Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

«Είδα το παρελθόν να επιστρέφει»


[Κείμενο του Παναγιώτη Γούτα στην Book Press για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019) και για την ανατύπωση της ποιητικής συλλογής της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Νύχτες αγρύπνιας (εκδ. Οδός Πανόςεπιμέλεια-εισαγωγή: Δ. Στεργιούλας, Αθήνα 2019)]

*
Ο αείμνηστος καθηγητής του Α.Π.Θ. Πάνος Μουλλάς είχε κάποτε αποκαλύψει σε άτομα του στενού του κύκλου πως «η Ιστορία είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για να την εμπιστευτεί κάποιος στους ιστορικούς». Φράση που φανερώνει περίτρανα απ’ τη μια τη μεγάλη του αγάπη για την Ιστορία, απ' την άλλη την πεποίθησή του πως αυτή είναι πιο ενδιαφέρουσα, αντικειμενική και, κατά κάποιο τρόπο γοητευτική, όταν είναι ενταγμένη –είτε ως αφήγηση ιστορικών γεγονότων είτε ως μικροϊστορία ομάδων ή ατόμων– στη λογοτεχνία.

Ο συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας γνωρίζοντας καλά αυτή τη γόνιμη διαπλοκή της λογοτεχνίας –εν προκειμένω της ποίησης– με την Ιστορία, κυρίως μέσα από τα ιστορικά ή ψευδοϊστορικά ποιήματα του Καβάφη, έχει συμπεριλάβει στη συλλογή του Καθόλου ποιήματα αρκετά ποιήματα παρόμοιας στόχευσης και κατεύθυνσης. Γράφει δηλαδή ποιήματα, στα οποία κάποια πραγματικά ή φανταστικά ιστορικά πρόσωπα ή γενικά κάποια επίπλαστα ή αληθινά γεγονότα δεσπόζουν στους στίχους του, όχι τόσο για την καταγραφή και την επικύρωση των γεγονότων αυτών καθ’ εαυτών, όσο για την επαναφορά τους στην εποχή μας, με απώτερο στόχο να αποτελέσουν την αιτία φιλοσοφικής ενατένισης και την πηγή ενός ιδιότυπου στοχασμού.


Αντιγράφω από τη σελίδα 15 του βιβλίου το ποίημα «Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.»

Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη
θα επανέρχεται στη σκέψη τους
το αίμα που ένα μεσημέρι
χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες.
Χτες το πρωί ένα τυχαίο γεγονός
μ’ έφερε στην πλατεία Ιπποδρομίου.
Κοιτώντας τους περαστικούς
που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους
είδα το παρελθόν να επιστρέφει
κι ήθελα να τους πω: «Προσέξτε,
δεν είναι όπως τη φαντάζεστε η ζωή
μέσα στο φως ένα σκοτάδι ανθίζει
το χέρι που θα μας θερίσει έχει οπλιστεί».

Ωστόσο τα ποιήματα της συλλογής δεν βασίζονται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές προσωπικότητες. Η Σίβυλλα, ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, η τέχνη του πολέμου, η θάλασσα, ανώνυμοι γέροντες και προσκυνητές, παράξενοι αναχωρητές της ζωής, οι αδηφάγες λέξεις και ο παιδεμός της γραφής και η αντιπαράθεση του θεάτρου με την πραγματική ζωή, είναι μερικά μόνο από τα θέματα-κλειδιά ή, καλύτερα, τα θέματα-σπινθήρες που, με την ανάφλεξή τους στο ποιητικό εργαστήρι, μεταποιούνται σε στίχους και σε ποιήματα.

Ο Διονύσης Στεργιούλας παράλληλα, έχει δεχτεί έντονη επίδραση στην ποιητική γραφή του και από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (ιδίως από τα πεζόμορφα πατριωτικά του ποιήματα), για τον οποίον τύπωσε στο παρελθόν, βιβλίο με δύο συνεντεύξεις του για τον Διονύσιο Σολωμό (Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό – δύο συνεντεύξεις, εκδ. Οδός Πανός). Έτσι, θα μπορούσε να ενταχθεί, έστω μέσα από αυτό το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, μεταξύ των ποιητών που πρόσφεραν και κινήθηκαν δημιουργικά στον απόηχο της τάσης της Διαγωνίου. Ποιήματα εξομολογητικά, κουβεντιαστά, πεζόμορφα, απλά αλλά όχι απλοϊκά, δίχως εξεζητημένο λεξιλόγιο ή περιττά λεκτικά στολίδια, με έναν εσωτερικό ρυθμό να τα διέπει, όπου, συχνά, από ένα ασήμαντο, καθημερινό συμβάν, από μια εικόνα, μια πληροφορία ή από μια γόνιμη σκέψη, προκύπτει η ποιητική ιδέα.

Αντιγράφω από τη σελίδα 39 το ποίημα «Λίστα ονομάτων»:

Όταν πέθανε ένας καλός μου φίλος, δίστασα να σβήσω το όνομά του από το κινητό μου τηλέφωνο. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, τα ονόματα αυτών που έφυγαν έχουν αυξηθεί. Κάθε φορά που ψάχνω στη συσκευή έναν αριθμό, νιώθω ότι περνώ ανάμεσα από τάφους.

