Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Για «Το παράδοξο του ζην»

[Συνέντευξη στην κριτικό λογοτεχνίας Ευσταθία Δήμου]

  • Ε.Δ.: [...] Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, 2021) είναι μια ποιητική αφήγηση, ένα εκτενές ποίημα 430 στίχων. Με ποιον τρόπο η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου αλληλο-καθορίστηκαν; Προηγήθηκε η σύλληψη του θεματικού πυρήνα ή της ιδιαίτερης αυτής μορφής; Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι εξελίχθηκαν μαζί και από κοινού;

Δ.Σ.: Στο ποίημα υπάρχει ένας ρυθμός επανα-λαμβανόμενος, ένας ρυθμός «βηματισμού», που συνδέει, με την αυξομειούμενη έντασή του, μορφή και περιεχόμενο: βήματα, στάσεις, σπαράγματα διαδρομών μέσα στην κύρια διαδρομή, στερεότυπες διατυπώσεις, μοτίβα που επανέρχονται. Προτείνεται όμως έτσι και η άποψη ότι η ίδια η ζωή μας, ή έστω πολλά επιμέρους γεγονότα, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κείμενα, ότι αποτελούν «κείμενα» με την ευρύτερη έννοια. Μπορούμε να διαβάσουμε τα γεγονότα αυτά διακρίνοντας συντακτικά φαινόμενα και ασυνταξίες, ενδιαφέρον ή αδιάφορο περιεχόμενο, ιδιαίτερο ύφος, δομή, συγκεκριμένους εκφραστικούς τρόπους, ακόμη και γραφικό χαρακτήρα. Το αναπάντητο βέβαια ερώτημα είναι ποιος γράφει το κείμενο της ζωής μας, σε ποιον βαθμό είμαστε οι συγγραφείς του και σε ποιον αναγνώστες. Στο Παράδοξο του ζην μορφή και περιεχόμενο λειτουργούν σχεδόν ως μία έννοια, κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια διαδρομή. Δεν υπήρξε κανενός είδους σχεδιασμός πριν από τη σύνθεση ούτε συγκεκριμένες προθέσεις. Το ποίημα ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά και με βρήκε. Ακολούθησε όμως μεγάλη επεξεργασία επί ένα έτος.

 

 

  • Ε.Δ.: Ποιο είναι τελικά το παράδοξο της ζωής; Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως είναι η τέχνη;

Δ.Σ.: Πρόκειται για ερώτημα που, όσο και αν μοιάζει απλό στη διατύπωσή του, δεν έχει εύκολη ούτε μονοσήμαντη απάντηση. Επομένως θα απαντήσω περιφραστικά. Το ότι βρισκόμαστε εδώ, στη ζωή ή σε ό,τι λέμε «ζωή», είναι ήδη παράδοξο. Εφόσον δεχόμαστε ότι η τρέχουσα πραγματικότητα αποτελεί μέτρο της κανονικότητας, όλες οι επακόλουθες απόψεις μας θα απορρέουν από αυτήν την παραδοχή. Κάτι πολύ βολικό αλλά και πολύ απλοϊκό. Μου έρχονται μάλιστα στον νου οι ομάδες των αιρετικών ή των πιστών μιας ιδέας, που αφού αποδεχτούν ένα κείμενο ή μια άποψη ως απόλυτη αλήθεια του σύμπαντος ή ως αδιαπραγμάτευτη θέση, η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από αυτήν την «αλήθεια». Αν και δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, ίσως οι περισσότεροι ζούμε μέσα σε παρόμοια πλαίσια απόψεων, που θυμίζουν τις κουρτίνες συσκότισης σε ένα δωμάτιο. Εάν αρνηθούμε αυτήν την αξιωματική περί κανονικότητας θέση, όλα ανατρέπονται και ο κόσμος ξαναγεννιέται. Θα είναι όμως στο εξής δυσερμήνευτος. «Μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου», για να το πω με στίχους του Βιζυηνού. Είναι σαν να τραβάμε στην άκρη τις κουρτίνες, όχι μόνο για να φωτιστεί το δωμάτιο, αλλά και για να κοιτάξουμε λίγο πιο έξω. Θα περάσουμε όμως δύσκολα για ένα διάστημα, ή και για πάντα, αφού ο προσωπικός μας κόσμος έχει χτιστεί γύρω από σαθρές ή ψεύτικες βεβαιότητες.

