Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930, λίγο πριν την έλευση της δικτατορίας του Μεταξά, τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη μερικά πολύ σημαντικά βιβλία, που άλλαξαν εν μέρει τον ρου της νεοελληνικής πεζογραφίας: τρία έργα του Στέλιου Ξεφλούδα (Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού, Εσωτερική συμφωνία, Εύα), Κεφάλια στη σειρά του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, Αντρέας Δημακούδης του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Την ίδια περίοδο (1934) κυκλοφόρησε και το έργο του Αρκάδιου Λευκού Κρίσις..., που αμέσως απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές. Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που τύπωσε ο Νίκος Νικολαΐδης, ο τυπογράφος που για περισσότερο από μισό αιώνα θα βρισκόταν σταθερά στην κορυφή της προτίμησης των λογοτεχνών της πόλης. Από το εξώφυλλο πληροφορούμαστε ότι πρόκειται για «νουβέλλα», ενώ στη θέση του ονόματος συγγραφέα βρίσκεται μόνο η λέξη «Αρκάδιο». Στο κάλυμμα εξωφύλλου της δεύτερης έκδοσης διαβάζουμε ότι η Κρίσις... είναι «μυθιστόρημα» του «Αρκάδιου Λευκού». Στην έκδοση αυτή, που τυπώθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1955 (στο εξώφυλλο: 1956) διορθώθηκαν τα ορθογραφικά, γραμματικά και εκφραστικά λάθη της αρχικής έκδοσης και έγιναν πολλές αλλά ασήμαντες αλλαγές στο περιεχόμενο. Επανεκδόθηκε το 1972 (Αθήνα, εκδ. Γαλαξία) και το 2013 (Αθήνα, εκδ. Φαρφουλάς). Το ίδιο ψευδώνυμο χρησιμοποίησε ο δικηγόρος και δημόσιος υπάλληλος Κωνσταντίνος Κωστουλάκης (Ρέθυμνο 1905 – Αθήνα 1983) και στα επόμενα βιβλία του.
Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Σταύρος, ένας 29χρονος υπάλληλος του δημοσίου, γραφέας χωρίς μόνιμη θέση, που δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει ακόμη και στις αναγκαίες καθημερινές δαπάνες. Η μία αρνητική σκέψη διαδέχεται την άλλη και η ζωή του περιγράφεται ως εφιάλτης χωρίς τέλος. Στην προσπάθειά του για διαφυγή από το ανακυκλούμενο αδιέξοδο, αρχίζει και φέρεται είτε απλώς παρορμητικά είτε παραβατικά. Γρήγορα η κατάσταση γίνεται μη διαχειρίσιμη. Η σύζυγός του δυσανασχετεί και η σχέση τους οδηγείται στον χωρισμό, κάτι που τον κάνει να αισθάνεται ανακουφισμένος. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί από πολύ κοντινή απόσταση στους δρόμους της αφιλόξενης μεγαλούπολης, όπως μια κάμερα τον πρωταγωνιστή κινηματογραφικής ταινίας. Και ταυτόχρονα μας μεταφέρει τις βαθύτερες σκέψεις του ήρωα-αφηγητή, ο οποίος αναφέρεται στην οικονομική του ένδεια και στη σχέση με τη σύζυγό του με τρόπο που σε πολλά σημεία θυμίζει τον βυζαντινό Πτωχοπρόδρομο. Στον νου του αναγνώστη μπορεί να έλθει και το ζοφερό κλίμα ενός κλασικού έργου της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: της Πείνας (1890) του Κνουτ Χάμσουν.
Στον αφηγηματικό μονόλογο του χαμηλόμισθου υπαλλήλου δεν υπάρχουν ανατροπές, αλλά μια καθοδική πορεία, που τον φέρνει όλο και πιο κοντά όχι τόσο στην ψυχική κατάρρευση όσο σε μια χαρακτηριστική συναισθηματική απάθεια. Αντιμετωπίζει τη ζωή του σαν φυλακή ασφαλείας, από την οποία δεν μπορεί να δραπετεύσει. Φοβάται να αυτοκτονήσει, δεν είναι εύκολο να αλλάξει επάγγελμα, δεν του δίνεται η ευκαιρία να βρει χρήματα έστω και παρανομώντας, και το πλαίσιο γίνεται όλο και πιο ασφυκτικό. Το κυρίαρχο μοτίβο του οικονομικού αδιεξόδου και της διερεύνησης πιθανών και απίθανων οδών διαφυγής επανέρχεται με πλήθος παραλλαγών.
