Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

«Τοπίον, το της επαγγελίας»*

Ερευνώντας «Το πιο ωραίο τοπίο» στο ομώνυμο βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα

1. Eισαγωγή:

«Έλα να σου δείξω το πιο όμορφο τοπίο», υπόσχεται ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας, όμως ο αναγνώστης στέκεται αμήχανος μπροστά στο ολόμαυρο εξώφυλλο του βιβλίου. Τα λευκά κεφαλαία γράμματα του τίτλου δεν είναι ικανά να σώσουν την κατάσταση. Θα έλεγα μάλιστα, πως υπογραμμίζουν με τον πιο έντονο τρόπο την κυριαρχία του μαύρου. Μα πού είναι το τοπίο, χωρίς ούτε καν μια εισαγωγική εικόνα; Έπειτα ο αναγνώστης φέρνει στον νου κι άλλο κατάμαυρο εξώφυλλο του ποιητή (ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Νησίδες, 2019), κι αποδίδοντας τη χρωματική επιλογή στην αισθητική και το προσωπικό στυλ του δημιουργού, προχωρά στα ενδότερα. Αυτό που τον περιμένει είναι μια ποίηση άκρως φιλοσοφημένη, όμως φαινομενικά πολύ απλή. Όπως έγραφα και πιο παλιά, αυτή η φαινομενική απλότητα, είναι τελικά το πιο δυνατό στοιχείο της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα.



2. Αδιάκοπη ροή του χρόνου:

Περισσότερα από τα μισά ποιήματα του βιβλίου αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον χρόνο που περνά και καταλύει τα πάντα: Σύμφωνα με τον ποιητή μας, ούτε «Νέα Εποχή» υπάρχει, ούτε «Αρχαιότητα», ούτε «Μεσαίωνας». Τα πάντα εξαρτώνται από το χρονικό σημείο που επιλέχθηκε ως σημείο αναφοράς ή ως «οπτική γωνία παρατήρησης». Επειδή τα πάντα ρέουν και τίποτα δε μένει σταθερό και καθώς τα πάντα είναι σχετικά κι όχι απόλυτα, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως οι πρόγονοί μας οργάνωναν τη ζωή τους και σχεδίαζαν το δικό τους μέλλον, χωρίς να βάζουν στον νου τους πως θα ερχόμασταν εμείς αργότερα να ονομάσουμε την εποχή τους «αρχαίο κόσμο».

Ο ποιητής ισχυρίζεται πως οι θηρευτές προηγούνται των θηραμάτων. Μάλιστα, τα θηράματα δημιουργήθηκαν πιο μετά, για χάρη των θηρευτών. Επίσης, το χορτάρι δημιουργήθηκε για να έχουν να τρων τα φυτοφάγα θηράματα. Για να έχει χώρο και τρόπο ανάπτυξης το χορτάρι, δημιουργήθηκαν αντίστοιχα για χάρη του, το χώμα και το νερό. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα οντολογική-υπαρξιακή προσέγγιση της ζωής, καθώς ο ποιητής τονίζει με έμφαση πως σκοπός κι αιτία ταυτίζονται, ή αλλιώς, ότι η ανάγκη γεννάει τα όντα: Πρόκειται για την ανάγκη να καλυφθούν πολύ συγκεκριμένα κενά στην αλυσίδα της δημιουργίας. Αν μπορούσαμε να σταθούμε κάπου έξω από τον χρόνο, χωρίς να έχει πια σημασία, ούτε το «πριν», ούτε το «μετά», αυτή η φιλοσοφική ματιά του ποιητή θα έδειχνε εξαιρετικά ελκυστική.

Σκέψεις αρχαίου ποιητή

Για την αλήθεια δε γνωρίζω τίποτα

μα έχω μάθει να παρατηρώ:

Τα φύλλα πέφτουνε στη γη

το δέντρο τρέφεται απ’ τη γη

και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο

και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο.

Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν

στις τωρινές νέες ιδέες σου

και σε όλα εκείνα που ακόμη

δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί.

Και είναι πάντοτε κρυμμένη

μέσα στο πλήθος των συλλογισμών

η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη.

