Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Για τη συλλογή διηγημάτων του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου «Κεφάλια στη σειρά» (Θεσσαλονίκη, 1934)

Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981) υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές του κύκλου του λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Η συλλογή Κεφάλια στη σειρά τυπώθηκε σε πεντακόσια αντίτυπα τον Νοέμβριο του 1934, με επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, στο τυπογραφείο του Ν. Νικολαδη. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στη μητέρα του: «Το πρώτο μου βιβλίο / στη μάννα μου». Επόμενο βιβλίο του η συλλογή εννέα διηγημάτων Η ηρωική περιπέτεια (1938), σε εξακόσια αντίτυπα, από το ίδιο τυπογραφείο. Τα Κεφάλια στη σειρά επανεκδόθηκαν το 1971 από τις εκδόσεις Γαλαξία.

 


Οι κεντρικοί ήρωες των διηγημάτων είναι τις περισσότερες φορές μοναχικοί νέοι άντρες, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τους καθιστά ξεχωριστούς. Εργάζονται συνήθως ως υπάλληλοι γραφείου ή είναι δικηγόροι και μπορεί να έχουν ταξιδέψει σε άλλες χώρες ή απλώς να τις ονειρεύονται με τη φαντασία τους. Μπορεί ακόμη να εμπλέκονται με διάφορους τρόπους με θέματα της γραφής, των βιβλίων, της τέχνης και να προσπαθούν να πείσουν τους άλλους ή τον εαυτό τους ότι είναι συγγραφείς. Ο γενικώς αδιάφορος βίος τους δίνει λογοτεχνικό ενδιαφέρον στις πιο ασήμαντες διαφοροποιήσεις της αναμενόμενης καθημερινότητάς τους. Η εργασία του συγγραφέα εκείνη την περίοδο σε τράπεζα και η ηλικία του όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο προκαλούν αυθόρμητα στον αναγνώστη τη σκέψη ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα διηγήματα έχουν βιωματικό ή αυτοβιογραφικό υπόβαθρο.

Στο πρώτο διήγημα, που είναι ομότιτλο με τη συλλογή, ένας υπάλληλος γραφείου αγοράζει από το βιβλιοπωλείο το βιβλίο Κεφάλια στη σειρά, επειδή το είδε στη βιτρίνα και του προκάλεσαν εντύπωση αρχικά το χρώμα του εξωφύλλου και στη συνέχεια ο τίτλος. Ύστερα από μερικά λεπτά τον χτυπά ένα αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο διαβάζει τις εφημερίδες που αναφέρονται στην περιπέτειά του και διαπιστώνει ότι, εξαιτίας του περιεχομένου του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια του, οι δημοσιογράφοι έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν σοφό, που ασχολείται με τις διάφορες θρησκείες «και τόσο απορροφημένο σ' αυτά τα ζητήματα, ώστε να ξεχνιέται και να τσακίζεται στους δρόμους». Ο ρόλος αυτός του αρέσει και, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δοκιμάζει να δημοσιεύσει σε εφημερίδα τις απόψεις του. Παραδόξως πείθει και τους πλέον ειδικούς, με αποτέλεσμα ένας θεολόγος, μέλος της Ακαδημίας, να τον καλέσει σε μια συνάντηση με θέμα τον Καλβίνο. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου του ρόλου, αλλά είναι πλέον δύσκολη και η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.

Στο διήγημα «Συμβολή στο Ναυτικό Δίκαιο» ο αφηγητής παρακολουθεί την αυτοκαταστροφική πορεία ενός δικηγόρου, γόνου πλούσιας και ευυπόληπτης οικογένειας της Αθήνας. Στον «Άγνωστο» ο 45χρονος Πέτρος Μυριάνθης προσπαθεί να μαντέψει τί κρύβεται πίσω από την παράξενη και αινιγματική μορφή ενός γείτονά του. Κάνει διάφορες εικασίες, ώσπου πληροφορείται από τον ίδιο ότι εργάζεται ως μοντέλο ενός γλύπτη που φτιάχνει το «πνεύμα του πολέμου». Στο διήγημα «Τρία κορίτσια σε μια μικρή πόλη» ένας συλλέκτης γραμματοσήμων, που σπούδασε νομικά στο Παρίσι και ζει στην Αθήνα, επισκέπτεται μια μικρή πόλη με απώτερο στόχο να αποκτήσει μερικές σπάνιες κεφαλές Ερμή της παρισινής έκδοσης του 1861. Στον «Κλέφτη» παρακολουθούμε τις σκέψεις του ήρωα για έναν άνθρωπο που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Στο πολύ ενδιαφέρον διήγημα «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» περιγράφονται οι περιπέτειες ενός νέου που έχει αποφασίσει να τυπώσει σε βιβλίο τα ποιήματά του. Στα «Χρονικά του Ψελλού, τόμος τρίτος», που είναι το εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, ο Κυριάκος Γραφέος, ένας ηλικιωμένος ποιητής και παλαιοπώλης, αποφασίζει να εκδώσει περιοδικό με τίτλο Νέα Επιθεώρηση Τέχνης και Γραμμάτων και προσλαμβάνει ως βοηθό του έναν νέο ποιητή. Στο διήγημα «Ταξίδι στα Κύθηρα» ο συγγραφέας ανατέμνει μια συζυγική απιστία εστιάζοντας στον χαρακτήρα και στον γάμο ενός άντρα, ο οποίος «σπατάλησε διάφορα ιδανικά για να εξασφαλίσει συγκεκριμένα αποτελέσματα». Ο άντρας αυτός κάνει με ευκολία υποχωρήσεις, προκειμένου να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή και να μην πληγεί «το γνωστό στην κοινωνία εγώ του». Οι «Πράσινες σκιές», στο ομώνυμο διήγημα, είναι ο τίτλος του γυναικείου πορτρέτου ενός ζωγράφου που αυτοκτόνησε. Ένα ονειρικό ταξίδι με υπερωκεάνιο περιγράφεται στο διήγημα «Το δόντι του Βούδδα», που αποτελεί ύμνο στις έννοιες της περιπέτειας και της ατέρμονης, μη εστιασμένης αναζήτησης. Μερικά σημεία του διηγήματος μας φέρνουν στον νου το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Στροφές στροφάλων», που άρχισε να γράφεται το 1935 και που επίσης αναφέρεται σε ένα φανταστικό υπερωκεάνιο. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το διήγημα «Η ανωμαλία». Ο νεαρός υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρείας φορά τα καινούρια του ρούχα και επισκέπτεται το θέατρο του Λευκού Πύργου. Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος η ξεχωριστή βραδιά μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Αν και πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Γιαννόπουλου, η γραφή του είναι ώριμη, οι διατυπώσεις αφαιρετικές και το αποτέλεσμα πρωτότυπο και ισορροπημένο. Η κριτική στάση προς τον μικροαστικό κοινωνικό περίγυρό του και προς ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ήσυχη (οικογενειακή) ζωή» υποδηλώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά πλήρως διαβρωτικό, χωρίς να κατακρίνει, να ηθικολογεί ή να θεωρητικολογεί. Τα συμπεράσματα προκύπτουν και δεν υποβάλλονται. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι του «μέσου όρου», αρμονικά ενταγμένοι στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η εστίαση όμως στη ζωή, τις πράξεις και τις σκέψεις τους αποκαλύπτει είτε ενοχές, φόβους και βαθιές ανασφάλειες είτε τις σχεδόν κωμικές πλευρές τους, που σχετίζονται με μικροπρέπειες και με τις στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανέλιξης που έχουν υιοθετήσει. Το διεισδυτικό βλέμμα του και η αναλυτική παρατήρηση σταματούν λίγο πριν μετατραπούν σε σάτιρα ή σε σαρκασμό. Οι στιχομυθίες μεταξύ των προσώπων είναι εξαιρετικά σύντομες. Μεγάλο μέρος των διηγημάτων περιλαμβάνει σκέψεις των ομιλητών και εμβόλιμες στους διαλόγους παρεμβάσεις του αφηγητή. Εκτός από αυτά που λέγονται με λόγια, «ακούμε» και τις δεύτερες σκέψεις και τις κρυφές σκοπιμότητες των διαφόρων προσώπων. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι ιστορίες αφορά την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων πραγματολογικών στοιχείων και άλλων σχετικών αναφορών, και ταυτόχρονα η ποιοτική γραφή τους και η περιγραφή διαχρονικών ανθρώπινων στάσεων και συμπεριφορών, καθιστούν το περιεχόμενο των διηγημάτων επίκαιρο, όποια εποχή και αν διαβαστούν.