Στην περίπτωση του Στεργιούλα ίσως και να προκαλεί εντύπωση ότι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική του απόπειρα αναφορικά με την ποίηση χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα και ωριμότητα γραφής. Ένας γνώστης, όμως, των πραγμάτων και της λογοτεχνικής πορείας του δεν θα παραξενευτεί. Γιατί ο Στεργιούλας έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει δεκάδες ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας –κυρίως στην «Οδό Πανός»– αλλά και έχει τυπώσει ποιητικά μονόφυλλα ή δίπτυχα με υψηλή αισθητική ποιότητα, κατά το πρότυπο των μονόφυλλων του Καβάφη ή άλλων σημερινών ακόλουθών του στην ποιητική και καλλιτεχνική του ατραπό, όπως ο ποιητής και εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος.

*

Η ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου στον σύντομο βίο της –πέθανε από φυματίωση το 1935, σε ηλικία μόλις 25 ετών– ήταν μια νέα κοπέλα, με φυσική ευφυΐα και «μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία της», όπως μας επισημαίνει ο Διονύσης Στεργιούλας, ως δοκιμιογράφος αυτή τη φορά, ο οποίος έγραψε εκτενή εισαγωγή στην ανατύπωση, ύστερα από 87 χρόνια, της μοναδικής ποιητικής συλλογής της ποιήτριας, με τον τίτλο Νύχτες αγρύπνιας. Η Σταθοπούλου –η πρώτη γυναίκα του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου– ήταν αξιοπρόσεκτη ποιήτρια της εποχής της, αφενός για το ταλέντο και την ποιητική της ωριμότητα, αφετέρου για την περήφανη φύση της και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της. Γράφει σχετικά ο Βαφόπουλος: «Είχε μέσα της το πνεύμα της ανταρσίας ως τα όρια της τρέλλας». Πρόλαβε, όπως μας επισημαίνει ο Στεργιούλας, να επισκεφτεί στη σύντομη ζωή της τον Παλαμά, να συναντήσει τον Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου και τη Μυρτιώτισσα και συζητούσε με πρόσωπα της παρέας των «Μακεδονικών Ημερών».


Η γραφή της Σταθοπούλου μπορεί με μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση των ποιημάτων της να φανεί παραδοσιακή και απλή –αυτήν την πρόχειρη εντύπωση επιτείνει και η ύπαρξη της ομοιοκαταληξίας– όμως φαίνεται πως η ποιήτρια έθιξε θέματα τολμηρά και απλησίαστα για την εποχή της. Η χαρά του έρωτα, η μοναξιά, η αποτίναξη των ερωτικών δεσμών, η αγωνία του θανάτου, η πικρή ζωή των φθισικών, ο έκνομος έρωτας, η δύναμη της μουσικής, και η μεταβολή των καιρικών φαινομένων σε αντιπαράθεση με τις αλλαγές της ζωής κυριαρχούν ως ποιητικές ιδέες σε πολλά της ποιήματα. Η επίδραση από την ποίηση του Καρυωτάκη είναι εμφανής στους στίχους της, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να εικάσουμε πως δεν απέκτησε ολότελα δική της φωνή. Ήταν ένα ποιητικό ταλέντο που, πιθανότατα, να εξελισσόταν σε σημαντική ποιήτρια, αν η ζωή της δεν ήταν τόσο σύντομη. Επιπροσθέτως, έναν δημιουργό θα πρέπει πάντα να τον κρίνουμε ενταγμένο στην εποχή του και όχι με τα καλλιτεχνικά στάνταρ και τις απαιτήσεις της εποχής μας.

Ο Στεργιούλας στην αρχή της εισαγωγής του επισημαίνει: «Νύχτες αγρύπνιας μπορούν να θεωρηθούν οι νύχτες που αγωνιούσε για την κατάσταση της υγείας της, οι νύχτες που ταξίδευε με την πένα της και με τη φαντασία της, οι νύχτες που τις περνούσε με τον αγαπημένο της. Σε μία διαφορετική ανάγνωση μπορούμε να δούμε τη νύχτα ως συνώνυμο του θανάτου και την αγρύπνια ως συνώνυμο της ζωής».

Είναι τιμητικό, τόσο για τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά όσο και για τον Διονύση Στεργιούλα, που αποφάσισαν να ασχοληθούν με το μοναδικό ποιητικό βιβλίο αυτής της, κάπως ξεχασμένης σήμερα, όμως τραγικής στη ζωή της, αξιόλογης ποιήτριας. Αντιγράφω από τη σελ. 65 του βιβλίου, το ποίημα «Έκνομη ηδονή», στο οποίο νομίζω είναι εμφανές το ποιητικό εκτόπισμα και η τόλμη τής Σταθοπούλου να μιλήσει για θέματα-ταμπού σε μια εποχή σεμνότυφη, υποκριτική και περιχαρακωμένη.

Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελλοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θάναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.
Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας,
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελλής αδυναμίας.
Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλλα θα κτυπήση στο κεφάλι.

Παναγιώτης Γούτας