Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Κ. Π. Καβάφης, «Ο αυτοκράτωρ Κόνων» (1926)

 
Ά πατριάρχη αγαθέ, ά πατριάρχη ενάρετε
μη βαυκαλίζεσαι που είναι αδύνατον
καθαίρεσις να γίνει των αγίων εικόνων,
αφού δεν φάνηκεν ακόμη ο αυτοκράτωρ Κόνων.

Ά πατριάρχη δυστυχή μη βαυκαλίζεσαι·
ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου
και τ' όνομά του τώρα θα σου πει.
 
[Ατελή ποιήματα]

© Αρχείο Καβάφη - Ίδρυμα Ωνάση

 

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Θέμελης: «Γυμνό παράθυρο»

Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Θέμελη Γυμνό παράθυρο κυκλοφόρησε το 1945 στη Θεσσαλονίκη (τυπογραφείο Μ. Στουγιαννάκη). Πρόκειται για ένα λιτής αισθητικής βιβλίο σαράντα σελίδων, χωρίς εικονογράφηση. Αποτελείται από τρία μέρη: «Γυμνό παράθυρο», «Τρίπτυχο», «Κυμοθόη». Οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων δίνουν μια πρώτη ιδέα για το συνολικό περιεχόμενο: «Απογύμνωση», «Φθορά», «Χαλασμένη βρύση», «Ελεγεία σ' ένα νήπιο που πέθανε από πείνα», «Φάντασμα», «Η σελήνη των πεθαμένων». Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που είναι άτιτλο, ο ποιητής γράφει για το γυμνό παράθυρο που βρίσκεται στο «πεθαμένο σπίτι». Το θέμα και το θέαμα εδώ αφορούν το ίδιο το παράθυρο και όχι ό,τι φαίνεται μέσα από αυτό:

Το παράθυρο γέρνει γυμνό μέσα στη νύχτα

Όλα τα τζάμια έχουν πέσει

Κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη

Οι πληγές της γερμανικής κατοχής δεν είχαν ακόμη κλείσει. Μερικές από τις περιγραφές θυμίζουν την Αποκάλυψη του Ιωάννη και δεν αποκλείεται να αναφέρονται στο θεολογικό αυτό έργο, αφού πράγματι εκτυλίχθηκαν τότε, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, «σκηνές αποκάλυψης», σαν κι αυτές που ήταν ζωγραφισμένες σε πρόναους μεταβυζαντινών εκκλησιών:

Άγγελοι μαύροι κατεβαίνουν

Χτυπώντας αναμμένες φτερούγες


Άνθρωποι επάνω σε φτερωτά άλογα

Καλπάζοντας τον ετοιμασμένο θάνατο

Πολλά ακόμη στοιχεία του περιεχομένου, όπως οι εικόνες που περιγράφουν τη φθορά και την αποσύνθεση, αλλά και η συναισθηματικά αποστασιοποιημένη έκφραση και η πλήρης απουσία σημείων στίξης (που θα όριζαν μια πιο συγκροτημένη συντακτική δομή), παραπέμπουν στο κλίμα της ζοφερής εκείνης περιόδου, κατά την οποία ίσως γράφτηκε ένα μέρος της συλλογής:

Πεθαμένα πουλιά και φύλλα


Νύχτα θολή από ήσκιους που χόρτασαν αίμα


Να πατήσω επάνω σε πτώματα

Να περπατήσω επάνω στα δάκρυα

Με τα παλιά σχισμένα παπούτσια


Ρούχο τριμμένο στη σκόνη του δρόμου

Ξεφτίδια που κρέμασε η φθορά

Κοφτερό μαχαίρι δίχως αίμα

Και δίχως οδυρμό


Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο


Με παιδεύουν λυγμοί

Ραγισμένες καμπάνες


Έντομα φριχτά φτερά βυθισμένα στη λάσπη


Οι Άγγελοι τραβήχτηκαν σε απρόσιτα ύψη


Μάτι απέραντο από δάκρυ


Τα δέντρα εξακολουθούν

Να σηκώνουν τη μοναξιά

Τα σκυλιά να ουρλιάζουν


Ανέκφραστα μάτια τυραννία από βαθιά σημάδια


Σιωπή από βυθισμένα άστρα

Ερημιά ουρανού μέσα σε κάθε φωνή

Κάποια στιγμή όμως, μέσα από τη λύπη, την απογοήτευση, την καταστροφή και τον θάνατο ξυπνά η ελπίδα: «Έχω μια κρυφή ελπίδα / Να συναντήσω κάπου τη θάλασσα». Και η συλλογή ολοκληρώνεται με τέσσερις στίχους που ανοίγουν ένα νέο παράθυρο στο μέλλον:

Όμως πρέπει ν' αγρυπνώ

Θα 'ρθει η ευτυχισμένη έκπληξη

Ένα πουλί

Μια σταγόνα

Το έργο είναι, ως γραφή, ύφος, μορφή και περιεχόμενο, εξαιρετικά μοντέρνο και ρηξικέλευθο για την εποχή του. Και πρέπει να επισημανθεί ότι την εποχή που πολλοί ποιητές διερευνούν τις σημασιολογικές αποχρώσεις της έννοιας «ελληνικότητα», ο Θέμελης, χωρίς να παραβλέπει την παράδοση, αναζητά την απάντηση στο αίνιγμα άνθρωπος. Με το βιβλίο αυτό εισάγει θεματολογία και εκφραστικούς τρόπους που θα χρησιμοποιήσει συστηματικά στη συνέχεια. Πώς όμως ένας ποιητής που ώς τότε έγραφε μετριότατα ποιήματα με παραδοσιακή μορφή και θεματολογία, δημιουργεί ένα έργο σαν το Γυμνό παράθυρο; Κατά τη γνώμη μου, το ταλέντο του και η αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη γραμματολογία δεν θα έφταναν για να δώσουν τόσο μεστούς καρπούς, εάν δεν είχε προηγηθεί ο συγχρωτισμός του με άλλους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης στη συντροφιά του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες.

Πριν από το Γυμνό παράθυρο ο ποιητής, που υπήρξε καθηγητής στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ και δραστήριος φιλόλογος, είχε δημοσιεύσει δύο βιβλία με φιλολογικό περιεχόμενο: Η διδασκαλία των νέων ελληνικών (τυπογραφείο Μ. Τριανταφύλλου, 1933) και Επίγραμμα και Μακεδόνες επιγραμματοποιοί (τυπογραφείο της Νέας Αλήθειας, 1938). Ακολούθησε, τον Απρίλιο του 1947, η συλλογή Άνθρωποι και πουλιά, με το εντυπωσιακό εξώφυλλο του Γιάννη Σβορώνου (τυπογραφείο Ν. Νικολαΐδη).

Συχνά ο αναγνώστης, όταν διαβάζει ποιήματα του Θέμελη, νομίζει ότι διαβάζει αποσπάσματα και όχι ολοκληρωμένα κείμενα. Έμμεσα του υποβάλλεται η εντύπωση ότι βρίσκεται στη μέση μιας πορείας αναζήτησης, με αρχή που έχει ξεχαστεί και με προοπτική αβέβαιη. Ίσως η άσκηση του ποιητή στα κατάλοιπα του Σολωμού, που είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα, επηρέασε την εκφορά και του δικού του λόγου. Με πρότυπο τους Ελεύθερους Πολιορκημένους θα έγραφε πολύ αργότερα τη συλλογή Ηλιοσκόπιο (Θεσσαλονίκη, 1971).

Ο Γιώργος Θέμελης (Σάμος 1900 – Θεσσαλονίκη 1976) υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα των γραμμάτων και ένας από τους σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές. Οι μνήμες από το νησί του, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή του, η συστηματική μελέτη των δημοτικών τραγουδιών, του σολωμικού έργου και άλλων κορυφαίων μνημείων του λόγου, η συμμετοχή του στην έκδοση των περιοδικών Μακεδονικές Ημέρες και Κοχλίας, καθώς και παράγοντες όπως η ψυχοσύνθεσή του, συνέβαλαν στη δημιουργία έργων που, αν και αρχικά μοιάζουν απρόσιτα, γίνονται γρήγορα οικεία. Πίσω από την αποσπασματικότητα και τη φαινομενική γλωσσική και εκφραστική ομοιομορφία πολλών ποιημάτων του κρύβονται σπάνια δώρα για όσους αναγνώστες αποφασίσουν να εμβαθύνουν στο ποιητικό του έργο.

