Το πρόσφατο
βιβλίο του Στεργιούλα, που έχει τον
τίτλο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα
και που το εξέλαβα ως συνέχεια του
προηγούµενού του, τυπωµένο πάλι από
τις εκδόσεις Νησίδες, δεν είναι µόνο
µία συνδυαστική µελέτη για δύο εµβληµατικά
λογοτεχνικά έργα, το διήγηµα «Όνειρο
στο κύµα» του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη
και το µυθιστόρηµα του κορυφαίου
γερµανόφωνου µοντερνιστή πεζογράφου,
κι ενός από τους πιο επιδραστικούς
λογοτέχνες όλων των εποχών, Φραντς
Κάφκα Η ∆ίκη. Είναι, πρωτίστως, µία
συµπυκνωµένη σύνοψη των λογοτεχνικών
απόψεων και προτιµήσεων του συγγραφέα
σε ένα χρονικό εύρος που απλώνεται από
τον Όµηρο και φτάνει µέχρι τον εικοστό
αιώνα. Εδώ θα βρούµε αρκετές από τις
«λογοτεχνικές αγάπες» του Στεργιούλα:
Παπαδιαµάντης, Κάφκα, Κ. Π. Καβάφης,
Όµηρος, Σολωµός, Πεντζίκης, Αντρέας
Παγουλάτος, Ζωή Καρέλλη, αλλά και
αναφορές σε Τζόυς, Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι,
Ντεφόε, Σουίφτ. Βέβαια, η παγκόσµια
βιβλιοθήκη και η παγκόσµια λογοτεχνία
δεν εξαντλούνται και δεν συνοψίζονται
σ’ αυτά τα παραπάνω ονόµατα, η αναφορά
όµως στους συγκεκριµένους δηµιουργούς
είναι ένα δείγµα αποκαλυπτικό των
επιρροών και των προτιµήσεων του
συγγραφέα, και, κυρίως, του τι, κατά τη
γνώµη του, συναποτελεί τη µεγάλη
λογοτεχνία των καιρών.
Η πυκνογραµµένη
αυτή κριτική µελέτη κερδίζει τον
αναγνώστη, ακόµη και από τη δυσκολία
του στο να την κατατάξει κάποιος,
επακριβώς, σε ένα συγκεκριµένο λογοτεχνικό
είδος. Είναι ποιητικό δοκίµιο, αµιγώς
κριτική µελέτη, εξοµολόγηση, µαρτυρία,
φιλοσοφικό δοκίµιο; Νοµίζω πως πρόκειται
για µικτό είδος γραφής που έχει στοιχεία
από όλα τα παραπάνω είδη (άλλα σε
µεγαλύτερο, άλλα σε µικρότερο βαθµό)
κι αυτό συγκαταλέγεται στα συν του
βιβλίου. Ο Στεργιούλας προσδιορίζει
το πόνηµά του µε τον γενικό και
αποστασιοποιηµένο υπότιτλο «∆οκίµιο
για τη λογοτεχνία» αποφεύγοντας τους
παραπάνω προσδιορισµούς, θυµίζοντάς
µας την αµηχανία (ή µήπως τη σοφή
επιλογή;) του Γιώργου Ιωάννου να
προσδιορίσει το είδος γραφής των
κειµένων του, καταφεύγοντας στον γενικό
και ουδέτερο χαρακτηρισµό «πεζογραφήµατα».
Στο δοκιµιακού τύπου κείµενο του
Στεργιούλα, που είναι µοιρασµένο σε
υποενότητες δίχως επιµέρους υπότιτλους,
θα συναντήσουµε µεταξύ άλλων: Έναν
διακειµενικό συσχετισµό ανάµεσα στο
διήγηµά του «Ποιος είµαι, κύριε
Παπαδιαµάντη;» και στο διήγηµα της
Άννα Ζέγκερς «Η συνάντηση». Μια
διακειµενική προσέγγιση ανάµεσα σε
Παπαδιαµάντη και Σολωµό, µε βάση το
διήγηµα του πρώτου «Όνειρο στο κύµα»
αλλά και στίχους του δεύτερου από τα
έργα του «Λάµπρος»,
«Κρητικός» και
«Ελεύθεροι
πολιορκηµένοι». Μια ψυχαναλυτική
αλλά και κοινωνικοπολιτική ερµηνεία
της ∆ίκης του Κάφκα, στην οποία
εµφιλοχωρούν µία ρήση του Καζαντζάκη
από την Ασκητική του, θεωρίες του
Πλάτωνα αλλά και αναφορά στη δίκη του
Σωκράτη. Αντιθέσεις και συγκλίσεις
ανάµεσα στο έργο του Κάφκα και του
Παπαδιαµάντη. Ενδιαφέρουσες
παρατηρήσεις-απόψεις για την ποιητική
γενιά του ’30, για τους δηµιουργούς της
οποίας ο Στεργιούλας πιστεύει πως,
λόγω του οράµατος της Μεγάλης Ιδέας µε
το οποίο ήταν ζυµωµένοι, συµπεριφέρθηκαν
ως ποιητές του 19ου και όχι του 20ού αιώνα
(πισωγύρισµα το έργο του Παλαµά, µπροστά
από την εποχή του ο Καβάφης). Σ’ αυτό
το τελευταίο, ο Στεργιούλας δείχνει να
συµφωνεί µε την άποψη του Ντίνου
Χριστιανόπουλου πως, στις µέρες µας,
«ο Καβάφης καλπάζει», αφού δεν έµεινε
προσκολληµένος σε ιδεολογήµατα και
καλλιτεχνικού τύπου προκαταλήψεις.
