Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του 
(Εμπόδια και αλληλεπιδράσεις) 
Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2014

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Εξώφυλλα σαν επιτύμβιες στήλες*

Δίπλα στην είσοδο του μουσείου
η επιτύμβια στήλη
με την ωραία παράσταση
το όνομα του θανόντος
τον τόπο, τη χρονολογία θανάτου
και τη χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα
σύντομη επιγραφή.
Θυμάμαι τα εξώφυλλα των βιβλίων.
Σε τι διαφέρουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων
από τα αρχαία κοιμητήρια;
Κι εδώ κι εκεί νεκροί είναι θαμμένοι.
Κι εδώ κι εκεί ολόκληρες ζωές
στριμώχνονται για να χωρέσουν
στο βιαστικό βλέμμα αδιάφορων περαστικών.

[*Πρώτη δημοσίευση: 
 Περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 164, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014, σελ. 74]

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ*

Το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα με τίτλο Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων είναι μία συλλογή δημοσιευμένων (κυρίως) κειμένων για θέματα που αφορούν τη λογοτεχνία γενικότερα και την πεζογραφία ειδικότερα. Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστα κείμενα που αναφέρονται στην ποίηση και το δοκίμιο.

Στο πρώτο μέρος, που καταλαμβάνει τη μισή ακριβώς έκταση του βιβλίου, δημοσιεύονται πέντε εκτενείς μελέτες. Οι τρεις από αυτές με επίκεντρο τη λογοτεχνία και την πόλη της Θεσσαλονίκης. Μεταφέρω τους τίτλους τους: «Η πεζογραφία της Θεσσαλο-νίκης», «Πέντε θεσσαλονικιές ποιήτριες» και «Μπιζίμ ΠΑΟΚ». 

Η μελέτη «Μπιζίμ ΠΑΟΚ» είναι ένα είδος ανθολόγησης, μία σύνθεση αποσπασμάτων λογοτεχνικών κειμένων, που αναφέρονται στην ομάδα του ΠΑΟΚ. Τα αποσπάσματα της μελέτης αυτής συγκεντρώθηκαν με μοναδικό κριτήριο την αναφορά στον ΠΑΟΚ. 

Στην ίδια λογική κινείται και το κείμενο με τίτλο «Το κρεβάτι στη νεοελληνική ποίηση», όπου συγκεντρώνονται οι στίχοι έντεκα Ελλήνων ποιητών, που περιλαμβάνουν τη λέξη κρεβάτι ή συνώνυμά της. Οι ποιητές που ανθολογούνται είναι οι: Καβάφης, Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Βαφόπουλος, Σεφέρης, Ελύτης, Αναγνωστάκης, Χριστιανόπουλος, Χρονάς. Ο αναγνώστης της μελέτης θα συναντήσει συγκεντρωμένα πολλά συνώνυμα της λέξης κρεβάτι και ποικίλες χρήσεις τους από τους ποιητές. Για παράδειγμα, ο Ανδρέας Κάλβος δεν χρησιμοποιεί τη λέξη κρεβάτι, αλλά στρώμα, ενώ ο Καβάφης και ο Σολωμός χρησιμοποιούν παράλληλα με τη λέξη κρεβάτι τη λέξη κλίνη. 

Στη μελέτη για τις πέντε ποιήτριες της Θεσσαλονίκης ο συγγραφέας ανιχνεύει, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο της καθεμιάς, τις κοινές αφετηρίες, τα κοινά σημεία και τις ουσιαστικές διαφορές στο έργο τους. 

