Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας και τα «Καθόλου ποιήματά» του


[Κριτική του Λουκά Δ. Παπαδάκη στο περιοδικό Οδός Πανός (τχ. 187, καλοκαίρι 2020) για την ποιητική συλλογή του Δ. Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2019.]

*
 
Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι στις μέρες μας ένας από τους πιο σοβαρούς κριτικούς της Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο διότι διαθέτει τα ανάλογα πνευματικά εφόδια, αλλά και επειδή σκύβει στο συγγραφικό έργο των άλλων με σπάνια τιμιότητα. Μέλημά του να είναι ακριβοδίκαιος στην κρίση του και τούτο μού φαίνεται δεν είναι πάντα αρεστό, αφού έχουμε αρκεστεί και εθιστεί στις επιπόλαιες κρίσεις και στον εύκολο έπαινο.

Βρίσκουμε κριτικά κείμενα και δοκίμιά του στα περιοδικά Οδός Πανός και Μικροφιλολογικά, αλλά και στα ιστολόγια “Out of the walls” και “The Poets Room”, τα οποία διατηρεί. Ορισμένα από τα παλαιότερα κείμενά του έχουν συγκεντρωθεί σε τόμο υπό τον τίτλο Οι μαθητευόμενοι της οδύνης. Ο Καβάφης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης, ο Κατσαρός, ο Βαρβιτσιώτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, η Καρέλλη, ο Ασλάνογλου, ο Πεντζίκης, η Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, ο ζωγράφος Λαλέτας είναι μερικοί από αυτούς που ευτύχησαν να έχουν στο έργο τους εταστική τη ματιά του.

Πριν κάνει το μεγάλο σημερινό, το ποιητικό βήμα, ο Στεργιούλας, προχώρησε το 2017 στην έκδοση ενός πεζού υπό τον τίτλο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, όπου, όπως είχα σημειώσει, «δεν θα διστάσει να αφήσει πίσω του το επίπεδο της κριτικής, που σε θέλει αυστηρά ουδέτερο και αποστασιοποιημένο, και να στοχαστεί πάνω στον καημό τού συγγραφέα, το μεράκι δηλαδή και τον πόνο του, για να επιτύχει να γίνει ο ίδιος συνομιλητής στον αιώνιο διάλογο πάνω στην ουσία τής Λογοτεχνίας».

«Δυναμωμένος» ο Στεργιούλας «με θεωρία και μελέτη», αφού πρώτα και μάλλον όχι χωρίς ενδοιασμούς δημοσίευσε ποιήματά του στο Εμβόλιμον, την Οδό Πανός, το Θευθ, τα Δέκατα και τη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, πήρε την απόφαση να συγκεντρώσει σε έναν τόμο τριάντα ποιήματά του και να εκτεθεί. Να κριθεί δηλαδή ως ποιητής και ταυτόχρονα ως κριτικός Λογοτεχνίας, διότι οι ίδιες αρχές διέπουν τα κείμενά του, ποιητικά και κριτικά. Ο Στεργιούλας αποδεικνύει πόσο στενά, πόσο αλληλένδετα συνδέονται ποίηση και κριτική. Ταυτόχρονα δε αποκαλύπτει έτι πλέον την πενία μας και σε αυτόν τον τομέα.

Η αμφιβολία για το αν είναι δίκαιη η κρίση μας είναι η κύρια έκφραση της τιμιότητας. Αυτή η αμφιβολία, που βρίσκει μια διέξοδο και τελικά μια ισορροπία στην αμφισημία, παρώθησε τον ποιητή μας να τιτλοφορήσει τη συλλογή Καθόλου ποιήματα, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό φαινόμενο που ονομάζεται εναντιοσημία – θα πει η ίδια λέξη έχει δύο σημασίες διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Το «καθόλου» σημαίνει «τίποτα» και συγχρόνως «καθ’ ολοκληρίαν, απόλυτα». Το ξάφνιασμα, που αποδομεί τις βεβαιότητές μας, είναι η αρχή της ποίησης.

