[Κριτική του Κωνσταντίνου Μπούρα για το βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2017]
Ο
συλλέκτης κι «επαρκής αναγνώστης»
Διονύσης Στεργιούλας, ερευνητής του
έργου αλλά και του βίου λογοτεχνών
πρώτου βεληνεκούς (αλλά και όχι μόνον),
υπερβαίνει τα εσκαμμένα και προσκρούει
συχνά σε ταμπού σχετικά με τα όρια της
λογοτεχνικής κριτικής. Σύμφωνα με τις
επικρατούσες θεωρίες της Λογοτεχνίας
στη μεταμοντέρνα εποχή μας, το κείμενο
είναι μια ανεξάρτητη, αυτοτελής κι
αυθύπαρκτη οντότητα, που δεν έχει και
δεν πρέπει να έχει κάποια σχέση με τον
βίο και την πολιτεία του δημιουργού
του, που από το θεϊκό ύψος της
προφητικής-μαντικής αυθεντίας του
υποβιβάζεται σε τεχνίτη και του
αμφισβητείται το όποιο ταλέντο. Όλα
είναι δουλειά και μόνο δουλειά. Ούτε
καν η τύχη δεν παίζει κάποιο ρόλο, όσο
κι αν όλοι γνωρίζουμε τον ρόλο που παίζει
το διεθνές σταρ σίστεμ στον χώρο του
βιβλίου. Για
αναγνώστες-σκηνοθέτες-μεταφραστές-διασκευαστές-δραματουργούς-σεναριογράφους,
το τυπωμένο ή ηλεκτρονικό κείμενο είναι
απλώς ένα σώμα πάνω στο οποίο μπορούν
να ασελγήσουν οι πάντες άνευ όρων και
ορίων, σαν να πρόκειται για είδος κοινής,
κοινοτάτης χρήσεως. Επομένως δεν τίθεται
θέμα σεβασμού, προσοχής ή επιμέλειας
στο πλησίασμα του όποιου συγγραφικού
έργου, αφού –στις μέρες μας– αυτό
ολοκληρώνεται στον εγκέφαλο του
συνδημιουργού αναγνώστη ή του αυτόχρημα
συνδημιουργού καλλιτέχνη-ερμηνευτή
του. Αυτό ισχύει βεβαίως και για τα
παλαιότερα λογοτεχνικά μνημεία (κλασικά,
νεοκλασικά, ρομαντικά, σουρεαλιστικά
ή ρεαλιστικά-νατουραλιστικά, για να μην
αναφέρουμε όλα τα κινήματα που λήγουν
σε –ισμός και κατέκλυσαν το λογοτεχνικό
τοπίο ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του
εικοστού αιώνα)…
Αυτή η μεταμοντέρνα επιλεκτική-συνθετική τάση φαίνεται ότι έχει περάσει και στον αυστηρό μέχρι πρότινος χώρο του δοκιμίου-κριτικής. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς ένας βαθύς γνώστης της Λογοτεχνίας του καιρού μας (αλλά και της παλαιότερης) επιδίδεται σε ένα ψηφιδωτό συμπίλημα-αμάλγαμα, που βασίζεται πάνω στον χαλαρό ελεύθερο συνειρμό κι αναζητά λύσεις σε ερωτήματα και προβλήματα που δεν τίθενται καν για έναν σύγχρονο αναγνώστη, όπως π.χ. εάν η φεγγαρόλουστη και φεγγαρολουσμένη πολύφερνος παρθένα Μοσχούλα εξέθεσε τα γυμνά κάλλη της αν όχι σε κοινή θέα τουλάχιστον στα όμματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μετέπλασε ενδεχομένως αυτή του την εμπειρία σε αθάνατο λογοτεχνικό έργο. Μα από πού κι ως πού οι ντροπαλές παρθένες εκθέτουν τα πανάκριβα κάλλη και την τιμή τους σε ξένα όμματα; Ούτε καν στη σύγχρονη Μύκονο εν ώρα αιχμής δεν θα ήταν λογικώς αναμενόμενον αυτό (προσέξτε: διά παρθένας πάντα ομιλώμεν!...).