Διονύσης Στεργιούλας


(περ. Καρυοθραύστις, τχ. 12/13, Νοέμβριος 2022, σ. 151-155)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Ευσταθία Δήμου: Η ποιητική μιας αφήγησης

[Κριτική της Ευσταθίας Δήμου στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον (τχ. 6, σ. 241-243) για το ποιητικό βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, Θεσ/νίκη 2021).] 


Μέσα σε μία ποιητική συγκυρία σαν τη σημερινή, με την συντριπτική πλειοψηφία των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν να ακολουθεί ένα πάγιο και παγιωμένο από την ποιητική παράδοση πρότυπο - αυτό της συμπαράθεσης και της συνύπαρξης μέσα στο ίδιο βιβλίο ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού ποιημάτων, τα οποία συνέχει, λίγο πολύ, μία κοινή θεματολογική και μορφολογική συγγένεια – η εμφάνιση ενός διαφορετικού ποιητικού συνθέματος μπορεί να τροφοδοτήσει τη συζήτηση σχετικά με τις σύγχρονες ποιητικές αναζητήσεις και εκδοχές, αλλά και σχετικά με τη διαφαινόμενη πλέον ανάγκη της ποιητικής τέχνης να ανοιχτεί σε νέα πεδία, να διαμορφώσει και να καλλιεργήσει μια μεγαλύτερη ποικιλία εκφραστικών τρόπων και μεθοδεύσεων που και τα όριά της θα διευρύνουν και τους ίδιους τους ποιητές θα απεγκλωβίσουν και θα απελευθερώσουν. Ένα τέτοιο έργο είναι και η τελευταία ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα που έρχεται ακριβώς για να πυροδοτήσει τον προβληματισμό και τις αναζητήσεις, καθώς η διαφοροποιημένη μορφική εκδοχή που υιοθετεί και προκρίνει, αυτή του ενιαίου συνθετικού ποιήματος, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή και, ως εκ τούτου, μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον και την περίσκεψη.

Ο τίτλος της συλλογής, Το παράδοξο του ζην, προσανατολίζει με άκρα ευθύτητα προς την περιοχή της φιλοσοφίας και διαμορφώνει τις αναγνωστικές προσδοκίες προς την κατεύθυνση μιας απολογίας και ενός απολογισμού ζωής, κάτι που, άλλωστε, συνεπικουρείται ή συνδυάζεται με την επιλογή της μακρόπνοης σύνθεσης. Ωστόσο, αμέσως μετά την πρώτη περιήγηση στους στίχους του ποιήματος, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ή, έστω, διαισθάνεται μία έντονη θέρμη να αναδύεται από τη σύνθεση και να δημιουργεί μία αντίθεση ή αντίφαση ανάμεσα σε αυτή την πρόθεση φιλοσόφησης, ενδοσκόπησης και απολογισμού - πρόθεση η οποία είναι, συνήθως, στενά συνυφασμένη με μια ψύχραιμη, ενίοτε ψυχρή, προσέγγιση και αποτύπωση - και σε αυτό που τελικά προκύπτει ως ποιητικό αποτέλεσμα και που δεν κρύβει ή, τουλάχιστον, δεν αποσιωπά το πάθος, νοούμενο ως συμπαθητική στάση του ποιητή απέναντι σε ό, τι αποτελεί το δημιουργικό του ερέθισμα. Γιατί, αυτό που προεξάρχει στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ακριβώς η διάθεση του ποιητή να μιλήσει ή, πιο σωστά, να ποιήσει ένα εγχειρίδιο και οδηγό ζωής με τους όρους που μια παραμυθιακή αφήγηση θέτει και προεξοφλεί, όροι οι οποίοι αφορούν και απορρέουν, τόσο από τη λογική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, όσο και από το θυμικό της.

Στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθεί κανείς στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι η αφήγηση μιας περιήγησης, η παράθεση μιας σειράς στιγμών και στιγμιοτύπων της ζωής ενός ανθρώπου χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα ή χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, κάλλιστα, όμως, θα μπορούσε να ταυτίζεται με την εν γένει ανθρώπινη υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο αυτή βαδίζει και πορεύεται μέσα στη ζωή και τον κόσμο, μέσα στο χωροχρόνο που την οριοθετεί και την περιβάλλει. Η σωρεία αυτή και η συσσώρευση των στιγμιοτύπων, εν είδει επιμέρους σκηνών και σκηνικών, συνυφαίνεται και πλέκεται στενά με τις σκέψεις, τις αντιδράσεις, τα συναισθήματα του περιηγητή, τόσο μάλιστα πυκνά, ώστε να μοιάζει αξεδιάλυτο πια το γεγονός από την ερμηνεία και την αποκρυπτογράφησή του. Έτσι, η πορεία του ανθρώπου αυτού που στερείται χαρακτηριστικών μέσα σε ένα περιβάλλον, χωρικό και χρονικό, που επίσης στερείται χαρακτηριστικών και πλαισίου, σηματοδοτεί και σημαίνει την διαδρομή της ανθρώπινης ύπαρξης, γενικά και γενικευτικά, και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η διαδρομή προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αναζήτησης και, ακόμη περισσότερο, της διερώτησης. Γιατί εκείνο που εύκολα και εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς σε σχέση με τον περιηγητή είναι η έντονη α-πορία από την οποία αυτός εμφορείται και η οποία εμποτίζει και καθοδηγεί κάθε βήμα του μέσα στη ζωή και τον κόσμο. Η απορία αυτή δεν είναι συνώνυμη μόνο του αδιεξόδου στο οποίο πολλές φορές οδηγείται ο άνθρωπος, ιδιαίτερα μέσα στις σύγχρονες συνθήκες ζωής τις τόσο απ-άνθρωπες και οδυνηρές, αλλά και του άγνωστου από το οποίο είναι γεμάτη η ζωή του, του αναπάντητου πολλών από τα θέματα που συνεχώς προβάλλουν ως ερωτήματα μείζονα και επιτακτικά, όπως, για παράδειγμα, αυτό του χρόνου: Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης/ έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο/ να βρεις τον χρόνο που έχασες/ η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε./ Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα/ έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους/ σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες./ Όπου και να κοιτούσες γύρω σου/ έβλεπες τον χρόνο να φεύγει.

Με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα θέματα στα οποία ακουμπά το βιβλίο αυτό είναι καθαρόαιμα φιλοσοφικά, θέματα, δηλαδή, που λίγο πολύ απασχόλησαν την φιλοσοφική και λογική σκέψη της ανθρωπότητας, αρχής γενομένης από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, μοιάζει τουλάχιστον απαιτητική και δύσκολη η πλαισίωσή τους από έναν λόγο ποιητικό, έναν λόγο που έχει στην αφετηρία του αυτό που θα όριζε κανείς ως αίσθημα, εμποτισμένο, βέβαια, από τη σκέψη, ταυτόχρονα, όμως, και απομακρυσμένο από τη στεγνή και οριοθετημένη μορφή και εκδήλωσή της, από τις θεωρητικές μεθόδους και μεθοδεύσεις της. Η δυσκολία αυτή μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο, από το «πώς» της δημιουργίας, εν προκειμένω από την υιοθέτηση ενός παραμυθιακού λόγου, ο οποίος ξετυλίγεται με απόλυτη άνεση, διαμορφώνοντας μια ροή απαλή και κατευναυστική για να μπορέσει έτσι να συμπαρασύρει τον αναγνώστη, με τη θέλησή του πια, μέσα στα βαθιά νερά της φιλοσοφικής σκέψης, μέσα στις δαιδαλώδεις διαδρομές που τεχνουργούν τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, κατά τρόπο απόλυτα φυσικό και αβίαστο, σα να πρόκειται για ένα ηδονικό ταξίδι μέσα στον κόσμο της απορίας, της γνώσης και, εν τέλει, της γνώμης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι σταθμοί ή οι στάσεις που πραγματοποιεί ο ποιητής πραγματοποιούνται σε πράγματα και πράξεις ανεπαίσθητες, σχεδόν ασήμαντες, καθημερινές και επαναλαμβανόμενες, για να καταδείξει ακριβώς πως το νόημα και το νήμα της ζωής θα πρέπει να αναζητηθεί και να ανασυσταθεί εντός των ορίων και του πλαισίου της, μέσα δηλαδή στις ίδιες της τις εκδηλώσεις και τις εκδοχές. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα πρέπει να αναζητηθεί στον ίδιο τον λόγο, τον ποιητικό λόγο εν προκειμένω, και τις περίπλοκες διαδρομές που αυτός, αντιγράφοντας τη ζωή, τεχνουργεί και ανακαλύπτει, αποτελώντας έτσι την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής.