Διονύσης Στεργιούλας

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 16/17, Ιούνιος 2024, σ. 73-77]

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Από μακριά - ποίημα*


Κάθε φορά που εκείνο το μεγάλο πλοίο 
περνούσε από το νησί της Πάτμου
έβγαινα στο κατάστρωμα και από μακριά
κοιτούσα προς το μοναστήρι.
Κάπου εκεί, σκεφτόμουν,
κάπου εκεί, στην πέτρινη πλαγιά,
βρίσκεται η σπηλιά του Ιωάννη
όπου οραματίστηκε την προφητεία
για την καταστροφή που πλησιάζει.
Το πλοίο έδενε στο λιμάνι
αποβίβαζε και επιβίβαζε επιβάτες
και συνέχιζε αμέριμνο
το ταξίδι της επιστροφής.
Την άλλη μέρα στο δωμάτιό μου
στο δικό μου σπήλαιο
κατέγραφα την εμπειρία του ταξιδιού
μαζί με σκόρπιες σκέψεις μου
με μία λάμπα αντί για θείο φως.


[* Πρώτη δημοσίευση: 
    περ. Θευθ, τχ. 19, Ιούνιος 2024, σ. 62]

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Για τον καβαφικό Μύρη

Και θα μείνω αντικείμενον εικασίας

(Κ. Π. Καβάφης, 15.12.1905)

Το ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» δημοσιεύτηκε στις 19 Απριλίου του 1929 σε τρία συνεχόμενα μονόφυλλα των «Τυπογραφικών Καταστημάτων Κασιμάτη & Ιωνά» στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια ο ποιητής το ενέταξε στα αυτοσχέδια τεύχη δύο χρονολογικών συλλογών του.1 Το εκτενές αυτό για τα καβαφικά δεδομένα ποίημα2 έχει αντιμετωπιστεί, από την κριτική, τους μελετητές και το ευρύ κοινό, κυρίως μέσα στο πλαίσιο των ιστορικών, θρησκευτικών και κοινωνικών συμφραζομένων της περιόδου στην οποία αναφέρεται. Τα δύο κεντρικά πρόσωπα του ποιήματος, ο αφηγητής και ο Μύρης, παρουσιάζονται από τον Καβάφη ως δημιουργήματα της ποιητικής του φαντασίας. Ωστόσο, αν διαβάσουμε το ποίημα πιο προσεκτικά, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν ποικίλες ενδείξεις που συγκλίνουν στην αυξημένη πιθανότητα να αφορά πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Αλεξάνδρεια το 1889, ακριβώς σαράντα χρόνια πριν από το έτος δημοσίευσης. Ίσως αυτός είναι ο λόγος της χρήσης του αριθμού «40» στη χρονολογία «340 μ.Χ.»3 του τίτλου. Είναι ωστόσο προφανές ότι ο Καβάφης θα είχε ελέγξει ότι η χρονολογία 340 μ.Χ. δεν έρχεται σε αντίθεση με το ιστορικό ή το ψευδο-ιστορικό πλαίσιο και με τη «σκηνοθεσία» του ποιήματος.

Τα εννέα πρώτα γράμματα του τίτλου (Μύρης· Αλεξ...) δίνουν με φωνημικό αναγραμματισμό το όνομα Μικές Ράλλης: Μύρης· Αλεξ... – Miris Aleks... – (με αναγραμματισμό) Mikes Ralis – Μικές Ράλλης. Σε συνδυασμό και με τις πολυάριθμες επιπλέον ενδείξεις που οδηγούν στον Μικέ Ράλλη, δημιουργείται η σχετική βεβαιότητα ότι το ποίημα γράφτηκε γι’ αυτόν. Έναν ανάλογο αναγραμματισμό, που αφορά το ποίημα «Τέμεθος Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (1925), προτείνει ο ιταλός μελετητής του Καβάφη Massimo Peri. Το όνομα Εμονίδης διαβάζεται αντεστραμμένο ως «σοι δίνομαι»: Εμονίδης – emoniδissiδinome – σοι δίνομαι.4 Με βάση τα παραπάνω, και εφόσον ισχύει η πρόταση σύνδεσης του Μύρη με τον Μικέ Ράλλη, ήδη στον τίτλο του ποιήματος παρουσιάζονται: ο τόπος (Αλεξάνδρεια), το όνομα (με αναγραμματισμό: Μικές Ράλλης) και ο χρόνος (ο αριθμός 40 – σαράντα χρόνια μετά το γεγονός; – ως μέρος της χρονολογίας 340 μ.Χ.). Η εντύπωση περί «κατασκευασμένου» τίτλου5 ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν συγκρίνουμε τον τελικό τίτλο με την προηγούμενη μορφή του: «Του Μύρη ο θάνατος».6

Ο Μικές (Μιχαήλ) Ράλλης υπήρξε, σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, o «μόνος αληθής φίλος» του, όπως περίπου και ο Μύρης για τον αφηγητή του ποιήματος. Και να μην υπήρχε όμως αυτή η γραπτή αναφορά του Καβάφη στο κείμενο του αρχείου του με τις ημερολογιακές σημειώσεις για την ασθένεια του Μικέ,7 θα καταλήγαμε σε ανάλογο συμπέρασμα εάν διαβάζαμε το σωζόμενο μέρος της αλληλογραφίας τους.8 Οι επιστολές του Μικέ τεκμηριώνουν τη φιλική σχέση τους, η οποία, παρά τη νεαρή τους ηλικία, είχε δοκιμαστεί με την απομάκρυνση για μεγάλο διάστημα και των δύο, σε διαφορετικές περιόδους, από την Αλεξάνδρεια.

Ο Μικές πέθανε το 1889 στην Αλεξάνδρεια σε ηλικία 23 ετών. Από τα αρχικά του (Μ.Ρ.) είναι πιθανό να προέκυψε το όνομα Μύρης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί και συντομογραφία του ονόματος Μικές Ράλλης (Μι[κές] Ρ[άλλ]ης). Για «πλαστά» ονόματα σε μια παρέα νέων που ζουν στην Αλεξάνδρεια μιλά ο αφηγητής στο κρυμμένο ποίημα «Φυγάδες» (1914). Τα μέλη αυτής της παρέας, που έχει πολλά κοινά με την παρέα του Μύρη, διαβάζουν ποιήματα και περνούν την ώρα τους «μ’ εκδρομές, και με βιβλία, / και με σπουδές διάφορες». Ο Μικές Ράλλης δεν ήταν απλώς ο ένας από τους τρεις πιο κοντινούς φίλους του Καβάφη, μαζί με τον Στέφανο Σκυλίτση και τον Ιωάννη Ροδοκανάκη, αλλά πιθανώς ο μόνος με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνεί ολοκληρωμένα για ζητήματα λογοτεχνικού και πνευματικού ενδιαφέροντος. Γράφει σχετικά ο φίλος του Καβάφη Γιώργος Παπουτσάκης:

Ο Μικές Ράλλης [...] ήταν ο πιο αγαπητός από τους τρεις φίλους των νεανικών χρόνων του ποιητή. Οι άλλοι δυο ήταν ο Στέφανος Σκυλίτσης κι ο Ιωάννης Ροδοκανάκης. Κατάγονταν όλοι τους από οικογένειες μεγαλεμπόρων, που συνδέονταν με παλιά φιλία. Τα παιδιά αυτά είχαν ανατραφεί στην ίδια ατμόσφαιρα και υπό τις ίδιες συνθήκες, των μεγαλοαστών της εποχής εκείνης στην Αλεξάνδρεια – με μιαν ανατροφή, μπορούμε να πούμε ελληνοαγγλική. Κ’ ήταν συνδεδεμένα με το κοινό αίσθημα του πλούτου και του μεγάλου κοινωνικού ονόματος (έστω κι αν, για τον Καβάφη, μετά το θάνατο του πατέρα του, δεν είχεν απομείνει από τα δυο παρά μονάχα το δεύτερο). [...] Σώζονται αρκετά από τα γράμματα των φίλων του αυτών. Απ’ αυτά, βλέπομε ότι ο Ράλλης ήταν ο πιο διανοητικός από τους τρεις φίλους του – μιλά για συγγραφείς, για ιδέες, για βιβλία.9

Τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Μικέ είχε πεθάνει ο κοινός τους φίλος Στέφανος Σκυλίτσης. Ο Καβάφης έγραψε, λίγο μετά τον θάνατό του, ποίημα με τίτλο «Τω Στεφάνω Σκυλίτση»,10 που έμεινε αδημοσίευτο και βρέθηκε στο αρχείο του. Το ποίημα αυτό έχει μεγάλη σχέση με τον «Μύρη», σχέση που δεν φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση, λόγω ίσως και της διαφοράς στο αισθητικό αποτέλεσμα. Ποιητής και αφηγητής εδώ ταυτίζονται. Ο Καβάφης αναφέρεται σε κοινές διασκεδάσεις και σε σχεδόν κοινό βίο. Όπως και ο αφηγητής του «Μύρη», μιλά εκ μέρους αυτής της παρέας, ως άτυπος εκπρόσωπός της. Μιλά επομένως και εκ μέρους του Μικέ Ράλλη.

