά ουδέτερο και αποστασιοποιημένο, και να στοχαστεί πάνω στον καημό τού συγγραφέα, το μεράκι δηλαδή και τον πόνο του, για να επιτύχει να γίνει ο ίδιος συνομιλητής στον αιώνιο διάλογο πάνω στην ουσία τής Λογοτεχνίας».

«Δυναμωμένος» ο Στεργιούλας «με θεωρία και μελέτη», αφού πρώτα και μάλλον όχι χωρίς ενδοιασμούς δημοσίευσε ποιήματά του στο Εμβόλιμον, την Οδό Πανός, το Θευθ, τα Δέκατα και τη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, πήρε την απόφαση να συγκεντρώσει σε έναν τόμο τριάντα ποιήματά του και να εκτεθεί. Να κριθεί δηλαδή ως ποιητής και ταυτόχρονα ως κριτικός Λογοτεχνίας, διότι οι ίδιες αρχές διέπουν τα κείμενά του, ποιητικά και κριτικά. Ο Στεργιούλας αποδεικνύει πόσο στενά, πόσο αλληλένδετα συνδέονται ποίηση και κριτική. Ταυτόχρονα δε αποκαλύπτει έτι πλέον την πενία μας και σε αυτόν τον τομέα.

Η αμφιβολία για το αν είναι δίκαιη η κρίση μας είναι η κύρια έκφραση της τιμιότητας. Αυτή η αμφιβολία, που βρίσκει μια διέξοδο και τελικά μια ισορροπία στην αμφισημία, παρώθησε τον ποιητή μας να τιτλοφορήσει τη συλλογή Καθόλου ποιήματα, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό φαινόμενο που ονομάζεται εναντιοσημία – θα πει η ίδια λέξη έχει δύο σημασίες διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Το «καθόλου» σημαίνει «τίποτα» και συγχρόνως «καθ’ ολοκληρίαν, απόλυτα». Το ξάφνιασμα, που αποδομεί τις βεβαιότητές μας, είναι η αρχή της ποίησης.

Η θεματολογία των ποιημάτων ονομάζει τις συγγένειες, μάλιστα στενότερη είναι αυτή με τον Καβάφη, ενώ μου έρχεται στον νου και ο Μπόρχες και οι Λαβύρινθοί του: «Η θάλασσα αποτελεί / μέλος της οικογένειάς μου. / Το έχω δηλώσει και στο ληξιαρχείο. / Κάθε της τρικυμία / δημιουργεί νέα ναυάγια…» («Κάθε της τρικυμία», σελ. 18). Αυτή είναι νομίζω η κύρια βάση, για να κινήσει και να δώσει την επιθυμητή κατεύθυνση στον διακειμενικό διάλογο. Ο ποιητής μας επενδύει σε αυτόν, ξεπερνά την εύκολη ποίηση, που συναντούμε συχνά και κρατιέται στο κενό πιασμένη με το ’να χέρι από κάποιο σχόλιο, από ένα ευφυολόγημα. Είναι και αυτός ένας σχολαστικισμός, που όμως εδώ προσπαθεί να συζεύξει το στιγμιαίο με το αιώνιο.

Στην ποίηση του Στεργιούλα σημασία έχει το σχόλιο του αναγνώστη, αυτό είναι το ζητούμενο. Το σχόλιο, που θα αποδείξει ανεπαρκείς τις έως τότε γνώσεις μας και αβάσιμες τις υποθέσεις μας. Για τούτο οι λέξεις είναι προσεγμένες, η κάθε λέξη έχει δοκιμαστεί σε διάφορα σημεία σαν κομμάτι πολυδιάστατου παζλ, μέχρι να λάβει οριστικά μια θέση σε ένα συμπαντικό λεξικό: «Ήταν ένα σπίτι γεμάτο λέξεις. Σε όλα τα δωμάτια και σε όλους τους αποθηκευτικούς χώρους υπήρχαν λέξεις. Μπήκε χωρίς να του το ζητήσει κανείς και όταν τις διάβασε μία μία, διαπίστωσε ότι και το ίδιο το σπίτι, οι τοίχοι του, τα θεμέλιά του, οι πόρτες του, ήταν όλα φτιαγμένα από λέξεις. Μόλις βγήκε κατάλαβε ότι και ο ουρανός που έβλεπε και ο αέρας που ανέπνεε αποτελούνταν από λέξεις.» («Σπίτι με λέξεις», σελ. 36).

Με αυτά το σκοτεινό παρελθόν συνεχώς επιστρέφει, μάλιστα με τη μορφή της Ιστορίας. Και επιστρέφει, για να επιβεβαιώσει την τραγική τού ανθρώπου μοίρα: «Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη / θα επανέρχεται στη σκέψη τους / το αίμα που ένα μεσημέρι / χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες…» («Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.», σελ. 15).