Σύμφωνα με τη γνωστή σωκρατική ρήση, η πρώτη αληθινή μας γνώση είναι η συνειδητοποίηση της άγνοιας. Έτσι ο ποιητής μιλάει για την αιώνια κίνηση του κόσμου, για τα φύλλα που πέφτουν στη γη, για να γίνουν λίπασμα και να τραφεί το δέντρο, που θα ξαναβγάλει φύλλα, που θα ξαναπέσουν στη γη, στους αιώνες των αιώνων. Οι ιδέες δείχνουν να παλιώνουν και να ξεπερνιούνται. Όλοι έχουν την εντύπωση πως νέες ιδέες έρχονται να ενθουσιάσουν τους ανθρώπους και να επικρατήσουν. Στην πραγματικότητα, το παλιό επιβιώνει πάντα μέσα στο νέο, ή καλύτερα, καθετί νέο ταυτίζεται με καθετί παλιό, αφού οι παλιές ιδέες, αν και φαινομενικά νεκρές, ξαναζούν στις τωρινές και σε όσες ακόμα δεν ήρθαν, αφού τα πάντα εναλλάσσονται κυκλικά κι αθόρυβα.

Έτσι με αμηχανία στεκόμαστε απέναντι στα πιο απλά πράγματα, αδυνατώντας να τα ονομάσουμε και να τα χαρακτηρίσουμε. Είναι δύσκολο να μιλήσουμε ακόμα και για τα πιο απλά κι αυτονόητα συμβάντα της ζωής. Πού οφείλεται αυτή η άγνοια; Γιατί κατέχουμε πάντα ένα ελάχιστο μόνο μέρος της αλήθειας; Φταίνε οι αισθήσεις που μας ξεγελούν; Ευθύνεται -ίσως- ο τόσο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τη ζωή;

Μιλάμε για τη βροχή

Μιλάμε για τη βροχή.

Αλλά η βροχή δεν είναι απλώς

μια λέξη σαν τις άλλες λέξεις

είναι μια λέξη που ποτέ

δεν φτάνει μόνη της εδώ

τη συνοδεύει πάντα η μελαγχολία

τη συνοδεύει πάντα ο ήχος «όχι».

 

Μιλάμε για τη βροχή.

Αλλά ποιος ξέρει να μου πει

τι πράγμα είναι η βροχή;

Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι

οι σταγόνες πάνω στο τζάμι

το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;

Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν

τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία

η μουσική πάνω στη στέγη;

Μπορεί ο καθένας μας να συνεχίσει τις παραπάνω εικόνες, ανάλογα με τα δικά του βιώματα, τις καθαρά προσωπικές αποθηκευμένες εικόνες του μυαλού του. Γιατί ο καθένας μας βιώνει διαφορετικά αυτόν τον ίδιο κόσμο μας. Στο ποίημα «το αρχαίο κουβάρι», ο ποιητής μιλάει για το νήμα που απλώνει διαρκώς  πίσω του ο άνθρωπος στις δαιδαλώδεις στοές του χρόνου, καθώς περνούν οι εποχές, τα χρόνια, κι οι αιώνες, χωρίς σταματημό. Αυτό το αρχαίο κουβάρι αφορά τους πάντες και τα πάντα και φυσικά, ακουμπάει και στη δική μας μικρή κι ασήμαντη ζωή.

Εκείνοι

Είχαν βγει στους κεντρικούς δρόμους

φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα.

Μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά

και αγόραζαν ψεύτικα κοσμήματα

από πάγκους των πεζοδρομίων.

Μερικοί μάς κοίταζαν φευγαλέα

αλλά οι περισσότεροι αδιαφορούσαν

για τη δική μας παρουσία.

Κάπου κάπου ένα λευκό αυτοκίνητο

περνούσε προσεκτικά ανάμεσά τους.

Περπατούσαμε μόνοι και βιαστικοί

και γύρω μας ένα πλήθος που γιόρταζε.

