Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Λίλια Τσούβα: Η λυρική γοητεία της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα

[Κριτική της Λίλιας Τσούβα στον διαδικτυακό βιότοπο πολιτισμού Culture Book για το ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021.]

 

Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει

πως κάθε οικεία θάλασσα

έχει αβυθομέτρητα σημεία

πως κάθε χάρτης του ουρανού

έχει αχαρτογράφητες πορείες

πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν

τα βήματά μας πού μας πάνε;

 

Το παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα (Νησίδες, 2021) είναι ένα ποιητικό έργο με λυρική γοητεία που κατακτά επάξια την ξεχωριστή του θέση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Πρόκειται για πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με κυκλική δομή και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Εξιστορεί μια δραματική ανθρώπινη περιπέτεια με πραγματικά και φανταστικά στοιχεία και τρόπο που παραπέμπει σε παραλογές ή έργα της δημώδους νεοελληνικής γραμματείας.

Ο ποιητής περιδιαβαίνοντας την πόλη του, έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους και τις όψεις της. Μέσω των πολλαπλών και εναλλασσόμενων εστιάσεων καταθέτει την αγωνία του για τη ζωή και την ύπαρξη. Σκηνικό είναι ο δρόμος μιας οικείας πόλης που δεν κατονομάζεται, προσδίδοντας στο περιεχόμενο διανθρώπινη ισχύ και περιλαμβάνοντας τις πόλεις όλων μας. Τα γεγονότα εξελίσσονται γραμμικά. Διαρκούν μία ημέρα και έχουν για αφετηρία τους το πρωί. Η μέρα είναι συνηθισμένη και ανοιξιάτικη, το πρόσωπο που αφηγείται μιλά στο δεύτερο ενικό και με αφορμή το υπερβατικό γεγονός της βιαστικής αναζήτησης του χρόνου που έχασε στο κομοδίνο του.

Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης

έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο

να βρεις τον χρόνο που έχασες

η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.

Πρώτος σταθμός του αφηγητή-περιπατητή η παιδική ηλικία. Κουβαλά την ονειροπόληση και την αθωότητα, όμως χάνεται απότομα και αμετάκλητα.

[…] Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα

σ' ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.

Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά

Αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.

Σου είπαν ότι το προϊόν εξαντλήθηκε […]

«Πρέπει να βρείτε κάτι άλλο

κάτι που να του μοιάζει», σου είπανε […]

Η ενηλικίωση οδηγεί στην υπαρξιακή αναζήτηση και την εσχατολογική αναφορά. Πίσω από τις ποικίλες εκφάνσεις της πεζής πραγματικότητας της πόλης θα αναδυθεί η ρευστότητα της ζωής, αλλά και η απώλεια του ουσιαστικού στην οποία έχουμε οδηγηθεί, το άδηλο μέλλον και το λανθασμένο παρελθόν, με τα προσωπικά σφάλματα. Οι στίχοι θα θυμίσουν τον πίνακα Ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων του υπερρεαλιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος (Hieronymus Bosch, περ. 1450-1516).

Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,

έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης

ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή

τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα

νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση

κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

Ο περιπατητής-αφηγητής εξερευνά τους ήχους και τα θεάματα της πόλης σαν τον Λέοπολντ Μπλουμ (James Joyce, 1882 - 1941, Ulysses, 1922). Σταθμοί του ένα κορίτσι με μεγάλη μαύρη τσάντα, κάποιοι άνδρες με ομπρέλες, ένα φύλλο που έπεσε από μια δεντροστοιχία, η βροχή, μία γάτα, ένα σπουργίτι, ένα τρακάρισμα αυτοκινήτων, η συνάντηση με έναν συνταξιούχο συνάδελφο.

Η χειμαρρώδης εξιστόρηση αντιπαραβάλλει τον εσωτερικό βίο με τη ρηχότητα, τη ζωή με τον θάνατο, την αιωνιότητα με τη στιγμή.

Τότε είδες ένα σπουργίτι

ένα φοβισμένο μικρό σπουργιτάκι

πάνω σε ένα παρκαρισμένο ποδήλατο.

Σκέφτηκες ότι η σκηνή είναι ωραία

σκέφτηκες να το φωτογραφίσεις

να το κλείσεις για πάντα στη φωτογραφία.