Το βιβλίο του Στεργιούλα, λοιπόν, καταλήγει να αποτυπώσει τη μετάβαση ή τη μεταστοιχείωση της πορείας μέσα στη ζωή σε πορεία μέσα στον λόγο, μέσα στην ποιητική αφήγηση και την πράξη της. Γίνεται, κατά τρόπο παράδοξο και ασυνήθη, η ποιητική αφήγηση μιας αφήγησης, η αποτύπωση, μέσω του λόγου, του λόγου και του λογισμού του ανθρώπου, όπως αυτά συναιρούνται και εκβάλλουν στην αισθηματική σκέψη, την έκφραση, τη δημιουργία, τις τρεις, δηλαδή, παραμέτρους της τέχνης που αντιστοιχούν, κατά σειρά, στην αφορμή, το όχημα και την κατάληξή της.

Ευσταθία Δήμου

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Για την ποιητική συλλογή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου «Ο θάνατος του Μύρωνα»

Τον Δεκέμβριο του 1959 τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το τυπογραφείο του Νίκου Νικολαΐδη, σε 500 αντίτυπα, η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου με τίτλο Ο θάνατος του Μύρωνα. Στη σελίδα τίτλου αναγράφεται ως έτος έκδοσης το 1960. Τον τίτλο της συλλογής, που είναι και τίτλος του τελευταίου της ποιήματος, τον συναντάμε πολλά χρόνια αργότερα και σε πεζό κείμενο του Ασλάνογλου στο βιβλίο Τρία ποιήματα (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1987). Η καλλιτεχνική επιμέλεια έγινε από τον σχετικά άγνωστο τότε Κάρολο Τσίζεκ. Στο εξώφυλλο δεν υπάρχει ο τίτλος ή άλλα στοιχεία της έκδοσης, αλλά μόνο η εικόνα δύο ανθρώπων που αγκαλιάζονται κάτω από έναν συννεφιασμένο σκοτεινό ουρανό. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα που δημιούργησε ο Τσίζεκ στη μακρόχρονη διαδρομή του ως γραφίστας. Το 1957 είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Ποιήματα 1950-1955, που χαρακτηρίζεται από παρόμοια γραφιστική προσέγγιση. Την περίοδο που κυκλοφόρησε Ο θάνατος του Μύρωνα, ο Ασλάνογλου ήταν έντονα επηρεασμένος από το έργο του φιλολόγου του στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ και «δασκάλου» του στην ποίηση Γιώργου Θέμελη. Τον θαυμασμό του για το έργο του Θέμελη και την οφειλή του σε αυτόν είχε εκφράσει και γραπτώς στο κείμενό του «Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη».

Στη συλλογή περιλαμβάνονται μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του Ασλάνογλου, όπως τα: «Ερείπια της Παλμύρας», «Ars poetica», «Για μιαν ελευθερία», «Ο θάνατος του Μύρωνα». Ωστόσο, ο ίδιος ο ποιητής, σε συζήτησή μας στην Αθήνα το 1990, μου είχε πει ότι θεωρεί καλύτερο βιβλίο του τις Ωδές στον Πρίγκιπα. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ερωτικά, αν και τέτοιοι χαρακτηρισμοί συχνά λειτουργούν περιοριστικά. Ο ποιητής, αν και πολύ νέος, γράφει για τη φθορά, για την απώλεια, για όσα χάθηκαν ή φοβάται ότι θα χαθούν για πάντα. Περιγράφει μία διαρκή μοναξιά, αφού η «τέλεια σχέση» είναι ανέφικτη, αφού ο άλλος δεν είναι «ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα». Έτσι ο θάνατος εδώ αφορά τη ματαίωση, την απομάκρυνση, την ανάγκη για διέξοδο μέσα από τα «ερείπια». Η λέξη «θάνατος» βρίσκεται και στον τίτλο της πρώτης του συλλογής (Δύσκολος θάνατος, έκδοση περιοδικού Κοχλίας, Θεσσαλονίκη, 1954), αλλά και στον τίτλο της συγκεντρωτικής έκδοσης ποιημάτων του (Ο δύσκολος θάνατος, ποιήματα 1946-1974, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1978). Όπως ο τίτλος δεν αναφέρεται σε έναν πραγματικό θάνατο, έτσι και ο Μύρωνας φαίνεται να είναι όχι ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, αλλά το εξιδανικευμένο αντικείμενο του ερωτικού πόθου. Είναι πιθανό να υπάρχει συσχετισμός, ως προς το όνομα, και με τον καβαφικό Μύρη. Και κάπως στενοχωριέμαι, τόσα χρόνια μετά, που είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον ποιητή για όλα αυτά και δεν το έκανα, επειδή τότε δεν γνώριζα παρά μόνο επιφανειακά το έργο του. Οπότε επιφανειακές ήταν και οι ερωτήσεις μου. Ίσως πάλι, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, το έργο του είναι τόσο σημαντικό, ώστε ξεπερνά ακόμη και την άποψη που είχε γι' αυτό ο δημιουργός του.

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (πραγματικό όνομα Νικόλαος Αρσλάνογλου) γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από εύπορη οικογένεια και πέθανε το 1996 στην Αθήνα. Με καταβολές στη γαλλική ποίηση και με ένα ταλέντο στον λόγο, που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς, έγινε γρήγορα αποδεκτός ως μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς του. Από την αρχή στράφηκε σε μια ποίηση χαμηλόφωνη, που υμνούσε τον έρωτα και περιέγραφε το αποτύπωμά του στον εσωτερικό κόσμο. Με την ευαισθησία του κατάλαβε ότι ένας πνευματικός δημιουργός δύσκολα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης. Ιδιαίτερα όταν χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Ένιωθε όμως ότι έτσι προδίδει τις επιθυμίες του:

Είμαι χειρότερος απ' τους αλήτες, τις αρτίστες,

αυτοί μπορούν και ζουν, δεν περιμένουνε –

(«Για μιαν ελευθερία»)

Επέλεξε για τη ζωή του την ανωνυμία, τη μοναξιά του πλήθους, τη βύθισή του σε έναν κόσμο τοπίων, αισθημάτων και λέξεων. Του άρεσαν οι εκδρομές, τα ταξίδια, οι συζητήσεις, τα φώτα, η κίνηση. Αλλά προέβλεπε και φοβόταν ότι η ζωή του θα κυλήσει σε μιαν απραξία, σε έναν ρυθμό πολύ αργό σε σχέση με ό,τι επιθυμούσε, σε έναν ρυθμό «ατρικύμιστο»: «Θέ μου, ετοιμάζεις / κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου» («Ο θάνατος του Μύρωνα»).

Ολοκληρώνω αυτό το κείμενο με την παράθεση των πρώτων στίχων του ποιήματος «Ars poetica». Μία διαχρονικά επίκαιρη άποψη για την ποίηση και τους ποιητές, παρ' όλο που ο Ασλάνογλου εδώ μιλά κυρίως για τον εαυτό του και για τον δικό του –επίπονο και ευχάριστο μαζί– αγώνα στη γραφή:

To ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται,
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας,
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

 

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 10/11, Απρίλιος 2022, σ. 269-272]

 

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Ν.-Α. Ασλάνογλου - Ο θάνατος του Μύρωνα

 
Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα,
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι' όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχια
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος,
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου, θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα, ψιθυρίζοντας
«είμουν για σένα σύμβολο σε αγώνα δύσκολο, είμουν
πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι' ύστερα
θα σταματήσουν όλα».
                                 Θέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου. 
 
Από την ομότιτλη ποιητική συλλογή 
(εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1960).