Να, λοιπόν, μια φαινομενικά απλή σκηνή του δρόμου, απέναντι στην οποία οι περισσότεροι θα έμεναν αδιάφοροι: Καλοντυμένοι άνθρωποι ψωνίζουν απ’ τους πάγκους ψεύτικα κοσμήματα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εορταστική. Κι ανάμεσά μας εμείς -αλήθεια ποιοι;- σε άλλο χρόνο, σε άλλο τέμπο, σαν να έχουμε συνενώσει δύο διαφορετικές κινηματογραφικές ταινίες, λες και θα ήταν ποτέ δυνατό να δούμε τον κόσμο γύρω μας, ταυτόχρονα, με δυο εντελώς διαφορετικές ματιές, σε δυο διαφορετικούς χρόνους. Οι άλλοι, χαμένοι στη γιορτινή τους ατμόσφαιρα, με ψεύτικες μικρές χαρές που κοστίζουν ελάχιστα, κι εμείς ανάμεσά τους με ταχύτητα να προσπερνάμε. Αλήθεια, για πού; Ποιο είναι το νόημα της βιασύνης; Ίσως είναι σωστό -λέει ο ποιητής- να ονομάσουμε τα δευτερόλεπτα αιώνες και τους αιώνες δευτερόλεπτα. Άλλωστε, δεν έχει νόημα ο χρόνος, αν όλα ρέουν αδιάκοπα, κυκλικά, αν όλα επαναλαμβάνονται, αν όλα είναι νέα και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο παλιά.

3. Ο ελεύθερος άνθρωπος:

Ένας ελεύθερος άνθρωπος

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε

(δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)

αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη

αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε

και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.

 

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε

χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο

χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.

Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι

τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο

κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει

τι τον έκανε να επαναστατήσει.

Το ποίημα αυτό μου θύμισε πολύ τη στιχουργική του Διονύση Στεργιούλα στο άλλο του ποιητικό βιβλίο που είχα την τύχη και τη χαρά να παρουσιάσω, το «Παράδοξο του ζην»: Απλότητα, ποιητικός ρεαλισμός και μια δυνατή δόση θεατρικότητας, σαν να στέκονται όλοι γύρω  σε έναν κύκλο κι απορημένοι αντικρίζουν τον «ελεύθερο άνθρωπο». Επειδή αποτελεί φιλοσοφικό ερώτημα «ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος», η διερεύνηση τέτοιων θεμάτων δεν θα μπορούσε να χωρέσει στους στίχους ενός μόνο ποιήματος, κι έτσι ο ποιητής μάς δίνει την εξήγηση με συντομία. Ελεύθερος δεν είναι μόνο όποιος μισεί την ανελευθερία και τα δεσμά που κάποιοι άλλοι του έχουν επιβάλλει. Είναι εκείνος που διεκδικεί αυτά που ποθεί η ψυχή του, ακόμα κι αν στα μάτια των άλλων αυτό δείχνει ουτοπιστικό ή ανόητο. «Ενώ δεν του έλειπε τίποτα», «στα καλά καθούμενα», όπως θα λέγαμε αλλιώς, ο ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε απέναντι στον χρόνο που περνά. Ζήτησε να δει ξανά και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία. Ζήτησε μια μικρή, σύντομη έστω, επιστροφή στο παρελθόν, για να θυμηθεί όσα τότε έβλεπε, μα κυρίως, για να αισθανθεί, όσα αισθανόταν τότε και τα έχει ξεχάσει. Αυτή η νοερή επιστροφή ήταν μια μικρή επανάσταση ενός ελεύθερου ανθρώπου, αφού όλοι είμαστε δούλοι του χρόνου που μας καταδυναστεύει. Σε άλλο ποίημα, («Κόκκινο άνθος στο υπόγειο»), ο ποιητής τονίζει πως η καθεμιά επανάσταση, απαιτεί ένα βαθύ υπόγειο, ώστε να μεγαλώσει «εν κρυπτώ», χωρίς φως, σαν ένα κατακόκκινο λουλούδι, ίδιο με τη φωτιά που σκορπά το δέος. Θα έλεγα λοιπόν πως η ελευθερία πηγάζει πάντα από τα πιο σκοτεινά μας μέρη, από το απλησίαστο κι ανερμήνευτο ασυνείδητο.

