Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Η δύναμη της λέξης


«Λένε πως είναι οι σκέψεις λέξεις
που κάθε βράδυ ξαγρυπνούν
λένε πως βλέπουν στο σκοτάδι
και στο δωμάτιο τριγυρνούν.
Λένε πως ένας ουρανός
κρύβεται μέσα μας βαθιά
λένε πως μόλις ξημερώνει
μια νέα νύχτα ξεκινά.
Λένε πως όσα είναι μακριά
γρήγορα έρχονται σ’ εσένα
λένε πως όσα είναι κοντά
γίνονται μακριά και ξένα.»


Η ποιητική συλλογή Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα του Διονύση Στεργιούλα (Νησίδες, 2025) εγκαινιάζεται με το παραπάνω ποίημα, το οποίο λειτουργεί ως προλογική δήλωση προθέσεων, σηματοδοτώντας, όπως και ο τίτλος της συλλογής, τον λειτουργικό ρόλο της λέξης στην ποιητική τέχνη, την αμφίδρομη σχέση δημιουργού και ποιήματος, καθώς και τη μετουσίωση της λέξης σε ποιητικό λόγο. Ο ποιητής εστιάζει στην αμφίδρομη σχέση μεταξύ λέξης και νοήματος, προσεγγίζοντας τον ποιητικό λόγο ως ένα συμβολικό σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται εμφανής η επιρροή από τη σημειολογική θεωρία του του Ferdinand de Saussure, κατά την οποία το σημαίνον και το σημαινόμενο συνιστούν αδιαχώριστα στοιχεία του γλωσσικού σημείου (Saussure, 1979). Στο ποιητικό σύμπαν του Στεργιούλα, η λέξη υπερβαίνει τον χρηστικό της ρόλο και μεταμορφώνεται σε αγωγό συναισθημάτων, φιλοσοφικών αναζητήσεων και υπαρξιακής ενδοσκόπησης.

Οι λέξεις, και εν γένει ο λόγος, είναι άμεσα συνυφασμένες και συνδεδεμένες με τον ανθρώπινο βίο και την ανθρώπινη υπόσταση. Ο λόγος, ως βασικό εκφραστικό μέσο, αντανακλά συναισθήματα και υπαρξιακές ανησυχίες: χαρά, έρωτα, λύπη, αγωνία, φόβο. Παράλληλα, ο λόγος σκιαγραφεί τις εκφάνσεις της ζωής και του θανάτου. Η λέξη λειτουργεί ως μέσο επικοινωνίας, συγκίνησης και πνευματικής μέθεξης, αποτελώντας τον πυρήνα της ποιητικής δημιουργίας και της ενδοπροσωπικής σύνδεσης των ανθρώπων, ενισχύοντας τον ρόλο της γλώσσας ως κοινωνικού φαινομένου.

Η ποιητική διεργασία περιγράφεται εύγλωττα στο ποίημα της σελίδας 7: «Αυτό το ποίημα είναι σαν / έναν ατέλειωτο χώρο αναμονής / έρχονται λέξεις και αποχωρούν / ανθίζουν λέξεις και μαραίνονται / κανένας όμως δεν μπορεί να πει / ποια πόρτα θα ανοίξει ξαφνικά / πότε θα έρθει η σειρά μας» (σ. 7), όπου διαφαίνεται η πνευματική αγωνία του ποιητή, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σιωπή και το άφατο. Η δημιουργία, όπως δηλώνεται και στο επόμενο ποίημα, είναι απόρροια της σιωπής και της εσωτερικής ανάγκης: «Κι όμως το μεγαλύτερο μυστήριο / δεν είναι ο θάνατος των λέξεων / αλλά η γέννησή τους / η διαρκής τους γέννηση / κάθε φορά που τις καλεί η σιωπή» (σ. 8).

Οι λέξεις, επίσης, στα ποιήματα της συλλογής λειτουργούν ως καταφύγιο του ανθρώπου καθώς «Είναι ωραίο να ζητάς στις λέξεις / αυτό που δεν σου έδωσε η ζωή. / Αλλά μετά, όταν επιστρέφεις, γίνονται όλα δυο φορές πιο δύσκολα» (σ. 9). Η ποιητική λέξη προσεγγίζεται ως φορέας νοήματος, με υπαρξιακές και φιλοσοφικές διαστάσεις, δίνει νόημα στην ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό και στο ποίημα της σελίδας 16 το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει σε πρώτο ενικό ρηματικό πρόσωπο το ερώτημα: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα / αν γίνεται να ζήσουμε χωρίς τις λέξεις. / Αφού το μέσα μας τοπίο είναι σκοτεινό / τι θα φωτίσει τους υγρούς του λόγγους;» Και σ’ άλλο ποίημα η εναγώνια κραυγή υποδηλώνεται με «Αυτό το πληγωμένο ωμέγα / που μοιάζει με κραυγή απόγνωσης / στο κέντρο της λέξης «πτώση» / να υποδηλώνει άραγε το τέλος;» (σ. 29).

Σ’ άλλα ποιήματα ο Στεργιούλας περιγράφει τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, προσκαλώντας τον/την αναγνώστη/-στρια στο ποιητικό του «εργαστήρι». Η ποιητική διαδρομή και το ταξίδι ενέχει εμπόδια και δυσκολίες, χαρές και έγνοιες, αλλά κι εκπλήξεις. Η σύνθεση ενός ποιήματος αποδίδεται ως διαδρομή απαιτητική αλλά δημιουργική, γεμάτη νοηματικές και αισθητικές αναζητήσεις και εξάρσεις. «Πρώτα κοιτώ το ποίημα από μακριά / κι ύστερα πλησιάζω. / Θέλω το σχήμα του να δω / να έχω γνώση της μορφής του / πριν ρίξει άγκυρα η σκέψη μου / στο σκοτεινό βυθό του» (σ. 26). Σε αυτό το ποίημα διαφαίνεται με σαφήνεια η διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου, καθώς ο δημιουργός μελετά τη δομή και τη σύσταση του ποιητικού σώματος πριν εμβαθύνει στα βαθύτερα, υπαρξιακά του στρώματα. Ο λεκτικός πλούτος αποτυπώνεται ποιητικά και αισθητικά μέσω έντονων, συμβολικά φορτισμένων εικόνων. Στη σελίδα 21, ο ποιητής γράφει: «Αν κάθε λέξη ήταν αστέρι / πόσα ποιήματα θα φώτιζαν τον ουρανό! / (Μα η κάθε λέξη είναι ένας πλανήτης / που διαγράφει άγνωστη τροχιά.) Η συγκεκριμένη εικόνα λειτουργεί με μεταφορική πυκνότητα: η λέξη ως «αστέρι» υποδηλώνει τη φωτεινότητα, την έμπνευση, την καθολικότητα της ποιητικής δημιουργίας. Ωστόσο, η μεταστροφή της δεύτερης στροφής («η κάθε λέξη είναι ένας πλανήτης…») εισάγει έναν υπαρξιακό και κοσμολογικό προβληματισμό· κάθε λέξη απομονώνεται, διαθέτοντας τη δική της, απρόβλεπτη διαδρομή. Ο ποιητής υπογραμμίζει έτσι τη μοναδικότητα και την εσωτερική πολυπλοκότητα κάθε λέξης, που δεν υπακούει σε μια σταθερή, προδιαγεγραμμένη τροχιά, αλλά εξελίσσεται αυτόνομα, ακριβώς όπως το νόημα μέσα σε διαφορετικά ποιητικά συμφραζόμενα. Η αστρονομική μεταφορά παραπέμπει, επίσης, στην απροσδιοριστία του γλωσσικού νοήματος —μια έννοια που αναδεικνύεται σε πολλές σύγχρονες θεωρίες της γλώσσας και της λογοτεχνίας (Derrida, 1990). Ο Στεργιούλας δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ως εργαλειακό μέσο, αλλά ως ένα διαρκώς μετακινούμενο σύμπαν, όπου κάθε λέξη είναι ένα αυτόνομο, εν δυνάμει ανεξιχνίαστο σώμα.

