Ο
Κωνσταντής εδούλευε και ρόγα δεν
επήρεν,
μα όσο και για τη ρόγα του,
εφίλει την κυρά του,
κι όσα φιλήματα
της κρούει, στο μάρμαρο τα γράφει.
Κι
ο βασιλιάς επέρασε, στο μαύρο καβαλάρης,
το
μαύρο του γονάτισε, τα γράμματα
ανεγνώθει:
–
Γράμματα που σας έγραψε, καημό
μεγάλον είχε,
κι εγώ που σας εδιάβασα,
καημό
μεγάλο πήρα!
Έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Η μαρτυρία του μαρμάρου» (Άγις Θέρος, Τα τραγούδια των Ελλήνων, Α', Αθήνα, Αετός, 1951, σ. 227). Αν δεν ήταν δημοτικό τραγούδι, θα μπορούσε να είναι ένα θεωρητικό κείμενο για τη γραφή, την ανάγνωση και τη λογοτεχνία. Η ανταμοιβή ενός εργάτη ή υπηρέτη δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η «ρόγα», δηλαδή ο μισθός και οι οικονομικές απολαβές, αλλά η ερωτική σχέση με τη γυναίκα που του παρέχει εργασία. Πιθανώς ή προφανώς αυτό είναι κάτι που το επιθυμεί και ο ίδιος. Γι’ αυτό και αποδέχεται την άτυπη συμφωνία. Το πάθος και ο πόθος του όμως δεν καταλαγιάζουν με όσα συμβαίνουν μεταξύ τους, ίσως για τον επιπλέον λόγο ότι γίνονται εν κρυπτώ. Αισθάνεται την ανάγκη να τα γράψει ή να τα χαράξει σε κοινή θέα πάνω στην πέτρα. Με σημερινή ορολογία θα χρησιμοποιούσαμε τον όρο «βιωματική λογοτεχνία».
Από το σημείο περνά ο βασιλιάς πάνω στο άλογό του, που γονατίζει μπροστά στο κείμενο. Κατά κάποιον τρόπο ο βασιλιάς, τον οποίο συνήθως οι υπήκοοι προσκυνούν, προσκυνά εδώ το κείμενο, ή αλλιώς τη γοητεία του γραπτού λόγου, που υπερβαίνει σε αυτήν την περίσταση την κοσμική εξουσία που ο ίδιος διαθέτει. Και ο «καημός» του Κωνσταντή, του άμισθου ερωτευμένου υπηρέτη, γίνεται και δικός του καημός. Ο αναγνώστης μετέχει, μέσω του κειμένου, στα συναισθήματα του δημιουργού και νιώθει ό,τι ένιωθε και ο ήρωας του τραγουδιού όταν «εφίλει την κυρά του». Δεν αποκλείεται να ξυπνούν μέσα του και παρόμοιες μνήμες.
Τα στάδια επομένως από τα οποία διέρχεται η αφήγηση είναι τα εξής: ισχυρό (ερωτικό) βίωμα, αποτύπωση σε γραπτό κείμενο, ανάγνωση, πρόκληση συγκίνησης. Όλα αυτά δίνονται με εξαιρετικά απλό και σύντομο τρόπο, σε μόλις επτά στίχους, μέσω της χρήσης μιας ιστορίας που εν μέρει θυμίζει παραμύθι. Στο ένα άκρο ο άμισθος υπηρέτης και στο άλλο ένας βασιλιάς. Ανάμεσά τους ένα κείμενο που αναφέρεται στον έρωτα και φέρνει κοντά αυτούς τους δύο. Στη χώρα της γραφής αμβλύνονται οι ανθρώπινες αντιθέσεις.
Συχνά διαχωρίζονται οι προ της γραφής και της ανάγνωσης κοινωνίες από τις αμέσως μεταγενέστερες, που είχαν ενσωματώσει στις δομές τους τη χρήση του γραπτού λόγου. Το δημοτικό αυτό τραγούδι μοιάζει να έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία υπερισχύει η προφορικότητα, αλλά ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπη με το θαύμα της γραφής και με τη συγκινησιακή χρήση του γραπτού λόγου. Ο βασιλιάς εντυπωσιάζεται και συγκινείται με όσα διαβάζει. Εκείνος όμως που μένει εκστατικός μπροστά στην αντίδραση του βασιλιά και στην όλη σκηνή είναι ο αόρατος παρατηρητής, ο αφηγητής, πιθανώς ένας λαϊκός άνθρωπος που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, για λογαριασμό του οποίου μιλά ο δημιουργός του τραγουδιού.
Μία ακόμη ερμηνεία, που θα μπορούσε να προβληθεί στο ποίημα, προκύπτει από την αντιστροφή της αλληλουχίας: Δεν είναι μόνο ο βασιλιάς αναγνώστης, αλλά και ο αναγνώστης είναι «βασιλιάς». Ο αναγνώστης που μπορεί να αισθανθεί σε βάθος ένα κείμενο και διαβάζοντάς το να νιώσει εσωτερική ικανοποίηση ανάλογη με εκείνη του ανθρώπου που το έγραψε, έχει και αυτός κάποιου είδους «υπέρτατη εξουσία».
Διονύσης Στεργιούλας
[Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Η οδοντωτός, τόμος 2, 2024]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.