Όμως καιρός να αφήσω τους φτηνούς και φτενούς αστεϊσμούς που δεν αντέχουν σε σοβαρή δεύτερη ανάγνωση κι ας επανέλθω στην ουσία του προβλήματος: μας ενδιαφέρει άραγε και σε ποιο βαθμό αν η θέα ενός γυμνού κοριτσιού απέτρεψε ίσως τον Σκιαθίτη από τον μοναστικό βίο και στάθηκε η «προσλαμβάνουσα εικόνα» γι’ αυτή του τη ρομαντική σύλληψη που υπακούει σε όλα τα κλισέ, τα στερεότυπα και τις αισθητικές ανάγκες της εποχής του; Θα μας ενδιέφερε ίσως εάν το είχε ομολογήσει εγγράφως ο ίδιος ο συγγραφέας, ή εάν είχε διασωθεί κάποια αλληλογραφία του με την ωραία κόρη, το φωτεινό αντικείμενο του πόθου του. Όμως με εικασίες και διακειμενικά άλματα ασφαλή συμπεράσματα δεν δύνανται να εξαχθούν. Βεβαίως όμως, στα πλαίσια του μεταμοντέρνου πνευματικού μας περιγύρου αυτή και μόνον η απόπειρα (όσον απεγνωσμένη κι ανερμάτιστος κι αν θεωρηθεί) είναι μια απολύτως νόμιμη συνδημιουργική ανάγνωση από έναν επαρκή μελετητή και προσδίδει μια άλλη χάρη στο πρωτογενές δημιούργημα, ακόμα κι αισθητικήν ηδονήν επιδαψιλεύει εις τον επίδοξον αναγνώστην αυτού του σεμνού πονήματος.
Γιατί ο Διονύσης Στεργιούλας είναι σεμνός και ταπεινός, ολιγογράφος και γνώστης των λογοτεχνικών μας πραγμάτων όσο λίγοι άλλοι που ενδύονται τον μανδύα του σοβαροφανούς... πάπα.
Ας δούμε λοιπόν αυτό του το κείμενο ως ποιητικό δημιούργημα της τιθασευμένης πλην όμως αχαλινώτου φαντασίας του κι ας το απολαύσουμε ως τούτο αντέχει: τουτέστιν κυριολεκτικώς. Γιατί βεβαίως κριτική δοκιμιακού λόγου γίνεται, κριτική της κριτικής σπανίως, αφού προσκρούομεν επί τειχών διϋποκειμενικότητος σφοδράς και λυμφατικής συνάμα…
Το χάρηκα αυτό το πυκνό ολιγοσέλιδο κείμενο για τα νοητικά του άλματα, τη λογική αυθαιρεσία και την ποιητικότητά του. Θα προτιμούσα βέβαια να έφτανε στα χέρια μου σε αριθμημένο συλλεκτικό χειρόγραφο και τότε θα έβλεπα την αξία του να αυξάνει κατακορύφως.
Ένα τρίμμα διαμαντιού σε κοινή θέα κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της τυπωμένης και προφορικής λογοτεχνικότητάς μας. Προσοχή μόνον μην το προσπεράσετε! Αφού εσείς και μόνον εσείς θα χάσετε. Η ελευθερία που παίρνει κι επιφυλάσσει για τον εαυτό του ο Διονύσης Στεργιούλας να αλώνει τις προκατασκευασμένες δομές της δοκιμιακής γραφής είναι ένα ακόμα αξιοσημείωτο και σαγηνευτικό «σημείον των καιρών».
Αυτή η μεταμοντέρνα επιλεκτική-συνθετική τάση φαίνεται ότι έχει περάσει και στον αυστηρό μέχρι πρότινος χώρο του δοκιμίου-κριτικής. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς ένας βαθύς γνώστης της Λογοτεχνίας του καιρού μας (αλλά και της παλαιότερης) επιδίδεται σε ένα ψηφιδωτό συμπίλημα-αμάλγαμα, που βασίζεται πάνω στον χαλαρό ελεύθερο συνειρμό κι αναζητά λύσεις σε ερωτήματα και προβλήματα που δεν τίθενται καν για έναν σύγχρονο αναγνώστη, όπως π.χ. εάν η φεγγαρόλουστη και φεγγαρολουσμένη πολύφερνος παρθένα Μοσχούλα εξέθεσε τα γυμνά κάλλη της αν όχι σε κοινή θέα τουλάχιστον στα όμματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μετέπλασε ενδεχομένως αυτή του την εμπειρία σε αθάνατο λογοτεχνικό έργο. Μα από πού κι ως πού οι ντροπαλές παρθένες εκθέτουν τα πανάκριβα κάλλη και την τιμή τους σε ξένα όμματα; Ούτε καν στη σύγχρονη Μύκονο εν ώρα αιχμής δεν θα ήταν λογικώς αναμενόμενον αυτό (προσέξτε: διά παρθένας πάντα ομιλώμεν!...).