Το ημερολόγιο της ασθένειας του Μικέ Ράλλη το κρατούσε ο Καβάφης για δεκαετίες στα χαρτιά του. Είτε γράφτηκε αμέσως μετά τα γεγονότα που περιγράφονται σε αυτό είτε σε μεταγενέστερο χρόνο, οι πολλές λεπτομέρειες που αφορούν πρόσωπα και ημερομηνίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αρχική καταγραφή έγινε πολύ νωρίς. Ανάλογες ημερολογιακές σημειώσεις είχε κρατήσει και για τις τελευταίες μέρες της μητέρας του Χαρίκλειας (Φωτιάδη) Καβάφη.11 Το ημερολόγιο σταματά απότομα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1889, δύο μέρες πριν από τον θάνατο του Μικέ, και επομένως δεν γνωρίζουμε πώς ο Καβάφης πληροφορήθηκε το λυπηρό γεγονός ούτε λεπτομέρειες για τις αντιδράσεις του και για την «επίσκεψη αποχαιρετισμού» στο σπίτι των Ράλληδων πριν την κηδεία. Η επίσκεψη αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, αφενός επειδή επρόκειτο για τον θάνατο του πιο στενού φίλου του και αφετέρου επειδή είχαν πραγματοποιηθεί συνεχόμενες επισκέψεις κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες. Ο τρόπος αντίδρασης του ποιητή, σύμφωνα με τις προσωπικές του καταγραφές, χαρακτηριζόταν από μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση, που ξεπερνούσε το απλό ενδιαφέρον για έναν καλό του φίλο. Ο Γ. Παπουτσάκης γράφει ότι «δεν πρόκειται για καθαυτό ημερολόγιο, αλλά μάλλον για είδος χρονικού των δεκαπέντε ημερών αγωνίας του ποιητή για τον φίλο του, που πέθανε στο άνθος της ηλικίας του, 23 μόλις ετών».12 Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Καβάφης δεν πρόλαβε ή δεν είχε τη δύναμη να γράψει για τον θάνατο του Μικέ.13

Σύμφωνα με το ημερολόγιο, ο Μικές είναι βαριά άρρωστος και ο Καβάφης μαθαίνει από τους γιατρούς ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία ελπίδα. Αν και στην αρχή όλα έδειχναν ότι είναι ένας απλός πυρετός, τα πράγματα μέρα με τη μέρα γίνονται πιο σοβαρά. Υποφέρει με την ιδέα ότι ο καλύτερος φίλος του χάνει τη μάχη με τον θάνατο. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάθει λεπτομέρειες για την πορεία της υγείας του και τον επισκέπτεται στο σπίτι του ή ρωτά κοινούς γνωστούς. Όπου και να βρίσκεται, συζητά γι’ αυτό το θέμα και προσπαθεί, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, να βοηθήσει, κυρίως με οδηγίες, συμβουλές και ψυχολογική στήριξη στον Μικέ. Έτσι τελειώνει το ημερολόγιο. Το ποίημα ξεκινά με την είδηση του θανάτου του Μύρη: «Την συμφορά όταν έμαθα που ο Μύρης πέθανε». Ο αφηγητής του ποιήματος πηγαίνει στο σπίτι του φίλου του, όπου όλοι ετοιμάζονται για τη «χριστιανική» κηδεία. [...]

[Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο εδώ.]

Διονύσης Στεργιούλας

1 Γ. Π. Σαββίδης, Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932), Περιγραφή και σχόλιο, Βιβλιογραφική μελέτη, Αθήνα, Ίκαρος, 1992, σ. 331. Ακολούθησε δεύτερο τύπωμα με διαφορετική σελίδωση, το οποίο «δεν βρίσκεται σε συλλογή» (σσ. 300 και 323).

2 Είναι το εκτενέστερο από τα αναγνωρισμένα από τον Κ. Π. Καβάφη ποιήματά του. Γράφει σχετικά ο Γ. Π. Σαββίδης (ό.π., σ. 146, υποσημείωση 113): «Περιορίζομαι να σημειώσω εδώ πως όσο περνούν τα χρόνια τόσο πληθαίνουν τα ποιήματα που καταλαμβάνουν δύο φύλλα των συλλογών, ώσπου φτάνουμε στο “Μύρης” (δημ. 1929), που απλώνεται σε τρεις σελίδες».

3 Ή «340 Μ.Χ.», με κεφαλαίο το «Μ», όπως το έγραφε και το τύπωνε ο Καβάφης, ακόμη και όταν ο υπόλοιπος τίτλος είχε πεζά γράμματα.

4 Massimo Peri, Quattro saggi su Kavafis, Milano, Vita e Pensiero, 1977 (Σταυρούλα Δημητρίου, «Ο κρυπτογραφημένος Καβάφης», fractalart.gr, 21.7.2020).

5 «Ξέρουμε από τον ίδιο πως στο έργο του, ο τίτλος έχει περισσότερη σημασία απ’ ό,τι γενικώς οι τίτλοι στα ποιήματα», γράφει ο Στρατής Τσίρκας (Ο πολιτικός Καβάφης, 5η έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, σ. 72). Μεταφέρω και από το βιβλίο του Γ. Π. Σαββίδη Μικρά καβαφικά, Α', Αθήνα, Ερμής, 1985, σ. 79: «Οι τίτλοι στον Καβάφη κατά κανόνα “παίζουν οργανικό ρόλο” (Σεφέρης, Δοκιμές, Α', σ. 519). Πρώτος εφρόντισε να το υπογραμμίσει ο ίδιος στους φίλους και σχολιαστές του: “Ο τίτλος (...) είναι ένα σχόλιο πάνω στο ποίημα, το οποίον ή δεν μπόρεσε ο Καβάφης, ή δε θεώρησε σωστό να το βάνη μέσα στο ποίημα” (Α. Σεγκόπουλος, 1918)».

6 Κ. Π. Καβάφης, Ατελή ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση και σχόλια: Renata Lavagnini, Αθήνα, Ίκαρος, 22006, σ. 329.

7 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, Παρουσίαση-σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, 1963, σσ. 253-258.

8 Οι επιστολές έχουν ψηφιοποιηθεί και είναι δημοσιευμένες στον ιστότοπο του Αρχείου Καβάφη (https://www.onassis.org/initiatives/cavafy-archive).

9 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 253.

10 Γράφτηκε τον Απρίλιο του 1886. Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα 1877;-1923, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 1993, σ. 26. Γράφει σχετικά ο Σαββίδης (σσ. 143-144): «Ο Στέφανος Στ. Σκυλίτσης, νεότερος φίλος του Κ. [Καβάφη], πέθανε 19 ετών και τάφηκε στην Αλεξάνδρεια στις 8 Απριλίου 1886. Πιθανότατα πρόκειται για τον ίδιο Στέφανο Σκυλίτση, του οποίου 22 αγγλόγλωσσες επιστολές των ετών 1882-1885 σώζονται ανέκδοτες στο Αρχείο Καβάφη, μαζί με εκείνες δύο άλλων ομηλίκων φίλων, του Μικέ Θ. Ράλλη και του Τζων Ροδοκανάκη».

11 Οι καταγραφές των δύο αυτών ημερολογίων έγιναν μετά τα γεγονότα, σε αντίθεση με το ημερολόγιο του ταξιδιού στην Αθήνα.

12 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 253.

13 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 254.

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Ποίηση κρυφά αισιόδοξη*

[Κείμενο του συγγραφέα Ιγνάτη Χουβαρδά με αφορμή την ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες).]