Η σχέση του ανθρώπου με τη λέξη παρουσιάζεται ως πολυσχιδής και προσωπική στα Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα. Έτσι, «Ο κάθε άνθρωπος έχει τις λέξεις του. / Άλλοι τις ξοδεύουν, άλλοι τις σωρεύουν / κι άλλοι τις χρησιμοποιούν με μέτρο» (σ. 23). Η ποικιλία στη χρήση του λόγου αντανακλά τις ατομικές ιδιοσυγκρασίες, την ψυχική ωρίμανση και την ηθική ή συναισθηματική συγκρότηση κάθε ανθρώπου. Η λέξη, επομένως, αποκτά χαρακτήρα βιωματικό — είναι ταυτόχρονα ιδιοκτησία και αντανάκλαση του προσώπου. Ακόμα πιο έντονη είναι η σύνδεση της λέξης με τη μνήμη και το συναίσθημα, καθώς μια «τυχαία» λέξη μπορεί να λειτουργήσει ως αφυπνιστικός μηχανισμός για ένα εσωτερικό παρελθόν: «Ακούω μια τυχαία λέξη / και μέσα μου ανασταίνονται / λέξεις που έχουν ξεψυχήσει από καιρό.» (σ. 25). Η λέξη εδώ παύει να είναι στατική· γίνεται ενεργοποιητής ανάκλησης, συναισθηματικής φόρτισης και μνημονικού αναστοχασμού, θυμίζοντας την πλατωνική ανάμνηση (ἀνάμνησις), την ιδέα ότι η γνώση και η συνείδηση προκύπτουν μέσω εσωτερικής αφύπνισης. Η προσωπική αυτή σχέση κορυφώνεται όταν ο λόγος μεταπλάθεται σε ποιητικό λόγο. Στη σελίδα 29, ο ποιητής αποδίδει με τρυφερότητα σχεδόν ερωτική την οικείωση με το ποίημα, επιβεβαιώνοντας την εσωτερική συνύπαρξη δημιουργού και δημιουργήματος: «Μ’ αυτό το ποίημα πλαγιάσαμε μαζί / άπειρες νύχτες του χειμώνα. / Την ώρα που έσβηνα το φως / το αγκάλιαζε η σκέψη μου / κι ύστερα ένιωθα την κάθε λέξη του / να με χαϊδεύει μέσα στο σκοτάδι.» (σ. 29). Το ποίημα προσωποποιείται, αποκτώντας σωματικότητα και συναισθηματική παρουσία. Η επαφή με τον ποιητικό λόγο συνιστά πράξη βαθιάς συνύπαρξης και αμοιβαίας κατοίκησης: η λέξη κατοικεί στον ποιητή όσο κι εκείνος στη λέξη. Πρόκειται για έναν διάλογο ύπαρξης, μέσα στον οποίο η γλώσσα δεν υπηρετεί απλώς το βίωμα, αλλά το συγκροτεί, το φωτίζει και το διασώζει.

Η συλλογή Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα συνιστά ένα ολοκληρωμένο ποιητικό σύμπαν, στο οποίο η λέξη αποτελεί τόσο πρωταρχικό δομικό υλικό όσο και τελικό ερμηνευτικό στόχο. Ο Διονύσης Στεργιούλας προσφέρει ένα έργο αυτοαναφορικό, στοχαστικό και βαθιά ανθρωποκεντρικό, όπου η γλώσσα και η ποίηση προβάλλουν ως μέσα κατανόησης και μετασχηματισμού του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Η λέξη, στον κόσμο του ποιητή, αποκτά ουσιώδη σημασία: γεννιέται μέσα από τη σιωπή, διασώζει μνήμες, λειτουργεί ως καταφύγιο και αναπλάθει το εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου. Η σχέση δημιουργού και ποιητικού λόγου παρουσιάζεται ως μια διαδικασία συνεχούς πνευματικής αγωνίας, βαθιάς ενσυναίσθησης και μεταφυσικής αναζήτησης. Ο ποιητής αναμετριέται με τη λέξη —την πλάθει, την εσωτερικεύει, τη βιώνει— και ταυτόχρονα προβάλλει την πολυσημία της, τη δυναμική της τροχιά μέσα στο ποιητικό σύμπαν. Ο/Η αναγνώστης/-στρια δεν παραμένει αμέτοχος/-η: καλείται να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία, να αφουγκραστεί τον εσωτερικό ρυθμό των λέξεων και να συνδεθεί βιωματικά με τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Έτσι, η ποίηση καθίσταται πράξη μέθεξης — μια «λεκτική εμπειρία» που ενώνει το ανθρώπινο με το ποιητικό, το ατομικό με το συλλογικό.

Νίκη Μισαηλίδη 

 

 Βιβλιογραφία

  • Derrida J., (1990). Περί Γραμματολογίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης. Αθήνα: ΓΝΩΣΗ
  • SaussureFde (1979). Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μτφρ. Φ. Δ. Αποστολόπουλος. Αθήνα: Παπαζήσης.
  • Στεργιούλας, Δ. (2025). Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα, Αθήνα: Νησίδες.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Το θαύμα του γραπτού λόγου


Ο Κωνσταντής εδούλευε και ρόγα δεν επήρεν,
μα όσο και για τη ρόγα του, εφίλει την κυρά του,
κι όσα φιλήματα της κρούει, στο μάρμαρο τα γράφει.
Κι ο βασιλιάς επέρασε, στο μαύρο καβαλάρης,
το μαύρο του γονάτισε, τα γράμματα ανεγνώθει:
Γράμματα που σας έγραψε, καημό μεγάλον είχε,
κι εγώ που σας εδιάβασα,
καημό μεγάλο πήρα!

Έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Η μαρτυρία του μαρμάρου» (Άγις Θέρος, Τα τραγούδια των Ελλήνων, Α', Αθήνα, Αετός, 1951, σ. 227). Αν δεν ήταν δημοτικό τραγούδι, θα μπορούσε να είναι ένα θεωρητικό κείμενο για τη γραφή, την ανάγνωση και τη λογοτεχνία. Η ανταμοιβή ενός εργάτη ή υπηρέτη δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η «ρόγα», δηλαδή ο μισθός και οι οικονομικές απολαβές, αλλά η ερωτική σχέση με τη γυναίκα που του παρέχει εργασία. Πιθανώς ή προφανώς αυτό είναι κάτι που το επιθυμεί και ο ίδιος. Γι αυτό και αποδέχεται την άτυπη συμφωνία. Το πάθος και ο πόθος του όμως δεν καταλαγιάζουν με όσα συμβαίνουν μεταξύ τους, ίσως για τον επιπλέον λόγο ότι γίνονται εν κρυπτώ. Αισθάνεται την ανάγκη να τα γράψει ή να τα χαράξει σε κοινή θέα πάνω στην πέτρα. Με σημερινή ορολογία θα χρησιμοποιούσαμε τον όρο «βιωματική λογοτεχνία».

Από το σημείο περνά ο βασιλιάς πάνω στο άλογό του, που γονατίζει μπροστά στο κείμενο. Κατά κάποιον τρόπο ο βασιλιάς, τον οποίο συνήθως οι υπήκοοι προσκυνούν, προσκυνά εδώ το κείμενο, ή αλλιώς τη γοητεία του γραπτού λόγου, που υπερβαίνει σε αυτήν την περίσταση την κοσμική εξουσία που ο ίδιος διαθέτει. Και ο «καημός» του Κωνσταντή, του άμισθου ερωτευμένου υπηρέτη, γίνεται και δικός του καημός. Ο αναγνώστης μετέχει, μέσω του κειμένου, στα συναισθήματα του δημιουργού και νιώθει ό,τι ένιωθε και ο ήρωας του τραγουδιού όταν «εφίλει την κυρά του». Δεν αποκλείεται να ξυπνούν μέσα του και παρόμοιες μνήμες.

Τα στάδια επομένως από τα οποία διέρχεται η αφήγηση είναι τα εξής: ισχυρό (ερωτικό) βίωμα, αποτύπωση σε γραπτό κείμενο, ανάγνωση, πρόκληση συγκίνησης. Όλα αυτά δίνονται με εξαιρετικά απλό και σύντομο τρόπο, σε μόλις επτά στίχους, μέσω της χρήσης μιας ιστορίας που εν μέρει θυμίζει παραμύθι. Στο ένα άκρο ο άμισθος υπηρέτης και στο άλλο ένας βασιλιάς. Ανάμεσά τους ένα κείμενο που αναφέρεται στον έρωτα και φέρνει κοντά αυτούς τους δύο. Στη χώρα της γραφής αμβλύνονται οι ανθρώπινες αντιθέσεις.

Συχνά διαχωρίζονται οι προ της γραφής και της ανάγνωσης κοινωνίες από τις αμέσως μεταγενέστερες, που είχαν ενσωματώσει στις δομές τους τη χρήση του γραπτού λόγου. Το δημοτικό αυτό τραγούδι μοιάζει να έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία υπερισχύει η προφορικότητα, αλλά ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπη με το θαύμα της γραφής και με τη συγκινησιακή χρήση του γραπτού λόγου. Ο βασιλιάς εντυπωσιάζεται και συγκινείται με όσα διαβάζει. Εκείνος όμως που μένει εκστατικός μπροστά στην αντίδραση του βασιλιά και στην όλη σκηνή είναι ο αόρατος παρατηρητής, ο αφηγητής, πιθανώς ένας λαϊκός άνθρωπος που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, για λογαριασμό του οποίου μιλά ο δημιουργός του τραγουδιού.

Μία ακόμη ερμηνεία, που θα μπορούσε να προβληθεί στο ποίημα, προκύπτει από την αντιστροφή της αλληλουχίας: Δεν είναι μόνο ο βασιλιάς αναγνώστης, αλλά και ο αναγνώστης είναι «βασιλιάς». Ο αναγνώστης που μπορεί να αισθανθεί σε βάθος ένα κείμενο και διαβάζοντάς το να νιώσει εσωτερική ικανοποίηση ανάλογη με εκείνη του ανθρώπου που το έγραψε, έχει και αυτός κάποιου είδους «υπέρτατη εξουσία».

Διονύσης Στεργιούλας

[Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Η οδοντωτός, τόμος 2, 2024]

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Συμβαίνει σπάνια (ποίημα)

Μπορεί να βρίσκεσαι τώρα στο τέλος
αλλά θα είσαι πρωτοπόρος
όταν αρχίσει ο χρόνος να κυλά αντίστροφα.
Συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει
τα σύννεφα να γίνονται υδρατμοί
τα ποιήματα να διασπώνται στις λέξεις τους
οι σκέψεις να επιστρέφουν στις πηγές τους
κι ο κόσμος σου να συρρικνώνεται
σ εκείνο το αρχικό σημείο.
Συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει
το είδωλο τού μέσα σου καθρέφτη
στον έξω κόσμο να προβάλλεται
και καθρέφτης να γίνεται το σύμπαν
αντανακλώντας κάθε σκέψη σου.

 

[πρώτη δημοσίευση: περ. Θευθ, τχ. 21, Ιούνιος 2025] 

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Βιβλιοπαρουσιάσεις στην 21η ΔΕΒΘ

 

21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

          Α[Ι]νθρώπινη Δημιουργικότητα

                   8-11 Μαΐου 2025

  ___________Τιμώμενη χώρα ΙΤΑΛΙΑ__________

 

Σάββατο 10 Μαΐου | 11:00-12:00

Αίθουσα Μανόλης Αναγνωστάκης | Περίπτερο 15

 

Παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Γιώργου Χρονά

Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς

(Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2024)

 

Για το βιβλίο μιλούν οι:

-Διονύσης Στεργιούλας, συγγραφέας

-Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής-κριτικός-μεταφρασεολόγος-μέλος Δ.Σ. του ΕΛ.Ι.ΒΙ.Π.