Το σημαντικότερο ίσως κείμενο του πρώτου μέρους είναι αυτό που αναφέρεται συνοπτικά στην πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης και των γειτονικών μακεδονικών πόλεων κατά την πρώτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας. Πρόκειται για μία εκτενή μελέτη με σύντομες αναφορές στα βιογραφικά στοιχεία 67 πεζογράφων και σε 192 τίτλους βιβλίων τους, που δημοσιεύτηκαν μεταξύ των ετών 2000 και 2010. Από τις επισημάνσεις του συγγραφέα στο τέλος της μελέτης–καταγραφής παραθέτω δύο αποσπάσματα:  

«Η υπερπληθώρα των τυπωμένων βιβλίων δεν ισοδυναμεί και με άνοδο της συγγραφικής ποιότητας – τουναντίον. Παρά τις όποιες λαμπρές εξαιρέσεις, το σημερινό επίπεδο της πεζογραφίας της πόλης μας παραμένει φτωχό. Σαφώς και δεν είναι αντάξιο ενός Πεντζίκη, ενός Ιωάννου, ενός Μπακόλα, ενός Καζαντζή» (σ. 38). 

Το δεύτερο απόσπασμα είναι η τελευταία επισήμανση του συγγραφέα στη μελέτη: «Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε πως, σ’ αυτή την κόχη του πλανήτη που λέγεται Θεσσαλονίκη ελάχιστα έως καθόλου επηρεάζουμε με τα γραπτά μας το παγκόσμιο γίγνεσθαι, τόσο το καλύτερο για μας. Αναλογιζόμενοι την ασημαντότητά μας, ίσως γίνουμε, κάποτε, καλύτεροι πεζογράφοι. Με λιγότερη έπαρση και εγωπάθεια, ίσως πετύχουμε και κάτι σπουδαιότερο από τη λογοτεχνική μας καταξίωση, που δεν είναι και το άπαν στη ζωή μας: το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι» (σ. 40).
 
*
Στο δεύτερο μέρος δημοσιεύεται μεγάλος αριθμός βιβλιο-παρουσιάσεων και κριτικών, που αφορούν και πάλι κυρίως λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης και δευτερευόντως άλλων γειτονικών μακεδονικών πόλεων ή της Αθήνας. Σχεδόν όλα τα κείμενα αυτού του μέρους είχαν διαβαστεί σε λογοτεχνικές παρουσιάσεις ή είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, όπως η Μακεδονία και η Ελευθεροτυπία, ή σε περιοδικά, όπως η Παρέμβαση, το Index, η Οδός Πανός.  

Στα σχετικά σύντομα κείμενα του δεύτερου μέρους ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει ποτέ από το θέμα του ούτε περιστρέφεται γύρω από αυτό, αλλά πάντα δίνει στον αναγνώστη τεκμηριωμένα στοιχεία που απαντούν στα παρακάτω ερωτήματα:
·        Ποιος έγραψε το βιβλίο (βιογραφικά στοιχεία)
·        Ποιο είναι το προηγούμενο έργο του (εργογραφία)
·        Πού εντάσσεται το συγκεκριμένο βιβλίο 
   (σχολή, τάση, είδος γραφής)
·        Ποιο είναι σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο
·        Ποια είναι η δομή του βιβλίου
·        Από πού έχει επηρεαστεί ο συγγραφέας
·        Ποια είναι τα δυνατά σημεία και ποιες οι αδυναμίες του 
   βιβλίου
Και καταλήγει κάνοντας έναν γενικό απολογισμό.

Αυτά συμβαίνουν στις βιβλιοπαρου-σιάσεις και τις κριτικές του. Ενώ στα εκτενέστερα κείμενα του πρώτου μέρους το πλαίσιο είναι διευρυμένο και αφορά μία ολόκληρη πόλη, μία χρονική περίοδο, το συνολικό έργο ενός συγγραφέα.  

