Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα
ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’
αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν
περιμένει.
Στις αμμουδιές θυμήσου
οι πεθαμένοι
Καθώς περνάς γυρεύουν
να μιλήσουν
Κείνα που χτίσαμε θα
μας γκρεμίσουν
Μοιάζει να νίκησαν οι
νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη κανείς
δεν ξέρει
Ο ποταμός μού γέμιζε
το στόμα
Κι ο ήλιος με κρατούσε
από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς
το σώμα
Όταν ξανάρθαμε το
καλοκαίρι
Θεέ μου πώς άλλαζαν οι
πύργοι χρώμα.
[Ποιήματα 1 (1944–1964), Ύψιλον, 1983]