 

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Παρασκήνια στο προσκήνιο

[Για το θεατρικό έργο της Ζωής Σαμαρά Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, University Studio Press, 2022]

Είναι γνωστό ότι οι λογοτέχνες αγαπούν τις λέξεις. Συχνά παθιάζονται με αυτές. Αγαπούν και τη μεγάλη παράδοση της τέχνης τους και συνομιλούν νοερά με ομοτέχνους τους που έζησαν πριν από αιώνες ή πριν από χιλιετίες. Περισσότερο όμως από καθετί άλλο επιθυμούν, άλλοτε με τρόπους θεμιτούς και άλλοτε αθέμιτους, τη δόξα. Τη δόξα και όχι απλώς την αναγνώριση. Αλλά επειδή η Δόξα συνήθως δεν ασχολείται μαζί τους, αρκούνται σε τυπικές στερεότυπες φιλοφρονήσεις και σε τυπικές στερεότυπες βραβεύσεις με κάποιο από τα πολλά βραβεία που είναι διαθέσιμα στη «λογοτεχνική αγορά». Η ανάγκη της αναγνώρισης και της βράβευσης αποτελεί κοινό τόπο στον χώρο των λογοτεχνών και συχνότατα αφήνει σε δεύτερη μοίρα το πνευματικό τους έργο καθεαυτό. Γράφουν πλέον υπηρετώντας εξωλογοτεχνικές σκοπιμότητες και όχι για τη χαρά της δημιουργίας. Αντιμετωπίζουν τις επιτροπές βράβευσης όπως οι ψυχές των νεκρών τον Άγιο Πέτρο, που κρατά τα κλειδιά του Παραδείσου, ή όπως οι αρχαίοι Έλληνες τους θεούς που κατοικούσαν στην κορυφή του Ολύμπου.

Οι συγγραφείς που πρωταγωνιστούν στα Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, υποψήφιοι και οι πέντε για τα Κρατικά Βραβεία, και έχοντας ήδη προκριθεί στη βραχεία λίστα, ζητούν μια θέση στον «θρόνο» που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού των θεών, στην κορυφή της δόξας, χωρίς όμως να γνωρίζουν πώς είναι ο θρόνος, αφού δεν τον έχουν δει. Όλοι τους έχουν τα ονόματα θεοτήτων της αρχαίας μυθολογίας, σε ρόλους που εν μέρει υπηρετούν και εν μέρει αμφισβητούν τα μυθολογικά στερεότυπα. Ένα από τα πρόσωπα λέει: «ξεχάστε τους μύθους για μια στιγμή» (σ. 27). Ο Ήφαιστος είναι πεζογράφος, η Αθηνά δοκιμιογράφος, ο Μορφέας ποιητής, ο Όνειρος επικός ποιητής και η Πολύμνια θεατρική συγγραφέας. Δίπλα τους ο Ιπποκράτης, πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, αφού στο έργο υπάρχουν και αναφορές στην περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού.

Μέσα από τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, τον διάλογο και τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηρώων, και καθώς τα παρασκήνια έρχονται σταδιακά «στο προσκήνιο», προκύπτουν με φυσικό τρόπο τα διάφορα συμπεράσματα του αναγνώστη. Η κεντρική ιστορία είναι περισσότερο ένα εύρημα, μια αφορμή για να δουν το φως πολλές άλλες μικρότερες ιστορίες και απόψεις ανθρώπων των γραμμάτων, ώστε να δοθεί έμφαση σε αρνητικά κυρίως χαρακτηριστικά τους, όπως ο ναρκισσισμός και η μεγαλομανία. Ο Όνειρος, που έχει το όνομα της αρχαίας θεότητας που αποτελούσε προσωποποίηση των ονείρων, σχολιάζει για τις παρουσιάσεις βιβλίων: «Αν και έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα οι παρουσιάσεις. Ακόμη κι εγώ κοιμάμαι χωρίς να ονειρεύομαι» (σ. 31). Όλες αυτές οι συμπεριφορές, καθώς και φαινόμενα όπως η αχαριστία και η λογοκλοπή, αντιμετωπίζονται από τη συγγραφέα με καλοπροαίρετο χιούμορ, αφού δεν γράφει αυτό το έργο για να στιγματίσει ή για να διδάξει, αλλά για να το απολαύσει η ίδια και να γελάσουν οι αναγνώστες της. Ίσως και για να προβληματιστούν.

Οι πνευματικοί δημιουργοί, και ειδικότερα οι λογοτέχνες, παρουσιάζονται στο θεατρικό έργο ως πρόσωπα που μερικές φορές προκαλούν το γέλιο λέγοντας και πράττοντας περίπου τα αυτονόητα και όχι επειδή η συγγραφέας «τραβά το χαλί» κάτω από τα πόδια τους. Η οπτική γωνία της στον τρόπο παρατήρησης των σκέψεων και συμπεριφορών τους δεν είναι σταθερή, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται εκτός από τις φανερές, οι κρυφές και οι ασύνειδες προθέσεις τους. Εξαιτίας βέβαια της συνεχούς ενασχόλησής τους με τα πνευματικά έργα, έχουν καταφέρει να γνωρίσουν μεγάλες αλήθειες της ζωής. Και εδώ βρίσκεται μία ακόμη ουσιώδης αντίφαση.

Η δομή του κειμένου είναι ιδιαίτερα σύνθετη μέσα στην επιφανειακή απλότητά της. Οι πληροφορίες που έρχονται από την αρχαία μυθολογία εμφανίζονται παράλληλα με πληροφορίες που αφορούν την τρέχουσα πραγματικότητα. Το καθένα από τα θεατρικά πρόσωπα συνεισφέρει με τις δικές του απόψεις, τη δική του εμπειρία και τη δική του στάση ζωής στο ευρύτερο θέμα του έργου, ενώ ταυτόχρονα ακούγονται και οι φωνές άλλων προσώπων, καθώς και του Συγγραφέα, από τα παρασκήνια. Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο πραγματικά πρωτότυπο, που αποτελεί προϊόν πηγαίας έμπνευσης, ακόμη και αν προϋποθέτει τις ειδικές γνώσεις της συγγραφέως.

Ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας και θεωρητικές απόψεις για το θέατρο, σκέψεις για την ποίηση, την πεζογραφία και τον ρόλο της κριτικής, παρουσιάζονται ως περιεχόμενο μιας απλής, καθημερινής συζήτησης. Όχι όμως για να εφοδιαστεί ο αναγνώστης (ή ο θεατής της παράστασης) με μια γενική ή απόλυτη αλήθεια, αλλά για να ακουστούν πολλές και διαφορετικές φωνές, η καθεμιά από τις οποίες έχει τη δική της σχετική αξία μέσα στο σύνολο. Η Ζωή Σαμαρά υπήρξε πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και καθηγήτρια της Θεωρίας της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου στο ΑΠΘ, οπότε γνωρίζει πολλά και για τους λογοτέχνες και για την τέχνη του θεάτρου. Επιπλέον έχει δημοσιεύσει, κυρίως στη Γαλλία, μελέτες για τον Πλάτωνα και τη σημαντική επίδρασή του στη γαλλική φιλοσοφία και έχει διδαχθεί από τον απλό τρόπο με τον οποίο μιλά στους Διαλόγους του για τα μεγάλα και δύσκολα θέματα της ζωής και της φιλοσοφίας. Οι ωραίες και οι πρωτότυπες ιδέες δεν αρκούν, δεν υπάρχουν καν, αν δεν μπορούν να γίνουν κοινό κτήμα. Διαβάζουμε στο βιβλίο (σ. 32): «Αυτή είναι η λειτουργία της γνήσιας γραφής. Όσο στοχαστική και αν είναι, να σε αγγίζει κατευθείαν στην ψυχή».

Διονύσης Στεργιούλας

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Διάστιχο, 19.7.22]

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

«Πληρώνεις πάντα» (ποίημα)

 
Πληρώνεις πάντα το εισιτήριο
κι ας μη σ' ενδιαφέρει η παράσταση
κι ας είναι οι ηθοποιοί ατάλαντοι.
Πληρώνεις πάντα το εισιτήριο
ακόμη κι αν γύρω σου κουβεντιάζουν
και δεν σ' αφήνουν να συγκεντρωθείς.
Πληρώνεις πάντα το εισιτήριο
κι ας μην υπάρχουν άλλοι θεατές
κι ας βρίσκεται η παράσταση
μόνο μέσα στη σκέψη σου.
Πληρώνεις πάντα το εισιτήριο
είτε στην είσοδο είτε στην έξοδο
μπορεί και κατά τη διάρκεια.
Δεν γίνεται να μην πληρώσεις
προσπάθησαν πολλοί πριν από εσένα
ένα ψυχρό νεύμα του σκηνοθέτη
το μόνο που κατάφεραν.
 
[Περ. Θευθ, τχ. 15, Ιούνιος 2022, σ. 53.
 

 

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Για την «Πραγματογνωσία» του Ν. Γ. Πεντζίκη

Πριν ακόμη διαβάσω έργα του Ν.Γ. Πεντζίκη πιο συστηματικά, είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον πεζογράφο και να τον ρωτήσω ποιο θεωρεί καλύτερο βιβλίο του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μου είπε: «Την Πραγματογνωσία». Και μου εξήγησε ότι ο τίτλος οφειλόταν στο όνομα του μαθήματος που διδάσκονταν στις αρχές του εικοστού αιώνα οι μαθητές των ελληνικών σχολείων. Ένα μάθημα που ήταν το αγαπημένο του, αν και ο ίδιος έλαβε εκπαίδευση κυρίως στο σπίτι, όπως και η αδελφή του Χρυσούλα Αργυριάδου-Πεντζίκη, η γνωστή ποιήτρια Ζωή Καρέλλη.