Παρόλο που ο Γούτας δεν προβάλλει τις δικές του ιδέες και απόψεις στα βιβλία που διαβάζει, προτιμά συνήθως να επιλέγει εκ των προτέρων συγγραφείς που του ταιριάζουν, συγγραφείς που οι καταβολές τους και ο τρόπος που εκφράζονται θυμίζουν το δικό του πεζογραφικό έργο: βιωματικός ρεαλισμός, γραμμική αφήγηση, γραφή ομοιόμορφη και περιεχόμενο σαφές, πλήρως κατανοητό από τον μέσο αναγνώστη, καταγραφή και όχι ανάλυση, εστίαση στην επιφάνεια και σε εικόνες της καθημερινότητας και όχι στο βάθος. Δεν είναι τυχαία η πλήρης απουσία αναφορών στον υπερρεαλισμό, τον μοντερνισμό και την πειραματική γραφή. Όλα τα προηγούμενα δίνει την εντύπωση ότι δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη, ενώ αναφέρεται συχνά στη νεότερη τάση του βιωματικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία της πόλης, που αφορά κυρίως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, μοιάζει να αδιαφορεί για τη μεγάλη παράδοση του εσωτερικού μονολόγου και της λεγόμενης «σχολής της Θεσσαλονίκης», που έβαλε τη συμπρωτεύουσα στον παγκόσμιο χάρτη της νεότερης πεζογραφίας. Ο συγγραφέας δεν κρύβει τις προτιμήσεις του και έτσι εύκολα ο αναγνώστης θα καταλάβει πόσο τον έχουν επηρεάσει κάποιοι σύγχρονοι λογοτέχνες της πόλης, όπως ο Περικλής Σφυρίδης, αλλά και μεγάλες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Philip Roth.
 
*
Ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Πεντζίκης μού είχε πει ότι προτιμά τα κείμενα που είναι «πληροφοριακά», τα κείμενα δηλαδή που παρέχουν πληροφορίες, από εκείνα που είναι γεμάτα με ιδέες. Διαβάζοντας το βιβλίο του Γούτα από μία τέτοια οπτική γωνία, όλα τα κείμενα θα μας φανούν ενδιαφέροντα και χρήσιμα και το βιβλίο ως μία πράξη αγάπης, αφού σε κάθε περίπτωση αντιμετωπίζει τους συγγραφείς και το έργο τους χωρίς προκαταλήψεις, με απόλυτο σεβασμό, ευγένεια και θετική στάση.

ΔΣ

*Διαβάστηκε στην 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2011).

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΓΝΩΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
[Στέργιος Κώττας, Εξαρχής]


"Εξαρχής" ονομάζεται ο νέος δίσκος (2014, παραγωγή: ΦΟΡΑ) του συνθέτη Στέργιου Κώττα, που ζει στα Γρεβενά. Ο Κώττας μάς καλεί να εξερευνήσουμε μαζί του άγνωστα μουσικά τοπία και αχαρτογράφητες διαδρομές. Η τέχνη του περιλαμβάνει γνώση, έμπνευση, ευφυΐα και συναίσθημα. Καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα ολόκληρος μέσα στο έργο του και την ίδια στιγμή αποστασιοποιημένος. Ο συνθέτης, αν και έχει βιωματική σχέση με τις μουσικές της Βόρειας Πίνδου, προτιμά να πατά σε ήχους όλης της γης, σε ρυθμούς rock, jazz, reggae, ενώ δεν λείπουν από τον δίσκο ένα ζεϊμπέκικο και ένα τραγούδι στα χνάρια της κρητικής παράδοσης. Είναι βέβαιο ότι δεν του αρέσουν τα όρια που έχουν σχηματιστεί ανάμεσα στις μουσικές σε σχέση με την προέλευσή τους και ότι προτιμά μία τέχνη χωρίς σύνορα, που φέρνει κοντά τους ανθρώπους.