Στην σχετικά πρόσφατη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες), διαβάζω ποιήματα άμεσα κατανοητά και ταυτόχρονα βαθυστόχαστα, που μου δίνουν την αίσθηση ότι έχω επισκεφτεί ένα αρχαίο μαντείο. Η φιλοσοφική τους χροιά συνταιριασμένη με μια καθαρότητα ευφυΐας, συνάπτουν αναντίρρητα έναν οδηγό πλεύσης. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.

Κυρίως είναι ένα αέρινο πνεύμα, που αγγίζει το περιβάλλον και το αποκαλύπτει στο βάθος του. Με ισχυρές καταβολές από την παράδοση της Θεσσαλονίκης, την οποία μελετά ενδελεχώς, αγγίζει τα πράγματα και τα αποκαλύπτει, με μια διάθεση να μιλήσει για το μέλλον. Σε κάθε λογοτεχνική του απόπειρα είναι πρωτότυπος. Η πρωτοτυπία δεν οφείλεται σε κάποιο στοιχείο πρόκλησης. Είναι το πνεύμα που κυριαρχεί. Αυτό πρωτοτυπεί. Η σκέψη του ανοίγει μονοπάτια κι αφού πάρεις τον χρησμό από το μαντείο ή από τον περιφερόμενο μάντη, μετά ακολουθείς τον δρόμο σου.

Δεν είναι δύσκολος στη γλώσσα ούτε μεταμοντέρνος. Είναι μάλλον ένας ποιητής του σονέτου, σε ελεύθερη διασκευή, περισσότερο αφηγηματική, χωρίς ομοιοκαταληξία και κανόνες, με έκταση ανάλογη με το θέμα. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά διακρίνω μια υπόκωφη μελωδία στα ποιήματα και μια τάση να αποδοθούν με τρυφερότητα και ηδύτητα τα νοήματα. Ένα σονέτο, με κριτήριο τον αραχνοΰφαντο ψυχισμό, που χρησιμοποιεί στη φόδρα του τα νήματα του Καβάφη. Μια διασταύρωση (σονέτο-Καβάφης) περίεργη κι ελκυστική. Ο ποιητής με απλότητα αγγίζει τις έννοιες, τις καθαγιάζει, ελέγχοντας τις διαφορετικές μεταβλητές τους. Εκείνο που επιπλέον γλυκαίνει τα κείμενα είναι η καλειδοσκοπική ματιά του, πάντα εύστοχη, ποτέ δυσνόητη, κι όμως αποκαλυπτική και πρωτόφαντη.

Οι χρησμοί του μαντείου είναι πάντα αμφιλεγόμενοι, όχι για να σε μπερδέψουν, αλλά για να σου υποδείξουν την πολλαπλότητα της ζωής. Ο Στεργιούλας συχνά ανατρέχει στο αρχαίο παρελθόν, μεταφέρει ιστορίες, τις αναγάγει με έναν πλάγιο τρόπο στο παρόν. Υπάρχει ένα συνταίριασμα της σχολής της Θεσσαλονίκης με την καβαφική ιδιοσυγκρασία. Ο δρόμος αυτού του ποιητή και στοχαστή είναι ηθελημένα μοναχικός, όχι με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, αλλά με τον τρόπο που δρομολογεί τη λογοτεχνική του πορεία. Σχεδιάζει με τη δική του αισθητική τα βιβλία, πολλές φορές με δικά του σχέδια, με μια ιδιαίτερη επιμέλεια στην ποιότητα της έκδοσης, αξιοποιώντας τη μύησή του σε λογοτέχνες και καλλιτέχνες από την εποχή του Κοχλία και της Διαγωνίου. Ο αστρολάβος που χρησιμοποιεί για να πλέει στη θάλασσα των νοημάτων, είναι καθαρά προσωπικός, απόρροια των δικών του εμμονών γύρω από κείμενα και λογοτέχνες.

Χρήσιμη θεωρώ μια μικρή αναδρομή σε βιβλία του Διονύση Στεργιούλα των τελευταίων ετών: Η μελέτη Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (εκδ. Νησίδες), ενδεικτική εν μέρει του προσανατολισμού του Στεργιούλα, σε επίπεδο δομής και σκηνοθεσίας, στον τρόπο εκφοράς της δικής του ποιητικής. Στο δοκίμιο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα (εκδ. Νησίδες), επιχειρεί μια απροσδόκητη σύγκριση της Μοσχούλας του Παπαδιαμάντη από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» με το έργο του Κάφκα.

Ο στόχος είναι η αναζήτηση γύρω από τα βαθύτερα μυστικά του ψυχισμού της λογοτεχνίας. Για τον Στεργιούλα η λογοτεχνία συνάδει με την ελευθερία να κάνεις, με αφορμή ένα κείμενο, τις δικές σου επιλογές και συγκρίσεις, προκειμένου να καταλήξεις και να καταστήσεις ξεκάθαρη τη δική σου οπτική. Υποψιάζομαι πως εδώ υπάρχει η συνοδοιπορία κειμένου και αναγνώστη, καθώς το κείμενο ξεφεύγει από την απλή μετάδοση του νοήματος και γίνεται μια ζωντανή ύλη, κυοφορούμενη, απόλυτα χωνεμένη από τον δοκιμιογράφο, με στόχο την αναζήτηση μιας προσωπικής ταυτότητας.

Δηλαδή το κείμενο που διαβάζουμε και μας αρέσει (Παπαδιαμάντης, Κάφκα) δεν είναι πεπερασμένο και συντελεσμένο, είναι ζωντανό, μοιάζει με σκυτάλη που την παραλαμβάνεις και τη χρησιμοποιείς στον δικό σου ορίζοντα. Μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Καθόλου ποιήματα (εκδ. Νησίδες), τα οποία, αποκηρύσσοντας την ιδιότητά τους, αυτονομούνται σε ένα δικό τους ποιητικό κλίμα, με καλή ενορχήστρωση των συστατικών τους - κι έτσι αποκτούν την ιδιότητα του αταλάντευτου θέσφατου. Ποιητικό είναι και το βιβλίο Το παράδοξο του ζην (εκδ. Νησίδες), εξίσου πρωτότυπο στην απλότητά του. Είναι μια περιπλάνηση στη διάρκεια μιας μέρας στην πόλη κι ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του περιβάλλοντος.

Μου θύμισε ένα ποίημα του Ευγένιου Αρανίτση με τον τίτλο «Η θάλασσα», στον τρόπο της γραφής του. Επίσης ο θεατρικός μονόλογος Στο ίδιο δωμάτιο (εκδ. Νησίδες), όπου μιλάει και πρωταγωνιστεί η Ανθούλα Σταθοπούλου, πρώτη σύζυγος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, ποιήτρια και η ίδια. Θα έλεγε κανείς πως εδώ ο δημιουργός υποκύπτει στη φιλολογική του κλίση, γράφοντας ένα παλιομοδίτικο βιβλίο. Ίσως εδώ φαίνεται πιο καθαρά η ιδιαιτερότητα του Στεργιούλα, πρωτοτυπεί μέσα από κάτι που θυμίζει παραφυάδα μιας φιλολογικής ενασχόλησης, δίνει ζωή σε μια ηρωίδα του πρόσφατου παρελθόντος, με σύντομη και δύσκολη ζωή, και την ίδια στιγμή αποδίδει με ζωντάνια τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Στεργιούλας έχει τις δικές του αναφορές, τις οποίες εκμεταλλεύεται γόνιμα, προκειμένου να μας φέρει στα περίχωρα μιας προσωπικής κοσμοθεωρίας. Τέλος ένα διήγημά του σε ιδιωτική έκδοση, με τίτλο Χριστούγεννα στο υπόγειο (2021). Κι εδώ το πνεύμα χρωματίζει γλυκά τον χώρο, τον αποκωδικοποιεί με ένα υποδόριο χιούμορ, τον αποδίδει εξαγνισμένο, με μια χροιά αποκάλυψης.

Ποιος όμως είναι ο κόσμος του Διονύση Στεργιούλα; Είναι ένας συνειρμός ερεθισμάτων από το εξωτερικό περιβάλλον, σε απόλυτη αντιστοιχία όχι μόνο με τον χρόνο (παρελθόν- παρόν), αλλά και με το ζιζάνιο μιας σκέψης που αναζητά την καθαρότητα των μορφών και των πραγμάτων. Στην περίπτωσή του η καθαρότητα αυτή, ή η διαφάνεια, ή η διαύγεια, όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια αναγωγή σε μια κατάσταση πραγματικότητας που είναι εύφορη. Όπως ένα ανοιξιάτικο δάσος. Όπως μια πόλη με χρώματα.

