Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Λουκάς Δ. Παπαδάκης - Για το βιβλίο "Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα", Νησίδες, 2017


Στο καινούριο του βιβλίο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, ένα «δοκίμιο για τη λογοτεχνία», ο Διονύσης Στεργιούλας, με τη σύνθετη οπτική του κριτικού λογοτεχνίας αφενός, του ποιητή αφετέρου, έκανε αρχή να δένει και να προβάλλει διακειμενικές σχέσεις, μας προτρέπει δε να γίνουμε μάρτυρες μυστικών διαλόγων, όπως αυτοί οργανώθηκαν και καταγράφηκαν σε χαρακιές πάνω στο στερεό υλικό των βιωμάτων του. Για την εργασία του αυτή ο Στεργιούλας σημειώνει στην εισαγωγή: «Η φιλολογική και δοκιμιακή ενασχόληση με συγκεκριμένα έργα και συγκεκριμένους συγγραφείς, με τον μελετητή να αναζητά στο βάθος την ουσία των κειμένων, τις διακειμενικότητες και τα κρυφά κλειδιά, μου θυμίζει τη δραστηριότητα των τυμβωρύχων.»

Πλήθος από συγγραφείς, που υπήρξαν και ως αντικείμενο μελέτης του Στεργιούλα, επανακάμπτουν στο παρόν, καθοδηγούν και, μέσω της συνισταμένης των ιδεών τους, συνυπάρχουν και συνομιλούν με τον συγγραφέα και μεταξύ τους. Ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, ο Όμηρος, ο Σολωμός, ο Κάφκα, ο Πεντζίκης, ο Παγουλάτος, η Καρέλλη επισκέπτονται τον Στεργιούλα στη φαντασία του, εγώ θα το έλεγα: στην αλήθεια του, και εμβαθύνοντας στα ίδια λόγια αίρουν το υπαρξιακό του κενό. Γράφει ο Καβάφης στα «Κρυμμένα»: «[…] και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα- / από εκεί μονάχα θα με νιώσουν», για να απαντήσει ο συγγραφέας: «Φαντάστηκα ότι μία βαθμιδωτή βιτρίνα βιβλιοπωλείου, όπου τα βιβλία εκτίθενται όρθια σε σειρές, με στόχο να μαγνητίσουν το βλέμμα του αδιάφορου ή βιαστικού περαστικού, μοιάζει με ένα αρχαίο κοιμητήριο, όπου οι επιτύμβιες στήλες των τάφων τοποθετούνταν σε παρόμοιες σειρές βλέποντας προς την ίδια κατεύθυνση.»

Ο Στεργιούλας δεν θα διστάσει να αφήσει πίσω του το επίπεδο της κριτικής, που σε θέλει αυστηρά ουδέτερο και αποστασιοποιημένο, και να στοχαστεί πάνω στον καημό του συγγραφέα, το μεράκι δηλαδή και τον πόνο του, για να επιτύχει να γίνει ο ίδιος συνομιλητής στον αιώνιο διάλογο πάνω στην ουσία της λογοτεχνίας. Έτσι, ενθυμούμενος την Πηνελόπη, που επί τρία χρόνια ύφαινε τη μέρα και ξήλωνε τη νύχτα το σάβανο του Λαέρτη, για να αποφύγει τους μνηστήρες της, αναστενάζει: «Αναρωτιέμαι αν υπάρχει συγγραφέας σε όλη τη γη, που δεν λειτούργησε κάποια περίοδο της ζωής του όπως η Πηνελόπη, γράφοντας και σβήνοντας λέξεις πάνω στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί, επιδιώκοντας να ξεγελάσει ποιον άλλο αν όχι τον ίδιο τον εαυτό του.»


Το ίδιο, αποκαλύπτοντας τη συνύπαρξη του κακού και του καλού, «δυσ-» και «ευ-», στο όνομα Οδυσσεύς, ο καλόκακος, καθώς λέμε στην Κρήτη, θα παρατηρήσει: «Ο διαχωρισμός του κακού από το καλό στη λογοτεχνία οδήγησε ελάχιστους συγγραφείς σε σημαντικά έργα και πάρα πολλούς στην ηθικολογία».

Νιώθοντας την αγωνία του ανθρώπου, ο οποίος ζει «το μεγάλο μυστήριο της γραφής», με το «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» να δοκιμάζει τις αντοχές μας στον φραγμό των οδόντων, η σκέψη μου οδηγείται στο ποίημα «Το νησί στη λίμνη» του Έζρα Πάουντ, σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη: 

              Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,
              Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειό
              ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα
              Εχτός από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη
              που όλη την ώρα σού ζητά να 'χεις μυαλό.

Βεβαίως, πέρα από τους παραπάνω στίχους που σχολιάζουν στο παιγνίδι τους την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Διονύσης Στεργιούλας μάς βοηθά να αντιληφθούμε τον συγγραφέα ως τον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος έχει επίγνωση της ενοχής, που άλλωστε καθορίζει και τη μοίρα του, όπως και αν αυτή λέγεται, ύβρις ή προπατορικό αμάρτημα. Αλλά με αυτά ο λογοτέχνης μας σκέπτεται και ενεργεί ήδη ως ποιητής. Διότι ασφαλώς άλλο πράμα είναι η Λογοτεχνία και άλλο η Ποίηση.
Λουκάς Δ. Παπαδάκης

[Πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο "Ορχομενός Ενημέρωση" (Ιούνιος 2017) και στην εφημερίδα Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας, αρ. φύλλου 733, 30.06.2017]