Σε ένα πρώτο επίπεδο τα τραγούδια του δίσκου αποτελούν προσωπική υπόθεση του συνθέτη, ένα εσωτερικό του βίωμα που αποκαλύπτεται, μία συνομιλία με τον εαυτό του. Γρήγορα όμως αναπτύσσεται στον ακροατή οικειότητα και τα αποδέχεται ως μέρος της δικής του εμπειρίας. Στίχος και μουσική μοιάζουν να γεννήθηκαν ταυτόχρονα, να είναι καρποί του ίδιου δέντρου, παρόλο που προέρχονται από διαφορετικούς δημιουργούς. Σε ό,τι με αφορά, ο Κώττας έδειξε απόλυτο σεβασμό στους στίχους και τα ποιήματά μου -κυριολεκτικά και στο τελευταίο σημείο στίξης- και το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω είναι να τον ευχαριστήσω για τη συνεργασία μας και για το ολοκληρωμένο -αισθητικά και καλλιτεχνικά- αποτέλεσμα. ΔΣ

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ (ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ)

Το βιβλίο με τίτλο 45 ποιήματα κλασικής και σύγχρονης κινέζικης ποίησης δίνει μία αντιπροσωπευτική –νομίζω– εικόνα για τη διαχρονική πορεία της ποίησης στη μεγάλη αυτή χώρα. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από τον Παναγιώτη Μαυρίδη, που συνεργάστηκε για τον σκοπό αυτό με κινέζους λογίους. Στο προοίμιο και στην εισαγωγή του βιβλίου ο μεταφραστής εξηγεί τον τρόπο που εργάστηκε και δίνει ιστορικές και άλλες πληροφορίες για την κινέζικη ποίηση. Κάποιες από τις παρατηρήσεις του παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον: «Στον κινεζικό λαό κυριαρχεί (ή τουλάχιστον κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα) η στην ξηρά αγροτική ζωή, ενώ στον Έλληνα βασικό βιωματικό στοιχείο είναι η θάλασσα από τους πανάρχαιους προϊστορικούς χρόνους. Η θάλασσα επεκτείνεται απεριόριστα οπτικά και δίνει την εντύπωση ενός απέραντου επίπεδου χώρου μέσω του οποίου μπορούμε να φτάσουμε σε άγνωστους τόπους δύσκολα προσπελάσιμους στον διά της ξηράς ταξιδιώτη. Έτσι διαμορφώνεται η αντίληψη μιας ανεμπόδιστης ελευθερίας κίνησης και η ψευδαίσθηση μιας συνειδησιακής και βουλητικής ανεξαρτησίας όταν αγνοηθεί ή υποτιμηθεί ο κίνδυνος της αιφνίδιας θαλασσοταραχής».

Μεταξύ των θεμάτων που απασχολούν τους ανθολογούμενους ποιητές διακρίνονται ο έρωτας, η διαχείριση της εξουσίας, οι δυσκολίες της ζωής, η χαρά που δίνουν το φαγητό και το ποτό, η καλή παρέα, η αρμονία του τοπίου, η έντιμη συμπεριφορά που δεν εκτιμάται, η δυστυχία που ενυπάρχει στην ευτυχία και το αντίστροφο.

Μία από τις ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με την δυτική ποίηση φαίνεται να είναι ότι στην κινέζικη ποίηση το φυσικό περιβάλλον είναι σχεδόν πάντα παρόν. Οι ανθρώπινες πράξεις βρίσκουν τις αναλογίες τους στα φυσικά φαινόμενα και συνήθως υπάρχει ένα «σκηνοθετικό» φόντο που αποτελείται από στοιχεία της φύσης και του τοπίου, όπως το φεγγάρι, τα άνθη, η βροχή, τα σύννεφα, τα πουλιά, ο ουρανός, τα βουνά, τα ποτάμια. Τα ανθρώπινα συναισθήματα εναλλάσσονται όπως οι εποχές. Όπως το φθινόπωρο και ο χειμώνας δίνουν τη θέση τους στην άνοιξη, έτσι και η θλίψη θα δώσει τη θέση της στην ευτυχία.

