Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Ένα νεανικό κριτικό κείμενο 
του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου

Τα «Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» ήταν μία τρίμηνη έκδοση, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1947. Στις σελίδες του περιοδικού δημοσιεύονταν μελέτες για θέματα σχολικά και παιδαγωγικά, μαθητικές συνεργασίες (σχέδια και κείμενα) και βιβλιοπαρουσιάσεις. Μεταξύ των συνεργατών ξεχωρίζει ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, φιλόλογος στο Πειραματικό Σχολείο κατά τα έτη 1934-1949, βασικός συνεργάτης των λογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικές ημέρες» και «Κοχλίας», και ένας από τους εξέχοντες Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα.

Ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (γεν. 1931) αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο το 1949. Φίλος και συμμαθητής του ήταν ο μετέπειτα πολιτικός Στέλιος Νέστωρ. Η «μαθητική συνεργασία» στο τεύχος Ζ’ του 1948 υπογράφεται με το πραγματικό του όνομα: «Νικ. Αν. Αρσλάνογλου». Είναι πολύ πιθανό, αν και δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, ο Θέμελης να έπαιξε κάποιο ρόλο ή να ήταν αυτός που πρότεινε τη δημοσίευση του κειμένου, αφού αφορούσε το δικό του διδακτικό αντικείμενο. Ο Θέμελης θα πρέπει να διέγνωσε πρώτος το ταλέντο του μαθητή του. Ο Ασλάνογλου τον εκτιμούσε πολύ ως ποιητή και τον ενέταξε αργότερα στην πεντάδα των σημαντικότερων -κατά τον ίδιο- ποιητών της Θεσσαλονίκης, μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Βαφόπουλο, τη Ζωή Καρέλλη και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Φαίνεται ότι ο καθηγητής του λειτούργησε ως πρότυπο για τον νέο ποιητή, που τότε διαμόρφωνε τις αισθητικές του απόψεις. Η πρώτη συνεργασία του στο περιοδικό «Διαγώνιος» (1959) θα είναι μία μελέτη για το ποιητικό έργο του Θέμελη («Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη»). Στην αρχή της μελέτης αναγνωρίζει την οφειλή στον δάσκαλό του: «Μέσα στις αίθουσες του Πειραματικού Σχολείου, η φωνή του ποιητή ήταν από τις πρώτες που μίλησαν στην καρδιά μου».

Το κείμενο του Ασλάνογλου στα «Χρονικά» έχει τίτλο: «Το ποιητικό έργο του Ρήγα». Δημοσιεύεται προς το τέλος του τεύχους, στη στήλη «Μαθητική συνεργασία», και καταλαμβάνει τρεις πυκνοτυπωμένες σελίδες. Η γραφή και το ύφος παρουσιάζουν στοιχεία που ταιριάζουν σε έναν 17χρονο μαθητή, όπως μια φρεσκάδα και μία ακαμψία στον λόγο, η χρήση κοινότοπων και εν μέρει απλοϊκών συλλογισμών, καθώς και η ιδιαίτερη εστίαση στις επαναστατικές όψεις της ζωής και του έργου του Ρήγα Βελεστινλή. Υπάρχουν όμως και αρκετές παρατηρήσεις που επιβεβαιώνουν την κατανόηση όχι μόνο των αδρών γραμμών αλλά και λεπτών αποχρώσεων του έργου αυτού.

Ο Ασλάνογλου κρίνει τους στίχους του Ρήγα με βάση γενικά αισθητικά κριτήρια για την αξία της ποίησης, αλλά ταυτόχρονα και σε σχέση με το πλαίσιο, πολιτισμικό και ιστορικό, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και με τη σκοπιμότητα για την οποία έχουν γραφτεί. Η κριτική άποψη του Παλαμά χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τη θέση του συντάκτη του κειμένου. Ο Ρήγας, μέσα από αυτήν την οπτική, παρουσιάζεται ως μέτριος ποιητής, κάτι που έρχεται να ισορροπήσει η αναφορά στο μη ποιητικό έργο και στη γενικότερη δράση του, που χαρακτηρίζονται ποιήματα. Έτσι, η ποίηση της δράσης και των πράξεων προσθέτει στην αξία των στίχων, αφού και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις και αποτελέσματα της ίδιας πηγής. Κάνει δηλαδή σαφές (ή τουλάχιστον υποβάλλει στον αναγνώστη την ιδέα) ότι οι λέξεις «ποιητικό έργο» του τίτλου αναφέρονται στο σύνολο των πράξεων και όχι μόνο στους στίχους του Ρήγα.

Επομένως, η ποίηση του Ρήγα αντιμετωπίζεται κριτικά από τον Ασλάνογλου με παραμέτρους την αξία και τη σημασία της. Η αξία της αποτιμάται ως μέτρια ή ελάχιστη (σημαντικότερη ωστόσο από μεταγενέστερους ποιητές της «Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής», που έγραφαν στην καθαρεύουσα), ενώ τονίζεται η σημασία της.

