Αποσπάσματα
[Στο
διήγημα των 3.333 λέξεων ο αφηγητής συναντά
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη έναν αιώνα μετά τον θάνατό του σε μία παραλία της
Χαλκιδικής, όπου πριν λίγο ο Σκιαθίτης
έχει αποβιβαστεί από ένα καΐκι που τον
έφερε από το νησί του. Έχει σκοπό να
συνεχίσει μόνος του, περπατώντας, για
τη μοναστική πολιτεία. Ο αφηγητής τον
καλεί να συζητήσουν σε ένα καφενείο. Το βλέμμα του σταματά
για λίγο στην κλειστή τηλεόραση. Ο
διάλογος απλώνεται σε θέματα προσωπικά, υπαρξιακά, θεολογικά, ιστορικά και
λογοτεχνικά. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλά για το
ταξίδι του στο Άγιο Όρος όταν ήταν νέος,
για τα παιδικά του χρόνια, για τον
Διονύσιο Σολωμό, για το λογοτεχνικό του
έργο, για πολλά ακόμη θέματα. Ο αφηγητής
τον ακούει προσεκτικά. Θέλει, μεταξύ
άλλων, να τον ρωτήσει για το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» –αν πρόκειται για
αληθινή ιστορία– αλλά δεν προλαβαίνει,
επειδή ο «κυρ-Αλέξανδρος» απομακρύνεται από τον χώρο μυστηριωδώς. (Πρώτη
δημοσίευση στο περ. Οδός Πανός, τχ. 120,
2003, σ. 2-10. Δεύτερη δημοσίευση στο περ.
Κουκούτσι, τχ. 4, 2011, σ. 105-113. Εκτενείς
αναφορές για το διήγημα και αποσπάσματά
του υπάρχουν στο βιβλίο του Διονύση
Στεργιούλα Ο Φραντς Κάφκα και η
Μοσχούλα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη
2017.)]
*
Είναι
αλήθεια ότι ταράχτηκα, όταν σ’ εκείνο
το έρημο ακρογιάλι της Χαλκιδικής,
μπροστά στα ερείπια του ναού του
Ποσειδώνα, είδα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
να έρχεται προς το μέρος μου βαδίζοντας
αργά και έχοντας σκυμμένο το κεφάλι.
Αρχικά σκέφτηκα ότι ίσως πρόκειται για
απλή ομοιότητα, αφού είχε περάσει σχεδόν
ένας αιώνας από την κοίμησή του στην
όμορφη Σκιάθο. Τον χαιρέτησα. Τον ρώτησα
ποιος είναι και από πού έρχεται. Είπε:
–Έρχομαι
από τη Σκιάθο. Ένα ψαροκάικο με άφησε
πριν λίγο σ’ αυτή την αμμουδιά. Αν
κοιτάξεις στη θάλασσα, θα το δεις να
απομακρύνεται. Ακολουθώντας τον αιγιαλό,
σε δύο μέρες θα φτάσω στο Άγιον Όρος.
Την τρίτη μέρα θα βρίσκομαι στη Σκήτη
Καυσοκαλυβίων. Θα μπω στη σπηλιά του
αγίου Μαξίμου και θα καθήσω στο ξύλινο
κρεβάτι να ξεκουραστώ. Εκεί θα αναλογιστώ
όσα πέρασαν και θα αποφασίσω για τη
συνέχεια. Το ίδιο έκανα, όταν είχα
επισκεφθεί πρώτη φορά το Όρος σε ηλικία
εικοσιενός ετών.
Με
κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό, σαν να
εξέταζε τις μύχιες σκέψεις μου. Ένιωσα
μία περίεργη ανασφάλεια. Υποχώρησα ένα
βήμα, σαν να φοβόμουν την αλήθεια που
διάβαζε μέσα μου. Για να καλύψω την
αμηχανία που με είχε καταλάβει, του
μίλησα έτσι:
–Θα
είσαι κουρασμένος από το ταξίδι. Σ’
εκείνο το παλιό κτίσμα, ανάμεσα στη
γέρικη ελιά και το κύμα, στεγάζεται ένα
καφενείο. Έλα, αν θέλεις, να πιούμε κάτι
και να κουβεντιάσουμε.
Έδειχνε
ότι τον απασχολούν μυστηριώδεις σκέψεις,
αλλά παρέμενε ήρεμος. Μίλησε χαμηλόφωνα:
–Πήγαινε
εσύ, θα έρθω σε λίγο.