Εάν κατάφερνες να φυλακίσεις τη στιγμή

να φυλακίσεις μια οποιαδήποτε στιγμή

ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου

ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός

και θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς

σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει

χωρίς να σκέφτεσαι ότι σε λίγο θα νυχτώσει

χωρίς να σκέφτεσαι ότι η ταινία θα τελειώσει

χωρίς να σκέφτεσαι ποτέ την ώρα.

Οι άνθρωποι δέσμιοι του χρόνου και της σύμβασης, σαν το εγκλωβισμένο ασπρόμαυρο γατάκι στη μεγάλη βιτρίνα του διάσημου καταστήματος που περιγράφει ο ποιητής. Προσωπεία. Θεσμοί και κανόνες που μοιάζουν με φυλακή. Ωραίος καιρός που ξαφνικά μετατρέπεται σε βροχή. Ψιχαλίζει κι οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι να προφυλαχτούν κάτω από υπόστεγα. Ανοίγουν ομπρέλες, για να νιώθουν ασφαλείς. Άστεγοι και άγνωστοι, σε σύγχρονες πόλεις ανοιχτές, όχι τις περίκλειστες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Κίνηση και βιασύνη, συνέπεια, προγραμματισμός.

Ζωή χωρίς αυξομειώσεις. Μονότονη. Σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα. Φύλλα οι ζωές μας που καταλήγουν στο φρεάτιο, παρασυρμένα από το νερό της βροχής.

Ο Διονύσης Στεργιούλας εντάσσει με μαεστρία τους διηνεκείς ανθρώπινους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά αδιέξοδα σε αυτό το αφηγηματικό βιβλίο περιπέτειας με κέντρο τον μικρό δρόμο που προσωποποιείται και γίνεται λεωφόρος, η ίδια η πόλη, η ζωή. Με οπτική κινηματογραφική και λόγο καίριο, χωρίς ούτε λέξη περιττή, σκηνοθετεί τη ζωή του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.

Οι θαυμαστές φαντασιώσεις ανατριχιάζουν με τη λάμψη της φωτιάς και του σκοταδιού που εκπέμπουν. Η παράσταση της ζωής που σκηνοθετεί ο ποιητής με ηθοποιό τον άνθρωπο (ή μήπως θεατή που παρακολουθεί παθητικά;) καταλήγει στην Ηρακλείτεια φιλοσοφία της μόνιμης μεταβλητότητας. Οι ανθρώπινες μορφές περιγράφονται με το θολό και ομιχλώδες του όλα δεν είναι και όλα είναι, του Ηράκλειτου. Μόνον τα πρόσωπα του τώρα, τα παρόντα, εμφανίζονται με περίγραμμα. Τα υπόλοιπα χάνονται μέσα στο θολό και το αόριστο, στην αέναη ροή του γίγνεσθαι, της αλλαγής των εποχών και των πραγμάτων. Ενταγμένο στη φιλοσοφική αυτή αντίληψη, το ποίημα κλείνει με το σχήμα του κύκλου, όπως άρχισε.

Όμως η ζωή, παρά τα αβυθομέτρητα σημεία και τις αχαρτογράφητες πορείες, παρά τα παράδοξα που περικλείει, έχει τη γοητεία της.

[…] Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια

να έρχεται από άγνωστη πηγή

μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους

και γέμιζε τον δρόμο με τις νότες της. […]

Το παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα είναι έργο υποβλητικό, καθηλωτικό, με στοιχεία σαρκαστικά και ηθοπλαστικά, που υμνεί τη ζωή με τις δυναμικές της. Τη διαχρονική θεματική συνοδεύει το υψηλής αισθητικής εικαστικό του εξωφύλλου, έργο του ποιητή, αλλά και το σημαντικό πλεονέκτημα πως διατηρεί τον ρυθμό, τη φρεσκάδα, την αμεσότητα και τη γοητεία του μέχρι τον τελευταίο στίχο. Ο ενδόμυχος πεσιμισμός που ενοχοποιεί την ηθική ανεπάρκεια του ανθρώπου και την αναποτελεσματικότητα των θεσμών, εκπέμπει κάτι από το spleen του Μπωντλέρ, ενώ η σύνθεση, στο σύνολό της, συνιστά εικονογραφία της εποχής και της τραγικότητας της ύπαρξης.

Λίλια Τσούβα

(Δημοσίευση στον Βιότοπο Πολιτισμού Culture Book, 25.5.21.)