Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Για την ποιητική συλλογή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου «Ο θάνατος του Μύρωνα»

Τον Δεκέμβριο του 1959 τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το τυπογραφείο του Νίκου Νικολαΐδη, σε 500 αντίτυπα, η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου με τίτλο Ο θάνατος του Μύρωνα. Στη σελίδα τίτλου αναγράφεται ως έτος έκδοσης το 1960. Τον τίτλο της συλλογής, που είναι και τίτλος του τελευταίου της ποιήματος, τον συναντάμε πολλά χρόνια αργότερα και σε πεζό κείμενο του Ασλάνογλου στο βιβλίο Τρία ποιήματα (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1987). Η καλλιτεχνική επιμέλεια έγινε από τον σχετικά άγνωστο τότε Κάρολο Τσίζεκ. Στο εξώφυλλο δεν υπάρχει ο τίτλος ή άλλα στοιχεία της έκδοσης, αλλά μόνο η εικόνα δύο ανθρώπων που αγκαλιάζονται κάτω από έναν συννεφιασμένο σκοτεινό ουρανό. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα που δημιούργησε ο Τσίζεκ στη μακρόχρονη διαδρομή του ως γραφίστας. Το 1957 είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Ποιήματα 1950-1955, που χαρακτηρίζεται από παρόμοια γραφιστική προσέγγιση. Την περίοδο που κυκλοφόρησε Ο θάνατος του Μύρωνα, ο Ασλάνογλου ήταν έντονα επηρεασμένος από το έργο του φιλολόγου του στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ και «δασκάλου» του στην ποίηση Γιώργου Θέμελη. Τον θαυμασμό του για το έργο του Θέμελη και την οφειλή του σε αυτόν είχε εκφράσει και γραπτώς στο κείμενό του «Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη».

Στη συλλογή περιλαμβάνονται μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του Ασλάνογλου, όπως τα: «Ερείπια της Παλμύρας», «Ars poetica», «Για μιαν ελευθερία», «Ο θάνατος του Μύρωνα». Ωστόσο, ο ίδιος ο ποιητής, σε συζήτησή μας στην Αθήνα το 1990, μου είχε πει ότι θεωρεί καλύτερο βιβλίο του τις Ωδές στον Πρίγκιπα. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ερωτικά, αν και τέτοιοι χαρακτηρισμοί συχνά λειτουργούν περιοριστικά. Ο ποιητής, αν και πολύ νέος, γράφει για τη φθορά, για την απώλεια, για όσα χάθηκαν ή φοβάται ότι θα χαθούν για πάντα. Περιγράφει μία διαρκή μοναξιά, αφού η «τέλεια σχέση» είναι ανέφικτη, αφού ο άλλος δεν είναι «ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα». Έτσι ο θάνατος εδώ αφορά τη ματαίωση, την απομάκρυνση, την ανάγκη για διέξοδο μέσα από τα «ερείπια». Η λέξη «θάνατος» βρίσκεται και στον τίτλο της πρώτης του συλλογής (Δύσκολος θάνατος, έκδοση περιοδικού Κοχλίας, Θεσσαλονίκη, 1954), αλλά και στον τίτλο της συγκεντρωτικής έκδοσης ποιημάτων του (Ο δύσκολος θάνατος, ποιήματα 1946-1974, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1978). Όπως ο τίτλος δεν αναφέρεται σε έναν πραγματικό θάνατο, έτσι και ο Μύρωνας φαίνεται να είναι όχι ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, αλλά το εξιδανικευμένο αντικείμενο του ερωτικού πόθου. Είναι πιθανό να υπάρχει συσχετισμός, ως προς το όνομα, και με τον καβαφικό Μύρη. Και κάπως στενοχωριέμαι, τόσα χρόνια μετά, που είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον ποιητή για όλα αυτά και δεν το έκανα, επειδή τότε δεν γνώριζα παρά μόνο επιφανειακά το έργο του. Οπότε επιφανειακές ήταν και οι ερωτήσεις μου. Ίσως πάλι, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, το έργο του είναι τόσο σημαντικό, ώστε ξεπερνά ακόμη και την άποψη που είχε γι' αυτό ο δημιουργός του.

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (πραγματικό όνομα Νικόλαος Αρσλάνογλου) γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από εύπορη οικογένεια και πέθανε το 1996 στην Αθήνα. Με καταβολές στη γαλλική ποίηση και με ένα ταλέντο στον λόγο, που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς, έγινε γρήγορα αποδεκτός ως μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς του. Από την αρχή στράφηκε σε μια ποίηση χαμηλόφωνη, που υμνούσε τον έρωτα και περιέγραφε το αποτύπωμά του στον εσωτερικό κόσμο. Με την ευαισθησία του κατάλαβε ότι ένας πνευματικός δημιουργός δύσκολα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης. Ιδιαίτερα όταν χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Ένιωθε όμως ότι έτσι προδίδει τις επιθυμίες του:

Είμαι χειρότερος απ' τους αλήτες, τις αρτίστες,

αυτοί μπορούν και ζουν, δεν περιμένουνε –

(«Για μιαν ελευθερία»)

Επέλεξε για τη ζωή του την ανωνυμία, τη μοναξιά του πλήθους, τη βύθισή του σε έναν κόσμο τοπίων, αισθημάτων και λέξεων. Του άρεσαν οι εκδρομές, τα ταξίδια, οι συζητήσεις, τα φώτα, η κίνηση. Αλλά προέβλεπε και φοβόταν ότι η ζωή του θα κυλήσει σε μιαν απραξία, σε έναν ρυθμό πολύ αργό σε σχέση με ό,τι επιθυμούσε, σε έναν ρυθμό «ατρικύμιστο»: «Θέ μου, ετοιμάζεις / κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου» («Ο θάνατος του Μύρωνα»).

Ολοκληρώνω αυτό το κείμενο με την παράθεση των πρώτων στίχων του ποιήματος «Ars poetica». Μία διαχρονικά επίκαιρη άποψη για την ποίηση και τους ποιητές, παρ' όλο που ο Ασλάνογλου εδώ μιλά κυρίως για τον εαυτό του και για τον δικό του –επίπονο και ευχάριστο μαζί– αγώνα στη γραφή:

To ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται,
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας,
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

 

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 10/11, Απρίλιος 2022, σ. 269-272]