[Κείμενο του συγγραφέα Ιγνάτη Χουβαρδά με αφορμή την ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες).]
Στην σχετικά πρόσφατη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες), διαβάζω ποιήματα άμεσα κατανοητά και ταυτόχρονα βαθυστόχαστα, που μου δίνουν την αίσθηση ότι έχω επισκεφτεί ένα αρχαίο μαντείο. Η φιλοσοφική τους χροιά συνταιριασμένη με μια καθαρότητα ευφυΐας, συνάπτουν αναντίρρητα έναν οδηγό πλεύσης. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Κυρίως είναι ένα αέρινο πνεύμα, που αγγίζει το περιβάλλον και το αποκαλύπτει στο βάθος του. Με ισχυρές καταβολές από την παράδοση της Θεσσαλονίκης, την οποία μελετά ενδελεχώς, αγγίζει τα πράγματα και τα αποκαλύπτει, με μια διάθεση να μιλήσει για το μέλλον. Σε κάθε λογοτεχνική του απόπειρα είναι πρωτότυπος. Η πρωτοτυπία δεν οφείλεται σε κάποιο στοιχείο πρόκλησης. Είναι το πνεύμα που κυριαρχεί. Αυτό πρωτοτυπεί. Η σκέψη του ανοίγει μονοπάτια κι αφού πάρεις τον χρησμό από το μαντείο ή από τον περιφερόμενο μάντη, μετά ακολουθείς τον δρόμο σου.
Δεν είναι δύσκολος στη γλώσσα ούτε μεταμοντέρνος. Είναι μάλλον ένας ποιητής του σονέτου, σε ελεύθερη διασκευή, περισσότερο αφηγηματική, χωρίς ομοιοκαταληξία και κανόνες, με έκταση ανάλογη με το θέμα. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά διακρίνω μια υπόκωφη μελωδία στα ποιήματα και μια τάση να αποδοθούν με τρυφερότητα και ηδύτητα τα νοήματα. Ένα σονέτο, με κριτήριο τον αραχνοΰφαντο ψυχισμό, που χρησιμοποιεί στη φόδρα του τα νήματα του Καβάφη. Μια διασταύρωση (σονέτο-Καβάφης) περίεργη κι ελκυστική. Ο ποιητής με απλότητα αγγίζει τις έννοιες, τις καθαγιάζει, ελέγχοντας τις διαφορετικές μεταβλητές τους. Εκείνο που επιπλέον γλυκαίνει τα κείμενα είναι η καλειδοσκοπική ματιά του, πάντα εύστοχη, ποτέ δυσνόητη, κι όμως αποκαλυπτική και πρωτόφαντη.
Οι χρησμοί του μαντείου είναι πάντα αμφιλεγόμενοι, όχι για να σε μπερδέψουν, αλλά για να σου υποδείξουν την πολλαπλότητα της ζωής. Ο Στεργιούλας συχνά ανατρέχει στο αρχαίο παρελθόν, μεταφέρει ιστορίες, τις αναγάγει με έναν πλάγιο τρόπο στο παρόν. Υπάρχει ένα συνταίριασμα της σχολής της Θεσσαλονίκης με την καβαφική ιδιοσυγκρασία. Ο δρόμος αυτού του ποιητή και στοχαστή είναι ηθελημένα μοναχικός, όχι με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, αλλά με τον τρόπο που δρομολογεί τη λογοτεχνική του πορεία. Σχεδιάζει με τη δική του αισθητική τα βιβλία, πολλές φορές με δικά του σχέδια, με μια ιδιαίτερη επιμέλεια στην ποιότητα της έκδοσης, αξιοποιώντας τη μύησή του σε λογοτέχνες και καλλιτέχνες από την εποχή του Κοχλία και της Διαγωνίου. Ο αστρολάβος που χρησιμοποιεί για να πλέει στη θάλασσα των νοημάτων, είναι καθαρά προσωπικός, απόρροια των δικών του εμμονών γύρω από κείμενα και λογοτέχνες.
Χρήσιμη θεωρώ μια μικρή αναδρομή σε βιβλία του Διονύση Στεργιούλα των τελευταίων ετών: Η μελέτη Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (εκδ. Νησίδες), ενδεικτική εν μέρει του προσανατολισμού του Στεργιούλα, σε επίπεδο δομής και σκηνοθεσίας, στον τρόπο εκφοράς της δικής του ποιητικής. Στο δοκίμιο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα (εκδ. Νησίδες), επιχειρεί μια απροσδόκητη σύγκριση της Μοσχούλας του Παπαδιαμάντη από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» με το έργο του Κάφκα.
