Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981) υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές του κύκλου του λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Η συλλογή Κεφάλια στη σειρά τυπώθηκε σε πεντακόσια αντίτυπα τον Νοέμβριο του 1934, με επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, στο τυπογραφείο του Ν. Νικολαΐδη. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στη μητέρα του: «Το πρώτο μου βιβλίο / στη μάννα μου». Επόμενο βιβλίο του η συλλογή εννέα διηγημάτων Η ηρωική περιπέτεια (1938), σε εξακόσια αντίτυπα, από το ίδιο τυπογραφείο. Τα Κεφάλια στη σειρά επανεκδόθηκαν το 1971 από τις εκδόσεις Γαλαξία.
Οι κεντρικοί ήρωες των διηγημάτων είναι τις περισσότερες φορές μοναχικοί νέοι άντρες, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τους καθιστά ξεχωριστούς. Εργάζονται συνήθως ως υπάλληλοι γραφείου ή είναι δικηγόροι και μπορεί να έχουν ταξιδέψει σε άλλες χώρες ή απλώς να τις ονειρεύονται με τη φαντασία τους. Μπορεί ακόμη να εμπλέκονται με διάφορους τρόπους με θέματα της γραφής, των βιβλίων, της τέχνης και να προσπαθούν να πείσουν τους άλλους ή τον εαυτό τους ότι είναι συγγραφείς. Ο γενικώς αδιάφορος βίος τους δίνει λογοτεχνικό ενδιαφέρον στις πιο ασήμαντες διαφοροποιήσεις της αναμενόμενης καθημερινότητάς τους. Η εργασία του συγγραφέα εκείνη την περίοδο σε τράπεζα και η ηλικία του όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο προκαλούν αυθόρμητα στον αναγνώστη τη σκέψη ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα διηγήματα έχουν βιωματικό ή αυτοβιογραφικό υπόβαθρο.
Στο πρώτο διήγημα, που είναι ομότιτλο με τη συλλογή, ένας υπάλληλος γραφείου αγοράζει από το βιβλιοπωλείο το βιβλίο Κεφάλια στη σειρά, επειδή το είδε στη βιτρίνα και του προκάλεσαν εντύπωση αρχικά το χρώμα του εξωφύλλου και στη συνέχεια ο τίτλος. Ύστερα από μερικά λεπτά τον χτυπά ένα αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο διαβάζει τις εφημερίδες που αναφέρονται στην περιπέτειά του και διαπιστώνει ότι, εξαιτίας του περιεχομένου του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια του, οι δημοσιογράφοι έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν σοφό, που ασχολείται με τις διάφορες θρησκείες «και τόσο απορροφημένο σ' αυτά τα ζητήματα, ώστε να ξεχνιέται και να τσακίζεται στους δρόμους». Ο ρόλος αυτός του αρέσει και, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δοκιμάζει να δημοσιεύσει σε εφημερίδα τις απόψεις του. Παραδόξως πείθει και τους πλέον ειδικούς, με αποτέλεσμα ένας θεολόγος, μέλος της Ακαδημίας, να τον καλέσει σε μια συνάντηση με θέμα τον Καλβίνο. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου του ρόλου, αλλά είναι πλέον δύσκολη και η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.