Τέλος θα συναντήσουµε και µια συγκριτικού
τύπου παρατήρηση για τον «άλλον» στη
λογοτεχνία του 19ου αιώνα, η ύπαρξη του
οποίου στα έργα των δηµιουργών µοιάζει
µε «σταγόνα στον ίδιο ωκεανό», και τη
µετεξέλιξη της γραφής στα έργα του 20ού
αιώνα σε ενδοσκοπική, µε εσωτερικές
φωνές και µονολόγους.
Ο συγγραφέας µε
τις αναρωτήσεις του της σελίδας 24 για την
πηγή έµπνευσης του Παπαδιαµάντη
αναφορικά µε το «Όνειρο στο κύµα»,
λειτουργεί ως επίµονος σκαπανέας,
αναζητώντας τις ρίζες, τις πηγές και
τα θεµέλια ενός λογοτεχνικού κειµένου.
Ακριβώς το αντίθετο επιχείρησε κάποια
χρόνια νωρίτερα (2012) ο Κώστας Μουρσελάς,
ο οποίος σε ένα βιβλίο µυθοπλασίας που
τιτλοφορείται Στην άκρη της νύχτας
(Πατάκης, 2012) συνεχίζει την ιστορία του
«Ονείρου στο κύµα»
του Παπαδιαµάντη, µε ελαφρώς σκωπτικό
τρόπο και χαλαρή αφήγηση, βάζοντας τον
παπαδιαµαντοφάγο ήρωά του Ρετσίνα να
αποκαλύπτει στον Μανολόπουλο, τον
αφηγητή του βιβλίου, το µυστικό της
Μοσχούλας και το πόσο αυτό επηρέασε τη
ζωή του Παπαδιαµάντη. Εδώ φυσικά µιλάµε
για µυθοπλασία, για ένα είδος χαλαρού
παπαδιαµαντικού σίκουελ, όπως το
χαρακτήρισε πριν από χρόνια ο blogger Πατριάρχης Φώτιος, ενώ τον Στεργιούλα
φαίνεται πως το θέµα τον απασχολεί
περισσότερο σοβαρά και µάλιστα εδώ και
χρόνια, και αφορά πρωτίστως την
αληθοφάνεια της ιστορίας του Παπαδιαµάντη,
τη διττή σηµασία του τίτλου του
διηγήµατος, την ακριβή έννοια της λέξης
«όνειρο» (θαύµα ή µε την κυριολεκτική
της σηµασία;) και το αν έχει η ιστορία
βιωµατικό έρµα. Εδώ βέβαια τίθεται ένα
µεγάλο ζήτηµα για το πώς πρέπει να
προσεγγίζουµε τα κείµενα των σπουδαίων
δηµιουργών, αν δηλαδή πρέπει να δίνουµε
µεγάλη βάση και έµφαση στα βιογραφικά
στοιχεία των συγγραφέων τους, αν πρέπει
να τα αναλύουµε και να τα ερµηνεύουµε
µε βάση πηγές και πραγµατολογικά
στοιχεία κι αν πρέπει οπωσδήποτε να τα
θεωρούµε πάντα ως ίχνη και αποτυπώσεις
µιας πραγµατικής ζωής. Στις δύο
καταληκτικές σελίδες, πάντως, του
βιβλίου, ο Στεργιούλας πέρα από τις
αναρωτήσεις, την έκπληξή του, τις
αµφιβολίες ή την περιέργειά του για το
τι σηµαίνει ή τι δεν σηµαίνει το διήγηµα
στο σύνολό του, και ύστερα από αυτή τη
διεξοδική περιδιάβαση σε µερικά
σηµαντικά έργα της παγκόσµιας λογοτεχνίας,
φαίνεται πως συντονίζεται σε ένα βαθύ
και ουσιαστικό συµπέρασµα. ∆ιαπιστώνει
µε ωριµότητα πως, τα λογοτεχνικά κείµενα
που αντέχουν στον χρόνο, δεν έχουν
γραφτεί ούτε µε κάποιου είδους σκοπιµότητα
ούτε βάσει κάποιας λογοτεχνικής θεωρίας
ούτε µε συγκεκριµένη τεχνική ή εξαιτίας
κάποιας συγκεκριµένης θέασης ζωής εκ
µέρους των συγγραφέων, αλλά η γοητεία
και η έλξη που αυτά εξακολουθούν να
ασκούν στους αναγνώστες µε το πέρασµα
των χρόνων είναι ζητήµατα αδιευκρίνιστα
και ανεξήγητα. Εν ολίγοις, η µεγάλη
λογοτεχνία παραµένει, κατά τον Στεργιούλα,
ένα µυστήριο, αναφορικά µε το πώς και
το γιατί αυτή δηµιουργήθηκε, άποψη την
οποία συµµερίζοµαι και επικροτώ.