Όπως μια έλξη όπου η σάρκα προϋποθέτει τη γλυκύτητα μιας αναζωογόνησης, με τα υλικά της παιδικής ηλικίας. Αυτή η κατάσταση δεν αναφέρεται με ευθύ τρόπο, υποδηλώνεται, κινείται στο παρασκήνιο των λέξεων. Είναι η τεχνική του πλάγιου φωτισμού, όπου το νόημα αποκαλύπτεται την ίδια στιγμή που εντέχνως κρύβεται.

Ας επιστρέψουμε στην τελευταία του συλλογή με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο. Μοιάζει να είναι συνέχεια του άλλου βιβλίου, με τίτλο Καθόλου ποιήματα. Πρόκειται κι εδώ για μια συλλογή ποιημάτων με έντονη φιλοσοφική χροιά, που άπτονται της υπαρξιακής αναζήτησης. Είτε έχουμε το παρελθόν είτε το παρόν, κάθε στοιχείο είναι μια ζωντανή ύλη που αναπλάθεται, με προορισμό την καλύτερη διαχείριση του μέλλοντος. Σε ένα ποίημα με τον τίτλο «Να μην είσαι» γράφει:

Το θέμα είναι να μην είσαι ο εαυτός σου.
Αν είσαι ο εαυτός σου όλα κυλούν μονότονα
το αύριο μοιάζει πάντα με το χτες
καμία έκπληξη δεν σου χτυπά την πόρτα.
Πρέπει κατά καιρούς ν’ αλλάξεις ρόλους
να αμφισβητείς τις πράξεις και τα λόγια σου
να μοιράζεσαι με τους εχθρούς σου ό, τι έχεις
και να συμφωνείς με όσα σου καταλογίζουν.
Ύστερα να κάνεις μια μεγάλη βόλτα
να περιφέρεσαι έξω από το σώμα σου
και καθόλου να μην ανησυχείς
βλέποντάς σε να απομακρύνεσαι.

Στο απόσπασμα του παραπάνω ποιήματος, έχουμε την αντιστροφή της κοινής λογικής. Για να ανακαλύψουμε τον αληθινό εαυτό μας, ας κάνουμε μια ανάποδη κίνηση, όπως έχει υποδείξει κι ο ιταλός πεζογράφος Αντόνιο Ταμπούκι. Με το κόλπο αυτό αποδεσμεύεσαι από τις αλυσίδες του εαυτού σου, γίνεσαι λιγότερο ευάλωτος, παύεις να είσαι θήραμα που το διαχειρίζονται οι άλλοι, γίνεσαι ένας ευέλικτος παίκτης που κατευθύνει την παρατήρηση και τη σκέψη με καθαρά προσωπικούς όρους, επιζητώντας εκείνη τη μεθυστική πνοή που γαργαλάει το αίμα, μια στιγμή ελάχιστη αλλά καθοριστική, αποκαλυπτική ίσως μιας λέξης που δεν τη γνωρίζουμε και την ανακαλύπτουμε, στρεφόμενοι ολοένα περισσότερο προς τον ομφάλιο λώρο τόπου και χρόνου. Μια λέξη κλειδί της προσωπικής ευτυχίας. Πέρα από την αντικειμενική λογική λοιπόν, υπάρχει μια δεύτερη λογική, εξίσου πειστική, λίγο αιρετική κι εξαιρετικά διεισδυτική.

Ένα απόσπασμα από ένα άλλο ποίημα, με τίτλο «Μιλάμε για τη βροχή»:

Μιλάμε για τη βροχή
Αλλά ποιος ξέρει να μου πει
τι πράγμα είναι η βροχή;
Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι
οι σταγόνες πάνω στο τζάμι
το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;
Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν
τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία
η μουσική πάνω στη στέγη;

Εδώ, ίσως και ασυνείδητα, αναβλύζει ένα άρωμα ιαπωνικής σκέψης, μια τεχνική ζεν, μια αναζήτηση γαλήνης που ταυτόχρονα είναι έκσταση (σατόρι).

Τρεις στίχοι επίσης, από το ποίημα «Κάτι έλειπε», που θα μπορούσαν μονίμως να σε ακολουθούν, και να σε ενθαρρύνουν για να γράψεις ένα μυθιστόρημα περιδιάβασης: «Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο/ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος/ήταν η μόνιμη απουσία του από την εικόνα».

Νομίζω πως τα ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα είναι κρυφά αισιόδοξα, σε στρέφουν προς το θαύμα της ζωής, υποδεικνύοντας έναν διαφορετικό τρόπο οπτικής και σκέψης. Και πάνω από όλα διαθέτουν μια φρεσκάδα. Αναγνωρίζω πέρα από τον Καβάφη, την επιρροή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και του κύκλου του. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι γέννημα μιας τέτοιας συγχορδίας, την οποία έχει πλήρως αφομοιώσει.

Τα ποιήματα, ακόμα κι εκείνα της πόλης, αποπνέουν ένα άρωμα μεσογειακής φύσης. Μιας φύσης όπου τα πένθιμα φεγγρίσματα απαλείφονται σταδιακά από την ίριδα που χαϊδεύει τα δέντρα, τα λουλούδια, τη θάλασσα, την πόλη. Και κυρίως είναι ψηφίδες κατευθυντήριες, προς μια ζωή, όχι ιδεατή και ουτοπική, αλλά από την άλλη μια ζωή που φέρνει το πνεύμα δίπλα στο σώμα, και τα οδηγεί σε μια μέθεξη μικρής ευτυχίας, την οποία οφείλουμε να ανακαλύψουμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. 

Ιγνάτης Χουβαρδάς

 [*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Bookpress, 3.3.2024]

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ανδρέας Κάλβος «Εις Σάμον» - Απαγγελία

Tο παραπάνω βίντεο, με την απαγγελία των τριών πρώτων στροφών της ωδής «Εις Σάμον» του Ανδρέα Κάλβου, προέρχεται από παλαιότερο επετειακό αφιέρωμα του δημοσιογράφου & ποιητή Στέλιου Λουκά, με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (εκπομπή «Στη Γη της Μακεδονίας», Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης - TV100, 2021).

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Κριτικό σημείωμα της Διώνης Δημητριάδου

Μια προσπάθεια να ξετυλίξει το αρχαίο κουβάρι συνιστά η νέα ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα (Το πιο ωραίο τοπίο, Νησίδες, 2023). Κι αν δεν μπορεί η ποίηση να το πετύχει αυτό, τότε ποια άλλη δύναμη; Τριάντα τρία ποιήματα, ίδιου ύφους, διαφορετικού όμως βάρους, καθώς κάποια απηχούν πιο προσωπικούς δρόμους, ενώ άλλα συνταιριάζουν με τη μακρά ιστορία του κόσμου – μια ελπίδα εξισορρόπησης της πορείας του ανθρώπου μέσα στον διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλοντα χώρο. Συμβολικές οι λέξεις «Μεσαίωνας» και «Αναγέννηση», δεν αφορούν μόνο τη διαφορετικότητα στις ιστορικές περιόδους, αλλά μια ευρύτερη θεώρηση σκότους και φωτός, με την επίγνωση πως πρόκειται για μια συνθήκη διαρκούς εναλλαγής. Τι, άραγε, βρίσκεται μπροστά μας ως επόμενη κατάσταση, αλλά και ποια η δική μας (αν υπάρχει) παρέμβαση; Οι έννοιες «ελευθερία», «επανάσταση» απασχολούν τον ποιητή, χωρίς όμως να φέρουν μέσα τους την ελπίδα: Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε / χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο / χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος («Ένας ελεύθερος άνθρωπος»), περισσότερο να υποδηλώνουν το αδιέξοδο ή τη ματαιότητα της αντίδρασης σε όσα τελούνται γύρω μας χωρίς εμάς. Ο ποιητής συχνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, σε βουβό ακροατή, εν είδει συμβουλής, παρατηρώντας ίσως αθέατες για τους πολλούς τραγικές εξελίξεις – η παρατήρηση και η επισήμανση χαρακτηρίζουν άλλωστε τον σοβαρό ποιητικό λόγο. Αλλά και ένας φιλοσοφικός στοχασμός, δοσμένος με εύστοχο συμβολισμό, βρίσκεται εδώ για να υπενθυμίζει τον περιορισμό (ή και την ανυπαρξία) των ελεύθερων κινήσεων: Δεν γίνεται να μην πληρώσεις / προσπάθησαν πολλοί πριν από εσένα / ένα ψυχρό νεύμα του σκηνοθέτη / το μόνο που κατάφεραν. («Πληρώνεις πάντα») Η αίσθηση της μοναχικής πορείας έκδηλη παντού, όσο ο ποιητής αναζητεί τα «ίχνη» τα δικά του (ως προσωπική αλλά και συλλογική συνείδηση), όσο η ποίηση λειτουργεί ως μέσον έκφρασης και επικοινωνίας. Το πιο σημαντικό, η επίγνωση των ορίων, ακόμη και για τη διεισδυτική ματιά της ποίησης: το μέλλον είναι πάντα άδηλο / ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια / και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί / ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας / ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό. («Κάτι έλειπε»)