Όμως καιρός να αφήσω τους φτηνούς και φτενούς αστεϊσμούς που δεν αντέχουν σε σοβαρή δεύτερη ανάγνωση κι ας επανέλθω στην ουσία του προβλήματος: μας ενδιαφέρει άραγε και σε ποιο βαθμό αν η θέα ενός γυμνού κοριτσιού απέτρεψε ίσως τον Σκιαθίτη από τον μοναστικό βίο και στάθηκε η «προσλαμβάνουσα εικόνα» γι’ αυτή του τη ρομαντική σύλληψη που υπακούει σε όλα τα κλισέ, τα στερεότυπα και τις αισθητικές ανάγκες της εποχής του; Θα μας ενδιέφερε ίσως εάν το είχε ομολογήσει εγγράφως ο ίδιος ο συγγραφέας, ή εάν είχε διασωθεί κάποια αλληλογραφία του με την ωραία κόρη, το φωτεινό αντικείμενο του πόθου του. Όμως με εικασίες και διακειμενικά άλματα ασφαλή συμπεράσματα δεν δύνανται να εξαχθούν. Βεβαίως όμως, στα πλαίσια του μεταμοντέρνου πνευματικού μας περιγύρου αυτή και μόνον η απόπειρα (όσον απεγνωσμένη κι ανερμάτιστος κι αν θεωρηθεί) είναι μια απολύτως νόμιμη συνδημιουργική ανάγνωση από έναν επαρκή μελετητή και προσδίδει μια άλλη χάρη στο πρωτογενές δημιούργημα, ακόμα κι αισθητικήν ηδονήν επιδαψιλεύει εις τον επίδοξον αναγνώστην αυτού του σεμνού πονήματος.
Γιατί ο Διονύσης Στεργιούλας είναι σεμνός και ταπεινός, ολιγογράφος και γνώστης των λογοτεχνικών μας πραγμάτων όσο λίγοι άλλοι που ενδύονται τον μανδύα του σοβαροφανούς... πάπα.
Ας δούμε λοιπόν αυτό του το κείμενο ως ποιητικό δημιούργημα της τιθασευμένης πλην όμως αχαλινώτου φαντασίας του κι ας το απολαύσουμε ως τούτο αντέχει: τουτέστιν κυριολεκτικώς. Γιατί βεβαίως κριτική δοκιμιακού λόγου γίνεται, κριτική της κριτικής σπανίως, αφού προσκρούομεν επί τειχών διϋποκειμενικότητος σφοδράς και λυμφατικής συνάμα…
Το χάρηκα αυτό το πυκνό ολιγοσέλιδο κείμενο για τα νοητικά του άλματα, τη λογική αυθαιρεσία και την ποιητικότητά του. Θα προτιμούσα βέβαια να έφτανε στα χέρια μου σε αριθμημένο συλλεκτικό χειρόγραφο και τότε θα έβλεπα την αξία του να αυξάνει κατακορύφως.
Ένα τρίμμα διαμαντιού σε κοινή θέα κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της τυπωμένης και προφορικής λογοτεχνικότητάς μας. Προσοχή μόνον μην το προσπεράσετε! Αφού εσείς και μόνον εσείς θα χάσετε. Η ελευθερία που παίρνει κι επιφυλάσσει για τον εαυτό του ο Διονύσης Στεργιούλας να αλώνει τις προκατασκευασμένες δομές της δοκιμιακής γραφής είναι ένα ακόμα αξιοσημείωτο και σαγηνευτικό «σημείον των καιρών».
Κωνσταντίνος Μπούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.