Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Η επιστροφή του λόγου
(Νίκος Αργυρόπουλος)

[Α]

αφού τον τσάμικο τον ξέχασα
είπα να μιμηθώ τον κάλβο

Ο λόγος επιστρέφει πού και πού σε ποιήματα και βιβλία και έτσι έχω την ευκαιρία (εκεί που νόμιζα ότι όλα έχουν κριθεί, ότι όλα επαναλαμβάνονται) να απολαμβάνω πρωτό-γνωρες συνδέσεις μεταξύ των νευρωνικών δικτύων του μυαλού μου.

Συχνά νομίζουμε ότι πίσω από τις λέξεις υποχωρεί το έδαφος και χάνεται η γη, ότι η διάλυση της φόρμας και της σύνταξης, ότι η παράβλεψη της ιστορικής φόρτισης και του ιστορικού φορτίου των λέξεων ισοδυναμεί με πτώση στο κενό. Σε κάποια παραμύθια, μυθικές αφηγήσεις και ταινίες του Χόλιγουντ, ο ήρωας πέφτει σε μία άβυσσο ή σε ένα πηγάδι, είτε επειδή έχει γλιστρήσει είτε επειδή έχασε μία μάχη, και ενώ περιμένει να χαθούν όλα από στιγμή σε στιγμή, ξαφνικά διαπιστώνει ότι στο έσχατο σημείο της πτώσης υπάρχει ένας άλλος, υπόγειος κόσμος, μια άλλη κοινωνία, που του ταιριάζει περισσότερο. Ή, στο έσχατο σημείο της πτήσης, για να θυμηθώ τον γλάρο Ιωνάθαν και τον Πλάτωνα. Προτιμώ ωστόσο την πτώση. Ίσως επειδή το μεσαίο "ω" στο κέντρο βάρους της λέξης δημιουργεί και συνειρμικά την αίσθηση του τέλους. 

Οι λέξεις δεν έχουν θυρωρούς ούτε φύλακες που απαγορεύουν την πρόσβαση στις κρυφές και κρυμμένες (αλλά και στις νέες) σημασίες τους. Υπάρχει όμως ένας δικός μας, ενδόμυχος φόβος, που υπερβαίνει κάθε εξωτερική απαγόρευση.

Όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε σπίτι δίχως τοίχους, έτσι δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα τα κείμενα που δεν έχουν την τυπική ή την τυποποιημένη δόμηση, τις λέξεις που ξεφεύγουν από τα προδιαγεγραμμένα ή από τα αναμενόμενα κειμενικά (ή μήπως κοινωνικά;) πλαίσια. Ίσως το πιο δύσκολο πράγμα για έναν ποιητή είναι να γράψει ένα κείμενο απαλλαγμένο από τους συμβατικούς τρόπους έκφρασης και παρόλα αυτά η διαίσθησή μας να το αποδέχεται.

Σπίτι χωρίς τοίχους είναι η ίδια η φύση. Λέξεις χωρίς προκατα-σκευασμένο νόημα είναι οι ίδιες οι λέξεις.

Όπως οι άνθρωποι κάποιες φορές φέρονται απρόβλεπτα ή ανα-κόλουθα και τότε αναδεικνύεται ο πραγματικός εαυτός τους, έτσι και οι λέξεις –όχι σπάνια– παρουσιάζουν κβαντικές συμπεριφορές.

Οι λέξεις πολλές φορές ασφυκτιούν μέσα στα τυποποιημένα κείμενα θυμίζοντας ανθρώπους που ζουν σε ανελεύθερες κοινωνίες.

Η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο οφείλεται αποκλειστικά στις λέξεις. Και μόνο μέσα από τις λέξεις (ή: ξεκινώντας από τις λέξεις) θα αλλάξει η αντίληψή μας για τον κόσμο και ίσως, στο μακρινό μέλλον, οι κοινωνικές σχέσεις και οι ίδιες οι κοινωνίες.