Η συγγραφή της Πραγματογνωσίας ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με τη σημείωση τέλους, τον Δεκέμβριο του 1949. Αυτό σημαίνει ότι τον Ιούνιο του 1949, όταν άρχισε η τμηματική δημοσίευση στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές, το έργο ήταν ημιτελές. Μετά τη δημοσίευση της τελευταίας συνέχειας (Μάρτιος 1950) κυκλοφόρησε αυτοτελώς στη διάρκεια του ίδιου έτους, χωρίς όνομα τυπογράφου, ως ανατύπωση. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο χαράκτης Γιάννης Σβορώνος, μια μεγάλη μορφή της ελληνικής χαρακτικής. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου διαβάζουμε: «Το σχέδιο εχάραξε εις ένδειξιν φιλίας ο Γιάννης Σβορώνος». Στο πάνω μέρος το διακοσμητικό πλαίσιο διακόπτεται από ένα αερόστατο. Τον τίτλο Πραγματογνωσία ακολουθεί ο υπότιτλος: «Κείμενο σε συνέχεια». Κεντρικό κόσμημα του εξωφύλλου είναι ένα χέρι που κρατά φτερό γραφής. Το βιβλίο αποτελείται από 80 σελίδες (η σ. 5 έχει αρίθμηση 1). Τα τυπογραφικά λάθη της πρώτης έκδοσης είναι πάρα πολλά, ασυνήθιστα πολλά για έκδοση εκείνης της περιόδου. Τα κυριότερα παροράματα καταγράφονται στις τελευταίες δύο σελίδες. Το έργο αποτελείται από 24 κεφάλαια, με αρίθμηση Α'-ΚΔ'.

 

Σε μία διαλυμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο χώρα, όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο που μοιάζει και αυτό να αποτελεί προϊόν διάλυσης και κατακερματισμού. Ιστορικές αναφορές, επιμέρους εικόνες, βιβλιογραφικές παραπομπές και άλλες παρατηρήσεις, που φαινομενικά δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, δημιουργούν ένα ψηφιδωτό, μια νέα ενιαία εικόνα που φέρνει τη λογοτεχνία πιο κοντά στον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε. Για να το καταφέρει όμως αυτό ο Πεντζίκης, απομακρύνεται συνειδητά από τον παραδοσιακό στην εποχή του τρόπο γραφής και από τις μεγάλες σχολές της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού. Απομάκρυνση τόσο βίαιη λογοτεχνικά, που θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και παρεξηγήσεις άλλου τύπου: όπως ότι η ανατρεπτική του γραφή αγγίζει τα όρια της τρέλας ή της απόλυτης ιδιορρυθμίας. Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, συνεργάτης και ο ίδιος των Μακεδονικών Ημερών, του Κοχλία και των Μορφών, σε συζήτησή μας τον χαρακτήρισε «τρελή ιδιοφυΐα».

Οι αναγνώστες του έργου, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, θα πρέπει να ένιωσαν αμήχανοι με το πλήθος αναφορών σε πρόσωπα και πράγματα και με τις συνεχόμενες σελίδες που θύμιζαν αποσπάσματα από σημειωματάρια. Στη σελίδα 28 βρίσκουμε αναφορές στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, στον Καμενιάτη, στο Ολοκαύτωμα, τον Βιργίλιο και την Αινειάδα, στον Τζόυς. Στη σελίδα 51 ο συγγραφέας αναφέρεται στον Τσέχωφ, στον Κνουτ Χάμσουν, στον Πτωχοπρόδρομο, στον Ραμπελαί, στον Καβάφη, στους αγιορείτες μοναχούς, στον Ρίλκε, στους Αγγέλους και τις Ασώματες δυνάμεις.

Στην Πραγματογνωσία το βλέμμα του αφηγητή μετατοπίζεται διαρκώς. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη θάλασσα, τον έρωτα, τις καθημερινές σκηνές και τις κοινωνικές συναντήσεις στους δρόμους της πόλης, από έναν γάμο ή μια κηδεία, από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων, από το θέατρο και τον κινηματογράφο, από τις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος, από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Αυτό το σύνολο των μικρών ψηφίδων προβάλλεται ως η ίδια η ζωή της πόλης. Η Θεσσαλονίκη είναι οι άνθρωποι που την αποτελούν, οι πράξεις τους και ό,τι άλλο συμβαίνει στο παρόν, αλλά μαζί με αυτά και η ιστορική της μνήμη, η οποία επίσης αποτελείται από ένα σύνολο συγκεκριμένων γεγονότων. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για συνειρμική γραφή αλλά για καταγραφές ετερόκλητης προέλευσης, σε αρκετά σημεία οι συνειρμοί έχουν τον πρώτο λόγο. Ένα παράδειγμα (σ. 35): «Η καϋμένη η κυρία Ευμορφίδου νέα σχετικώς. Όλο φοβόταν πως ο άντρας της θα τη σκότωνε, όμως μόνη της διαφεύγοντας την επιτήρηση, πήγε κι' έπεσε στην κρύα θάλασσα. Εφέτος ο χειμώνας πήρε πολλούς. Στο σπίτι λίγο παραπάνω έφυγαν, μετά το θάνατο του άντρα από συγκοπή, μετοίκισαν για πιο οικονομικά. Αλλά ο νοικοκύρης δεν έχασε ούτε μια μέρα ενοίκιο. Αμέσως τώδωκε σ' άλλους που το ζήτησαν το διαμέρισμα νεοφερμένοι. Θαυμάζει κι' απορεί η ηλικιωμένη κυρία: στον κόσμο τί γίνεται, φεύγουν κι' έρχονται. Ξεχνάς τους παληούς και γνωρίζεις νέους».

Το 1977 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη (εκδ. ΑΣΕ Α.Ε.) μια νέα έκδοση της Πραγματογνωσίας, με εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο συγγραφέας. Προστίθενται άλλα επτά κείμενα, ενώ είναι διαφορετικός και ο τίτλος του βιβλίου: Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας γεωγραφικής. Στο εισαγωγικό σημείωμα διαβάζουμε: «Η αναχείρας έκδοση παρουσιάζει το αυτό κείμενο με πολλές βασικές διορθώσεις. Το ΚΔ' τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου ξαναγράφηκε ολόκληρο, δίχως όμως καμιά ουσιαστική αλλαγή του αρχικού νοήματος».

 

Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί άλλο πεζό κείμενο αυτής της ποιότητας και αυτής της πυκνότητας στη νεότερη Θεσσαλονίκη. Αλλά, αν γράφτηκε, πιθανότατα προέρχεται από τον ίδιο συγγραφέα. Η Πραγματογνωσία πρέπει να διαβαστεί με προσήλωση, με απόλυτη συγκέντρωση, επειδή δεν μπορεί ίσως να διαβαστεί με άλλον τρόπο. Όμως και πάλι το έργο, παρά τη μεγάλη λογοτεχνική του αξία, είναι πιθανό να φανεί σε πολλούς αναγνώστες αδιάφορο ή ακατανόητο. Η δυσκολία, κατά τη γνώμη μου, δεν έγκειται στο κείμενο καθεαυτό, που είναι και κατανοητό και ενδιαφέρον, αλλά στις προσδοκίες που συνήθως συνοδεύουν την ανάγνωση ενός πεζογραφήματος.

Διονύσης Στεργιούλας

[Δημοσιεύθηκε στο περ. Καρυοθραύστις, τχ. 8-9, 

Νοέμβριος 2021, σ. 311-314 / Στήλη: «Με ένστικτο επιβίωσης»] 

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Στο ίδιο δωμάτιο (Θεατρικός μονόλογος)


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Μόνο με όρους της αρχαίας τραγωδίας μπορεί να περιγραφεί η σύντομη ζωή της σημαντικής ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, που δημιούργησε το έργο της στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου. Αφού μέσα σε μία δεκαετία έχασε από ασθένειες τον αδελφό της, τη μητέρα της και την αδελφή της, τελείωσε αθόρυβα και η δική της ζωή, στη μέση ακριβώς της άνοιξης του 1935, στο σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Στον θεατρικό αυτόν μονόλογο αναπλάθονται ποιητικά οι τελευταίες στιγμές της στο δωμάτιο του σανατορίου. [Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Διονύσης Στεργιούλας, Στο ίδιο δωμάτιο, θεατρικός μονόλογος, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2022. Στο εξώφυλλο μία άγνωστη φωτογραφία της ποιήτριας.]