Ο στόχος είναι η αναζήτηση γύρω από τα βαθύτερα μυστικά του ψυχισμού της λογοτεχνίας. Για τον Στεργιούλα η λογοτεχνία συνάδει με την ελευθερία να κάνεις, με αφορμή ένα κείμενο, τις δικές σου επιλογές και συγκρίσεις, προκειμένου να καταλήξεις και να καταστήσεις ξεκάθαρη τη δική σου οπτική. Υποψιάζομαι πως εδώ υπάρχει η συνοδοιπορία κειμένου και αναγνώστη, καθώς το κείμενο ξεφεύγει από την απλή μετάδοση του νοήματος και γίνεται μια ζωντανή ύλη, κυοφορούμενη, απόλυτα χωνεμένη από τον δοκιμιογράφο, με στόχο την αναζήτηση μιας προσωπικής ταυτότητας.
|
Δηλαδή το κείμενο που διαβάζουμε και μας αρέσει (Παπαδιαμάντης, Κάφκα) δεν είναι πεπερασμένο και συντελεσμένο, είναι ζωντανό, μοιάζει με σκυτάλη που την παραλαμβάνεις και τη χρησιμοποιείς στον δικό σου ορίζοντα. Μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Καθόλου ποιήματα (εκδ. Νησίδες), τα οποία, αποκηρύσσοντας την ιδιότητά τους, αυτονομούνται σε ένα δικό τους ποιητικό κλίμα, με καλή ενορχήστρωση των συστατικών τους - κι έτσι αποκτούν την ιδιότητα του αταλάντευτου θέσφατου. Ποιητικό είναι και το βιβλίο Το παράδοξο του ζην (εκδ. Νησίδες), εξίσου πρωτότυπο στην απλότητά του. Είναι μια περιπλάνηση στη διάρκεια μιας μέρας στην πόλη κι ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του περιβάλλοντος.
Μου θύμισε ένα ποίημα του Ευγένιου Αρανίτση με τον τίτλο «Η θάλασσα», στον τρόπο της γραφής του. Επίσης ο θεατρικός μονόλογος Στο ίδιο δωμάτιο (εκδ. Νησίδες), όπου μιλάει και πρωταγωνιστεί η Ανθούλα Σταθοπούλου, πρώτη σύζυγος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, ποιήτρια και η ίδια. Θα έλεγε κανείς πως εδώ ο δημιουργός υποκύπτει στη φιλολογική του κλίση, γράφοντας ένα παλιομοδίτικο βιβλίο. Ίσως εδώ φαίνεται πιο καθαρά η ιδιαιτερότητα του Στεργιούλα, πρωτοτυπεί μέσα από κάτι που θυμίζει παραφυάδα μιας φιλολογικής ενασχόλησης, δίνει ζωή σε μια ηρωίδα του πρόσφατου παρελθόντος, με σύντομη και δύσκολη ζωή, και την ίδια στιγμή αποδίδει με ζωντάνια τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Στεργιούλας έχει τις δικές του αναφορές, τις οποίες εκμεταλλεύεται γόνιμα, προκειμένου να μας φέρει στα περίχωρα μιας προσωπικής κοσμοθεωρίας. Τέλος ένα διήγημά του σε ιδιωτική έκδοση, με τίτλο Χριστούγεννα στο υπόγειο (2021). Κι εδώ το πνεύμα χρωματίζει γλυκά τον χώρο, τον αποκωδικοποιεί με ένα υποδόριο χιούμορ, τον αποδίδει εξαγνισμένο, με μια χροιά αποκάλυψης.
Ποιος όμως είναι ο κόσμος του Διονύση Στεργιούλα; Είναι ένας συνειρμός ερεθισμάτων από το εξωτερικό περιβάλλον, σε απόλυτη αντιστοιχία όχι μόνο με τον χρόνο (παρελθόν- παρόν), αλλά και με το ζιζάνιο μιας σκέψης που αναζητά την καθαρότητα των μορφών και των πραγμάτων. Στην περίπτωσή του η καθαρότητα αυτή, ή η διαφάνεια, ή η διαύγεια, όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια αναγωγή σε μια κατάσταση πραγματικότητας που είναι εύφορη. Όπως ένα ανοιξιάτικο δάσος. Όπως μια πόλη με χρώματα.
Όπως μια έλξη όπου η σάρκα προϋποθέτει τη γλυκύτητα μιας αναζωογόνησης, με τα υλικά της παιδικής ηλικίας. Αυτή η κατάσταση δεν αναφέρεται με ευθύ τρόπο, υποδηλώνεται, κινείται στο παρασκήνιο των λέξεων. Είναι η τεχνική του πλάγιου φωτισμού, όπου το νόημα αποκαλύπτεται την ίδια στιγμή που εντέχνως κρύβεται.
Ας επιστρέψουμε στην τελευταία του συλλογή με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο. Μοιάζει να είναι συνέχεια του άλλου βιβλίου, με τίτλο Καθόλου ποιήματα. Πρόκειται κι εδώ για μια συλλογή ποιημάτων με έντονη φιλοσοφική χροιά, που άπτονται της υπαρξιακής αναζήτησης. Είτε έχουμε το παρελθόν είτε το παρόν, κάθε στοιχείο είναι μια ζωντανή ύλη που αναπλάθεται, με προορισμό την καλύτερη διαχείριση του μέλλοντος. Σε ένα ποίημα με τον τίτλο «Να μην είσαι» γράφει:
Το
θέμα είναι να μην είσαι ο εαυτός σου.