Διώνη Δημητριάδου

[περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 199, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2023, σ. 120]

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Για «Το παράδοξο του ζην»

[Συνέντευξη στην κριτικό λογοτεχνίας Ευσταθία Δήμου]

  • Ε.Δ.: [...] Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, 2021) είναι μια ποιητική αφήγηση, ένα εκτενές ποίημα 430 στίχων. Με ποιον τρόπο η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου αλληλο-καθορίστηκαν; Προηγήθηκε η σύλληψη του θεματικού πυρήνα ή της ιδιαίτερης αυτής μορφής; Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι εξελίχθηκαν μαζί και από κοινού;

Δ.Σ.: Στο ποίημα υπάρχει ένας ρυθμός επανα-λαμβανόμενος, ένας ρυθμός «βηματισμού», που συνδέει, με την αυξομειούμενη έντασή του, μορφή και περιεχόμενο: βήματα, στάσεις, σπαράγματα διαδρομών μέσα στην κύρια διαδρομή, στερεότυπες διατυπώσεις, μοτίβα που επανέρχονται. Προτείνεται όμως έτσι και η άποψη ότι η ίδια η ζωή μας, ή έστω πολλά επιμέρους γεγονότα, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κείμενα, ότι αποτελούν «κείμενα» με την ευρύτερη έννοια. Μπορούμε να διαβάσουμε τα γεγονότα αυτά διακρίνοντας συντακτικά φαινόμενα και ασυνταξίες, ενδιαφέρον ή αδιάφορο περιεχόμενο, ιδιαίτερο ύφος, δομή, συγκεκριμένους εκφραστικούς τρόπους, ακόμη και γραφικό χαρακτήρα. Το αναπάντητο βέβαια ερώτημα είναι ποιος γράφει το κείμενο της ζωής μας, σε ποιον βαθμό είμαστε οι συγγραφείς του και σε ποιον αναγνώστες. Στο Παράδοξο του ζην μορφή και περιεχόμενο λειτουργούν σχεδόν ως μία έννοια, κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια διαδρομή. Δεν υπήρξε κανενός είδους σχεδιασμός πριν από τη σύνθεση ούτε συγκεκριμένες προθέσεις. Το ποίημα ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά και με βρήκε. Ακολούθησε όμως μεγάλη επεξεργασία επί ένα έτος.

 

 

  • Ε.Δ.: Ποιο είναι τελικά το παράδοξο της ζωής; Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως είναι η τέχνη;

Δ.Σ.: Πρόκειται για ερώτημα που, όσο και αν μοιάζει απλό στη διατύπωσή του, δεν έχει εύκολη ούτε μονοσήμαντη απάντηση. Επομένως θα απαντήσω περιφραστικά. Το ότι βρισκόμαστε εδώ, στη ζωή ή σε ό,τι λέμε «ζωή», είναι ήδη παράδοξο. Εφόσον δεχόμαστε ότι η τρέχουσα πραγματικότητα αποτελεί μέτρο της κανονικότητας, όλες οι επακόλουθες απόψεις μας θα απορρέουν από αυτήν την παραδοχή. Κάτι πολύ βολικό αλλά και πολύ απλοϊκό. Μου έρχονται μάλιστα στον νου οι ομάδες των αιρετικών ή των πιστών μιας ιδέας, που αφού αποδεχτούν ένα κείμενο ή μια άποψη ως απόλυτη αλήθεια του σύμπαντος ή ως αδιαπραγμάτευτη θέση, η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από αυτήν την «αλήθεια». Αν και δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, ίσως οι περισσότεροι ζούμε μέσα σε παρόμοια πλαίσια απόψεων, που θυμίζουν τις κουρτίνες συσκότισης σε ένα δωμάτιο. Εάν αρνηθούμε αυτήν την αξιωματική περί κανονικότητας θέση, όλα ανατρέπονται και ο κόσμος ξαναγεννιέται. Θα είναι όμως στο εξής δυσερμήνευτος. «Μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου», για να το πω με στίχους του Βιζυηνού. Είναι σαν να τραβάμε στην άκρη τις κουρτίνες, όχι μόνο για να φωτιστεί το δωμάτιο, αλλά και για να κοιτάξουμε λίγο πιο έξω. Θα περάσουμε όμως δύσκολα για ένα διάστημα, ή και για πάντα, αφού ο προσωπικός μας κόσμος έχει χτιστεί γύρω από σαθρές ή ψεύτικες βεβαιότητες.

  • Ε.Δ.: Ο κεντρικός ήρωας της ποιητικής αυτής περιήγησης είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτηριστικά. Θεωρείτε πως αυτός ο χαρα-κτήρας βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και την αλήθεια ή πιο κοντά στη λογοτεχνία και το «ψέμα» της;

Δ.Σ.: Στο Παράδοξο του ζην δεν γνωρίζουμε για το κεντρικό πρόσωπο ούτε το όνομα ούτε το φύλο ούτε τον ανθρώπινο περίγυρό του. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Έτσι βέβαια από τη μία προβάλλονται πιο εύκολα ιδέες ή προκαταλήψεις του αναγνώστη στο πρόσωπο αυτό, μέχρι του σημείου της ταύτισης. Το σχόλιο που άκουσα αρκετές φορές για το ποίημα είναι ότι γίνεται «προσωπικό». Από την άλλη όμως, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένες πληροφορίες ή χαρακτηριστικά σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητας, την καταγωγή, τους φίλους ή το πολιτισμικό του υπόβαθρο, πράγματα δηλαδή που επί της ουσίας μπορεί να μη σημαίνουν και τίποτα, είναι ένας άνθρωπος με όλο το βάρος αυτής της λέξης, ένας άνθρωπος που ξαφνικά αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να δώσει απαντήσεις και στα πιο ασήμαντα ερωτήματα. Συνειδητοποιεί τον βαθμό της άγνοιάς του, αλλά αυτό σίγουρα δεν τον παρηγορεί. Καμιά φορά η επανάπαυση στις προκατασκευασμένες απαντήσεις προκαλεί εφησυχασμό, που είναι βέβαια ψευδεπίγραφος. Οπωσδήποτε υπάρχουν στο έργο ενδολογοτεχνικές (αλλά όχι διακειμενικές) αναφορές και οφειλές στον Κάφκα, στον Τζόυς, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, στην ομηρική Οδύσσεια και αλλού. Θα πρέπει να αναφέρω και το ποίημα του Έλιοτ Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεδ Προύφροκ, που λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ως πυροδότης στο ξεκίνημα της σύνθεσης.