Δυστυχώς για τους λάτρεις της παραδοσιακής γραφής, η γλώσσα εκτός από το θεϊκό της φορτίο μεταφέρει και ένα φορτίο άκρως συντηρητικό, ένα φορτίο που έχει σχέση με μακραίωνους θεσμούς, που ανθούν στην εποχή μας σε βαθμό μεγαλύτερο και από ό,τι συνέβαινε στις πρωτόγονες κοινωνίες που τους δημιούργησαν. Οι αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία κάποιων από αυτούς τους θεσμούς έχουν εκλείψει, ωστόσο οι συγκεκριμένοι θεσμοί παρα-μένουν ως σήμερα πανίσχυροι, έχοντας κυριότερο σύμμαχό τους τον συντηρητικό χαρακτήρα (ή μάλλον: τη συντηρητική εκδοχή) της γλώσσας.

Οι αρχαίοι Αθηναίοι το είχαν ήδη καταλάβει ότι η εκμάθηση των δομών του λόγου και της σύνταξης σε συνδυασμό με τη γλωσσική ευχέρεια, τις ικανότητες επικοινωνίας και την τυπική «λογική σκέψη» μπορούν να πλήξουν τον πυρήνα της δημοκρατίας και να εντείνουν ή να διαιωνίζουν τις κοινωνικές ανισότητες.

Ασφαλώς δεν είναι τυχαίες οι επιθέσεις που δέχτηκαν ανά τους αιώνες οι ποιητές που τόλμησαν να δοκιμαστούν στη μη συμβατική χρήση του λόγου, ακόμη και όταν το έργο τους δεν συνιστούσε άμεσα ή έμμεσα απειλή για τους κρατούντες. ΔΣ

[Πρώτο μέρος κειμένου που αναφέρεται στο βιβλίο του Ν. Αργυρόπουλου (ΑΛΟΠΗΓΙΑ) Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ, εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2008]

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Θανάσης Μαρκόπουλος: «Μικρές ανάσες»

[Α]
 
Αυτό που έμεινε στους εκ-προσώπους της γενιάς του Πολυτεχνείου και της αμφι-σβήτησης, όταν στη διαδρομή χάθηκε η αμφισβήτηση, ήταν ένας εσωτερικός φόβος και ένα υπαρξιακό κενό. Η προοπτική της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής και για κάποιους και της επανάστασης, ήταν «μια κάποια λύσις». Τα διλήμματα που προστέθηκαν στην πορεία ήταν μάλλον προσχηματικά, αφού οι επιλογές είχαν ήδη γίνει συνειδητά και υποσυνείδητα. Η Ελλάδα έγινε ένα τριτοκοσμικό κακέκτυπο του αμερικάνικου τρόπου ζωής και το άδειο πιάτο, που παρουσιαζόταν ως ευμάρεια, έγινε μονόδρομος σχεδόν για όλους και ιδιαίτερα για τους μορφωμένους της εποχής. Οι αγρότες, οι εργάτες, οι άνθρωποι του μεροκάματου, δεν παρουσιάζονταν πλέον ως θύματα του καπιταλισμού ούτε χαρακτηρίζονταν με κριτήριο τη θέση τους στην ταξική κοινωνία, αλλά στο εξής θα προβάλλονται εξιδανικευμένοι, ντυμένοι με έναν μανδύα γραφικότητας. Η μαρξιστική ανάλυση της κοινωνίας εγκαταλείφθηκε οριστικά, για να δώσει τη θέση της σε πιο βολικές προσεγγίσεις της πολιτικής ζωής.
 
Η δεκαετία του ’70 διέλυσε όνειρα, ελπίδες και προοπτικές, μόνο που οι περισσότεροι το κατάλαβαν πολύ αργότερα, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι εκλογές του 1981 έδωσαν μία μικρή παράταση επιβίωσης στα ίχνη ελπίδας που είχαν διασωθεί από την προηγούμενη δεκαετία, η διάψευση όμως ήρθε γρήγορα και ήταν οριστική.