Αν
είσαι ο εαυτός σου όλα κυλούν μονότονα
το
αύριο μοιάζει πάντα με το χτες
καμία
έκπληξη δεν σου χτυπά την πόρτα.
Πρέπει
κατά καιρούς ν’ αλλάξεις ρόλους
να
αμφισβητείς τις πράξεις και τα λόγια
σου
να μοιράζεσαι με τους εχθρούς σου
ό, τι έχεις
και να συμφωνείς με όσα σου
καταλογίζουν.
Ύστερα να κάνεις μια
μεγάλη βόλτα
να περιφέρεσαι έξω από
το σώμα σου
και καθόλου να μην
ανησυχείς
βλέποντάς σε να απομακρύνεσαι.
Στο απόσπασμα του παραπάνω ποιήματος, έχουμε την αντιστροφή της κοινής λογικής. Για να ανακαλύψουμε τον αληθινό εαυτό μας, ας κάνουμε μια ανάποδη κίνηση, όπως έχει υποδείξει κι ο ιταλός πεζογράφος Αντόνιο Ταμπούκι. Με το κόλπο αυτό αποδεσμεύεσαι από τις αλυσίδες του εαυτού σου, γίνεσαι λιγότερο ευάλωτος, παύεις να είσαι θήραμα που το διαχειρίζονται οι άλλοι, γίνεσαι ένας ευέλικτος παίκτης που κατευθύνει την παρατήρηση και τη σκέψη με καθαρά προσωπικούς όρους, επιζητώντας εκείνη τη μεθυστική πνοή που γαργαλάει το αίμα, μια στιγμή ελάχιστη αλλά καθοριστική, αποκαλυπτική ίσως μιας λέξης που δεν τη γνωρίζουμε και την ανακαλύπτουμε, στρεφόμενοι ολοένα περισσότερο προς τον ομφάλιο λώρο τόπου και χρόνου. Μια λέξη κλειδί της προσωπικής ευτυχίας. Πέρα από την αντικειμενική λογική λοιπόν, υπάρχει μια δεύτερη λογική, εξίσου πειστική, λίγο αιρετική κι εξαιρετικά διεισδυτική.
Ένα απόσπασμα από ένα άλλο ποίημα, με τίτλο «Μιλάμε για τη βροχή»:
Μιλάμε
για τη βροχή
Αλλά ποιος ξέρει να μου
πει
τι πράγμα είναι η βροχή;
Είναι
το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι
οι
σταγόνες πάνω στο τζάμι
το ρυάκι στην
άκρη του δρόμου;
Είναι τα στάχυα που
μεγαλώνουν
τα υπόγεια ύδατα και τα
υδραγωγεία
η μουσική πάνω στη στέγη;
Εδώ, ίσως και ασυνείδητα, αναβλύζει ένα άρωμα ιαπωνικής σκέψης, μια τεχνική ζεν, μια αναζήτηση γαλήνης που ταυτόχρονα είναι έκσταση (σατόρι).
Τρεις στίχοι επίσης, από το ποίημα «Κάτι έλειπε», που θα μπορούσαν μονίμως να σε ακολουθούν, και να σε ενθαρρύνουν για να γράψεις ένα μυθιστόρημα περιδιάβασης: «Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο/ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος/ήταν η μόνιμη απουσία του από την εικόνα».
Νομίζω πως τα ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα είναι κρυφά αισιόδοξα, σε στρέφουν προς το θαύμα της ζωής, υποδεικνύοντας έναν διαφορετικό τρόπο οπτικής και σκέψης. Και πάνω από όλα διαθέτουν μια φρεσκάδα. Αναγνωρίζω πέρα από τον Καβάφη, την επιρροή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και του κύκλου του. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι γέννημα μιας τέτοιας συγχορδίας, την οποία έχει πλήρως αφομοιώσει.
Τα ποιήματα, ακόμα κι εκείνα της πόλης, αποπνέουν ένα άρωμα μεσογειακής φύσης. Μιας φύσης όπου τα πένθιμα φεγγρίσματα απαλείφονται σταδιακά από την ίριδα που χαϊδεύει τα δέντρα, τα λουλούδια, τη θάλασσα, την πόλη. Και κυρίως είναι ψηφίδες κατευθυντήριες, προς μια ζωή, όχι ιδεατή και ουτοπική, αλλά από την άλλη μια ζωή που φέρνει το πνεύμα δίπλα στο σώμα, και τα οδηγεί σε μια μέθεξη μικρής ευτυχίας, την οποία οφείλουμε να ανακαλύψουμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ιγνάτης Χουβαρδάς
[*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Bookpress, 3.3.2024]