Η λέξη «κρίσις», που χρησιμοποιείται και ως τίτλος του βιβλίου, αφορά κυρίως τους διάφορους τομείς της ζωής του πρωταγωνιστή: «Περνώ μια κρίση γερή. Πού να βασιστείς, για να πεις πως δε θα με πάρει κάτω; Το φάρμακο το 'παμε. Δε βρίσκεται. Από πού νά 'ρθει το λοιπόν η καλυτέρεψη; Θα πεις ακόμα δεν έπεσα κάτω κι είμαι νέος ακόμα! Μα το πώς στέκω στα πόδια, εγώ το ξέρω.» (σ. 106) Αφορά όμως και τη γενικότερη οικονομική κρίση, που μαστίζει τη χώρα: «Πως έχει κρίση, το ξέρουμε. Αυτό έλειπε δα, να μην το ξέρουμε. Μα και γενικό το κακό; Αλήθεια; Να το πιστέψω; Γενικό το κακό! Καλά βρε παιδιά: Κι αυτοί όλοι που καλοντύνουνται και καλοτρώνε και γλεντάνε και χαίρονται ούλα τα καλά;» (σ. 31) Σε διάφορα σημεία του βιβλίου υπάρχουν αναφορές στην αριστερή ιδεολογία, είτε άμεσες είτε έμμεσες. Όταν συναντά έναν παλιό γνωστό του, που έχει γίνει στο μεταξύ κομμουνιστής, τον ειρωνεύεται επειδή εκείνος του λέει ότι πρέπει να περιμένουν και ότι χρειάζεται υπομονή μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα: «Άκου δω να σου πω! Αυτό το χρόνο, τούτον δω, μπορείτε να τον κάνετε τον κομμουνισμό σας; Ε, έρχουμαι πρώτος! Αλλιώς, σαν πρόκειται να περιμένω χρόνια ακόμα... καλημέρα σας!» (σ. 78) Σχολιάζει αρνητικά όσους έχουν καλύτερες θέσεις από τη δική του στην υπηρεσία τους, στον κρατικό μηχανισμό, στην κοινωνία και στους θεσμούς γενικότερα. Τον ενοχλεί κυρίως το ότι μπορούν να πλουτίζουν με παράνομο τρόπο εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους, ενώ εκείνος δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στο γραφείο όπου εργάζεται. Ταυτόχρονα θεωρεί τον εαυτό του αρκετά ηθικό, αξιολογώντας όμως τη στάση του αυτή ως μειονέκτημα: «Σήμερα φίλε μου – το ξέρω που το ξέρεις – είναι μια εποχή όπου ντρέπεται κανένας να πει πως είναι... τίμιος ή ηθικός! Γιατί το λιγότερο, θα τον πάρουν για βλάκα. Πρόσεξες όταν μιλά κανένας ή γράφει κι αναφέρει τίποτα για ηθική; Ε, τι κάνει αμέσως; Δεν τσακίζεται να προσθέσει πως “Να σας πω: Δεν είμαι κανένας ηθικολόγος, αλλά...”. Βιάζεται βέβαια, και με το δίκιο του ο άνθρωπος να... δικαιολογηθεί, μη τυχόν και τον παρεξηγήσουν!» (σ. 84)
Με πολύ απλά υλικά, και κυρίως με το μεγάλο του ταλέντο στη γραφή, ο Αρκάδιος Λευκός παρουσίασε ένα πρωτότυπο έργο περιγράφοντας την κοινωνία του καιρού του μέσα από το βλέμμα ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη συμπεριφορά και ψυχοσύνθεση. Η αντικειμενική αδυναμία του ήρωα να ικανοποιήσει τις κάθε είδους ανάγκες και επιθυμίες του, οι εμμονές του, το διαρκές αναμάσημα των ίδιων σκέψεων, ο μισανθρωπισμός του, η έλλειψη της πνευματικής διάστασης στη σκέψη του και στη ζωή του, η αδιαφορία του για τους άλλους, και όλα αυτά στον ακραίο βαθμό, παραδόξως προκαλούν οικειότητα αντί για δυσφορία. Είναι ένας ήρωας που δεν θα κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη, πείθει όμως ότι είναι αληθινός, σαν να ανήκει λιγότερο στη λογοτεχνία και περισσότερο στη ζωή.
Διονύσης Στεργιούλας
[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 18, Νοέμβριος 2024, σσ. 195-199]