Από τη μία οι νέοι όροι ζωής και οι νέες εξουσιαστικές δομές (κρατικές, παρακρατικές και υπερ-κρατικές) που έγιναν πλήρως αποδεκτές από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και στον αντίποδα οι ενοχές και η ανυπαρξία οράματος, οδήγησαν σε ποιητικά καταφύγια που ήταν ή έμοιαζαν ασφαλή: μνήμες από την παιδική ηλικία, αίσθημα νοσταλγίας για τον γενέθλιο τόπο, κατακερματισμός των γενικών θεωριών και εστίαση σε στιγμές, σε πρόσωπα και σε αντικείμενα, μυθοποίηση διάσημων ποιητών του παρελθόντος, μυθοποίηση αλλά και αφ’ υψηλού κατόπτευση της ζωής στο χωριό και γενικότερα της ζωής των λαϊκών ανθρώπων κλπ.
 
Οι ποιητές της γενιάς του ’30 κάλυψαν με ιδεολογήματα το κενό της «Μεγάλης Ιδέας», ενώ οι ποιητές της γενιάς του ’70 φαίνεται ότι αποδέχτηκαν την κατάρρευση των ιδανικών τους και στράφηκαν σε πολλές περιπτώσεις σε πιο χαμηλόφωνη ποίηση ή σε ποίηση προσωπικών στιγμών.
 
Η ιστορία της ποιητικής γενιάς του ’70 δεν έχει γραφτεί ακόμη, παρά τις φιλότιμες και αξιοπρόσεκτες προσπάθειες που έχουν γίνει. Όσες φορές οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής προσπαθούν να μιλήσουν για το θέμα καταλήγουν μάλλον σε απολογία παρά σε ιστορία. ΔΣ
 
[Πρώτο μέρος σχολίου που γράφτηκε με αφορμή την ποιητική συλλογή του Θανάση Μαρκόπουλου Μικρές ανάσες, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2010]

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Δύο πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης
(Περικλής Σφυρίδης, Παναγιώτης Γούτας)

Ο Περικλής Σφυρίδης υπήρξε κατά κάποιο τρόπο ο «μέντορας» του Παναγιώτη Γούτα στη λογοτεχνία, αφού οι πρώτες δημοσιεύσεις λογο-τεχνικών κειμένων του Γούτα έγιναν στην Παραφυάδα. Οι ερωτήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει ο Σφυρίδης (στη συνέντευξή του προς τον Γούτα) έχουν σχέση με την πνευματική Θεσσαλονίκη, τη λογοτεχνική του παρουσία και τη λογοτεχνία γενικό-τερα. Ο Σφυρίδης απαντά σε όλες τις περιπτώσεις με ειλικρίνεια, είναι όμως σαφής η αγωνία και η αδυναμία του να εντάξει ουσιαστικά τον εαυτό του στη λογοτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης, κάτι που βέβαια είναι ανεξάρτητο από την ποιότητα του έργου του.

Το καθοριστικό στοιχείο στην πορεία του Σφυρίδη υπήρξε η γνωριμία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και η συνεργασία του με τη Διαγώνιο κατά την τελευταία περίοδο έκδοσής της. Εδώ έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η Διαγώνιος της περιόδου 1958-1962 με τη Διαγώνιο της δεκαετίας του 1970 δεν είναι το ίδιο περιοδικό. Η διακριτική παρουσία του εκδότη και η «πολυσυλ-λεκτικότητα» των πρώτων ετών δίνουν τη θέση τους με τον καιρό σε ένα πιο άκαμπτο αισθητικό –σχεδόν ιδεολογικό– πλαίσιο σε ό,τι αφορά τους συνεργάτες και τη δημοσιεύσιμη ύλη. Τα ποιοτικά κριτήρια για δημοσίευση έγιναν πολύ πιο αυστηρά, οι πιθανότητες όμως για λογοτεχνικά θαύματα μειώθηκαν.