  • Ε.Δ.: Το βιβλίο σας έχει έναν καθαρά φιλοσοφικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, όμως, πατά γερά στο έδαφος της πραγματικότητας, έχει, δηλαδή, έναν γήινο χαρακτήρα. Σε ποιον βαθμό σας δυσκόλεψε αυτή η υφιστάμενη διάσταση ή, μάλλον, απόσταση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους και πώς κατορθώσατε να τη γεφυρώσετε;

Δ.Σ.: Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο, ο οποίος έχει μεν τη δική του ολοκληρωμένη σημασία, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει και στα φιλοσοφικά παράδοξα και ιδιαίτερα στο «παράδοξο του Ζήνωνα». Το κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα είναι ένας άνθρωπος που ξεκινά το πρωί από το σπίτι του, για να περπατήσει στη συνηθισμένη του διαδρομή στην πόλη. Συμβαίνει ό,τι περίπου και τις άλλες φορές. Με τη διαφορά ότι ξαφνικά αυτό το συνηθισμένο σκηνικό τού φαίνεται ξένο και ανερμήνευτο. Όλα είναι ίδια και ταυτόχρονα όλα είναι διαφορετικά. Ο φόβος και μια βαθιά ανασφάλεια άγνωστης προέλευσης παίρνουν πλέον τη θέση της προηγούμενης οικειότητας με τον χώρο. Νομίζω ότι, εάν πράγματι έχει γεφυρωθεί στο έργο η διάσταση μεταξύ φιλοσοφικού προσανατολισμού και απτής πραγμα-τικότητας, αυτό οφείλεται στο εξής: η αποξένωση που νιώθει το κεντρικό πρόσωπο από το περιβάλλον του και η αδυναμία να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν, δεν περιγράφονται με θεωρητικές έννοιες ή με σύνθετο τρόπο, αλλά με συνηθισμένες εικόνες της καθημερινότητας όλων μας. Όταν έγραφα το ποίημα, και στη συνέχεια όταν το επεξεργαζόμουν, υπήρχε διαρκώς η ισχυρή παρόρμηση να πω κάτι περισσότερο, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να δικαιολογήσω, να παρέμβω, να μιλήσω πιο θεωρητικά, να εκφράσω άποψη, να πάρω θέση, να δώσω στο όλο θέμα ιστορική ή και ιδεολογική χροιά μέσω συγκεκριμένων αναφορών σε φιλοσοφικές και άλλες θεωρίες. Αντιστάθηκα μέχρι τέλους σε αυτήν την παρόρμηση, κάτι που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, λειτούργησε υπέρ του ποιήματος και της αναγνωστικής απόλαυσης.

[Η συνέντευξη που παραχώρησε στην Ευσταθία Δήμου ο Διονύσης Στεργιούλας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η οδοντωτός, τχ. 1, 2023, σ. 270-272.]

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Θα μιλούν για σένα*

 
Μόνο οι λέξεις θα σου δώσουν την αγάπη
που τόσα χρόνια έχεις στερηθεί.
Μόνο οι λέξεις θα ξυπνήσουν μέσα σου
την επανάσταση που κάποτε ονειρεύτηκες.
Μόνο οι λέξεις θα μιλούν για σένα
και για το βιαστικό σου πέρασμα
όταν όλα θα έχουν ξεχαστεί.
Γι’ αυτό φτιάξε απόθεμα από λέξεις
δώσ’ τους αέρα να αναπνεύσουν
δώσε τους ουρανό για να πετάξουν
κι άσε τους άλλους να σωρεύουν
αχρείαστα στολίδια στα συρτάρια τους
αχρείαστα κτερίσματα εν ζωή.
 
[*περιοδικό Θευθ, τχ. 18, Δεκ. 2023, σ. 61]



Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Οι «Σκέψεις ενός ληστού» και oι σκέψεις ενός βοσκού*

Το «Όνειρο στο κύμα» (1900) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα σύνθετο διήγημα, με τμήματα που μοιάζουν να έχουν συνενωθεί το ένα με το άλλο, αλλά από έναν μάστορα του είδους. Κάποια από τα διαφορετικά αυτά τμήματα σχετίζονται με τον υπάλληλο του δικηγορικού γραφείου της πρωτεύουσας, με την ιστορία του μοναχού Σισώη, με τον κυρ Μόσχο και την ιδιοκτησία του, με την τοπογραφία της ακτής, και φυσικά με την κεντρική σκηνή, που έδωσε και τον τίτλο στο έργο. Καθεμία από τις επιμέρους αυτές ιστορίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί και ως αυτοτελές διήγημα. Δεν αποκλείεται ο Παπαδιαμάντης να σχεδίαζε κάτι άλλο και στην πορεία το διήγημα να εξελίχθηκε διαφορετικά, να πήρε «άλλη τροπή». Ή, αφού είχε τυπικά ολοκληρωθεί, να προστέθηκαν αργότερα νέοι πυρήνες περιεχομένου.

Μία από τις δυσκολίες των μελετητών του «Ονείρου στο κύμα» σχετίζεται με το πλήθος και την ποικιλομορφία των πιθανών λογοτεχνικών πηγών και των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα που καθρεφτίζονται στις περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες λέξεις του. Είναι τέτοιο το εύρος της θεματολογίας, των συμβόλων και των ερμηνευτικών δυνατοτήτων που προσφέρει το συγκεκριμένο διήγημα, ώστε η ανίχνευση των πηγών και οι προτάσεις ερμηνείας είναι σχεδόν αδύνατο να ολοκληρωθούν κάποτε. To διήγημα ακολουθεί θεματολογικά, σε έναν βαθμό, και τη μακραίωνη παράδοση της βουκολικής ποίησης. Όπως παρατηρεί ο Ν. Γ. Πεντζίκης στην Πραγματογνωσία, ο κόσμος του Παπαδιαμάντη «ζωντανεύει στη θύμηση στίχους των θεοκριτικών ειδυλλίων».1 Ο ποιητής Μόσχος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του λογοτεχνικού είδους, έζησε στις Συρακούσες τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ο τίτλος του έργου του Έρως δραπέτης παρουσιάζει ομοιότητα με τον παπαδιαμαντικό τίτλο «Έρως – Ήρως» (1897). Ίσως η επιλογή του Παπαδιαμάντη να δώσει στον γαιοκτήμονα και ιδιοκτήτη του πύργου το πολύ σπάνιο όνομα Μόσχος, το οποίο επαναλαμβάνεται ως «Μοσχούλα» στο κορίτσι και στο αγαπημένο ζώο του βοσκού, αποτελεί μία ακόμη πλάγια αναφορά στον αρχαίο ποιητή.2

Όταν άρχισα να διαβάζω το έργο του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου3 Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1861 από τον δεκαοκτάχρονο τότε συγγραφέα,4 αμέσως θυμήθηκα την αναπόληση της νεανικής του ηλικίας από τον πρωταγωνιστή του «Ονείρου στο κύμα» και ακόμη τη σχέση του με τη φύση και το αίσθημα ελευθερίας που ένιωθε όταν ακολουθούσε στους ερημότοπους το κοπάδι του μοναστηριού. Πιο πολύ από περιέργεια, έψαξα να βρω αν υπήρχε μεταγενέστερη έκδοση του έργου, που να είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν τη δημοσίευση του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, όπου θα ήταν πιθανό ο Σκιαθίτης να το είχε διαβάσει και να είχε με κάποιον τρόπο επηρεαστεί. Όμως δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του συγγραφέα που κυκλοφόρησαν το 18975 και δεν υπάρχει καταγεγραμμένη άλλη έκδοση του 19ου αιώνα που να ακολούθησε εκείνη του 1861. Δεν αποκλείεται να πρόκειται απλώς για «κοινό τόπο», ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο Παπαδιαμάντης δεν γνώριζε το έργο αυτό του Δ. Παπαρρηγόπουλου.

Στις Σκέψεις ενός ληστού ο συγγραφέας σχολιάζει αρνητικά την κοινωνία του 19ου αιώνα και συγκρίνει τη ζωή στις πόλεις με τη ζωή στη φύση. Μια ανάλογη σύγκριση συναντάμε και στο «Όνειρο στο κύμα».6 Ο κεντρικός ήρωας, δικηγόρος που εργάζεται ως βοηθός σε γραφείο «επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτού», είναι απολύτως απογοητευμένος από τον τρόπο που εξελίχθηκε η ζωή του στην πόλη. Θυμάται με νοσταλγία την περίοδο που ήταν ακόμη «φυσικός άνθρωπος»7 και σε ηλικία 18 ετών είχε την τύχη να ζήσει κάτι μοναδικό. Κάτι για το οποίο «συνωμότησαν» το ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον μιας απομονωμένης γωνιάς του νησιού του. Επειδή όμως δεν σκέφτονται όλοι οι αναγνώστες λογοτεχνικών έργων με τον ίδιο τρόπο (και ίσως η σύνδεση των δύο έργων θεωρηθεί τολμηρή), παραθέτω μερικά σύντομα αποσπάσματα του έργου του Παπαρρηγόπουλου:

Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. [...] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού. (σ. 5)

Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς· αλλ’ όχι· η καρδία ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ού μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος, καθαρός· ουχί, ως εις υμάς, μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχοφόρα περιεπλανώντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω έν άνθος και έν φίλημα· (σ. 10)

Όσον περισσοτέραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι· (σ. 16)

Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις, αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς· φέρει τον νουν προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δεικνύει συγχρόνως, ότι αν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού. (σ. 24)

Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς· διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκείς ημών σύντροφοι. (σ. 25)

Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτισμένοι· δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν [...]. (σ. 27)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλληλη ανάγνωση που εδώ επιχειρείται, αφορά μόνο τη συγκεκριμένη παράμετρο των δύο έργων και όχι εν γένει το περιεχόμενό τους. Η σύγκριση πόλης-φύσης και ειδικά η εξιδανίκευση του φυσικού περιβάλλοντος (συχνά με τη μορφή του «αρκαδικού ιδεώδους») αποτελούν συνήθη θέματα στην παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης. Το γεγονός ότι ο ήρωας του Παπαδιαμάντη θεωρούσε αντιζήλους και ανταγωνιστές του τους αγροφύλακες (δηλαδή εκείνους που αντιπροσωπεύουν στο διήγημα την κρατική εξουσία) και ότι θεωρούσε κτήμα του τους καρπούς των ξένων αμπελιών και περιβολιών δεν τον κατατάσσει στους παρανόμους. Πρόκειται εξάλλου για άνθρωπο της Εκκλησίας, υπεύθυνο για το κοπάδι ενός μοναστηριού. Με ανάλογο τρόπο στο διήγημα του Παπαρρηγόπουλου οι αναφορές του ήρωα-αφηγητή στον Θεό δεν τον κατατάσσουν στους πιστούς χριστιανούς.

Διονύσης Στεργιούλας

 

1 Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Πραγματογνωσία, Κείμενο σε συνέχεια, Θεσσαλονίκη, 1950, σ. 60.

2 Στις εκδόσεις του παπαδιαμαντικού έργου υπάρχει μόνο μία αναφορά στον Μόσχο. Το κείμενο όμως που την περιλαμβάνει θεωρείται πλέον νόθο (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νέα Εστία, τχ. 1704, 1998, σσ. 908-920).

3 Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 και πέθανε νεότατος από εγκεφαλική συμφόρηση στην ίδια πόλη το 1873. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος.

4 «Τυπογραφείον Δ. Αθ. Μαυρομμάτη», 30 σελίδες, χωρίς όνομα συγγραφέα.

5 Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα.

6 Στη σχέση φύσης και πόλης στο διήγημα αναφέρεται η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη στο βιβλίο της Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910 (εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1987). Παρατηρεί μεταξύ άλλων (σ. 270): «Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυροτέρου».

7 «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...».

[*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σταφυλή, τχ. 5, Οκτώβριος 2023, σ. 109-112]



Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ο χείμαρρος, ο καταρράκτης, η ποίηση*

 
Το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Το ξερριζωμένο δέντρο» δημοσιεύτηκε το 1868 στον πρώτο τόμο (Μνημόσυνα και έτερα ανέκδοτα) του δίτομου έργου του Ποιήματα Αριστοτέλους Βαλαωρίτου. Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή, που είναι ένα ολοκληρωμένο, αυτοτελές και καλογραμμένο κείμενο, ο ποιητής δίνει πληροφορίες για τις αντικειμενικές συνθήκες που κινητοποίησαν την έμπνευσή του. Η Μαδουρή, το μικρό ιδιόκτητο νησί του, βρίσκεται κοντά στην ακτογραμμή της Λευκάδας, ακριβώς απέναντι από το σημείο όπου εκβάλλει τα ύδατά του το ρέμα Δημοσάρι.

Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. [...] Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι.

Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του.

Η περιγραφή αυτή θυμίζει το γνωστό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στα ρέματα που έγιναν χείμαρροι και στον ποταμό που κατέβασε πολύ νερό, παρασύροντας ό,τι έβρισκε στον δρόμο του: μεγάλες πέτρες («λιθάρια ριζωμιά»), «δέντρα ξεριζωμένα», μια μηλιά φορτωμένη με μήλα. Η σκηνή με το ξεριζωμένο δέντρο, που περιγράφει ο Βαλαωρίτης και που έδωσε τον τίτλο στο ποίημά του, αν και φαίνεται ότι προέκυψε από ένα πραγματικό γεγονός, δεν αποκλείεται να οφείλεται παράλληλα και στην απήχηση που είχε βρει μέσα του το γνωστό αυτό τραγούδι, το οποίο πιθανότατα γνώριζε, για τον επιπλέον λόγο ότι μία από τις παραλλαγές του είχε δημοσιευθεί το 1860 στον τόμο Τραγούδια Ρωμαίικα / Popularia carmina Graecia recentioris του Arnoldus Passow, υπό τον τίτλο «Οι Κοντογιαναίοι». Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην κατηγορία των Κλέφτικων. Ο Βαλαωρίτης έγραψε το δικό του ποίημα για να υμνήσει τον φυγά Αργύρη, έναν παράνομο αλλά γενναίο Λευκαδίτη, που προδόθηκε από φίλους του. Η φράση του Βαλαωρίτη «σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα» μοιάζει με τον τέταρτο στίχο του τραγουδιού:

Συννέφιασεν ο ουρανός, πάλε να βρέξει θέλει,
Κατέβασαν τα ρέματα, γεμίζουν τα λαγκάδια,
Κατέβασε κι ο Ζάστανος πολύ νερό που φέρνει·
Φέρνει λιθάρια ριζωμιά, δέντρα ξεριζωμένα,
Φέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη·
Κι απάνω πό τα μήλα της τριά δέλφι αγαπημένα.
Το ν ήταν ο γραμματικός, τ άλλο ο Παναγιώτης,
To τρίτο το καλύτερο ήτον ο καπετάνιος.[...]

Και συνεχίζει ο επτανήσιος ποιητής, εξηγώντας πώς το συγκεκριμένο γεγονός ξύπνησε μέσα του μνήμες και συνειρμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του ποιήματος. Στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν επιγραμματικό ύμνο στην ποίηση:

Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο».

Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος.

Διαβάζοντας την εισαγωγή του Βαλαωρίτη ήρθε στον νου μου και ένα πολύ μεταγενέστερο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου, με τίτλο «Αμούρ Αμούρ» (1939), που δημοσιεύτηκε, εν είδει εισαγωγής και αυτό («Αντί προλόγου»), στο βιβλίο του Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία. Η μία εικόνα θυμίζει την άλλη. Ο Εμπειρίκος αναφέρεται (υπονοώντας πιθανώς και το ασυνείδητο) σε έναν καταρράκτη που αντίκρισε στην Ελβετία. Εστιάζει στη συνεχή ροή του ορμητικού ρεύματος και συνδέει αυτήν την κίνηση με τον ποιητικό λόγο. Ο παλαιότερος ποιητής γράφει «παρήγαγεν εμοί την ιδέαν» και ο νεότερος χρησιμοποιεί τη φράση «μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα». Η ορμητική κίνηση του νερού συνδέεται και στις δύο περιπτώσεις, με τρόπο απρόσμενο αλλά φυσικό, με τη λειτουργία της ποίησης. Γράφει ο Εμπειρίκος:

Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.

Το μεγαλύτερο ωστόσο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην εισαγωγή του ποιήματος «Το ξερριζωμένο δέντρο», αλλά στο περιεχόμενό του. Ο διάλογος του αφηγητή με το δέντρο, η σύνδεση του δέντρου με το φυσικό και με το ανθρώπινο περιβάλλον, καθώς και η αντιμετώπισή του ως ανώτερης μορφής ζωής, τουλάχιστον ισότιμης με τον άνθρωπο, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο σε ένα δέντρο, αλλά πιθανώς στην ίδια τη φύση, με την οποία ο άνθρωπος δεν συνυπάρχει απλώς ή αλληλεπιδρά, αλλά έχει και άμεση αλληλεξάρτηση. Ως έναν βαθμό η ζωή και ο θάνατος του αφηγητή συμβαδίζουν με τη ζωή και τον θάνατο του δέντρου. Με σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για «οικολογικές ευαισθησίες» του ποιητή. Εάν λάβουμε υπόψη παρόμοιες παραμέτρους, ανοίγονται νέοι ερμηνευτικοί δρόμοι για το συγκεκριμένο ποίημα και επιπλέον αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο σύνολο του έργου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ενός έργου που – ίσως άδικα – συνοδεύεται έως σήμερα από τα στερεότυπα ερμηνευτικά και προσληπτικά σχήματα των αναγνωστών του 19ου αιώνα. 

Δ. Στεργιούλας

*Περιοδικό Μικροφιλολογικά, τχ. 54, φθινόπωρο 2023, σ. 13-15.