Στην εργασία του αυτή ο Ασλάνογλου μοιάζει να μη βρίσκεται στο ξεκίνημα, αλλά να έχει ήδη διανύσει ένα μέρος της λογοτεχνικής του διαδρομής. Αυτό σημαίνει ότι η φυσική κλίση του για τα γράμματα συνδυάστηκε από πολύ νωρίς, από «τρυφερή» ηλικία, με τη μελέτη της λογοτεχνίας. Στα τέσσερα αποσπάσματα που ακολουθούν, εξηγεί αναλυτικά τις θέσεις του με εμφανή βεβαιότητα για την ορθότητά τους. Ορισμένες παρατηρήσεις του δείχνουν κριτική ωριμότητα και οξεία για την ηλικία του αντίληψη, που θα επιβεβαιωθούν στη συνέχεια και από το δικό του ποιητικό έργο, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς:

«Τι ποιήματα θα μπορούσε να γράψει ο Ρήγας; Μπορούσε να εκφράσει σ’ αυτά τίποτ’ άλλο απ’ αυτόν τον έρωτα, τον απέραντο, που έτρεφε για την πατρίδα του και τη λευτεριά της; Ποίημα ήταν και η Χάρτα του, ποίημα και η “Δημοκρατική προκήρυξις”, ποιήματα ήταν όλα όσα δημιούργησε, που καθρέφτιζαν αυτή τη φλόγα του. Μπορούμε λοιπόν ν’ αρνηθούμε πως δεν ήταν ποιήματα και οι στίχοι που έγραψε, να πούμε πως έμειναν πάντα στίχοι δίχως σημασία, όπως τόσοι και τόσοι που συναντάμε καθημερινά; Όχι βέβαια. Ωστόσο από την πρώτη ματιά γίνεται φανερό πως τα ποιήματα του Ρήγα δεν είναι παρά μια κραυγή. Ένα κήρυγμα σε στίχους».

«Μια απόλυτη συνέπεια συνδέει το ποιητικό έργο του Ρήγα με την πολιτική του προσωπικότητα. Είπαμε πως τα ποιήματά του αυτά καθεαυτά δεν έχουν και μεγάλη αισθητική αξία. Η τέλεια όμως ανταπόκρισή τους, μ’ ολάκερο τον Ελληνικό λαό τα δικαιώνουν. Κι ας αναλογιστούμε πως το θούριο έγινε σχεδόν δημοτικό τραγούδι, τόσο πολύ τραγουδήθηκε. Αλλά είναι πάντα άραγε πειστικό κριτήριο για ένα έργο τέχνης, η διάδοση που έχει ανάμεσα στο πλατύτερο κοινό; Όχι βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι τα βιβλία που έχουν τη μεγαλύτερη κυκλοφορία δεν είναι συνήθως και τα πιο αξιοπρόσεκτα. Στο Ρήγα όμως το πράγμα είναι διαφορετικό. Στην περίπτωση που η λαϊκή επικύρωση είναι τόσο ομαδική, δεν μπορεί παρά ν’ άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές, να ήρθε στο ίδιο ψυχικό κλίμα με τον ίδιο του το λαό». 

«Κι έτσι ο Ρήγας έφτασε σ’ ένα θαυμαστό σημείο. Έγινε το κίνητρο της Ελληνικής ψυχής. Την εξυπηρέτησε και δούλεψε για την ελευθερία της ως το τέλος. Είπαμε πως ο Ρήγας δεν έκανε ποίηση, πολεμούσε με όπλο την πέννα. Μα όχι για στείρες κι άγονες μικροκομματικές επιδιώξεις, όπως δυστυχώς γίνεται σήμερα σε μεγάλη κλίμακα, αλλά για την ανάσταση του Ελληνισμού».

«Δεύτερο χαρακτηριστικό σημείο της ποιητικής εξέλιξής του είναι τα ποιήματά του στην καθαρεύουσα. Φλέγονται από φιλοπατρία κι ενθουσιασμό, αλλά υστερούν πολύ στη μορφή. Η γλώσσα τους είναι άκαμπτη καθαρεύουσα, δίχως κυματισμούς, δίχως ευλυγισία, δίχως πλαστικότητα. Όμοια μ’ αυτή είναι γραμμένοι και οι στίχοι των ποιητών της Παλαιάς Αθηναϊκής σχολής, που άλλο δεν κάμνανε, παρά να στιχοπλοκούνε μέσα στη στείρα καθαρεύουσά τους».
Διονύσης Στεργιούλας
[πρώτη δημοσίευση: 
περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 77-78 (Φθινόπωρο 2015 - Χειμώνας 2016), σ.152-153]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.