Τη
στιγμή που έμπαινα στο καφενείο, τον
είδα να κατευθύνεται στα ερείπια του
αρχαίου ναού. Το κατάστημα ήταν σχεδόν
άδειο. Μόνο μία παρέα ψαράδων και ο
μεσήλικας καφετζής βρίσκονταν εδώ. Για
μια στιγμή αμφέβαλα για την ειλικρίνειά
του. Σκέφτηκα ότι δεν θα έρθει. Αμέσως
θυμήθηκα τον ηλικιωμένο μοναχό στο
διήγημα Η χήρα του νεομάρτυρος, που
αποδέχτηκε μία ανάλογη πρόσκληση. Δε
γελάστηκα. Μπήκε στο καφενείο με την
άνεση του θαμώνα, κάθισε απέναντί μου
και άρχισε να μου μιλά:
–Τίποτα
δεν άλλαξε από τότε. Ποτέ δεν αλλάζει
τίποτα. Ούτ’ εμείς αλλάζουμε. Μένουμε
ίδιοι. Ο χρόνος μάς τιμωρεί και μας
ταπεινώνει, επειδή δεν αλλάζουμε. Μας
γεμίζει ρυτίδες. Κατά βάθος όμως εκείνος
ταπεινώνεται από τη διάρκεια της
παρουσίας μας.
Με
κοίταξε και συνέχισε:
–Μόνο
η ομοιογένεια της θάλασσας μας κάνει
μέλη του ίδιου σώματος. Άλλος ψαρεύει
σ’ αυτή, άλλος κολυμπά, άλλος ταξιδεύει,
πρόκειται όμως για την ίδια θάλασσα. Η
θάλασσα μας δίνει τα φτερά που χρειαζόμαστε,
ώστε να βγούμε από την κατάσταση ύπνου,
που την ονομάζουμε ζωή.
Τον
άκουγα προσεκτικά, αλλά χωρίς να κατανοώ
ό,τι έλεγε. Τον κοίταζα απορημένος.
Ζήτησε από τον καφετζή να του βράσει
φασκόμηλο. Όταν το έφερε στα χείλη του,
το πρόσωπό του έλαμψε. Φάνηκε να
απολαμβάνει το υγιεινό ρόφημα με το
πρασινωπό χρώμα και τη χαρακτηριστική
γεύση. Εισέπνευσε βαθιά. Κοίταξε τις
εικόνες που κρέμονταν στους τοίχους:
διαφημίσεις διαφόρων προϊόντων, μία
ελαιογραφία με βάρκες και ένα αντίγραφο
έργου του Σαλβαδόρ Νταλί σε χαρτί. Το
βλέμμα του στάθηκε στην κλειστή τηλεόραση.
Βρήκα την ευκαιρία να του μιλήσω:
–Από
τότε πολλά άλλαξαν. Μα εσύ… πώς; Τι
συνέβη;
Με
το δεξί του χέρι μού έκανε νεύμα να
σταματήσω. Είπε, με κάποια αδιόρατη
θλίψη στο πρόσωπό του:
–Από
τότε τίποτα δεν άλλαξε. Οι ίδιες φωνές
μιλούν μέσα μας. Η θάλασσα έχει το ίδιο
χρώμα. Είναι λυπηρό να…
Ένας
ξαφνικός θόρυβος, που ακούστηκε από τον
δρόμο, δεν μου επέτρεψε να διακρίνω τα
λόγια του.
[...]
Ήθελα
να του μιλήσω, αλλά είχα τόσα να πω, που
δεν έβγαινε λέξη. Τον κοίταξα διερευνητικά,
σαν να μην πίστευα ότι βρίσκεται μπροστά
μου:
–Πεθαίνω
κάθε μέρα κυρ-Αλέξανδρε. Είναι ένας
δρόμος που όλο στενεύει. Μικραίνουν οι
μέρες και ο ήλιος ξεθωριάζει. Νιώθω ότι
ταξιδεύω και δε φτάνω πουθενά. Δεν ξέρω
αν βρίσκομαι πιο κοντά στον προορισμό
ή στο σημείο εκκίνησης. Θέλω να πάρω τον
δρόμο της επιστροφής και να μην κάνω
κύκλους γύρω από το τίποτα, όπως ο Έρωντας
πάνω στο χιόνι. Ψάχνω για απαντήσεις,
μα συναντώ αδιέξοδο. Έπεσε γύρω μου
πυκνή ομίχλη.
Άκουγε
προσεκτικά. Στο πρόσωπό του είχε απλωθεί
μία άφατη γλυκύτητα. Χωρίς να είμαι
σίγουρος, νομίζω πως τον άκουσα να
μουρμουρίζει ένα γνωστό τροπάριο της
άνοιξης. Συνέχισα να του μιλώ:
–Βέβαια,
δεν είναι πάντα έτσι. Κάποιες στιγμές,
όταν, κουρασμένος από τη μελέτη ή την
εργασία μου, κλείνω τα μάτια, νιώθω μία
αόρατη, ζεστή αγκαλιά να με κρατά, όπως
όταν ήμουν βρέφος. Άλλες στιγμές
ονειρεύομαι συζητήσεις με ανθρώπους
που έφυγαν, που ανήκουν στο παρελθόν.
