Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ο χείμαρρος, ο καταρράκτης, η ποίηση*

 
Το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Το ξερριζωμένο δέντρο» δημοσιεύτηκε το 1868 στον πρώτο τόμο (Μνημόσυνα και έτερα ανέκδοτα) του δίτομου έργου του Ποιήματα Αριστοτέλους Βαλαωρίτου. Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή, που είναι ένα ολοκληρωμένο, αυτοτελές και καλογραμμένο κείμενο, ο ποιητής δίνει πληροφορίες για τις αντικειμενικές συνθήκες που κινητοποίησαν την έμπνευσή του. Η Μαδουρή, το μικρό ιδιόκτητο νησί του, βρίσκεται κοντά στην ακτογραμμή της Λευκάδας, ακριβώς απέναντι από το σημείο όπου εκβάλλει τα ύδατά του το ρέμα Δημοσάρι.

Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. [...] Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι.

Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του.

Η περιγραφή αυτή θυμίζει το γνωστό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στα ρέματα που έγιναν χείμαρροι και στον ποταμό που κατέβασε πολύ νερό, παρασύροντας ό,τι έβρισκε στον δρόμο του: μεγάλες πέτρες («λιθάρια ριζωμιά»), «δέντρα ξεριζωμένα», μια μηλιά φορτωμένη με μήλα. Η σκηνή με το ξεριζωμένο δέντρο, που περιγράφει ο Βαλαωρίτης και που έδωσε τον τίτλο στο ποίημά του, αν και φαίνεται ότι προέκυψε από ένα πραγματικό γεγονός, δεν αποκλείεται να οφείλεται παράλληλα και στην απήχηση που είχε βρει μέσα του το γνωστό αυτό τραγούδι, το οποίο πιθανότατα γνώριζε, για τον επιπλέον λόγο ότι μία από τις παραλλαγές του είχε δημοσιευθεί το 1860 στον τόμο Τραγούδια Ρωμαίικα / Popularia carmina Graecia recentioris του Arnoldus Passow, υπό τον τίτλο «Οι Κοντογιαναίοι». Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην κατηγορία των Κλέφτικων. Ο Βαλαωρίτης έγραψε το δικό του ποίημα για να υμνήσει τον φυγά Αργύρη, έναν παράνομο αλλά γενναίο Λευκαδίτη, που προδόθηκε από φίλους του. Η φράση του Βαλαωρίτη «σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα» μοιάζει με τον τέταρτο στίχο του τραγουδιού:

Συννέφιασεν ο ουρανός, πάλε να βρέξει θέλει,
Κατέβασαν τα ρέματα, γεμίζουν τα λαγκάδια,
Κατέβασε κι ο Ζάστανος πολύ νερό που φέρνει·
Φέρνει λιθάρια ριζωμιά, δέντρα ξεριζωμένα,
Φέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη·
Κι απάνω πό τα μήλα της τριά δέλφι αγαπημένα.
Το ν ήταν ο γραμματικός, τ άλλο ο Παναγιώτης,
To τρίτο το καλύτερο ήτον ο καπετάνιος.[...]

Και συνεχίζει ο επτανήσιος ποιητής, εξηγώντας πώς το συγκεκριμένο γεγονός ξύπνησε μέσα του μνήμες και συνειρμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του ποιήματος. Στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν επιγραμματικό ύμνο στην ποίηση:

Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο».

Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος.

Διαβάζοντας την εισαγωγή του Βαλαωρίτη ήρθε στον νου μου και ένα πολύ μεταγενέστερο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου, με τίτλο «Αμούρ Αμούρ» (1939), που δημοσιεύτηκε, εν είδει εισαγωγής και αυτό («Αντί προλόγου»), στο βιβλίο του Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία. Η μία εικόνα θυμίζει την άλλη. Ο Εμπειρίκος αναφέρεται (υπονοώντας πιθανώς και το ασυνείδητο) σε έναν καταρράκτη που αντίκρισε στην Ελβετία. Εστιάζει στη συνεχή ροή του ορμητικού ρεύματος και συνδέει αυτήν την κίνηση με τον ποιητικό λόγο. Ο παλαιότερος ποιητής γράφει «παρήγαγεν εμοί την ιδέαν» και ο νεότερος χρησιμοποιεί τη φράση «μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα». Η ορμητική κίνηση του νερού συνδέεται και στις δύο περιπτώσεις, με τρόπο απρόσμενο αλλά φυσικό, με τη λειτουργία της ποίησης. Γράφει ο Εμπειρίκος:

Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.

Το μεγαλύτερο ωστόσο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην εισαγωγή του ποιήματος «Το ξερριζωμένο δέντρο», αλλά στο περιεχόμενό του. Ο διάλογος του αφηγητή με το δέντρο, η σύνδεση του δέντρου με το φυσικό και με το ανθρώπινο περιβάλλον, καθώς και η αντιμετώπισή του ως ανώτερης μορφής ζωής, τουλάχιστον ισότιμης με τον άνθρωπο, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο σε ένα δέντρο, αλλά πιθανώς στην ίδια τη φύση, με την οποία ο άνθρωπος δεν συνυπάρχει απλώς ή αλληλεπιδρά, αλλά έχει και άμεση αλληλεξάρτηση. Ως έναν βαθμό η ζωή και ο θάνατος του αφηγητή συμβαδίζουν με τη ζωή και τον θάνατο του δέντρου. Με σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για «οικολογικές ευαισθησίες» του ποιητή. Εάν λάβουμε υπόψη παρόμοιες παραμέτρους, ανοίγονται νέοι ερμηνευτικοί δρόμοι για το συγκεκριμένο ποίημα και επιπλέον αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο σύνολο του έργου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ενός έργου που – ίσως άδικα – συνοδεύεται έως σήμερα από τα στερεότυπα ερμηνευτικά και προσληπτικά σχήματα των αναγνωστών του 19ου αιώνα. 

Δ. Στεργιούλας

*Περιοδικό Μικροφιλολογικά, τχ. 54, φθινόπωρο 2023, σ. 13-15.