Στη λογοτεχνία του δυτικού κόσμου το φυσικό περιβάλλον έχει από νωρίς απαξιωθεί, για να φτάσουμε στον Καβάφη και σε πλήθος άλλων ποιητών του εικοστού αιώνα, που δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ σε αυτό. Η συγκεκριμένη στάση του δυτικού διανοούμενου οφείλεται εν μέρει στον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, που τοποθέτησαν πάνω από τη φύση την Ιδέα και επηρέασαν στη συνέχεια τη χριστιανική θεολογία και τη νεότερη φιλοσοφία. Με την οπτική αυτή σχετίζονται ίσως και οι πρώτοι Αθηναίοι τραγικοί ποιητές, που ακόμη και όταν αναφέρονται στη φύση, αυτό συνήθως συμβαίνει μέσω της χρήσης σχημάτων λόγου, όπως π.χ. οι παρομοιώσεις. Φαίνεται ότι από πολύ νωρίς –πάντως μετά τον Όμηρο και τον Ησίοδο– οι έννοιες «φύσις» και «κόσμος» υποκαταστάθηκαν στον ελληνικό κόσμο από τις έννοιες «πόλις» και «άνθρωπος», από το ανθρώπινο περιβάλλον, από τους συσχετισμούς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων που ζουν στο ίδιο ή σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα και από την εσωτερική διερεύνηση. Ωστόσο, η λαϊκή ποίηση (το δημοτικό τραγούδι) έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη από την ατομική δημιουργία, που προϋπέθετε συνήθως τους (εκλεπτυσμένους και με άλλου τύπου προβληματισμούς) κατοίκους των πόλεων ως κοινό. Έτσι, πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου μοιάζουν να έχουν κοινές ή παραπλήσιες δομές με ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι στη νεότερη ατομική ποίηση σταμάτησαν οι αναφορές στο φυσικό περιβάλλον και στις αναλογίες που αναδεικνύονται όταν το συγκρίνουμε με το ανθρώπινο. Κάθε άλλο. Οι δρόμοι της ποίησης ποικίλουν, ώστε να μπορούν να εκφράζονται μέσω αυτής δημιουργοί τελείως διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και κοσμοαντίληψης. Οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου που ακολουθούν, θα μπορούσαν, χωρίς αμφιβολία, να προέρχονται από το βιβλίο με τα κινέζικα ποιήματα:

                                    Μια μυγδαλιά και δίπλα της, 
                                    εσύ. Μα πότε ανθίσατε; 
                                    Στέκομαι στο παράθυρο 
                                    και σας κοιτώ και κλαίω.
ΔΣ 

["45 ποιήματα κλασικής και σύγχρονης κινέζικης ποίησης". 
 Απόδοση στα ελληνικά: Παναγιώτης Θ. Μαυρίδης
 Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2014, σ. 112]

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Πανσέληνος*
Η φήμη που ακολουθούσε τον διοικητή της συμβασιλεύουσας ήταν ότι δεν χόρταινε να αρπάζει από τους κατοίκους της πόλης -και ιδιαίτερα από τους πιο φτωχούς- τις περιουσίες τους και να τους αφήνει ανήμπορους και αβοήθητους. Σε όσους τον κατέκριναν, δικαιολογούσε τις πράξεις του με αυτά τα λόγια: Είναι εντολές που έχω πάρει από τη βασιλεύουσα. Οι φόροι πρέπει να εισπραχθούν. Όταν πρότεινε στον Μανουήλ Πανσέληνο την αγιογράφηση κεντρικού ναού, υποσχόμενος μεγάλη αμοιβή και κάθε άλλη στήριξη, εκείνος ταράχτηκε. Σκέφτηκε ότι η αμοιβή του και τα έξοδα αγιογράφησης θα πληρώνονταν με χρήματα που είχαν αφαιρεθεί από συμπολίτες του που τώρα πεινούσαν. Βρήκε μία πρόχειρη δικαιολογία και αρνήθηκε. Του είπε ότι πολλοί θα ήταν πρόθυμοι και πανέτοιμοι να αναλάβουν ένα τόσο σημαντικό έργο. Αν έστελνε έναν κρατικό υπάλληλο στην αγορά, σίγουρα θα γύριζε φέρνοντας τον κατάλληλο.