Η ποίηση του Στεργιούλα μπορεί εικαστικά να παρασταθεί σε ένα τρίπτυχο: Οι Λέξεις, Η Ιστορία, Το λευκό χαρτί. Με το ποίημα που ξεκινά το βιβλίο αποδίδεται αριστοτεχνικά ο καημός τού κάθε συγγραφέα. Αλλά, όταν φτάνουμε στο τυπογραφείο, ξεχνά κι ο Χορτάτσης την ανημποριά του, κινώντας την Ερωφίλη του: «Ποιος είμαι να σας δηγηθώ, και ποια ’ν’ η μπόρεσί μου;». Και πιάνει τότε το τραγούδι ο Βιτσέντζος: «αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν». Καημός και μπόρεση λοιπόν:

ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΝΟ
Τρία ολόκληρα χρόνια η Πηνελόπη
θέλοντας να εξαπατήσει τους μνηστήρες
ύφαινε καθημερινά το σάβανο του Λαέρτη
το ίδιο που ξήλωνε τη νύχτα.
Ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;

Μόνο που το χαρτί γεμίζει και, αυτή είναι η μαγεία της ποίησης, δεν σταματά να γεμίζει, ακόμη κι αν γίνει σελίδα ενός τυπωμένου βιβλίου. Γίνεται τότε ένα σημείο αναφοράς, γιατί «το βιβλίο δεν φεύγει, θα είναι για πάντα εκεί» («Θα είναι πάντα εκεί», σελ. 23).

Λουκάς Δ. Παπαδάκης

 

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Το ναυάγιο

(Λόγια ενός μονολόγου)
Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή,
να μην περιμένουμε να προσφερθεί η ευγενικιά πολιτισμένη
βοήθεια. Ψέμα είναι. Δε μπορούμε να βασιστούμε παρά
στη δικιά μας μόνο την αρετή. Ποια όμως δύναμη απομένει
όταν το πλοίο από την κούραση έχει βυθιστεί.

Σταχτής, μαβής ουρανός πέφτει
στην πράσινη, κίτρινη θάλασσα πάνω
και η στεριά που αποκόβει
τη φορά των κυμάτων με τον άσπρο αφρό
ούτε απόμακρα δεν φαίνεται σα σύνορο γαλάζιο.

Όταν χωρίσει η ξασπριμένη μαβιά λωρίδα
της δεύτερης αυγής που παραδέρνουμε στο σκοτεινό στερέωμα
ελπίδα δεν απομένει καμιά.
Όμως για τη ζωή δεν πρέπει να μιλάμε
δεν μας είναι άλλο για να διαλέξουμε
αν η ελπίδα δεν υπάρχει, η θέληση είναι η ζωή
πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή.

Είναι ένας ναυαγός που συλλογίζεται: Πολύ τον βασανίζει το
ρύπος από τα βρόμικα νερά, που πέφτει απάνω του.

(1939)
 
Από τη συλλογή Ποιήματα - Παλαιοντολογικά (1988).



Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Συμπόρευση ποιητικού λόγου και Ιστορίας

[Κριτική του Νίκου Τακόλα στο Fractal (τχ. 69) για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019.]

*

Η κριτική σε έναν έμπειρο κριτικό και δοκιμιογράφο, όπως ο Διονύσης Στεργιούλας, είναι δύσκολη απόπειρα, ιδιαίτερα όταν και η ποίησή του δεν είναι εύκολη. Με αυτήν την πρώτη, επίσημα, ποιητική συλλογή του επιχειρεί μία επιδέξια διάτμηση σε θέματα που τον ενδιαφέρουν. Η Ιστορία, η Θεσσαλονίκη («Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης»), το απέραντο βασίλειο των λέξεων, ο πόλεμος και η ειρήνη, το θέατρο, η αιώνια φύση («Θα είναι πάντα εκεί»), το τραχύ πεπρωμένο, η προδοσία («Το δέντρο και το τσεκούρι»), οι στρεβλωμένες αλήθειες και η αποκατάστασή τους, η ζωντανή αρχαιότητα, οι ισχυρές προσωπικότητες του λόγου («Ανδρέας Κάλβος»), οι πάντα παρόντες νεκροί και ο θάνατος είναι από τα αγαπημένα του θέματα. Ευδιάκριτες οι καβαφικές επιρροές, καθώς και οι επιδράσεις από τους ποιητές της Θεσσαλονίκης.


Αν και πρόκειται για την πρώτη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα, η κεκτημένη παιδεία τού δίνει άνεση γραφής και ευχέρεια στον χειρισμό των ποιητικών εννοιών. Έχει άλλωστε παρουσιάσει πολλές φορές ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ωστόσο, απέναντι στην απρόσιτη ουτοπία των ποιητών διαφοροποιείται και επιλέγει την ευτοπία μιας συγκροτημένης θεώρησης πραγμάτων και την αποποίηση της διαρκούς ήττας. Αυτό δηλώνεται π.χ. με την επαναληπτική αναφορά στην ευθύνη των ατόμων για την τύχη τους («Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.», «Πήγαινες στη δουλειά»). Έτσι το λογοτεχνικό υποκείμενο διαγράφεται στο βιβλίο αδρό και σύγχρονο, διαμορφώνοντας την ποιητική αφήγηση σε ενιαίο και εν τέλει αισιόδοξο κόσμο λόγου.