-Λουκάς Δ. Παπαδάκης, συγγραφέας

-Τζίνα Καρβουνάκη, συγγραφέας-μεταφράστρια

 

================================================

 

Κυριακή 11 Μαΐου | 11:00-12:00

Αίθουσα Μανόλης Αναγνωστάκης | Περίπτερο 15

 

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Λουκά Δ. Παπαδάκη Υπέρ Μαργίτη (Α' - ΙΗ')

(Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2019)

 

Στην εκδήλωση συμμετέχουν οι:

-Λουκάς Παπαδάκης

-Διονύσης Στεργιούλας, συγγραφέας-κριτικός

-Γιώργος Χ. Θεοχάρης, ποιητής-εκδότης του περιοδικού Εμβόλιμον

-Γιώργος Χρονάς, ποιητής-εκδότης



Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Λογοτεχνική ποιότητα και θεολογικό βάθος

[Για το βιβλίο του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, Τώρα και πάντοτε: Σημειώσεις στις Γραφές του Ισαάκ του Σύρου, Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2024]


Υπάρχουν βιβλία που σε διαβάζουν καθώς τα διαβάζεις. Ξεκινάς την ανάγνωση και μετά από λίγο αισθάνεσαι ότι έχεις εμπλακεί σε μια συναρπαστική πνευματική περιπέτεια. Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου Τώρα και πάντοτε: Σημειώσεις στις Γραφές του Ισαάκ του Σύρου μοιάζει να γράφτηκε από μοναχό για άλλον μοναχό. Μεταξύ των δύο συνομιλητών μεσολαβεί χρονικό χάσμα δεκατεσσάρων αιώνων, το οποίο με άγνωστο τρόπο εδώ καταργείται. Στους αναγνώστες δημιουργείται η αίσθηση ότι τα δύο πρόσωπα συνομιλούν φιλικά στην αυλή ή στους εξωτερικούς χώρους ενός μοναστηριού κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου. Δεν πρόκειται όμως μόνο για διάλογο, αλλά και για ερμηνεία, ανάλυση, επαναδιατύπωση και στοχασμό με αφορμή το έργο του Ισαάκ.


Τα κείμενα της ησυχαστικής παράδοσης, χωρίς να αποκόπτονται από τις πνευματικές και θεολογικές τους αναφορές, αποκτούν διαρκώς νέο περιεχόμενο όταν τα διαβάζει ο αναγνώστης της εποχής μας. Και επιπλέον κατά την ανάγνωση αποκτούν και έναν χαρακτήρα προσωπικό, σαν να απευθύνονται στον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά. Τα περισσότερα γράφτηκαν από ανθρώπους που με τα κοσμικά κριτήρια και δεδομένα θα χαρακτηρίζονταν τουλάχιστον παράξενοι και ιδιόρρυθμοι, αφού συχνά επέλεγαν να ζουν σε δάση, βουνά, γκρεμούς και σπηλιές, ακόμη και πάνω σε στύλους, ανοίγοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά νέους δρόμους μέσα στην έρημο. Κατά τον Κοσματόπουλο, που συμφωνεί στο θέμα αυτό με έναν Ρώσο ασκητή των αρχών του εικοστού αιώνα, η ησυχαστική παράδοση έχει εν μέρει μεταφερθεί σήμερα στις πόλεις. Πολλά μοναστήρια έχουν γίνει πολυσύχναστοι τόποι με εκατοντάδες επισκέπτες καθημερινά, διασώζοντας βεβαίως, ακόμη και έτσι, τα νήματα και τα νοήματα μιας αρχαίας παράδοσης. Το γεμάτο βιβλία δωμάτιο ενός σύγχρονου διαμερίσματος μπορεί να αποτελέσει, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, χώρο απομόνωσης, περισυλλογής, ησυχίας, προσευχής και πνευματικής αναζήτησης. Πράγμα δύσκολο αλλά εφικτό.

Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ιερά και τα πατερικά κείμενα, και όχι μόνο τα γραπτά του Ισαάκ, είναι και σημαντικά λογοτεχνικά έργα και εντάσσονται οργανικά στις γραμματολογίες των διαφόρων λαών. Οι νεότεροι θεολόγοι συχνά παραβλέπουν αυτήν τη διάσταση και τα αντιμετωπίζουν ως κείμενα αμιγώς θεολογικά, με αποτέλεσμα να αφαιρούν από το ειδικό βάρος τους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως στον Ακάθιστο Ύμνο, λογοτεχνική ποιότητα και θεολογικό βάθος είναι τόσο αλληλένδετα, ώστε επί της ουσίας να αποτελούν σχεδόν ένα και το αυτό.

Πώς όμως και γιατί ένας γνωστός και κατά γενική ομολογία ποιοτικός πεζογράφος περνά από τη λογοτεχνική γραφή στη σύνθεση κειμένων που άπτονται της θεολογίας ή και στην ερμηνεία ιερών κειμένων, όπως της Αποκάλυψης; Κατά μία άποψη, ίσως και έτσι παραμένει πεζογράφος. Ίσως δηλαδή πρόκειται απλώς για ανορθόδοξη και προχωρημένη εκδοχή του πεζογραφικού του έργου. Και πράγματι παραμένει πεζογράφος. Υποψιάζομαι όμως ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό, κάτι σαν το εσωτερικό «κάλεσμα» που είχαν νιώσει πολλοί μοναχοί, λίγο πριν εγκαταλείψουν έναν αναμενόμενο τρόπο ζωής και ένα προκαθορισμένο πλαίσιο πραγμάτων. Με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το «κάλεσμα» είναι διαρκές και κρατά περισσότερο από μισό αιώνα. Οι συζητήσεις με τον άγιο Παΐσιο και η στενή πνευματική γνωριμία του συγγραφέα μαζί του – ήδη από το 1971 – έπαιξαν οπωσδήποτε τον ρόλο τους. Κατά τη γνώμη μου, η αιτία που τον οδήγησε στον άγνωστο τότε μοναχό Παΐσιο είναι η ίδια αιτία που τον οδήγησε αργότερα στη λογοτεχνία και στη μελέτη των ιερών κειμένων, ψάχνοντας πάντα την απάντηση και τη θεραπεία στο αίσθημα απόγνωσης που κατά τον ίδιο για πολλά χρόνια τον συνόδευε.