[*Πρώτη δημοσίευση: 
Περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 161, 
Ιανουάριος-Μάρτιος 2014, σελ. 20-21]


Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Δεν είπαν λέξη (Κωνσταντινούπολη 1366 μ.Χ.)


Η αγάπη του λαού στο πρόσωπό τους
ήταν πρωτοφανής· οι τρεις σοφοί
ήξεραν να μιλούν όπως κανείς.
Ο πρώτος, ο ιεροκήρυκας, κατακεραύνωνε
από την εκκλησία κάθε Κυριακή
όσους απομακρύνονταν από την ηθική.
Ο δεύτερος μιλούσε για την άτεγκτη εξουσία
κι έδινε συμβουλές για των ψυχών τη σωτηρία.
Ο τρίτος, του Χριστού ο υμνωδός,
με αυστηρότητα έκρινε στην αγορά
τις πράξεις άλλων υμνωδών (φίλων κι εχθρών).

Ο άρχοντας Νικάνωρ, σύμβουλος του βασιλιά,
που την ακεραιότητά τους είχε πληροφορηθεί
τους παρακάλεσε να έρθουν στην αυλή του
(να ζήσουν στο εξής υπό την εύνοιά του)
και η φήμη τους να φτάσει ως τα πέρατα της γης.
Άμεσα ανταποκρίθηκαν κι οι τρεις.

Μα όταν αποκαλύφθηκαν του άρχοντα οι ραδιουργίες
και έγινε παντού γνωστό (χωρίς αμφιβολίες)
πως ο Νικάνωρ μυστικά διέταζε
να αυξάνονται παράνομα οι φόροι
να φυλακίζονται όσοι δεν είχαν να πληρώσουν
και να εκτελούνται οι αντιφρονούντες,
όταν ακόμη έγινε γνωστό
ότι στο πιο σκοτεινό δωμάτιο της έπαυλής του
έκρυβε ένα περίτεχνο άγαλμα του Ιανού
που λάτρευε κρυφά, με ιερουργίες των Ρωμαίων
ξεχασμένες παρότι δήλωνε σε όλα χριστιανός
οι τρεις σοφοί δεν μίλησαν, δεν είπαν λέξη
τίποτα δεν ακούστηκε από τα χείλη τους.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Από παιδί ναυάγησα

σύνθεση/ερμηνεία: Στέργιος Κώττας
στίχοι: Διονύσης Στεργιούλας 

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Αρχείο Γιώργου Ιωάννου - Η επιστροφή

Εκδήλωση, 11η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
Αίθουσα Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης [Περίπτερο 15, ΔΕΘ/Helexpo]

Κυριακή 11 Μαΐου, 16:00-17:00

Ομιλητές: Γιάννης Μπουτάρης, δήμαρχος Θεσσαλονίκης, και οι συγγραφείς Παναγιώτης Γούτας, Δημήτρης Κόκορης, Θωμάς Κοροβίνης, Λέων Α. Ναρ, Τόλης Νικηφόρου και Διονύσης Στεργιούλας

Συντονισμός: Στέλιος Λουκάς
Οργάνωση: ΕΙΠ/ΕΚΕΒΙ

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Πρόσκληση

Η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και οι Εκδόσεις "Οδός Πανός"

                         σας προσκαλούν

στην παρουσίαση των βιβλίων του Παναγιώτη Θ. Μαυρίδη
"Επί παντός επιστητού" και "Δωρήματα & Μνήμες"

την Τετάρτη 7 Μαΐου 2014 στις 7:30 μ.μ.
στη Στέγη της Ε.Λ.Θ. (Δημοσθένους 4 - 2ος όροφος)


Για τα βιβλία θα μιλήσουν οι:

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ποιήτρια, δοκιμιογράφος
Διονύσης Στεργιούλας συγγραφέας
Γιώργος Χρονάς ποιητής, εκδότης
 



Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Το παράξενο φως 

σύνθεση/ερμηνεία: Στέργιος Κώττας
στίχοι: Διονύσης Στεργιούλας

Το φως
το παράξενο φως
που το δρόμο σού δείχνει
στη σκιά του σε ρίχνει.

