[Επιστολή του Τόμας Μωρ (Thomas More) στον φίλο του Πέτρο Αιγίδιο (Petrus Aegidius ή Pieter Gillis), στην οποία του εκμυστηρεύεται ότι αμφιταλαντεύεται σε ό,τι αφορά τη δημοσίευση της Ουτοπίας.]
Για να σου πω την αλήθεια κιόλας, δεν έχω αποφασίσει ακόμα κι αν θα την δημοσιεύσω [σημ.: την Ουτοπία]. Τα γούστα είναι τόσο πολυποίκιλα, και μερικοί άνθρωποι είναι τόσο άχαροι, τόσο ανεπιεικείς και τόσο ηλίθια πεισματάρηδες που θα προτιμούσε κανείς καλύτερα να ηρεμήσει και να χαρεί τη ζωή του, παρά να στενοχωριέται μέχρι θανάτου προσπαθώντας να διδάξει και να διασκεδάσει ένα κοινό που μόνο θα περιφρονήσει τις προσπάθειές του, ή τουλάχιστον δεν θα αισθανθεί καμιά ευγνωμοσύνη γι' αυτές.
Οι περισσότεροι αναγνώστες δεν έχουν ιδέα από λογοτεχνία – πολλοί την αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση. Καθετί που δεν είναι ακριβώς κοινόγουστο, το βρίσκουν βαρύ. Και καθετί που δεν είναι σωρεία αρχαϊσμών οι διανοούμενοι το απορρίπτουν σαν χυδαίο. Σε μερικούς αρέσουν μόνο οι κλασικοί, σε άλλους μόνο αυτά που γράφουν οι ίδιοι. Μερικοί είναι τόσο βλοσυρά σοβαροί που αποδοκιμάζουνε το κάθε είδους χιούμορ και άλλοι τόσο βλάκες που δεν μπορούν ν' αντέξουν την ευφυΐα. Μερικοί είναι τόσο πεζοί που ο ελαφρότερος υπαινιγμός ειρωνείας τούς προκαλεί ό,τι και το νερό σ' αυτούς που υποφέρουνε από υδροφοβία. Και άλλοι πάλι αλλάζουνε τα συμπεράσματά τους κάθε φορά που κάθονται ή που θα σηκωθούνε. Μετά υπάρχει εκείνη η αλκοολική σχολή των κριτικών, που κάθονται στις ταβέρνες απαγγέλοντας ex cathedra καταδικαστικές ετυμηγορίες όπως ακριβώς νομίζουν ότι ταιριάζει. Αρπάζουν τις εκδόσεις σου, όπως ο βασανιστής αρπάζει τα μαλλιά του αντιπάλου του, και τις χρησιμοποιούνε για να σε σύρουνε κάτω, ενώ αυτοί οι ίδιοι παραμένουν ολότελα άτρωτοι, γιατί τα στείρα τους κεφάλια είναι εντελώς φαλακρά – έτσι δε υπάρχει τίποτα για να τραβήξεις.
Παράλληλα, αρκετοί αναγνώστες είναι τόσο αχάριστοι, που ακόμα κι αν ευχαριστηθούν πάρα πολύ από κάποιο βιβλίο, δεν αισθάνονται καμιά συμπάθεια για τον συγγραφέα. Είναι σαν τους αγενείς επισκέπτες που μετά από ένα υπέροχο πάρτυ πηγαίνουν σπίτι τους φουσκωμένοι από φαΐ, χωρίς να ευχαριστήσουν τον οικοδεσπότη τους. Αυτά σχετικά με τη σύνεση να προετοιμάσεις ένα συμπόσιο λογικής με δικά σου έξοδα για ένα κοινό με ιδιότροπα και απροσδιόριστα γούστα, και με τόσο βαθειά αίσθηση της ευγνωμοσύνης!
[Εν είδει εισαγωγής στο βιβλίο Ουτοπία, μτφρ: Γιώργος Καραγιάννης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1984]