Ο συγγραφέας, εκκινώντας από τους Λόγους του Ισαάκ, αναφέρεται στον «άνθρωπο του μοναχικού πένθους» (σ. 129), ο οποίος «δεν υπόκειται σε καμιά συλλογική συμπεριφορά», αφού «η παντοδυναμία της συλλογικής συμπεριφοράς δεν τον αγγίζει». Εδώ βρίσκεται και μια ουσιαστική διαφορά του Κοσματόπουλου με τον φίλο και κουμπάρο του Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Στον δεύτερο το πλαίσιο, το περιβάλλον, ανθρώπινο, υλικό και πολιτισμικό, καθώς και το αποτύπωμα της Ιστορίας, και κυρίως ο λόγος, παίζουν τον κύριο ρόλο, ενώ για τον πρώτο στο επίκεντρο βρίσκονται ο εσωτερικός άνθρωπος, η απομάκρυνση από τους πολλούς, η σιωπή και η πεποίθηση ότι εάν δεν αλλάξουμε μέσα μας, τίποτα δεν θα αλλάξει. Ενώ ο λόγος είναι το μέσο για να εκφραστεί «μια κατάσταση εσωτερική» (σ. 11). Για τον Πεντζίκη, το έργο του οποίου βρίθει πραγματολογικών αναφορών, η εστίαση στο «εγώ» είναι πηγή μόνο προβλημάτων. Με αποτέλεσμα στα κείμενά του το πλαίσιο να καταλαμβάνει το κενό που προκύπτει από το καταργημένο «εγώ». Στον Κοσματόπουλο αυτό το επιφανειακό «εγώ» είναι ούτως ή άλλως άνευ σημασίας, αφού δεν έχει καμιά υπόσταση. Υπόσταση αποκτά μόνο ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει τον εαυτό του. Έτσι, έννοιες όπως η μόνωση, η ταπείνωση και η ησυχία αποκτούν ουσιώδες περιεχόμενο. «Χριστιανισμός» κατά τον Κοσματόπουλο «σημαίνει την απόκτηση αυτής της βαθιάς εσωτερικής γνώσης» (σ. 130), οδό που θα πρέπει να δείχνει και η «επίσημη Εκκλησία», επειδή διαφορετικά, όπως γράφει, «θα καταστεί ένα στείρο εξάρτημα του πεπτωκότος κόσμου, που μπορεί να την τιμούν και να τη σέβονται, αλλά δεν θα σώζει κανέναν» (σ. 130).

Η ταπείνωση, η αγάπη και η ελευθερία, τρεις λέξεις που επαναλαμβάνονται στο βιβλίο, είναι καθοριστικές του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τα γραπτά και τη σκέψη του Ισαάκ. Η ταπεινοφροσύνη, όταν οφείλεται σε συνειδητή επιλογή και όχι στην ψυχοσύνθεση ή στον εκ φύσεως χαρακτήρα ενός πιστού, ορίζεται ως μέγιστη αρετή και η απομάκρυνση από τους ανθρώπους ως οδός σωτηρίας. Διαβάζοντας το βιβλίο ξαναθυμόμαστε τη φράση πολλών ασκητών «Φεύγε τους ανθρώπους και σώζεσαι» (Απομακρύνσου από τους ανθρώπους και θα σωθείς). Διαβάζουμε ακόμη ότι «Η αμαρτία είναι καρπός της ελεύθερης βούλησης» (σ. 166), αλλά και απόψεις του Ισαάκ που ίσως θεωρηθούν σήμερα εξεζητημένες, αλλά και εξαιρετικά σύγχρονες, όπως ότι οι πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο εξαιτίας της αγάπης του Θεού: όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να τους προσφέρει ολόκληρη τη γη (σ. 173).

Για τον Ισαάκ ο Θεός δεν τιμωρεί ούτε εκδικείται. Αυτές είναι ανθρώπινες συμπεριφορές. Τιμωρία – κατά τον ησυχαστή – είναι για έναν άνθρωπο η αίσθηση ότι δεν μπόρεσε να φανεί αντάξιος της αγάπης του Θεού ή ότι πρόδωσε αυτήν την αγάπη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψή του ότι οι μεγάλες δυσκολίες που περνούν πολλοί άνθρωποι δεν αποτελούν ανταπόδοση για προηγούμενες αμαρτίες τους, αλλά προκαταβολικό αντιστάθμισμα για όσα ευχάριστα θα ακολουθήσουν.

Σε όλη την έκταση του βιβλίου ο Κοσματόπουλος μάς θυμίζει ότι, για όποιο θέμα και αν γράφει, παραμένει λογοτέχνης. Όταν αναφέρεται σε έννοιες όπως η ταπείνωση, η συντριβή, η απόγνωση και το «μοναχικό πένθος» έρχεται στον νου του αναγνώστη το έργο της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, με την οποία φαίνεται ότι, εκτός από τη μακρόχρονη προσωπική γνωριμία τους, υπάρχει και ιδιαίτερη εκλεκτική συγγένεια. Για παράδειγμα, η διατύπωση «Η σιωπή είναι λόγος ακέραιος» (σ. 145) θα μπορούσε να είναι αντιπροσωπευτικός στίχος της Καρέλλη.

Η ανθρώπινη εμπειρία δεν αποτελεί παρά σύνολο πλίνθων και κεράμων ατάκτως ερριμμένων, ως τη στιγμή που αυτές οι σκόρπιες εικόνες, τα σκόρπια λόγια, θα ενωθούν σε ένα σχήμα και σε ένα σώμα. Αλλά και πάλι οι απαντήσεις δεν έρχονται εύκολα ούτε είναι αυτονόητες. «Όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις, δεν θα βρεις τα πέρατα της ψυχής», έγραψε πριν χιλιάδες χρόνια ο σοφός Ηράκλειτος. Ο Ισαάκ ο Σύρος έψαξε να βρει μέσα του τις απαντήσεις. Τον συνόδευαν στην πορεία αυτής της αναζήτησης η μεγάλη του πίστη, η μελέτη, η διαρκής προσευχή και μια μοναδική ευαισθησία. Στοχάστηκε γύρω από το μυστήριο του θανάτου, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής. Το «Έν» των νεοπλατωνικών φιλοσόφων είναι η κατάληξη μιας μεγάλης διαδρομής του φιλοσοφικού λόγου, αλλά βρίσκεται και κοντά στην αρχή της μυστικής θεολογίας και της ησυχαστικής σκέψης, που προχωρούν αρκετά βήματα πιο πέρα από τον λαϊκό μονοθεϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης. Ίσως, όσο η ανθρώπινη νόηση εξελίσσεται και μεταμορφώνεται, τόσο το μυστήριο του Θεού προσεγγίζεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αγγίξουμε την ουσία αυτού του μυστηρίου.

Με το Τώρα και πάντοτε ο Κοσματόπουλος δεν γράφει μια μελέτη για τον Ισαάκ τον Σύρο, αλλά ένα κείμενο αγάπης, ως ανταπόδοση σε έναν άνθρωπο από τον οποίο ευεργετήθηκε. Πολλές από τις διατυπώσεις του έχουν, εκτός από ιδιαίτερη πυκνότητα και ποιότητα, και μια υφή αξιωματικού λόγου, που γίνεται αποδεκτός χωρίς την ανάγκη επιπλέον επιχειρηματολογίας. Το βιβλίο διαθέτει πνευματική ουσία και προσφέρει αναγνωστική απόλαυση. Πεποίθησή μου είναι ότι πριν πάρει τη θέση του στις θεολογικές βιβλιογραφίες, θα έχει ήδη βρει τη θέση του στις καρδιές των αναγνωστών. 

Δ.Σ.

[Δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 15.12.2024]

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Κι όμως θα έρθει (ποίημα)

Κάποτε άκουγα τη λέξη επανάσταση

τουλάχιστον μία φορά τη μέρα.