  • Ε.Δ.: Ο κεντρικός ήρωας της ποιητικής αυτής περιήγησης είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτηριστικά. Θεωρείτε πως αυτός ο χαρα-κτήρας βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και την αλήθεια ή πιο κοντά στη λογοτεχνία και το «ψέμα» της;

Δ.Σ.: Στο Παράδοξο του ζην δεν γνωρίζουμε για το κεντρικό πρόσωπο ούτε το όνομα ούτε το φύλο ούτε τον ανθρώπινο περίγυρό του. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Έτσι βέβαια από τη μία προβάλλονται πιο εύκολα ιδέες ή προκαταλήψεις του αναγνώστη στο πρόσωπο αυτό, μέχρι του σημείου της ταύτισης. Το σχόλιο που άκουσα αρκετές φορές για το ποίημα είναι ότι γίνεται «προσωπικό». Από την άλλη όμως, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένες πληροφορίες ή χαρακτηριστικά σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητας, την καταγωγή, τους φίλους ή το πολιτισμικό του υπόβαθρο, πράγματα δηλαδή που επί της ουσίας μπορεί να μη σημαίνουν και τίποτα, είναι ένας άνθρωπος με όλο το βάρος αυτής της λέξης, ένας άνθρωπος που ξαφνικά αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να δώσει απαντήσεις και στα πιο ασήμαντα ερωτήματα. Συνειδητοποιεί τον βαθμό της άγνοιάς του, αλλά αυτό σίγουρα δεν τον παρηγορεί. Καμιά φορά η επανάπαυση στις προκατασκευασμένες απαντήσεις προκαλεί εφησυχασμό, που είναι βέβαια ψευδεπίγραφος. Οπωσδήποτε υπάρχουν στο έργο ενδολογοτεχνικές (αλλά όχι διακειμενικές) αναφορές και οφειλές στον Κάφκα, στον Τζόυς, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, στην ομηρική Οδύσσεια και αλλού. Θα πρέπει να αναφέρω και το ποίημα του Έλιοτ Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεδ Προύφροκ, που λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ως πυροδότης στο ξεκίνημα της σύνθεσης.

  • Ε.Δ.: Το βιβλίο σας έχει έναν καθαρά φιλοσοφικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, όμως, πατά γερά στο έδαφος της πραγματικότητας, έχει, δηλαδή, έναν γήινο χαρακτήρα. Σε ποιον βαθμό σας δυσκόλεψε αυτή η υφιστάμενη διάσταση ή, μάλλον, απόσταση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους και πώς κατορθώσατε να τη γεφυρώσετε;

Δ.Σ.: Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο, ο οποίος έχει μεν τη δική του ολοκληρωμένη σημασία, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει και στα φιλοσοφικά παράδοξα και ιδιαίτερα στο «παράδοξο του Ζήνωνα». Το κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα είναι ένας άνθρωπος που ξεκινά το πρωί από το σπίτι του, για να περπατήσει στη συνηθισμένη του διαδρομή στην πόλη. Συμβαίνει ό,τι περίπου και τις άλλες φορές. Με τη διαφορά ότι ξαφνικά αυτό το συνηθισμένο σκηνικό τού φαίνεται ξένο και ανερμήνευτο. Όλα είναι ίδια και ταυτόχρονα όλα είναι διαφορετικά. Ο φόβος και μια βαθιά ανασφάλεια άγνωστης προέλευσης παίρνουν πλέον τη θέση της προηγούμενης οικειότητας με τον χώρο. Νομίζω ότι, εάν πράγματι έχει γεφυρωθεί στο έργο η διάσταση μεταξύ φιλοσοφικού προσανατολισμού και απτής πραγμα-τικότητας, αυτό οφείλεται στο εξής: η αποξένωση που νιώθει το κεντρικό πρόσωπο από το περιβάλλον του και η αδυναμία να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν, δεν περιγράφονται με θεωρητικές έννοιες ή με σύνθετο τρόπο, αλλά με συνηθισμένες εικόνες της καθημερινότητας όλων μας. Όταν έγραφα το ποίημα, και στη συνέχεια όταν το επεξεργαζόμουν, υπήρχε διαρκώς η ισχυρή παρόρμηση να πω κάτι περισσότερο, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να δικαιολογήσω, να παρέμβω, να μιλήσω πιο θεωρητικά, να εκφράσω άποψη, να πάρω θέση, να δώσω στο όλο θέμα ιστορική ή και ιδεολογική χροιά μέσω συγκεκριμένων αναφορών σε φιλοσοφικές και άλλες θεωρίες. Αντιστάθηκα μέχρι τέλους σε αυτήν την παρόρμηση, κάτι που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, λειτούργησε υπέρ του ποιήματος και της αναγνωστικής απόλαυσης.

[Η συνέντευξη που παραχώρησε στην Ευσταθία Δήμου ο Διονύσης Στεργιούλας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η οδοντωτός, τχ. 1, 2023, σ. 270-272.]