Αντιγράφω κάποιες σκέψεις του συγγραφέα
που φανερώνουν τη διαύγεια, καθαρότητα
και ευστοχία των συµπερασµάτων του
αναφορικά µε τα λογοτεχνικά έργα και
την απήχησή τους στους αναγνώστες.
Σελ.34: «Ίσως αυτός είναι ένας κοινός τόπος
στη λογοτεχνία: ο δηµιουργός νοµίζει
ότι µπορεί να κατευθύνει ή να οδηγήσει
το κοινό εκεί που ο ίδιος θέλει,
παραβλέποντας την περίπτωση το κοινό
να έρχεται προς το µέρος του από άλλες
κατευθύνσεις και να αντιλαµβάνεται το
έργο του διαφορετικά».
Σελ.37: «[Ο
πρωταγωνιστής της ∆ίκης του Κάφκα]
µοιάζει µε ένα έντοµο που θέλοντας να
ξεφύγει από τον ιστό της αράχνης κάνει
γρήγορες και νευρικές κινήσεις, µε
αποτέλεσµα ο ιστός να το αποδυναµώνει
και να το ακινητοποιεί».
Σελ.39: «[Στο
“Όνειρο στο κύµα”] ο Παπαδιαµάντης
γυρίζει το ρολόι πίσω, πριν το προπατορικό
αµάρτηµα, και δίνει την ευκαιρία σε
έναν βοσκό να απαλλάξει την ανθρωπότητα
από ένα ακατανόητο βάρος».
Σελ.10: «Στον
Όµηρο οφείλουµε και την όµορφη ιστορία
µε το σάβανο του Λαέρτη, που η πιστή
στον Οδυσσέα Πηνελόπη ύφαινε επί τρία
χρόνια τη µέρα και ξήλωνε τη νύχτα
προσπαθώντας να κοροϊδέψει τους µνηστήρες.
Αναρωτιέµαι αν υπάρχει συγγραφέας σε
όλη τη γη, που δεν λειτούργησε κάποια
περίοδο της ζωής του όπως η Πηνελόπη,
γράφοντας και σβήνοντας λέξεις πάνω
στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί,
επιδιώκοντας να ξεγελάσει ποιον άλλο
αν όχι τον ίδιο τον εαυτό του.»
Η τύπωση
του βιβλίου από τις εκδόσεις Νησίδες
είναι λιτή και κοµψή, όπως αρµόζει σε
τέτοιου είδους βιβλία, και το εξώφυλλο
είναι λεπτοµέρεια από έργο του 17ου
αιώνα.
Ο ∆ιονύσης Στεργιούλας, µε
πύκνωση λόγου και διεισδυτική µατιά,
δίχως να φιλολογεί ή να πατά σε
λογοτεχνικές θεωρίες ή λογοτεχνικά
ρεύµατα, καταθέτει αυτό το κατανοητό
(όχι απλοϊκό) αλλά στοχαστικό πόνηµα,
αναζητώντας την πηγή έµπνευσης σπουδαίων
λογοτεχνικών κειµένων. Θα µπορούσε
βέβαια να επεκτείνει τους λογοτεχνικούς
προβληµατισµούς του, θέτοντας, έστω
προς το τέλος, κάποιες σκέψεις-γέφυρες
και για έργα του 21ου αιώνα, για να µη
θεωρηθεί πως η λογοτεχνία τελειώνει
µε τη δύση του 20ού αιώνα. Από την άλλη,
η ενασχόληση µε λογοτέχνες που έφυγαν
από τη ζωή, πάντα κρύβει τον κίνδυνο (ή
την παρεξήγηση) µιας «µουσειακού» τύπου
µελέτης ή µιας ελιτίστικης συµπεριφοράς
εκ µέρους του εκάστοτε µελετητή, που
αδιαφορεί ή αποστασιοποιείται από
σύγχρονες τάσεις και φωνές, κάτι που
προφανώς δεν ισχύει για τον Στεργιούλα,
αφού γνωρίζω καλά πως παρακολουθεί
συστηµατικά και την τρέχουσα λογοτεχνική
παραγωγή. Γνωρίζει άλλωστε κι ο ίδιος
πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς διανοητές
της γενιάς του, πως, αυτό που τόσο αγαπά,
µοιάζει µε ποτάµι, που δεν σταµατά ποτέ
η ροή του, αφοµοιώνοντας δηµιουργικά
στην κοίτη του ολοένα και πιο φρέσκα
(όχι απαραιτήτως και ωφέλιµα) υλικά.
- Παναγιώτης Γούτας
- [Εισήγηση του Παναγιώτη Γούτα στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (14.05.2017). Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας», αρ. φύλλου 732, 23.06.2017, σ. 16-17. Με παραπλήσια μορφή δημοσιεύτηκε και στο λογοτεχνικό περιοδικό «Θευθ», τεύχος 5, σ.148-152, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.