Οι λέξεις και τα βιβλία (ιδίως τα σπάνια) μοιάζουν να είναι περισσότερο από το μισό σύμπαν του ποιητή («Μόνο για τα βιβλία»). Έχει κανείς την αίσθηση πως ο Δ.Σ. αντιμετωπίζει σαν βιβλία ακόμη και ανθρώπους όταν τους περιγράφει, αφού η νόηση αποτελείται από λέξεις και νοήματα. Πολύ σημαντικές είναι και οι ιστορικές λεπτομέρειες που τον συνεγείρουν, ιδιαίτερα όταν έχουν τη σφραγίδα του ασυνήθιστου ή του αποσιωπημένου, όπως ακριβώς τον γεωλόγο τον προσελκύουν οι κρυμμένες σπάνιες γαίες. Ο Στεργιούλας γνωρίζει πως έντεχνος λόγος και Ιστορία συμπορεύονται στον χρόνο και μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρή διακριτή «μορφή», κάτι το οποίο και αναδεικνύει με επιτυχία. Και μέσα σε αυτήν την μορφή συμπλέουν κοινωνικές διεργασίες και ατομικές πραγματικότητες.

Φανερή είναι η αγάπη του για τη γνώση, το προσωπικό μυστικό, τον χαμηλό φιλοσοφημένο τόνο και ξανά για τα βιβλία, αυτό το πολύπτυχο διαβατήριο για άλλους χώρους και καινούρια συναισθήματα. Στο θαυμάσιο ποίημα «Σίβυλλα» ο ποιητής μιλά για το κρυπτικό μήνυμα του ποιήματος – ως χρησμού και ελευθεριότητας νοήματος. Μία αύρα απομονωτισμού και ατομικής κάθαρσης από τα καθημερινά υποφύεται σε κάποια ποιήματα («Κρύφτηκε στη σιωπή»). Ανάμεσα στους στίχους υποπτευόμαστε τον ποιητή να κρύβει προσωπικές αξίες της ζωής του, καημούς και προβληματισμούς, σε ένα παιγνίδι με τον έμπειρο αναγνώστη.

Η φιλία είναι μια άλλη διακριτή συνιστώσα της ποίησής του, βασικός μορφότυπος για έκφραση-περιγραφή ισχυρών σχέσεων των ανθρώπων. Ευδιάκριτη είναι επίσης η βάσανος της έμπνευσης και της απανωτής ακύρωσης σκέψεων στη μάχη με το άγραφο χαρτί («Το δικό του σάβανο»). Η ποιητική του κοινωνία περιλαμβάνει ζώντες, τεθνεώτες, μυθικά πρόσωπα, παράξενα όντα και ιστορικές προσωπικότητες. Οι επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα εισάγουν στα ποιήματά του την αιωνιότητα και το άχρονο.

Τη μικρή συλλογή ποιημάτων κοσμούν πανέμορφες μεταφορές, οξείες κρίσεις, απρόσμενα μηνύματα και μια βαθιά κοινωνικότητα. Το ερωτικό στοιχείο υπορρέει μύχια και διακριτικά. Το μαύρο εξώφυλλο προσκαλεί στην προσέγγιση της ποίησης από το μηδέν, απ’ το άπλαστο, και ο παιγνιώδης φαινομενικά τίτλος Καθόλου ποιήματα κινείται ανάμεσα στο καθόλου-διόλου και το εφ΄ όλου-πλήρως.

Η συλλογή διαπερνά με επιλεκτικό τρόπο θέματα της ζωής αναλύοντας, σχολιάζοντας ποιητικά και κρίνοντας τον πρωταγωνιστή άνθρωπο ικανό για το καλό και το κακό, κύριο υπεύθυνο και αρμοστή της μοίρας του. Διαλέγουμε για τέλος μια χαρούμενη νότα από το ποίημα «Βίος θάνατος βίος»: «Και η ζωή της πόλης συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες αντιθέσεις, μέσα από ήχους και σιωπές, μέσα από ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, μέσα από όνειρα και αγρυπνίες».
Νίκος Τακόλας


Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Τα δώρα των νεκρών


Έρχονται από μακριά
τα δώρα των νεκρών.
Ακίνητα σε όλη τη διάρκεια
του ταξιδιού τους μες στον χρόνο
βλέπουν τις εποχές ν' αλλάζουν
τις πόλεις να μεταμορφώνονται.
Έρχονται από μακριά
άθικτα ή κομματιασμένα
με περιτύλιγμα το μαύρο χώμα
και παίρνουν θέση στη ζωή μας
και εισχωρούν στα όνειρά μας
τα δώρα των νεκρών.

[Από την ποιητική συλλογή Καθόλου ποιήματα
 εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 13]