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Δημ. Παπακωνσταντίνου: 'Το παράδοξο του ζην'

[Κριτική του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου στο διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Περί ου για το ποιητικό βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021).] 

«Ένας συνηθισμένος άνθρωπος σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο»

Στα ποιητικά βήματα του Διονύση Στεργιούλα

Εισαγωγή:

Με ποιον τρόπο κερδίζει κανείς το στοίχημα, αν έχει να γράψει για μια συνηθισμένη βόλτα ενός συνηθισμένου ανθρώπου, σε έναν συνηθισμένο δρόμο, ένα οποιοδήποτε πρωινό μιας οποιασδήποτε άνοιξης; Το ερώτημα καταντά προκλητικό: Γιατί αξίζει να αναρωτηθούμε τι το ιδιαίτερο και αξιομνημόνευτο μπορεί να κρύβει αυτή η βόλτα. Με αμηχανία λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του, σε απόσταση αναπνοής.

Εκείνος, κάπου έξω από το σώμα του, πραγματοποιεί το ίδιο εγχείρημα ξανά, για χάρη μας. Ως παρατηρητής του ίδιου του του εαυτού, τού απευθύνει τον λόγο σε β΄ πρόσωπο που έχει και συμβουλευτικό, αλλά και οικείο χαρακτήρα. Υποθέτω ότι στον εαυτό μας μπορούμε όλοι μας να μιλάμε στο β΄ πρόσωπο. Μας ξέρει, τον ξέρουμε και οι συστάσεις μεταξύ μας είναι περιττές. Ή μήπως όχι;

Είναι λοιπόν πρωί άνοιξης, μιας οποιασδήποτε άνοιξης. Αν ο προσδιορισμός του χρόνου δεν μας φαίνεται επαρκής, δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Ίσα ίσα, η πρώτη του πληροφορία είναι ότι ο χρόνος χάθηκε. Βρισκόταν -λέει- κάπου στο κομοδίνο! Τώρα, έγινε άφαντος! Τρέχει μόνος του σε δρόμους άγνωστους, σε κατευθύνσεις απροσδιόριστες, κι έτσι ο ποιητής μας, εκτός χρόνου πια, βγαίνει στον δρόμο. Στον δικό του γνωστό δρόμο. Αυτός ο προσδιορισμός του τόπου μας φαίνεται ικανοποιητικός; Φοβάμαι πως ούτε αυτό θα μας φανεί βολικό. Τον ακολουθούμε λοιπόν, με μικρά ανασφαλή βήματα.

Έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο

να βρεις τον χρόνο που έχασες

η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.

Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα

έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους

σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 9)

 


Σκηνή 1η:

Ο ποιητής μπαίνει σε κάποιο γνωστό του κατάστημα. Δυστυχώς όμως το επιθυμητό προϊόν δεν είναι διαθέσιμο. Πληροφορείται ότι μόλις εξαντλήθηκε. Ίσως επιλέξει κάτι παραπλήσιο, ίσως περιμένει να φέρουν στο κατάστημα κάτι ανάλογο, ικανό να του καλύψει τις ανάγκες του. Κι ενώ δε δηλώνεται ποια ήταν τελικά η απόφασή του, ξαναβγαίνει στον δρόμο. Τα πάντα μοιάζουν γνωστά και συνάμα άγνωστα. Τα πάντα δείχνουν οικεία, μα και τρομακτικά. Ίσως, γιατί ο ποιητής μας κινείται έξω από τον χρόνο. Είπαμε: Ο χρόνος βρισκόταν κάπου στο κομοδίνο, όμως χάθηκε.

Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,

έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης

ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή

τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα

νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση

κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 11)

Αλήθεια, ποιος είναι ο «μέσος όρος»; Τα πάντα γύρω μας μας είναι γνωστά χάρη στις πέντε αισθήσεις μας που λειτουργούν μεταφέροντας διαρκώς ερεθίσματα μέσα από ένα απίστευτα πολύπλοκο σύστημα νευρώνων στον εγκέφαλο. Αλήθεια όμως, βλέπουμε σωστά ό,τι βρίσκεται μπροστά μας; Κι έπειτα, τι πάει να πει «αλήθεια» ή «σωστά»; Ο αναγνώστης θα μπορούσε να πει: «Ο ποιητής χαρακτηρίζει σκηνή της κόλασης έναν γαλάζιο ουρανό κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια αυθαίρετη κρίση. Γιατί δεν είναι όμορφος και γαλήνιος; Κι αν τα πουλιά κελαηδούσαν πραγματικά όμορφα, γιατί θα έλεγε κανείς ότι μας κοροϊδεύουν;» Στα παραπάνω, οι λέξεις «αυθαίρετα» και «πραγματικά», νομίζω πως ανοίγουν πόρτες για να μπούμε βαθύτερα στον φιλοσοφικό στοχασμό του ποιητή: Πάντα σκεφτόμαστε αυθαίρετα. «Πραγματικό» και «αληθινό» δεν είναι παρά αυτό για το οποίο συμφωνούμε οι περισσότεροι. Έξω από τον χρόνο, σε άλλον ρυθμό, τίποτα δεν είναι γνωστό. Αλλόκοτος μοιάζει ακόμα κι ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας.

Σκηνή 2η:

Ο ποιητής βλέπει ένα κορίτσι που κρατά μια μεγάλη μαύρη τσάντα και πίσω της μερικοί καλοντυμένοι κύριοι που κρατούν μαύρες ομπρέλες. Θυμάται πως κι αυτός έχει κάπου να πάει, όμως να, που έχασε τον χρόνο κάπου στο κομοδίνο και τώρα κινείται σε άλλο ρυθμό. Δε νομίζω πως έχει σημασία τι ακριβώς συναντά στην πορεία του. Νομίζω πως άλλο θέλει να τονίσει: Ότι ποτέ δεν παρατηρούμε τι συμβαίνει γύρω μας. Αφήνουμε την πόλη να μας προσαρμόσει στον δικό της ρυθμό, την αφήνουμε να μας καταπιεί. Αν ξαφνικά σταθούμε, ίσως αρχίσουμε την παρατήρηση. Έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο στην εξωτερική πραγματικότητα. Αναφέρεται εξίσου σε όλα αυτά που αναδύονται διαρκώς μέσα μας. Αυτός κι αν είναι περίπλοκος άγνωστος κόσμος!

Σκηνή 3η:

Ένα πράσινο φύλλο πέφτει στον ώμο του ποιητή. Η βόλτα του έχει λοιπόν διάφορα απρόοπτα. Το φύλλο δεν είναι κίτρινο, δεν είναι νεκρό. Έπειτα, δεν είναι Φθινόπωρο, αλλά Άνοιξη και δεν έχει λόγο να πέσει, έτσι καταπράσινο που είναι. Το κοιτάζει με απορία, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην απίστευτη γεωμετρία των γραμμών του. Αλήθεια, δώσαμε ποτέ σημασία σε τόσο «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα; Ποιος καθορίζει ποια πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «μεγάλα και σημαντικά»; Να, λοιπόν, που ένα μικρό φύλλο μπορεί να αποτελέσει θεσπέσιο πρωτόγνωρο θέαμα.

Σκηνή 4η:

Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς

να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό

και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.

Θα είναι κάποια έκλειψη ηλίου, σκέφτηκες,

αν και δεν είχε σκοτεινιάσει ιδιαίτερα.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 14)

Να, λοιπόν, που εντελώς τυχαία οι διαβάτες σταματούν. Η πόλη για λίγο αλλάζει ρυθμό. Στέκεται. Ο ποιητής καταφέρνει για λίγο να συντονιστεί με τους άλλους. Η σκηνή μού φέρνει λύπη: Ούτε τον ήλιο δε νιώθουμε λοιπόν; Δεν απολαμβάνουμε τη ζέστη του και το φως του; Δεν μας τρομάζει η ολιγόλεπτη -έστω- απουσία του σε μιαν έκλειψη; Πόσο θλιβερή είναι η εικόνα των ανθρώπων που κινούνται σαν καλοκουρδισμένες άβουλες μηχανές! Μου προκαλεί λύπη το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι, στην ποίηση του Διονύση Στεργιούλα, ούτε νιώθουν ούτε συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Λείπει η ζωντάνια, το σφρίγος, το τυχαίο χωρατό, η όρεξη για γέλιο, για ζωή.