Ο ποιητής διδάσκει πως αν κάποιος προσπαθεί «να είναι ο εαυτός του», επιλέγει χωρίς να το συνειδητοποιεί τη στασιμότητα, την αδράνεια, την απάθεια, την επανάληψη που κουράζει κι εξοντώνει. Όταν όμως κάποιος τολμά να ξεντυθεί τον εαυτό του, σπάει το καλούπι κι ελευθερώνεται απέναντι σ’ αναρίθμητες δυνατότητες κι επιλογές. Το να αλλάζει κανείς ρόλους σημαίνει πως αμφισβητεί τα πάντα, ακόμα και την ίδια του την ταυτότητα, τα δικά του λόγια και τις δικές του πράξεις, κι όχι μόνο παύει να ζει στη μονοτονία και την πλήξη, αλλά ξάφνου τα πάντα γίνονται καινούρια, και γι’ αυτό συναρπαστικά. Έξω λοιπόν από το ίδιο μας το σώμα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Συμβουλεύει να είμαστε «πλάνητες» κι όχι «δορυφόροι». Να προτιμούμε τις «ηλιόλουστες νύχτες» κι όχι τις «σκοτεινές μέρες». Να επιθυμούμε τις «βόλτες στα βιβλία», αντί για τον «περίπατο στο δάσος», γιατί κανείς ποτέ δεν είναι ικανός κι άξιος να ορίσει το δικό μας «σωστό» ή το δικό μας «λάθος». Δικαιούμαστε το πολύτιμο δώρο της ατομικότητας, αφού οι επιλογές μας αφορούν εμάς και μόνον εμάς.

4. Η ποιητική τέχνη:

Ο ποιητής δεν αναπαύεται στη γαλήνη και την μακαριότητα της τέχνης του. Το ποίημα συχνά βουτάει στα βαθιά της ζωής, χάνεται στις φτωχογειτονιές, αφουγκράζεται παράπονα, αντικρίζει ανθρώπινα ναυάγια και τέλος με τα φτερά του ανοιχτά, ως άγγελος, μια γίνεται προστάτης και μια τιμωρός πάνω απ’ την πόλη. Ο ποιητής νιώθει παντού ξένος: Όταν ταξιδεύει, όταν μένει στο σπίτι του, όταν κοιτάει τον ουρανό, όταν αρκείται στα γήινα, όταν σμίγει με τον κόσμο κι όταν κλείνεται στον εαυτό του. Το ιαμβικό μέτρο που μιμείται τους χτύπους της καρδιάς, κρύβει μέσα του κόσμους άγνωστους, χαμένους.

Ο ποιητής ισχυρίζεται πως η απομόνωση, η σιωπή, η απομάκρυνση από τον θόρυβο των ανθρώπων οδηγούν ευκολότερα στην αρετή, παρά ο αδιάκοπος συγχρωτισμός με τα πλήθη. Στο σημείο αυτό, άθελά μου φέρνω στον νου μου τους πασίγνωστους στίχους του Αλεξανδρινού Δασκάλου:

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν  ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

 (Κωνσταντίνος Καβάφης, «Όσο μπορείς»)

5. Περί του τοπίου (ή των τοπίων):

Τελικά, ποιο είναι το πιο ωραίο τοπίο που ο ποιητής υποσχέθηκε να μοιραστεί μαζί μας; Μελετώντας πολύ  προσεκτικά το βιβλίο κι αναζητώντας στίχους που να αναφέρονται στην έννοια του τοπίου, εντόπισα στη σελίδα 26, στο ποίημα με τίτλο «Έκρυβε την παρουσία του», τους παρακάτω στίχους:

[…]

Αν η περιπλάνηση σε οδηγήσει

σ’ ένα τοπίο απέριττο και απλό

θεώρησέ το το πιο ωραίο δώρο

και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου.

Στην ακριβώς απέναντι σελίδα (27) υπάρχει το μόνο ποίημα που περιέχει στον τίτλο του την έννοια του τοπίου:

Τοπίο δυσανάγνωστο

Μες στην ακινησία το βλέμμα διακρίνει

την πιο ασήμαντη κίνηση

αλλά στην κίνηση το μάτι ξεχωρίζει

αυτό που μένει ακίνητο.