–Δεν
υπάρχει παρελθόν, είπε. Έκανα πρώτη φορά
αυτή τη σκέψη, όταν έφηβος διάβαζα Όμηρο,
ταξιδεύοντας μαζί με τον Οδυσσέα σε
άγνωστες θάλασσες και σε παράξενα νησιά.
Αν έχεις διαβάσει προσεκτικά ό,τι έγραψα,
θα το έχεις συμπεράνει αυτό. Δεν μπορώ
να κρύβω, να κρατώ στο σκοτάδι, ό,τι
αγαπώ. Εκτός από τον Θεό μου, δεν αγάπησα
τίποτα, όσο αγάπησα τις λέξεις. Λειμώνες
με άνθη και υπόγεια βλάστηση ήταν για
μένα τα βιβλία των αρχαίων συγγραφέων.
Ο Όμηρος, ένα θαλασσινό ταξίδι. Η
λειτουργία του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, ένας ατέλειωτος ρεμβασμός,
όσο και πόνος. Όταν ήμουν παιδί, έτρεχα
ώρες μέσα στους ελαιώνες παίζοντας με
τα άλλα παιδιά. Κάποτε κουραζόμουν και
ξάπλωνα στη ρίζα μίας ελιάς ή σ’ έναν
κεκλιμένο βράχο. Αργότερα, όταν ζούσα
στην Αθήνα, κάθε φορά που άνοιγα ένα
αγαπημένο βιβλίο, ένιωθα ότι περιπλανιέμαι
στους ελαιώνες και στα λιβάδια των
παιδικών μου χρόνων. Οι λέξεις, όπως τ’
αγριολούλουδα και τα βότανα των αγρών,
έχουν το δικό τους άρωμα. Και έχει, η
κάθε μία, τη δική της μουσική. Άκουγα
τον πατέρα μου, που ήταν ιερέας, να μου
μιλά για θαύματα και σημεία, για τους
συμβολισμούς των ιερών σκευών, για το
σώμα που λέγεται εκκλησία, του οποίου
εμείς αποτελούμε μέλη. Όλα αυτά τα
καταλάβαινα κάπως, αλλά για μένα εκκλησία
ήταν οι λέξεις που άκουγα τη Μεγάλη
Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα, τα
λουλούδια του επιταφίου, τα τροπάρια
των Χριστουγέννων, τα ιερά βιβλία που
με κάθε ευκαιρία διάβαζα. Για μένα
εκκλησία ήταν οι αγιογραφίες στα ξωκλήσια
του νησιού μου, η βυζαντινή μουσική, το
λευκό χρώμα των ναών.
–Και
ο έρωτας κυρ-Αλέξανδρε; Η άνοιξη; Το έαρ
που ανατέλλει μέσα μας απρόσμενα; Το
αναπάντεχο σκίρτημα όταν νομίζουμε ότι
όλα ελέγχονται από τη λογική;
Ένα
απροσδιόριστο –σχεδόν ειρωνικό–
χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Τότε του είπα:
–Και
ο θάνατος;
–Αν
σου έλεγα ότι ο θάνατος είναι μέρος της
ψευδαίσθησης που ονομάζουμε ζωή, θα
ήταν μία εύκολη απάντηση. Όμως, το θνητό
μέρος προϋποθέτει και ένα αθάνατο
στοιχείο μέσα μας.
[...]
Δεν
ήξερα τι να πω και τον άφησα να συνεχίσει.
–Από
μικρό παιδί, όταν κοίταζα τη θάλασσα,
αισθανόμουν ελεύθερος. Ελευθερία ένιωθα
και στα βουνά. Εκείνο όμως που έζησα
κατά την ολιγόμηνη παραμονή μου στο
Άγιον Όρος, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο
του 1872, ήταν κάτι μοναδικό. Μία φωνή με
καλούσε να μείνω εκεί για πάντα.
Παρατηρούσα με τις ώρες τις ζωγραφιές
του Πανσέληνου, του Θεοφάνη και των
ανώνυμων αγιογράφων. Είδα εικόνες που
διηγούνταν ιστορίες χωρίς τέλος. Άκουγα
τους μοναχούς να ψάλλουν και μαζί τους
έψαλλαν οι κεκοιμημένοι γέροντές τους.
Όταν ήμουν νέος, δεν έβλεπα το δέντρο,
αλλά τους χυμούς που κυλούσαν μέσα του.
Δεν έβλεπα τα βουνά, αλλά τα ερεβώδη
σπήλαια εντός τους. Πίσω από τα μάτια
των συνομιλητών μου έβλεπα τα συναισθήματά
τους. Μέχρι που κουράστηκα και ένιωσα
τυφλός. Μόνο όταν ένιωσα τυφλός, είδα
το φως που διασπά τα διλήμματα και
διαπερνά την ύλη. Μόνο τότε μπόρεσα να
καταλάβω τα ακατανόητα πιο πριν για
μένα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά. Μία φλόγα καίει στην καρδιά
εκείνων που ζουν χωρίς επανάπαυση, μία
λάβρα.