Η θεματολογία των ποιημάτων ονομάζει τις συγγένειες, μάλιστα στενότερη είναι αυτή με τον Καβάφη, ενώ μου έρχεται στον νου και ο Μπόρχες και οι Λαβύρινθοί του: «Η θάλασσα αποτελεί / μέλος της οικογένειάς μου. / Το έχω δηλώσει και στο ληξιαρχείο. / Κάθε της τρικυμία / δημιουργεί νέα ναυάγια…» («Κάθε της τρικυμία», σελ. 18). Αυτή είναι νομίζω η κύρια βάση, για να κινήσει και να δώσει την επιθυμητή κατεύθυνση στον διακειμενικό διάλογο. Ο ποιητής μας επενδύει σε αυτόν, ξεπερνά την εύκολη ποίηση, που συναντούμε συχνά και κρατιέται στο κενό πιασμένη με το ’να χέρι από κάποιο σχόλιο, από ένα ευφυολόγημα. Είναι και αυτός ένας σχολαστικισμός, που όμως εδώ προσπαθεί να συζεύξει το στιγμιαίο με το αιώνιο.

Στην ποίηση του Στεργιούλα σημασία έχει το σχόλιο του αναγνώστη, αυτό είναι το ζητούμενο. Το σχόλιο, που θα αποδείξει ανεπαρκείς τις έως τότε γνώσεις μας και αβάσιμες τις υποθέσεις μας. Για τούτο οι λέξεις είναι προσεγμένες, η κάθε λέξη έχει δοκιμαστεί σε διάφορα σημεία σαν κομμάτι πολυδιάστατου παζλ, μέχρι να λάβει οριστικά μια θέση σε ένα συμπαντικό λεξικό: «Ήταν ένα σπίτι γεμάτο λέξεις. Σε όλα τα δωμάτια και σε όλους τους αποθηκευτικούς χώρους υπήρχαν λέξεις. Μπήκε χωρίς να του το ζητήσει κανείς και όταν τις διάβασε μία μία, διαπίστωσε ότι και το ίδιο το σπίτι, οι τοίχοι του, τα θεμέλιά του, οι πόρτες του, ήταν όλα φτιαγμένα από λέξεις. Μόλις βγήκε κατάλαβε ότι και ο ουρανός που έβλεπε και ο αέρας που ανέπνεε αποτελούνταν από λέξεις.» («Σπίτι με λέξεις», σελ. 36).

Με αυτά το σκοτεινό παρελθόν συνεχώς επιστρέφει, μάλιστα με τη μορφή της Ιστορίας. Και επιστρέφει, για να επιβεβαιώσει την τραγική τού ανθρώπου μοίρα: «Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη / θα επανέρχεται στη σκέψη τους / το αίμα που ένα μεσημέρι / χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες…» («Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.», σελ. 15).

Η ποίηση του Στεργιούλα μπορεί εικαστικά να παρασταθεί σε ένα τρίπτυχο: Οι Λέξεις, Η Ιστορία, Το λευκό χαρτί. Με το ποίημα που ξεκινά το βιβλίο αποδίδεται αριστοτεχνικά ο καημός τού κάθε συγγραφέα. Αλλά, όταν φτάνουμε στο τυπογραφείο, ξεχνά κι ο Χορτάτσης την ανημποριά του, κινώντας την Ερωφίλη του: «Ποιος είμαι να σας δηγηθώ, και ποια ’ν’ η μπόρεσί μου;». Και πιάνει τότε το τραγούδι ο Βιτσέντζος: «αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν». Καημός και μπόρεση λοιπόν:

ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΝΟ
Τρία ολόκληρα χρόνια η Πηνελόπη
θέλοντας να εξαπατήσει τους μνηστήρες
ύφαινε καθημερινά το σάβανο του Λαέρτη
το ίδιο που ξήλωνε τη νύχτα.
Ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;

Μόνο που το χαρτί γεμίζει και, αυτή είναι η μαγεία της ποίησης, δεν σταματά να γεμίζει, ακόμη κι αν γίνει σελίδα ενός τυπωμένου βιβλίου. Γίνεται τότε ένα σημείο αναφοράς, γιατί «το βιβλίο δεν φεύγει, θα είναι για πάντα εκεί» («Θα είναι πάντα εκεί», σελ. 23).

Λουκάς Δ. Παπαδάκης