Ο Σφυρίδης επιμένει στη βιωματική λογοτεχνία και αυτή είναι μία άποψη σεβαστή, ακόμη και αν διατυπώνεται στην πόλη της εσωστρέφειας και του «εσωτερικού μονολόγου», στην πόλη του Γιώργου Θέμελη, της Ζωής Καρέλλη και του Πεντζίκη. Μην ξεχνάμε όμως ότι σχεδόν ποτέ στην μακραίωνη ιστορία της λογοτεχνίας, από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες και τη Βραδύτητα του Κούντερα, η καταγραφή των βιωμάτων δεν υπήρξε κύρια τάση στη λογοτεχνία. Ακόμη και ο ρεαλισμός του 19ου αιώνα συνδέθηκε με την αμφισβήτηση της αστικής ηθικής, υπήρχε δηλαδή πάνω από το βίωμα και την παρατήρηση μία «πολιτική» άποψη.

Εκτός από τα άμεσα βιώματα, η φαντασία, οι εσωτερικές διεργασίες, το υποσυνείδητο, οι αισθητικές επιλογές, οι συγγραφείς που λειτουργούν ως πρότυπα και άπειροι άλλοι παράγοντες συνδιαμορφώνουν ένα λογοτεχνικό έργο. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως βίωμα δεν είναι παρά προβολή ή ερμηνεία από την πλευρά του συγγραφέα ή ακόμη η μονοδιάστατη επιφάνεια ενός φαινομένου.

Η άποψη περί βιωματικής λογοτεχνίας μπορεί να μοιάζει σχεδόν φυσική και να ακούγεται σήμερα ως γενική αλήθεια. Μεταφέρει ωστόσο ένα έντονα ιδεολογικό περιεχόμενο, συχνά ακραία συντηρητικό, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με την κριτική προς τα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα και κινήματα του εικοστού αιώνα, που σε κάποιες περιπτώσεις συνδέθηκαν με αγώνες για κοινωνικές ανατροπές. Η απλοϊκή ανάλυση ή ακόμη η απόρριψη εκ των υστέρων των επαναστάσεων που συντελέστηκαν στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, δεν φωτίζει τα σημαντικά αυτά φαινόμενα που άνθισαν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, αλλά τη δική μας άγνοια.

Μία δυσάρεστη έκπληξη στο –ενδιαφέρον κατά τα άλλα– βιβλίο είναι η έκφραση του Σφυρίδη ότι «Στη Θεσσαλονίκη τον Πεντζίκη τον θεωρούσαν ανισόρροπο μέχρι που ήρθε ο Σεφέρης να αναδείξει την αξία του» (σ. 53). Η αξία του Πεντζίκη (τον οποίο είχα την τιμή να γνωρίσω προσωπικά) είχε αναγνωριστεί στη Θεσσαλονίκη πολύ πριν την ενασχόληση του Σεφέρη μαζί του. Εξάλλου, η μελέτη του Ηλία Πετρόπουλου «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1958. Ο Πεντζίκης, που τίμησε με το έργο του και με την ακτινοβολία του τη Θεσσαλονίκη και τα ελληνικά γράμματα, υπήρξε από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, φίλος και συνεργάτης των πιο εκλεκτών πνευματικών ανθρώπων της Θεσσαλονίκης. Και δεν νομίζω ότι συνέβαλε ιδιαίτερα στην εν ζωή αναγνώριση ή στην υστεροφημία του το δοκίμιο του νομπελίστα Σεφέρη (που το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός το 1973).

Η προσπάθεια του Γούτα να αναδείξει τις απόψεις ενός σχετικά άγνωστου στο ευρύ κοινό ομοτέχνου του πεζογράφου της Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν παράδειγμα για τους νεότερους λογοτέχνες και σαν αφορμή ώστε να ανασύρουν από τις βιβλιοθήκες τους και από τα ράφια των παλαιοβιβλιοπωλείων βιβλία που σχετίζονται με το λογοτεχνικό παρελθόν αυτής της πόλης. ΔΣ

[Το κείμενο αποτελεί σχόλιο στο βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα Αποκούμπι στην κουβέντα με τον Περικλή Σφυρίδη, εκδ. Μπιλιέτο, Παιανία 2010, σ. 62]