Ξαφνικά
γύρισε το κεφάλι του προς την είσοδο.
Κοίταξα κι εγώ. Είδα τον Διονύσιο Σολωμό
να μπαίνει στο καφενείο και να στέκεται
για μία στιγμή ακίνητος στο κέντρο του
χώρου, κάτω από το φωτιστικό της οροφής,
σαν να έψαχνε κάποιον ή κάτι. Αντάλλαξαν
μεταξύ τους ένα σχεδόν συνωμοτικό
βλέμμα, που ισοδυναμούσε με χιλιάδες
λέξεις. Μου φάνηκε ότι αυτό το βλέμμα
συνοδευόταν από μία αδιόρατη κίνηση
του κεφαλιού και των δύο, από ένα υπαρκτό
και συνάμα ανύπαρκτο νεύμα. Ο ποιητής
κοίταξε τον πεζογράφο, σαν να κοίταζε
ένα οικείο πρόσωπο. Χωρίς να πει ούτε
μία λέξη, έφυγε το ίδιο αθόρυβα, όπως
όταν είχε έρθει.
[...]
Τώρα
περιεργαζόμουν με μεγαλύτερη προσοχή
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Θα μπορούσε
κανείς να τον περάσει για ιερωμένο.
Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρα παπούτσια.
Κι όμως, σε μία στιγμή νόμισα ότι τον
είδα ντυμένο στα λευκά. Έτριψα τα μάτια
μου και διαπίστωσα ότι είχα κάνει λάθος.
Για λίγο χάθηκα στους συλλογισμούς μου.
Βυθίστηκα σε σκέψεις παράξενες και
άφησα τη φαντασία να με παρασύρει μακριά.
Μέσα σε δευτερόλεπτα πέρασαν από το
μυαλό μου εικόνες απείρου κάλλους,
σκηνές στις οποίες ήμουν πρωταγωνιστής
και άλλες με τοπία γεμάτα διάφανο λευκό
φως. Δεν μπόρεσα να αφεθώ περισσότερο,
επειδή το φως άρχισε σιγά σιγά να χάνει
τη λευκότητα και την ομορφιά του και να
αντικαθίσταται από ένα φως αλλιώτικο,
με απόχρωση κόκκινη, ένα φως που με
τρόμαξε και με έκανε να ξυπνήσω από τη
σύντομη νάρκη. Αυτό, το δεύτερο φως,
έκανε την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα,
σαν να ήταν έτοιμη να σπάσει, όπως όταν
βλέπουμε ένα κακό όνειρο ή όταν κάποιος
ή κάτι μας ξυπνά απότομα από τον γλυκό
ύπνο. Πέρασαν μερικές στιγμές, ώσπου να
συνέλθω.
Κοίταξα
προς τον γέροντα. Η θέση του ήταν άδεια.
Έριξα μία βιαστική ματιά στο εσωτερικό
του καφενείου. Μόλις διαπίστωσα ότι
έλειπε, έτρεξα έξω και κοίταξα προς όλες
τις κατευθύνσεις ως τον ορίζοντα. Ήθελα
να τον ρωτήσω κάτι ακόμη: είχε στ’
αλήθεια κρατήσει στα χέρια του το γυμνό
κορμί της Μοσχούλας, όταν ήταν
δεκαοκτώ ετών; Η ανάμνηση του κορμιού
ενός κοριτσιού ήταν πραγματικά ο λόγος
που δεν έγινε μοναχός τότε, το καλοκαίρι
του 1872; Είχε γράψει για εκείνη τη
συνάντηση: «Ήτον απόλαυσις όνειρον,
θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί ως πέντε
οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’
έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα
τα νώτα της προς το μέρος μου. Έβλεπα
την αμαυράν και όμως χρυσίζουσα αμυδρώς
κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον,
τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους
βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα,
μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της
σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την
ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας,
τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός,
βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το
στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς,
προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας
τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον
άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον,
όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον
νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει
ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…».
Παρόλο
που ο ήλιος μεσουρανούσε και τίποτα δεν
εμπόδιζε το βλέμμα να εξερευνήσει την
ακτή σε μήκος εκατοντάδων μέτρων, εκείνος
δεν φαινόταν πουθενά, σαν να είχε χαθεί
από προσώπου γης. Μόνο τότε μπόρεσα να
ψιθυρίσω:
–Ποιος
είμαι, κύριε Παπαδιαμάντη;
Διονύσης Στεργιούλας
Έργο του αγιογράφου Κωνσταντίνου Σαμοΐλη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.