Έχω να την ακούσω πολλά χρόνια

και ανησυχώ μήπως σβηστεί

από τα λεξικά του μέλλοντος.

Κι όμως θα έρθει η επανάσταση.

Θα ’ναι μια γεύση άγρια, πρωτόγνωρη

θα ξεκινήσει απ το πιο αδύναμο φύλλο

και θ’ αλλάξει για πάντα την Ιστορία.

Θα έρθει χωρίς προειδοποίηση

όταν θα μοιάζει οριστική

η νίκη του θανάτου.

Θα έρθει σαν ποταμός φωτός

σαν ένας ζωοδότης άνεμος

κι εκατομμύρια νεκροί

θα ενωθούν μαζί της

 

[πρώτη δημοσίευση: περ. Θευθ, τχ. 20, Δεκέμβριος 2024]


Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Για τη νουβέλα του Αρκάδιου Λευκού «Κρίσις...» (Θεσσαλονίκη, 1934)

Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930, λίγο πριν την έλευση της δικτατορίας του Μεταξά, τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη μερικά πολύ σημαντικά βιβλία, που άλλαξαν εν μέρει τον ρου της νεοελληνικής πεζογραφίας: τρία έργα του Στέλιου Ξεφλούδα (Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού, Εσωτερική συμφωνία, Εύα), Κεφάλια στη σειρά του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, Αντρέας Δημακούδης του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Την ίδια περίοδο (1934) κυκλοφόρησε και το έργο του Αρκάδιου Λευκού Κρίσις..., που αμέσως απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές. Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που τύπωσε ο Νίκος Νικολαΐδης, ο τυπογράφος που για περισσότερο από μισό αιώνα θα βρισκόταν σταθερά στην κορυφή της προτίμησης των λογοτεχνών της πόλης. Από το εξώφυλλο πληροφορούμαστε ότι πρόκειται για «νουβέλλα», ενώ στη θέση του ονόματος συγγραφέα βρίσκεται μόνο η λέξη «Αρκάδιο». Στο κάλυμμα εξωφύλλου της δεύτερης έκδοσης διαβάζουμε ότι η Κρίσις... είναι «μυθιστόρημα» του «Αρκάδιου Λευκού». Στην έκδοση αυτή, που τυπώθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1955 (στο εξώφυλλο: 1956) διορθώθηκαν τα ορθογραφικά, γραμματικά και εκφραστικά λάθη της αρχικής έκδοσης και έγιναν πολλές αλλά ασήμαντες αλλαγές στο περιεχόμενο. Επανεκδόθηκε το 1972 (Αθήνα, εκδ. Γαλαξία) και το 2013 (Αθήνα, εκδ. Φαρφουλάς). Το ίδιο ψευδώνυμο χρησιμοποίησε ο δικηγόρος και δημόσιος υπάλληλος Κωνσταντίνος Κωστουλάκης (Ρέθυμνο 1905 – Αθήνα 1983) και στα επόμενα βιβλία του.

 

Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Σταύρος, ένας 29χρονος υπάλληλος του δημοσίου, γραφέας χωρίς μόνιμη θέση, που δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει ακόμη και στις αναγκαίες καθημερινές δαπάνες. Η μία αρνητική σκέψη διαδέχεται την άλλη και η ζωή του περιγράφεται ως εφιάλτης χωρίς τέλος. Στην προσπάθειά του για διαφυγή από το ανακυκλούμενο αδιέξοδο, αρχίζει και φέρεται είτε απλώς παρορμητικά είτε παραβατικά. Γρήγορα η κατάσταση γίνεται μη διαχειρίσιμη. Η σύζυγός του δυσανασχετεί και η σχέση τους οδηγείται στον χωρισμό, κάτι που τον κάνει να αισθάνεται ανακουφισμένος. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί από πολύ κοντινή απόσταση στους δρόμους της αφιλόξενης μεγαλούπολης, όπως μια κάμερα τον πρωταγωνιστή κινηματογραφικής ταινίας. Και ταυτόχρονα μας μεταφέρει τις βαθύτερες σκέψεις του ήρωα-αφηγητή, ο οποίος αναφέρεται στην οικονομική του ένδεια και στη σχέση με τη σύζυγό του με τρόπο που σε πολλά σημεία θυμίζει τον βυζαντινό Πτωχοπρόδρομο. Στον νου του αναγνώστη μπορεί να έλθει και το ζοφερό κλίμα ενός κλασικού έργου της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: της Πείνας (1890) του Κνουτ Χάμσουν.

Στον αφηγηματικό μονόλογο του χαμηλόμισθου υπαλλήλου δεν υπάρχουν ανατροπές, αλλά μια καθοδική πορεία, που τον φέρνει όλο και πιο κοντά όχι τόσο στην ψυχική κατάρρευση όσο σε μια χαρακτηριστική συναισθηματική απάθεια. Αντιμετωπίζει τη ζωή του σαν φυλακή ασφαλείας, από την οποία δεν μπορεί να δραπετεύσει. Φοβάται να αυτοκτονήσει, δεν είναι εύκολο να αλλάξει επάγγελμα, δεν του δίνεται η ευκαιρία να βρει χρήματα έστω και παρανομώντας, και το πλαίσιο γίνεται όλο και πιο ασφυκτικό. Το κυρίαρχο μοτίβο του οικονομικού αδιεξόδου και της διερεύνησης πιθανών και απίθανων οδών διαφυγής επανέρχεται με πλήθος παραλλαγών.


