Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Ευσταθία Δήμου: Η ποιητική μιας αφήγησης

[Κριτική της Ευσταθίας Δήμου στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον (τχ. 6, σ. 241-243) για το ποιητικό βιβλίο του Δ. Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, Θεσ/νίκη 2021).] 


Μέσα σε μία ποιητική συγκυρία σαν τη σημερινή, με την συντριπτική πλειοψηφία των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν να ακολουθεί ένα πάγιο και παγιωμένο από την ποιητική παράδοση πρότυπο - αυτό της συμπαράθεσης και της συνύπαρξης μέσα στο ίδιο βιβλίο ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού ποιημάτων, τα οποία συνέχει, λίγο πολύ, μία κοινή θεματολογική και μορφολογική συγγένεια – η εμφάνιση ενός διαφορετικού ποιητικού συνθέματος μπορεί να τροφοδοτήσει τη συζήτηση σχετικά με τις σύγχρονες ποιητικές αναζητήσεις και εκδοχές, αλλά και σχετικά με τη διαφαινόμενη πλέον ανάγκη της ποιητικής τέχνης να ανοιχτεί σε νέα πεδία, να διαμορφώσει και να καλλιεργήσει μια μεγαλύτερη ποικιλία εκφραστικών τρόπων και μεθοδεύσεων που και τα όριά της θα διευρύνουν και τους ίδιους τους ποιητές θα απεγκλωβίσουν και θα απελευθερώσουν. Ένα τέτοιο έργο είναι και η τελευταία ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα που έρχεται ακριβώς για να πυροδοτήσει τον προβληματισμό και τις αναζητήσεις, καθώς η διαφοροποιημένη μορφική εκδοχή που υιοθετεί και προκρίνει, αυτή του ενιαίου συνθετικού ποιήματος, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή και, ως εκ τούτου, μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον και την περίσκεψη.

Ο τίτλος της συλλογής, Το παράδοξο του ζην, προσανατολίζει με άκρα ευθύτητα προς την περιοχή της φιλοσοφίας και διαμορφώνει τις αναγνωστικές προσδοκίες προς την κατεύθυνση μιας απολογίας και ενός απολογισμού ζωής, κάτι που, άλλωστε, συνεπικουρείται ή συνδυάζεται με την επιλογή της μακρόπνοης σύνθεσης. Ωστόσο, αμέσως μετά την πρώτη περιήγηση στους στίχους του ποιήματος, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ή, έστω, διαισθάνεται μία έντονη θέρμη να αναδύεται από τη σύνθεση και να δημιουργεί μία αντίθεση ή αντίφαση ανάμεσα σε αυτή την πρόθεση φιλοσόφησης, ενδοσκόπησης και απολογισμού - πρόθεση η οποία είναι, συνήθως, στενά συνυφασμένη με μια ψύχραιμη, ενίοτε ψυχρή, προσέγγιση και αποτύπωση - και σε αυτό που τελικά προκύπτει ως ποιητικό αποτέλεσμα και που δεν κρύβει ή, τουλάχιστον, δεν αποσιωπά το πάθος, νοούμενο ως συμπαθητική στάση του ποιητή απέναντι σε ό, τι αποτελεί το δημιουργικό του ερέθισμα. Γιατί, αυτό που προεξάρχει στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ακριβώς η διάθεση του ποιητή να μιλήσει ή, πιο σωστά, να ποιήσει ένα εγχειρίδιο και οδηγό ζωής με τους όρους που μια παραμυθιακή αφήγηση θέτει και προεξοφλεί, όροι οι οποίοι αφορούν και απορρέουν, τόσο από τη λογική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, όσο και από το θυμικό της.

Στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθεί κανείς στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι η αφήγηση μιας περιήγησης, η παράθεση μιας σειράς στιγμών και στιγμιοτύπων της ζωής ενός ανθρώπου χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα ή χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, κάλλιστα, όμως, θα μπορούσε να ταυτίζεται με την εν γένει ανθρώπινη υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο αυτή βαδίζει και πορεύεται μέσα στη ζωή και τον κόσμο, μέσα στο χωροχρόνο που την οριοθετεί και την περιβάλλει. Η σωρεία αυτή και η συσσώρευση των στιγμιοτύπων, εν είδει επιμέρους σκηνών και σκηνικών, συνυφαίνεται και πλέκεται στενά με τις σκέψεις, τις αντιδράσεις, τα συναισθήματα του περιηγητή, τόσο μάλιστα πυκνά, ώστε να μοιάζει αξεδιάλυτο πια το γεγονός από την ερμηνεία και την αποκρυπτογράφησή του. Έτσι, η πορεία του ανθρώπου αυτού που στερείται χαρακτηριστικών μέσα σε ένα περιβάλλον, χωρικό και χρονικό, που επίσης στερείται χαρακτηριστικών και πλαισίου, σηματοδοτεί και σημαίνει την διαδρομή της ανθρώπινης ύπαρξης, γενικά και γενικευτικά, και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η διαδρομή προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αναζήτησης και, ακόμη περισσότερο, της διερώτησης. Γιατί εκείνο που εύκολα και εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς σε σχέση με τον περιηγητή είναι η έντονη α-πορία από την οποία αυτός εμφορείται και η οποία εμποτίζει και καθοδηγεί κάθε βήμα του μέσα στη ζωή και τον κόσμο. Η απορία αυτή δεν είναι συνώνυμη μόνο του αδιεξόδου στο οποίο πολλές φορές οδηγείται ο άνθρωπος, ιδιαίτερα μέσα στις σύγχρονες συνθήκες ζωής τις τόσο απ-άνθρωπες και οδυνηρές, αλλά και του άγνωστου από το οποίο είναι γεμάτη η ζωή του, του αναπάντητου πολλών από τα θέματα που συνεχώς προβάλλουν ως ερωτήματα μείζονα και επιτακτικά, όπως, για παράδειγμα, αυτό του χρόνου: Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης/ έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο/ να βρεις τον χρόνο που έχασες/ η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε./ Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα/ έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους/ σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες./ Όπου και να κοιτούσες γύρω σου/ έβλεπες τον χρόνο να φεύγει.

Με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα θέματα στα οποία ακουμπά το βιβλίο αυτό είναι καθαρόαιμα φιλοσοφικά, θέματα, δηλαδή, που λίγο πολύ απασχόλησαν την φιλοσοφική και λογική σκέψη της ανθρωπότητας, αρχής γενομένης από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, μοιάζει τουλάχιστον απαιτητική και δύσκολη η πλαισίωσή τους από έναν λόγο ποιητικό, έναν λόγο που έχει στην αφετηρία του αυτό που θα όριζε κανείς ως αίσθημα, εμποτισμένο, βέβαια, από τη σκέψη, ταυτόχρονα, όμως, και απομακρυσμένο από τη στεγνή και οριοθετημένη μορφή και εκδήλωσή της, από τις θεωρητικές μεθόδους και μεθοδεύσεις της. Η δυσκολία αυτή μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο, από το «πώς» της δημιουργίας, εν προκειμένω από την υιοθέτηση ενός παραμυθιακού λόγου, ο οποίος ξετυλίγεται με απόλυτη άνεση, διαμορφώνοντας μια ροή απαλή και κατευναυστική για να μπορέσει έτσι να συμπαρασύρει τον αναγνώστη, με τη θέλησή του πια, μέσα στα βαθιά νερά της φιλοσοφικής σκέψης, μέσα στις δαιδαλώδεις διαδρομές που τεχνουργούν τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, κατά τρόπο απόλυτα φυσικό και αβίαστο, σα να πρόκειται για ένα ηδονικό ταξίδι μέσα στον κόσμο της απορίας, της γνώσης και, εν τέλει, της γνώμης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι σταθμοί ή οι στάσεις που πραγματοποιεί ο ποιητής πραγματοποιούνται σε πράγματα και πράξεις ανεπαίσθητες, σχεδόν ασήμαντες, καθημερινές και επαναλαμβανόμενες, για να καταδείξει ακριβώς πως το νόημα και το νήμα της ζωής θα πρέπει να αναζητηθεί και να ανασυσταθεί εντός των ορίων και του πλαισίου της, μέσα δηλαδή στις ίδιες της τις εκδηλώσεις και τις εκδοχές. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα πρέπει να αναζητηθεί στον ίδιο τον λόγο, τον ποιητικό λόγο εν προκειμένω, και τις περίπλοκες διαδρομές που αυτός, αντιγράφοντας τη ζωή, τεχνουργεί και ανακαλύπτει, αποτελώντας έτσι την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής.

Το βιβλίο του Στεργιούλα, λοιπόν, καταλήγει να αποτυπώσει τη μετάβαση ή τη μεταστοιχείωση της πορείας μέσα στη ζωή σε πορεία μέσα στον λόγο, μέσα στην ποιητική αφήγηση και την πράξη της. Γίνεται, κατά τρόπο παράδοξο και ασυνήθη, η ποιητική αφήγηση μιας αφήγησης, η αποτύπωση, μέσω του λόγου, του λόγου και του λογισμού του ανθρώπου, όπως αυτά συναιρούνται και εκβάλλουν στην αισθηματική σκέψη, την έκφραση, τη δημιουργία, τις τρεις, δηλαδή, παραμέτρους της τέχνης που αντιστοιχούν, κατά σειρά, στην αφορμή, το όχημα και την κατάληξή της.

Ευσταθία Δήμου