Στο διήγημα «Συμβολή στο Ναυτικό Δίκαιο» ο αφηγητής παρακολουθεί την αυτοκαταστροφική πορεία ενός δικηγόρου, γόνου πλούσιας και ευυπόληπτης οικογένειας της Αθήνας. Στον «Άγνωστο» ο 45χρονος Πέτρος Μυριάνθης προσπαθεί να μαντέψει τί κρύβεται πίσω από την παράξενη και αινιγματική μορφή ενός γείτονά του. Κάνει διάφορες εικασίες, ώσπου πληροφορείται από τον ίδιο ότι εργάζεται ως μοντέλο ενός γλύπτη που φτιάχνει το «πνεύμα του πολέμου». Στο διήγημα «Τρία κορίτσια σε μια μικρή πόλη» ένας συλλέκτης γραμματοσήμων, που σπούδασε νομικά στο Παρίσι και ζει στην Αθήνα, επισκέπτεται μια μικρή πόλη με απώτερο στόχο να αποκτήσει μερικές σπάνιες κεφαλές Ερμή της παρισινής έκδοσης του 1861. Στον «Κλέφτη» παρακολουθούμε τις σκέψεις του ήρωα για έναν άνθρωπο που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Στο πολύ ενδιαφέρον διήγημα «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» περιγράφονται οι περιπέτειες ενός νέου που έχει αποφασίσει να τυπώσει σε βιβλίο τα ποιήματά του. Στα «Χρονικά του Ψελλού, τόμος τρίτος», που είναι το εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, ο Κυριάκος Γραφέος, ένας ηλικιωμένος ποιητής και παλαιοπώλης, αποφασίζει να εκδώσει περιοδικό με τίτλο Νέα Επιθεώρηση Τέχνης και Γραμμάτων και προσλαμβάνει ως βοηθό του έναν νέο ποιητή. Στο διήγημα «Ταξίδι στα Κύθηρα» ο συγγραφέας ανατέμνει μια συζυγική απιστία εστιάζοντας στον χαρακτήρα και στον γάμο ενός άντρα, ο οποίος «σπατάλησε διάφορα ιδανικά για να εξασφαλίσει συγκεκριμένα αποτελέσματα». Ο άντρας αυτός κάνει με ευκολία υποχωρήσεις, προκειμένου να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή και να μην πληγεί «το γνωστό στην κοινωνία εγώ του». Οι «Πράσινες σκιές», στο ομώνυμο διήγημα, είναι ο τίτλος του γυναικείου πορτρέτου ενός ζωγράφου που αυτοκτόνησε. Ένα ονειρικό ταξίδι με υπερωκεάνιο περιγράφεται στο διήγημα «Το δόντι του Βούδδα», που αποτελεί ύμνο στις έννοιες της περιπέτειας και της ατέρμονης, μη εστιασμένης αναζήτησης. Μερικά σημεία του διηγήματος μας φέρνουν στον νου το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Στροφές στροφάλων», που άρχισε να γράφεται το 1935 και που επίσης αναφέρεται σε ένα φανταστικό υπερωκεάνιο. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το διήγημα «Η ανωμαλία». Ο νεαρός υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρείας φορά τα καινούρια του ρούχα και επισκέπτεται το θέατρο του Λευκού Πύργου. Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος η ξεχωριστή βραδιά μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Αν και πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Γιαννόπουλου, η γραφή του είναι ώριμη, οι διατυπώσεις αφαιρετικές και το αποτέλεσμα πρωτότυπο και ισορροπημένο. Η κριτική στάση προς τον μικροαστικό κοινωνικό περίγυρό του και προς ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ήσυχη (οικογενειακή) ζωή» υποδηλώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά πλήρως διαβρωτικό, χωρίς να κατακρίνει, να ηθικολογεί ή να θεωρητικολογεί. Τα συμπεράσματα προκύπτουν και δεν υποβάλλονται. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι του «μέσου όρου», αρμονικά ενταγμένοι στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η εστίαση όμως στη ζωή, τις πράξεις και τις σκέψεις τους αποκαλύπτει είτε ενοχές, φόβους και βαθιές ανασφάλειες είτε τις σχεδόν κωμικές πλευρές τους, που σχετίζονται με μικροπρέπειες και με τις στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανέλιξης που έχουν υιοθετήσει. Το διεισδυτικό βλέμμα του και η αναλυτική παρατήρηση σταματούν λίγο πριν μετατραπούν σε σάτιρα ή σε σαρκασμό. Οι στιχομυθίες μεταξύ των προσώπων είναι εξαιρετικά σύντομες. Μεγάλο μέρος των διηγημάτων περιλαμβάνει σκέψεις των ομιλητών και εμβόλιμες στους διαλόγους παρεμβάσεις του αφηγητή. Εκτός από αυτά που λέγονται με λόγια, «ακούμε» και τις δεύτερες σκέψεις και τις κρυφές σκοπιμότητες των διαφόρων προσώπων. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι ιστορίες αφορά την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων πραγματολογικών στοιχείων και άλλων σχετικών αναφορών, και ταυτόχρονα η ποιοτική γραφή τους και η περιγραφή διαχρονικών ανθρώπινων στάσεων και συμπεριφορών, καθιστούν το περιεχόμενο των διηγημάτων επίκαιρο, όποια εποχή και αν διαβαστούν.
Διονύσης Στεργιούλας
[περ.
Καρυοθραύστις,
τχ. 16/17, Ιούνιος 2024, σ. 73-77]