[Κριτική του Λουκά Δ. Παπαδάκη στο ηλεκτρονικό Φρέαρ για Το παράδοξο του ζην, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]
Το 430 στίχων ποίημα αρχίζει τούτη τη φορά τη στιγμή που ο ήρωας, ο ποιητής, «πηγαίνοντας σε μια συνάντηση / που έχει προγραμματιστεί από καιρό» (σ. 21), συνειδητοποιεί «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε». Με αυτά τα λόγια, που κλείνουν το ποίημα, γίνεται η εισαγωγή μας σε αυτό.
Δεν γνωρίζει λοιπόν κανείς στα πού πορεύεται· όπου οι άλλοι; όπως όλοι οι άλλοι; Ίσως Ποίηση δεν είναι παρά μια διαδρομή, μοναχικό πέρασμα από πολυσύχναστη διάβαση: «Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία» (σ. 11). Και οι στίχοι πάλι τι χρειάζονται, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό» (σ. 21).
Και όμως σε σκιές πάνω και μέσα σε οδούς – λέξεις συνηθισμένες, θαμπές απ’ την πολυχρησία και λερές, σε λέξεις κάθετες ή παράλληλες, οι άνθρωποι, αναγνωρίζουν εαυτούς και αλλήλους: «ένιωθες ότι το σώμα σου δεν σου ανήκει / ότι ένα άλλο σώμα φορά τα παπούτσια σου» (σ. 12). Σκιές σ’ ένα κόσμο μουντό, σκιές που γεννά μια λάμπα, μια αστραπή, ένα βλέμμα που αποσύρεται. Αυτή εδώ η γραφή, μέσα στο ζόφο τών ημερών μας, είναι στον αντίποδα της αντίληψης του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της / όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. / Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. / Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».
Μια ξαφνική μπόρα δεν θα σταθεί αρκετή να καθαρίσει τα πράγματα, δηλαδή τα άπλυτα: «…ένα φύλλο / που είχε παρασυρθεί από το νερό / και σταμάτησε στο καπάκι του φρεατίου / σαν να αρνούνταν να αφήσει το φως» (σ. 17). Αλλά ποιο φως, που την ίδια στιγμή αυτό ακριβώς το φύλλο με την άρνησή του έφερνε πάλι στον έξω κόσμο το σκοτάδι ως έσω φως. Για να δώσω μια συνεπή ερμηνεία, γυρίζω και διαβάζω τα «Σκόρπια φύλλα» τού επίσης Θεσσαλονικιού και αγαπημένου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: «Σκόρπια φύλλα του φθινοπώρου / οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή / ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια / “ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;” / αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών / από Νεαπόλεως της νυν Καβάλας / Προς Θεσσαλονικείς Α΄ Επιστολής το ανάγνωσμα / ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων / ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί…».
Ένα παρόν που κυριαρχείται από μια οικονομική κρίση και μια πανδημία επιτείνει στη σκέψη μας την εντύπωση της διάστασης ανάμεσα στον προσωπικό και τον συλλογικό χρόνο. Η μέρα αναφοράς αυτού του ποιήματος είναι τόσο τυχαία όσο τυχαία είναι η 16η Ιουνίου 1904 του Λέοπολντ Μπλουμ, ή μια οποιαδήποτε μέρα, σαν αυτή τού Ιβάν Ντενίσοβιτς στο γκούλαγκ· γεννιέται για να δοκιμάσει να χωρέσει ο ποιητής την κατάβαση της ύπαρξής του στον ιδιωτικό του λαβύρινθο. Ένα καθημερινό επεισόδιο στους δρόμους, «ένα τρακάρισμα δύο αυτοκινήτων / –το ένα ήταν λευκό το άλλο γαλάζιο–» μάς τοποθετεί στο σήμερα, που επιπλέον βαρύνεται με τις εορταστικές εκδηλώσεις για τη δεύτερη εκατονταετηρίδα τής Επανάστασης. Αντιλαμβάνομαι τώρα τα εθνικά χρώματα όχι σε αρμονία, αλλά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι Βένετοι της Πόλης, οι άνθρωποι του λαού, και οι Λευκοί είναι παρόντες.
Πιανόμαστε από μια λυτρωτική προσέγγιση, ότι ο χρόνος που φεύγει, σαν κάθε τι που χάνεται, μπορεί και να ξανακερδηθεί, με τίμημα όμως τη θυσία του παρόντος: «Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης / έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο / να βρεις τον χρόνο που έχασες / η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε» (σ. 9). Υπάρχει έτοιμη η λύση, που πρότεινε ο T. S. Eliot: "Time present and time past / Are both perhaps present in time future". Έτσι ξεκινά το "Burnt Norton", το πρώτο από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, προτάσσοντας μότο από τον Ηράκλειτο: «Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».
Πώς παριστάνεται ακριβέστερα ο χρόνος; Με την ταλάντωση εκκρεμούς, με κινήσεις που έχουν το στοιχείο τής επανάληψης ή με το ταξίδι του Οδυσσέα, χωρίς ή με δρόμο; Όπως και να είναι, ο χρόνος γεννιέται και χάνεται μόνο στη διαδρομή: «…ήθελες μόνο να είσαι συνεπής / να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν / ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν. / Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία / κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο» (σ. 28).
Ο
χρόνος χάνεται, πάει να πει η απόσταση
τείνει στο άπειρο, «Αν ήξερες πως μια
ευθεία / κρύβει τόσους λαβυρίνθους» (σ.
30). Το ζην είναι από μόνο του ένα παράδοξο
σαν εκείνα που έθεσε ο Ζήνων. Κλείνω το
βιβλίο και συλλογίζομαι πως είναι
ανεξάντλητο αυτό που διαρκεί μια μέρα.
Λουκάς Δ. Παπαδάκης
(Δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 1.6.2021.)