Μα εσύ
ήσουν πάντα εκεί
σ’ άλλης γης μουσική
σ’ άλλου κόσμου το δάκρυ.
Μα εσύ
θα ’σαι πάντα εκεί
να μιλάς με σιωπή
να ξυπνάς με σκοτάδι.

Το φως
το παράξενο φως
που όλο σβήνει κι ανάβει
στη σκιά του σε θάβει.

Μα εσύ
θα ’σαι πάντα εκεί
να ακούς τη βροχή
να ζητάς το σκοτάδι.
Μα εσύ
είσαι πάντα εκεί
και μου λείπει πολύ
της φωνής σου το χάδι.

Το φως
το παράξενο φως
που το δρόμο σού δείχνει
στη σκιά του σε ρίχνει.


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Πρωτότυπη θρησκευτική τέχνη του 20ού αιώνα:
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης 


Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) είναι γνωστός κυρίως ως πεζογράφος και δευτερευόντως ως ζωγράφος, ενώ ακόμη λιγότεροι τον γνωρίζουν ως ποιητή. Τη δεύτερη από τις παραπάνω ιδιότητες έχει συνδέσει το αναγνωστικό κοινό με τα εξώφυλλα των βιβλίων του, που ήταν σχεδιασμένα από τον ίδιο. Με εξαίρεση το εκτενές αφιέρωμα του περιοδικού Ίνδικτος (τχ. 18, 2004) στο έργο του, και κάποιες εκθέσεις, το ευρύ κοινό δεν είχε την ευκαιρία να δει ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό ζωγραφικών του έργων, ώστε να εξαγάγει γενικότερα συμπεράσματα για τον όγκο, την τεχνοτροπία και τη σημασία της ζωγραφικής του. Η έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 2013 – Φεβρουάριος 2014) και η συνοδευτική έκδοση καλύπτουν οριστικά αυτό το κενό. [Στοιχεία της έκδοσης: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Φυσικός εκκλησιασμός 1934-1993. Κείμενα: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ΜΙΕΤ, Θεσσαλονίκη 2013, 253 σελίδες με 399 έγχρωμες εικόνες].

Τα περισσότερα έργα ζωγραφικής του Πεντζίκη σχετίζονται άμεσα με την ψηφαρίθμηση, μία καθημερινή δραστηριότητά του κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Η ψηφαριθμική ανάλυση κειμένων, που προέρχονταν κυρίως από τον «Συναξαριστή», οδήγησε στη δημιουργία έργων με παραστάσεις που συχνά αντιπροσωπεύουν πτυχές της ιστορίας, της τέχνης και της παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα έργα του, συνήθως τέμπερες σε χαρτί, αποτελούνται από διακριτές πινελιές-ψηφίδες, των οποίων το χρώμα, η απόχρωση και ο αριθμός προκύπτουν από την ψηφαριθμική ανάλυση που έχει προηγηθεί. Πρόκειται για μία υψηλού επιπέδου θρησκευτική τέχνη σε ό,τι αφορά την τεχνική, το περιεχόμενο και το αισθητικό αποτέλεσμα. Για μία τέχνη με έντονη αυτοαναφορικότητα, που μένει μακριά από ορθολογικές προσεγγίσεις και ακαδημαϊκούς ορισμούς. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη σχέση της τέχνης του με την Εκκλησία, αλλά συνήθιζε να την προβάλλει με κάθε δυνατό τρόπο και να την υποδεικνύει εκεί όπου η σχέση αυτή ήταν κρυμμένη ή δεν γινόταν εύκολα κατανοητή.