Έτσι διάβαζα τα τοπία κάποτε.

Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου

ένα τοπίο δυσανάγνωστο

με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα

με δέντρα που κινούνται και πετούν

και με πουλιά που μένουν ριζωμένα.

 Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις

γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι

που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο.

Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα

για να μπορέσω να σε συναντήσω.

Η ζωή είναι αινιγματική από τη φύση της και γι’ αυτό τα τοπία της που απλώνονται μπροστά μας διαρκώς, δεν είναι παρά νέα κι άγνωστα πεδία δράσης. Το καθένα κρύβει τα δικά του μυστικά και τις δικές του προκλήσεις. Ο ποιητής ζητά ένα άνοιγμα στο αίνιγμα. Αναζητά μια διέξοδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει για να τη βρει. Από την άλλη, (για να συνεχίσουμε τον δικό του συλλογισμό), ποιος μας εγγυάται ότι αυτό το άνοιγμα, αυτό το τούνελ, θα μας βγάλει σε κάποιο μέρος πολύ καλύτερο απ’ αυτό που θέλουμε ν’ αφήσουμε πίσω μας; Κάποτε είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τη ζωή. Τα θαύματά της βρίσκονται μπροστά στα πόδια μας, όμως, ή μένουν τελείως αθέατα, γιατί κανείς δεν έχει μάτια να τα δει, ή  απομένουν πάντα ασαφή, αφού δεν θα συμφωνήσουμε οριστικά, ούτε στα πιο απλά ζητήματα. Ο ποιητής λέει πως τα σύννεφα φέρνουν λιακάδα κι αυτό κάνει το τοπίο του δυσανάγνωστο. Παρόλα αυτά, μπορούμε να σκεφτούμε πως τα σύννεφα είναι άρρηκτα συνδεμένα με την έννοια της λιακάδας, γιατί αν δεν τα είχαμε γνωρίσει ποτέ, πώς θα γιορτάζαμε την ξαφνική τους απομάκρυνση;

Στο δικό του δυσανάγνωστο τοπίο τα πουλιά είναι ριζωμένα, ενώ τα δέντρα και κινούνται και πετούν. Ο ποιητής εδώ απλώς παραθέτει γόνιμο προβληματισμό πάνω στις εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας, αφού είναι πια γνωστό πως δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα. Τελικά ποιο είναι το πιο όμορφο τοπίο; Θα έλεγα πως είναι αυτό που κερδίσαμε γιατί είχαμε την τόλμη να αναρωτηθούμε, να ανησυχήσουμε, να περιπλανηθούμε, να αμφισβητήσουμε, να προχωρήσουμε, να τρυπώσουμε σε μαγικά λαγούμια σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Κάτι έλειπε

Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο

ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος

ήταν η μόνιμη απουσία του απ’ την εικόνα

ήταν οι αλλαγές που θα συνέβαιναν στο μέλλον

αυτά που θα ρχονταν αύριο και μεθαύριο

αυτά που θα συνέβαιναν σε ένα χρόνο

αυτά που θα συνέβαιναν σε χίλια χρόνια.

 

Ωραίο να το λες, ωραίο να το γράφεις

αλλά οι λέξεις δεν κινούνται στο χαρτί

ωραίο να νομίζεις πως προβλέπεις

πως μόνο εσύ γνωρίζεις τη συνέχεια

αλλά το μέλλον είναι άδηλο

το χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές

το μέλλον είναι πάντα άδηλο

ούτε η συνέχεια δε γνωρίζει τη συνέχεια

και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί

ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας

ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό.

Να λοιπόν τι λείπει από το πιο ωραίο τοπίο! Λείπει η διάρκεια! Πάντα θα λείπει η διάρκεια! Ο άνθρωπος πάντα θα παλεύει με τον χρόνο. Ποτέ δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με την ιδέα της φθοράς. Ο χρόνος θα είναι πάντα το μόνο αληθινό αγαθό στα χέρια του ανθρώπου κι ο μόνος αληθινός του εχθρός.

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

[*Το εκτενές δοκίμιο του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal, 14.6.2023]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.