Η λέξη «κρίσις», που χρησιμοποιείται και ως τίτλος του βιβλίου, αφορά κυρίως τους διάφορους τομείς της ζωής του πρωταγωνιστή: «Περνώ μια κρίση γερή. Πού να βασιστείς, για να πεις πως δε θα με πάρει κάτω; Το φάρμακο το 'παμε. Δε βρίσκεται. Από πού νά 'ρθει το λοιπόν η καλυτέρεψη; Θα πεις ακόμα δεν έπεσα κάτω κι είμαι νέος ακόμα! Μα το πώς στέκω στα πόδια, εγώ το ξέρω.» (σ. 106) Αφορά όμως και τη γενικότερη οικονομική κρίση, που μαστίζει τη χώρα: «Πως έχει κρίση, το ξέρουμε. Αυτό έλειπε δα, να μην το ξέρουμε. Μα και γενικό το κακό; Αλήθεια; Να το πιστέψω; Γενικό το κακό! Καλά βρε παιδιά: Κι αυτοί όλοι που καλοντύνουνται και καλοτρώνε και γλεντάνε και χαίρονται ούλα τα καλά;» (σ. 31) Σε διάφορα σημεία του βιβλίου υπάρχουν αναφορές στην αριστερή ιδεολογία, είτε άμεσες είτε έμμεσες. Όταν συναντά έναν παλιό γνωστό του, που έχει γίνει στο μεταξύ κομμουνιστής, τον ειρωνεύεται επειδή εκείνος του λέει ότι πρέπει να περιμένουν και ότι χρειάζεται υπομονή μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα: «Άκου δω να σου πω! Αυτό το χρόνο, τούτον δω, μπορείτε να τον κάνετε τον κομμουνισμό σας; Ε, έρχουμαι πρώτος! Αλλιώς, σαν πρόκειται να περιμένω χρόνια ακόμα... καλημέρα σας!» (σ. 78) Σχολιάζει αρνητικά όσους έχουν καλύτερες θέσεις από τη δική του στην υπηρεσία τους, στον κρατικό μηχανισμό, στην κοινωνία και στους θεσμούς γενικότερα. Τον ενοχλεί κυρίως το ότι μπορούν να πλουτίζουν με παράνομο τρόπο εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους, ενώ εκείνος δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στο γραφείο όπου εργάζεται. Ταυτόχρονα θεωρεί τον εαυτό του αρκετά ηθικό, αξιολογώντας όμως τη στάση του αυτή ως μειονέκτημα: «Σήμερα φίλε μου – το ξέρω που το ξέρεις – είναι μια εποχή όπου ντρέπεται κανένας να πει πως είναι... τίμιος ή ηθικός! Γιατί το λιγότερο, θα τον πάρουν για βλάκα. Πρόσεξες όταν μιλά κανένας ή γράφει κι αναφέρει τίποτα για ηθική; Ε, τι κάνει αμέσως; Δεν τσακίζεται να προσθέσει πως “Να σας πω: Δεν είμαι κανένας ηθικολόγος, αλλά...”. Βιάζεται βέβαια, και με το δίκιο του ο άνθρωπος να... δικαιολογηθεί, μη τυχόν και τον παρεξηγήσουν!» (σ. 84)

Με πολύ απλά υλικά, και κυρίως με το μεγάλο του ταλέντο στη γραφή, ο Αρκάδιος Λευκός παρουσίασε ένα πρωτότυπο έργο περιγράφοντας την κοινωνία του καιρού του μέσα από το βλέμμα ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη συμπεριφορά και ψυχοσύνθεση. Η αντικειμενική αδυναμία του ήρωα να ικανοποιήσει τις κάθε είδους ανάγκες και επιθυμίες του, οι εμμονές του, το διαρκές αναμάσημα των ίδιων σκέψεων, ο μισανθρωπισμός του, η έλλειψη της πνευματικής διάστασης στη σκέψη του και στη ζωή του, η αδιαφορία του για τους άλλους, και όλα αυτά στον ακραίο βαθμό, παραδόξως προκαλούν οικειότητα αντί για δυσφορία. Είναι ένας ήρωας που δεν θα κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη, πείθει όμως ότι είναι αληθινός, σαν να ανήκει λιγότερο στη λογοτεχνία και περισσότερο στη ζωή.

Διονύσης Στεργιούλας

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 18, Νοέμβριος 2024, σσ. 195-199]

 

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Ένας άλλος Ανδρέας Κάλβος

 

Οι λέξεις «Ανδρέας Κάλβος» (Andrea Calvo) στη θέση του ονόματος συγγραφέα ενός παλαιτύπου είναι πιθανό να προκαλέσουν εντύπωση και απορία στους έλληνες αναγνώστες. Πολύ περισσότερο εάν στο βιβλίο αναφέρεται ως έτος έκδοσης η χρονολογία 1638. Τα πλήρη στοιχεία έκδοσης, όπως αναγράφονται στη σελίδα τίτλου του συγκεκριμένου νομικού συγγράμματος, που τυπώθηκε στη Μπολόνια, έχουν ως εξής: De Iure Congrui Ad Interpretationem Constitutionis Gregorii XIII, Pro D. Andrea Calvo Cum Perillustri, & Excellentissimo D. Bartolomeo Guidotto, Iuris Informatio, D. Columbani Spissij Philos. & I. V. D., Bonon [=Bologna]. Typis Iacobi Montij, & Caroli Zeneri, 1638. Πρόκειται για ένα οκτασέλιδο μεγέθους folio, με τυπική σελίδα τίτλου βιβλίων της εποχής, το οποίο είναι μάλλον απίθανο να είδε κάποτε ο ποιητής.1


Αλλά και στα χρόνια της ακμής του Ανδρέα Κάλβου, ένας ποιητής με το ίδιο επώνυμο προκαλούσε οικειότητα στο ιταλικό τουλάχιστον αναγνωστικό κοινό, παρά τον πρόωρο θάνατό του στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Κάλβος πιθανότατα θα είχε ακούσει για τον επαναστάτη ποιητή Κάλβο (Calvo), αν δεν γνώριζε και το έργο του. Ο Edoardo Ignazio Calvo, που γεννήθηκε και πέθανε στο Τορίνο (1773-1804) και έζησε για ένα διάστημα εξόριστος, έγραψε αλληγορικούς ποιητικούς μύθους και άλλα ποιήματα στη διάλεκτο του Πιεμόντε.

Θα μπορούσε η χρήση του επωνύμου στη γειτονική στα Επτάνησα Ιταλία να υποκρύπτει κάποια πολύ μακρινή σχέση του Κάλβου με τους Κάλβους της Ιταλίας;2 Δεν το γνωρίζουμε. Με το θέμα της καταγωγής του Κάλβου από την πλευρά του πατέρα του έχουν ασχοληθεί οι Κ. Σολδάτος, Ν. Τωμαδάκης και άλλοι. Ο Γ. Θ. Ζώρας αναφέρει ότι πιθανώς η οικογένεια ήρθε στην Κέρκυρα από την Κρήτη, όπου «ίσως να είχε πάει απ' την Ιταλία,3 όπως έγινε με πολλές άλλες οικογένειες, τον καιρό της ενετοκρατίας».4 Ο Λ. Ζαφειρίου γράφει για το ίδιο θέμα: «Το όνομα της οικογένειας εμφανίζεται σε έγγραφα από τις αρχές του 18ου αιώνα [...]. Το επώνυμο Κάλμπος υπάρχει σε νοταριακά έγγραφα του 1580 και επιβεβαιώνει την ύπαρξη Κάλβων στην Κέρκυρα ήδη από τον 16ο αιώνα».5 Ο ποιητής, αν και ο πατέρας του ήταν Κερκυραίος, από το ταπεινό Μαντούκι, στην ωδή «Ο φιλόπατρις» δείχνει την προτίμησή του αποκλειστικά στη Ζάκυνθο, στο νησί που του έδωσε όχι μόνο «την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα», αλλά και τη σύνδεση με το αρχοντολόγιο των Ιονίων Νήσων. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει σεβαστό. Ωστόσο, η επιθυμία του αυτή δεν ακυρώνει τα αντικειμενικά στοιχεία γύρω από την καταγωγή του πατέρα του.