Ο Πεντζίκης ζωγραφίζει τις μορφές και τα τοπία χωρίς να προσπαθεί να δημιουργήσει την αίσθηση του βάθους. Η τέχνη του παραπέμπει εν μέρει σε έργα λαϊκών ζωγράφων προδίδοντας τη μαθητεία του και τον σεβασμό του στη λαϊκή παράδοση. Παραπέμπει –με την φαινομενική απλοϊκότητα των συνθέσεων και την έλλειψη του βάθους– και στη ζωγραφική των παιδιών προδίδοντας επίσης τον σεβασμό του στην παιδική ηλικία. Παραπέμπει τέλος στις βυζαντινές αγιογραφίες, μόνο που η σχέση αυτή είναι εσωτερική, στο επίπεδο της δομής, των βιωμάτων που προηγήθηκαν και της (συγκεκαλυμμένης στον σύγχρονο ζωγράφο) υπερβατικής θέασης του κόσμου. Άλλες αναφορές στα έργα του σχετίζονται με την εικονογράφηση των βυζαντινών χειρογράφων και την εξωτερική όψη της τοιχοποιίας των βυζαντινών ναών.

Έχοντας συνηθίσει να θεωρούμε μέτρο για τη θρησκευτική ζωγραφική του καιρού μας τα αντίγραφα των φορητών εικόνων του Θεοφάνη του Κρητός και τα αντίγραφα ή τις μιμήσεις των βυζαντινών τοιχογραφιών, ξεχνάμε πως ο Φώτης Κόντογλου (που επανέφερε στο προσκήνιο ως απόλυτο πρότυπο τη βυζαντινή τέχνη), παρόλο που αναφέρεται διαρκώς στην παράδοση, στην πραγματικότητα δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με τη νεοελληνική παράδοση, αφού λειτουργεί ως θύμα ενός ιδεολογήματος, που σε διάφορες εκδοχές του απασχόλησε ή ταλαιπώρησε πολλούς έλληνες διανοούμενους του εικοστού αιώνα και ιδιαίτερα τους δημιουργούς που ονομάστηκαν σχηματικά και ίσως κάπως απλουστευτικά «γενιά του τριάντα». Ο Κόντογλου αγνόησε (χρησιμοποιώντας την μόνο ως πρόσχημα, αν και τη γνώριζε σε βάθος) τη ζωντανή παράδοση της εποχής του και των τελευταίων πριν την εποχή του αιώνων και θέλησε -πετυχαίνοντάς το σε μεγάλο βαθμό- να επαναφέρει τη θρησκευτική τέχνη του καιρού του σε ένα προηγούμενο στάδιο της εξέλιξής της. Συνεχίζοντάς την δηλαδή από εκεί που –κατά τον ίδιο– άρχισε η καμπή ή η παρακμή της. Ο Κόντογλου ήταν από πολύ νωρίς σίγουρος για τις αισθητικές του επιλογές, ενώ ο Πεντζίκης αναζητούσε διαρκώς τον δρόμο του αποφεύγοντας να πατά σε έτοιμα ίχνη. Από την άποψη αυτή, η θρησκευτική τέχνη του Πεντζίκη είναι σαφώς πιο πρωτότυπη και πιο ενδιαφέρουσα από τη θρησκευτική τέχνη του Κόντογλου και πολλών επιγόνων του, που ζωγράφιζαν σαν να ζουν στον 14ο, τον 15ο ή τον 16ο αιώνα. Μόνο όμως από αυτή την άποψη, γιατί ο Κόντογλου υπήρξε ζωγράφος με εξαιρετική αντίληψη των χρωμάτων και μοναδική γνώση της βυζαντινής θρησκευτικής εικονοποιίας. ΔΣ