Σκηνή 5η:

Ένα γατάκι πηγαινοέρχεται εγκλωβισμένο σε μια σχεδόν άδεια βιτρίνα ενός καταστήματος. Είναι μια εικαστική παρέμβαση ή ένα δυστυχισμένο ζώο που υποφέρει; Πολλοί στέκονται και το παρατηρούν. Κάποιοι γελούν με το αναπάντεχο θέαμα. Μια γυναίκα φωνάζει:

«Απελευθερώστε αυτό το ζώο

  αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε»

  (Το παράδοξο του ζην, σελ. 15)

Τελικά, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με συναισθήματα, άνθρωποι που τολμούν να υψώσουν με θάρρος τη φωνή τους πάνω από το πλήθος. Ο ποιητής δεν συνεχίζει τη σκηνή, για να δούμε αν υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημά της, αν το γατάκι ελευθερώθηκε τελικά ή όχι. Υποθέτω ότι αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι η γενναία φωνή που διαχώρισε την άγνωστη γυναίκα από το αδιάφορο πλήθος.

Σκηνή 6η:

Μια ξαφνική νεροποντή δικαιώνει τελικά εκείνους τους άντρες που βάδιζαν στον δρόμο με ανοιχτές τις μαύρες ομπρέλες τους. Να, που οι πιο αλλόκοτοι γύρω μας, ίσως έχουν τους δικούς τους λόγους για τη συμπεριφορά που επιλέγουν. Εμείς συνηθίζουμε να τους δείχνουμε με το δάχτυλο, όμως είναι πιθανό να φαινόμαστε εξίσου παράξενοι στα δικά τους μάτια.

Σκέφτηκες πάλι τους άντρες με τις ομπρέλες

σκέφτηκες εκείνους που προνοούν

εκείνους που φροντίζουν για το μέλλον

που έχουν κάθε στιγμή ένα πρόγραμμα

σκέφτηκες πόσο τους ζηλεύεις

[…]

αλλά μόλις έκανες το πρώτο βήμα

η βροχή αμέσως σταμάτησε.

Ήταν ένα ξέσπασμα του καιρού

ήταν μια ξαφνική νεροποντή, είπες μέσα σου

ακόμα κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα

μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις

η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα

σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 16)


Εδώ έχουμε για πρώτη φορά τη λέξη «εγώ». Ο ποιητής μονολογώντας θέτει το ερώτημα αν αξίζει μια μονότονη ζωή, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κινδύνους, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ξεσπάσματα. Καταλήγει στην άποψη ότι απόλυτα απαθής και ήρεμος δε σημαίνει «ασφαλής», αλλά «νεκρός».


Σκηνή 7η:

 

Μια αναπάντεχα όμορφη εικόνα τον περιμένει λίγο πιο κάτω. Σ’ αυτή την υπέροχη βόλτα τού αποκαλύπτεται ο κόσμος από την αρχή, σαν να μην τον έχει δει ξανά: Ένα σταματημένο ποδήλατο κι ένα σπουργίτι που ξεκουράζεται πάνω του. Σκέφτεται να φωτογραφίσει την όμορφη εικόνα. Τελικά, η ομορφιά είναι πάντα αναπάντεχη. Φυλακίζεται όμως; Υπάρχει τρόπος να την κλέψει κανείς και να τη διασώσει αναλλοίωτη, για να είναι κτήμα του για πάντα; Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι τόσο ωραίες εικόνες υπήρξαν πολλές και τις προηγούμενες μέρες. Δυστυχώς, οι ομορφιές παραμένουν αθέατες είτε γιατί βιαζόμαστε πάντα σε υπερβολικό βαθμό είτε γιατί τα μάτια μας δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένα, ώστε να τις ξεχωρίσουν και να τις απολαύσουν.


Αν κάποιος επιβαίνει σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα, φτάνει νωρίς στον προορισμό του. Αν όμως επιβραδύνει αρκετά, προλαβαίνει να παρατηρήσει τα σύννεφα, τους λόφους στον ορίζοντα, τα πουλιά που πετούν σε σχηματισμό, τα δέντρα δεξιά κι αριστερά του δρόμου, ένα όμορφο πέτρινο σπιτάκι, τα αρνιά που βόσκουν ήρεμα, κι ένα σωρό άλλες ομορφιές. Αν μπορούσε μάλιστα να αφήσει το αυτοκίνητο και να βαδίσει στον χωραφόδρομο, θα μπορούσε να ανακαλύψει ένα σωρό μικρά και μεγάλα αθέατα θαύματα, λουλούδια με υπέροχα χρώματα κι έντομα παράξενα με διάφανα φτερά. Τα θαύματα βρίσκονται πάντα κάπου κοντά μας, όμως δε σκύβουμε να τα δούμε.


Σκηνή 8η:

 

Κόσμος μαζεύτηκε να δει το θέαμα

να δει τα στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα

να δει τις συνέπειες της ταχύτητας

όμως εδώ, έλεγαν, φταίει μόνο ο ένας

ο άλλος βρέθηκε στον δρόμο του

φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο

«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 19)

 

Ο ποιητής μάς θυμίζει ότι η ζωή είναι άδικη. Δεν τιμωρείται μόνο αυτός που ξεκίνησε το κακό, αλλά πολύ συχνά το σφάλμα του ενός παρασέρνει στην καταστροφή κι άλλους αθώους κι ανύποπτους. Μερικές φορές υποφέρουν πολλοί αθώοι κι ο πραγματικά ένοχος μένει αλώβητος. Είναι η «κακιά στιγμή», οι «αστάθμητοι παράγοντες», η «ατυχία». Διαβάζω τη λέξη «στραπατσαρισμένα» και προσπαθώ να φανταστώ τον πόνο των ανθρώπων, όταν δεν καταστρέφονται άψυχες λαμαρίνες, αλλά διαλύονται ζωές. Νομίζω πως το σημείο αυτό μας υποχρεώνει να κάνουμε μια σειρά σκέψεων: Όλοι έχουμε βιώσει μικρές ή μεγάλες απώλειες.

Σκηνή 9η:

Συναντά τον ποιητή μας ένας παλιός συνάδελφός του, ο οποίος αναπολεί τα παλιά. Τώρα, λέει, δεν έχουν εξουσία πάνω του τα ρολόγια. Πάντως, ήταν ωραίες οι εποχές τότε που κι αυτός υπάκουε σε ένα γνωστό πρόγραμμα.

Πάει κι αυτό, σκέφτηκες μόλις τον αποχαιρέτησες,

πολύ παράξενος σήμερα αυτός ο δρόμος

σαν να διαβάζω ένα βιβλίο περιπέτειας

[…]

Μάλλον θα πρέπει να κρατήσω σημειώσεις

ίσως στο μέλλον γράψω ένα ποίημα

για όλα αυτά που συμβαίνουν

για τα κρυμμένα μυστικά κάθε αποκάλυψης

για το παράδοξο του ζην.

[…]

Ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή

μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα

για έναν άνθρωπο που περπατά

για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά

σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο

(Το παράδοξο του ζην, σελ.21)


Παρατηρώ στο σημείο αυτό, ότι ο πρωταγωνιστής μας, ο άνθρωπος που βαδίζει στον δρόμο, δεν κάνει κάποια προσπάθεια να περιγράψει τον παλιό του συνάδελφο. Πρόκειται για πρόσωπο-σκιά που έρχεται και φεύγει αθόρυβα. Λέει ό,τι είναι να πει και χάνεται σαν να τον καταπίνει το πλήθος ή ο ίδιος ο δρόμος. Σαν να μην έχει σάρκα και οστά. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής μας δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Άραγε, χάρηκε που τον συνάντησε μετά από καιρό; Ήρθαν στο μυαλό του ξεχασμένες αναμνήσεις από την παλιά τους συνεργασία; Μήπως του είναι δυσάρεστη η παρουσία του παλιού του συναδέλφου; Το παράδοξο είναι ότι ο πρωταγωνιστής μας δεν ένιωσε το παραμικρό. Άκουσε τα λόγια του άλλου απόλυτα αδιάφορα, σαν τίποτα να μην έγινε. Σα να μη βρέθηκε ποτέ απέναντί του. Είναι τελικά, τρομακτικός αυτός το δρόμος! Είναι απίστευτα ρηχές οι σχέσεις των ανθρώπων που κινούνται σαν φαντάσματα στο φως του ήλιου.

Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει αυτός ο ποιητικός περίπατος. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής τονίζει πως σ’ αυτό το ποιητικό αφήγημα δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχει πλοκή που να ακολουθεί κάποιο σχέδιο και -θεωρητικά τουλάχιστον- θα μπορούσε να διαρκεί επ’ άπειρον. Τα κρυμμένα μυστικά που αποκαλύπτονται, καταδεικνύουν το παράδοξο του ζην, λέει ο ποιητής μας, όμως «το ζην» χαρακτηρίζεται από μια απερίγραπτη ελαφρότητα. Δεν υπάρχουν σ’ αυτό το έργο μεταφυσικές ανησυχίες. Απουσιάζει επίσης η αγωνία απέναντι στον θάνατο. Σαν να είναι η ζωή ένα αχανές πεδίο δράσης, ένα απίστευτα μεγάλο θέατρο, στο οποίο ο καθένας μας είναι ταυτόχρονα θεατής κι ηθοποιός, στον βαθμό που επιθυμεί: Αν δεν αρέσει σε κάποιον η δράση, αρκείται στον ρόλο του παθητικού παρατηρητή, του κομπάρσου, που απλώς γεμίζει το πλάνο με την παρουσία του. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι, έστω κι έμμεσα, μέρος της δράσης με την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού παραμένει μέλος του τεράστιου θιάσου. Αυτό το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ. Αυτή η παράσταση δεν ξέρω αν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Τι νόημα έχει η ίδια η ζωή, τι αξία έχουν όλα όσα μπορεί να μας διδάξει, αν το νήμα της κόβεται απότομα κι απομένουμε στο απόλυτο κι αιώνιο σκοτάδι της ανυπαρξίας; Δεν είναι θλιβερό να καταλήγει η τόσο ακριβά αγορασμένη γνώση μας, η τόσο σκληρά αποκτημένη σοφία μας στο απόλυτο τίποτα;


Καθώς προχωρούσες στον μικρό δρόμο

ο μικρός δρόμος μεγάλωνε έγινε λεωφόρος

έγινε αχανής έκταση του μεσημεριού

δεν ήταν πια δρόμος αλλά η ίδια η πόλη.

Άκουγες ήχους που σε περικύκλωναν.

Ήταν ανθρώπινες φωνές και ήχοι μηχανών

μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί

έμοιαζαν όμως με τους ήχους της βροχής

με παφλασμούς κυμάτων στην ακτή

με καταρράκτη που κυλά ορμητικά

με θρόισμα των φύλλων ενός δάσους.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 22)

[…]

Έμοιαζαν με κατασκευασμένο σκηνικό

με στούντιο της εταιρίας Γιουνιβέρσαλ.

Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα

κρύβεται μέσα στο μυαλό σου

και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 23)


Σκηνή 10η:


Το ίδιο κορίτσι, (αυτό που εμφανίστηκε στη 2η σκηνή), εμφανίζεται ξανά με τσάντα κόκκινη. Πίσω της σε κάποια απόσταση, ακολουθούν οι ίδιοι καλοντυμένοι κύριοι, μόνο που τώρα κρατούν κι αυτοί κόκκινες ομπρέλες. Άρα, ακόμα και στο τυχαίο, υπάρχει μια κανονικότητα, μια αναλογία. Έτσι η ζωή είναι αρκετά προβλέψιμη. Για να μην προκληθεί σύγχυση στους αναγνώστες, εννοώ ότι η κοπέλα θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί με τσάντα κίτρινη, αρκεί πίσω της οι καλοντυμένοι κύριοι να εμφανίζονταν κρατώντας επίσης κίτρινες ομπρέλες. Παρόλα αυτά, ο ποιητής μας απορρίπτει την αναλογία ως «μη πραγματική». Επειδή είναι αδύνατον να ορίσουμε τι είναι «πραγματικό» και τι «μη πραγματικό», αφήνω ασχολίαστη αυτή τη θέση.

Σκηνή 11η:

Στίχοι-γρίφοι αναδύονται στη συνείδηση του ποιητή κι αναρωτιέται μιλώντας δυνατά στον ίδιο του τον εαυτό πώς γίνεται τα ξεχασμένα να επανέρχονται και κυρίως πώς εξηγείται να μας πολεμάει ο ίδιος μας ο εαυτός. Αυτή η επίθεση πώς ερμηνεύεται και σε τι αποσκοπεί; Και να, μπροστά του ένα δέντρο όμορφο και μεγάλο με πλούσιο φύλλωμα, με κορμό ψηλό και δυνατό. Πού ρίζωσε; Πού χώθηκαν οι ρίζες του, αφού κάτω από τα τσιμέντα υπάρχουν υπόγεια, καλώδια, υπόνομοι και στοές; Πώς επιβίωσε; Αν ο άνθρωπος ριζώνει στον τόπο του και λέει πως εκεί ανήκει, πού βρήκε χώμα και νερό σε τόσο δύσκολα χρόνια;

Κοίταξες τους περαστικούς

κοίταξες τα θλιμμένα πρόσωπά τους

σου φάνηκαν θολά χωρίς περίγραμμα

κοίταξες στον καθρέπτη μιας βιτρίνας

κοίταξες το δικό σου πρόσωπο

ήταν κι αυτό θολό, χωρίς περίγραμμα.

[…]

Αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή

μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι

θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι

και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο

τις τρικυμίες του οδοστρώματος.

Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει

πως κάθε οικεία θάλασσα

έχει αβυθομέτρητα σημεία

πως κάθε χάρτης του ουρανού

έχει αχαρτογράφητες πορείες

πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν

τα βήματά μας πού μας πάνε;

(Το παράδοξο του ζην, σελ. 31)


Αντί επιλόγου:

 

Μια από τις μεγαλύτερες αρετές αυτού του ξεχωριστού έργου είναι η φαινομενική του απλότητα: Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας χρησιμοποιεί ανεπιτήδευτη γλώσσα, με πολύ απλές και καθημερινές λέξεις και το ύφος του είναι πεζολογικό. Εδώ δεν έχουμε έναν συνηθισμένο φιλοσοφημένο ποιητικό λόγο, αλλά πολύ περισσότερο, μια εκλαϊκευμένη φιλοσοφία ζωής μέσα από στίχους. «Το παράδοξο του ζην» είναι ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που εκτείνεται σε είκοσι δύο (22) τυπωμένες σελίδες. Η προσπάθειά μου να το χωρίσω σε σκηνές αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση της δομής του. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο ποιητής γράφει συνεχόμενα, χωρίς να διακρίνει ενότητες. Το εντυπωσιακό είναι ότι θα μπορούσε ο ποιητής να αφαιρέσει ή να προσθέσει μερικές σελίδες, χωρίς να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του έργου, γιατί δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος, αλλά μια αέναη κυκλική κίνηση. Έχω μάλιστα την άποψη ότι ο αναγνώστης «προσθέτει» με τη δική του φαντασία τις δικές του σκηνές, γιατί εύκολα ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή, με τον άνθρωπο που βαδίζει και παρατηρεί την αχαρτογράφητη κι αβυθομέτρητη «θάλασσα» της ρέουσας πραγματικότητας. 

 

Σε αυτή τη «θάλασσα» χαίρεται κανείς τα ρηχά καθαρά νερά και τα όμορφα βοτσαλάκια, κι έπειτα, τελείως απροσδόκητα, παραδίνεται ξανά στ’ αφρισμένα κύματα. Τελούμε σε κατάσταση μόνιμης σύγχυσης, λέει ο ποιητής, κι είμαστε απόλυτα ανίκανοι να μάθουμε από τα λάθη μας. Αγνοούμε ακόμα και τα πιο βασικά: Πώς μοιάζει ο δρόμος έξω από το σπίτι μας, πώς είναι η γειτονιά μας κι ας διανύουμε αυτές τις αποστάσεις διαρκώς, χρόνια και χρόνια. Όλη μας τη ζωή κινούμαστε σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους. Πιο πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, σε άλλες ηπείρους, πόσες χιλιάδες χιλιάδων θαύματα, μικρά και μεγάλα συντελούνται αθέατα; Το «ζην» τελικά, δεν είναι παρά ένα πολύ γρήγορο πέρασμα, μια πολύ σύντομη βόλτα, σ’ έναν τυχαίο δρόμο, ένα τυχαίο πρωί, μιας οποιασδήποτε άνοιξης.

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

[Δημοσίευση στο περιοδικό Περί ου, 18.9.2021]