Το επώνυμο του Ανδρέα Κάλβου το συναντάμε σε διάφορες γραπτές εκδοχές: Calbo(s) και Kalbo(s), Galbo, Calbro, Calbot, Kalvo(s), Calvo(s), Kalwo(s), κλπ. Και στα ελληνικά: «Στα έγγραφα το όνομα συναντάται πότε Κάλμπος, πότε Κάλυμπος, πότε Κάλπος, πότε Κάρβος, πότε Κάρμπος, πότε Κάλβος».6 Και πότε Κάλμπου. Το πλήθος των γραπτών εκδοχών παρουσιάζει ενδιαφέρον και για έναν πρόσθετο λόγο. Διαρκώς ψηφιοποιούνται και προσφέρονται στο κοινό τεκμήρια περασμένων εποχών, σε πολλά από τα οποία η αναζήτηση συγκεκριμένων πληροφοριών ή ονομάτων ήταν κάποτε πρακτικά αδύνατη. Ο Κάλβος δεν ήταν άγνωστος ως ποιητής και προσωπικότητα των γραμμάτων στον ευρωπαϊκό και στον αμερικανικό Τύπο της εποχής και επομένως μια εμπεριστατωμένη αναζήτηση στις ψηφιοποιημένες εφημερίδες του καιρού του θα φέρει στο φως νέες πληροφορίες και πιθανώς ευχάριστες εκπλήξεις.

Αν και άσχετη με το παρόν κείμενο, σχετική ωστόσο με το θέμα των παραλλαγών των κυρίων ονομάτων, είναι και η πληροφορία που μου είχε δώσει προφορικά ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης για την ύπαρξη δεκατεσσάρων εκδοχών της ονομασίας «Θεσσαλονίκη» σε διαφορετικές γλώσσες. Αν και δεν του είχα ζητήσει διευκρινίσεις, φαντάζομαι ότι θα εννοούσε λέξεις όπως Salonica, Salonique, Solun, Salonicco, Selanik κ.ά. Τότε η πληροφορία αυτή μου φάνηκε εντελώς αδιάφορη. Όταν, πολύ αργότερα, ως ερασιτέχνης συλλέκτης ιστορικών τεκμηρίων της πόλης, αναζητούσα εστιασμένα σε δημοπρασίες του διαδικτύου ανάλογα τεκμήρια, εκτίμησα τη σημασία της, αφού μια σωστή διαδικτυακή αναζήτηση πρέπει να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες παραλλαγές μιας ονομασίας ή ακόμη και πιθανά, αναμενόμενα ή παγιωμένα ορθογραφικά λάθη.

Διονύσης Στεργιούλας


[Πρώτη δημοσίευση: Μικροφιλολογικά 56 (φθινόπωρο 2024) 5-6]

1 Το όνομα Andrea Calvo ως χορηγού αναφέρεται και σε μιλανέζικη έκδοση του 1520 έργου του Βοκάκιου (Ameto di Messere Giovanni Boccaccio con le osservationi in volgare grammatica sopra esso di Hieronimo Claricio), όπου δημοσιεύεται και σύντομο κείμενο του ιδίου σχετικό με την υπεράσπιση της λαϊκής γλώσσας.

2 Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης γράφει ότι «στο Λονδίνο του 1820 ο Κάλβος θεωρούνταν από τους φίλους και συνεργάτες του μάλλον ιταλός παρά έλληνας», παρατήρηση όμως που δεν σχετίζεται με το επώνυμό του ή με το γενεαλογικό δέντρο του πατέρα του, αλλά με το έως τότε πλαίσιο της ζωής του (Ανδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία, τ. Α΄ 1813-1818, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2014, σ. 91).

3 Στο λήμμα της Βικιπαίδειας (7.9.2024) για τη γνωστή ιταλική οικογένεια Κάλμπο (Calbo family) αναφέρονται και πρόσωπα που έζησαν στον ελλαδικό χώρο (15ος και 16ος αιώνας).

4 Γεώργιος Θ. Ζώρας, «Ανδρέας Κάλβος (βιογραφία)», Αφιέρωμα στον Κάλβο, Νέα Εστία 467 (1946) 6.

5 Λεύκιος Ζαφειρίου, Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2006, σσ. 17-18.

6 Γ. Θ. Ζώρας, ό.π., σ. 6.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ένα φάντασμα στην πόλη

[Για το θεατρικό έργο του Jean Giraudoux, Ιντερμέτζο (Intermezzo), Κωμωδία σε τρεις πράξεις, μετάφραση-επίλογος Ζωή Σαμαρά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2024.]

Tο Ιντερμέτζο, έργο του γνωστού γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ζιρωντού (1882-1944), ανέβηκε στη σκηνή το 1933, όταν η Ευρώπη είχε μισοβυθιστεί σε μια περίοδο ολοκληρωτισμών, που γρήγορα θα την έφερνε αντιμέτωπη με καταστροφικούς πολέμους αλλά και με το αίνιγμα «άνθρωπος». Είναι το δεύτερο έργο του ίδιου συγγραφέα που μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα η Ζωή Σαμαρά. Είχε προηγηθεί το 2018 Η γοητεία της αποτυχίας (L'Apollon de Bellac).


Ο κεντρικός χαρακτήρας, μια όμορφη νεαρή δασκάλα που ονομάζεται Ισαβέλλα, καταλαμβάνει προσωρινά τη θέση της διδάσκουσας σε τάξη κοριτσιών που βρίσκονται στην εφηβεία. Αισθάνεται έλξη για τον θάνατο και όταν συναντά έναν άγνωστο άντρα έξω από την πόλη, τον περνά για φάντασμα. Εφαρμόζει κατά τη διδασκαλία μεθόδους που σε τίποτα δεν θυμίζουν τα εκπαιδευτικά μοντέλα της εποχής της. Προτιμά να κάνει το μάθημα στην ύπαιθρο και όχι στις σχολικές αίθουσες και γενικώς οι απόψεις της είναι ρηξικέλευθες σε όλα τα θέματα. Σαν να έρχεται απευθείας από την εποχή του Διαφωτισμού και από τα βιβλία του Βολταίρου και του Ρουσσώ. Λέει, μεταξύ άλλων: «Ό,τι είναι πταίσμα στην τάξη γίνεται πρωτοβουλία και γνώση μέσα στη φύση. Να τιμωρήσουμε μια μαθήτρια που κοιτάει το ταβάνι; Κοιτάχτε το αυτό το ταβάνι!»

Μια άλλη της πλευρά θυμίζει την Αντιγόνη της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή, που κι εκείνη σεβόταν τους νεκρούς και πίστευε σε αιώνιες αξίες, ενώ δεν φοβόταν να διαφοροποιηθεί από το αυστηρό πλαίσιο κανόνων και συμπεριφορών που επιβάλλει η «κοινή γνώμη» στις παραδοσιακές και στις κλειστές κοινωνίες.

Δίπλα της ή απέναντί της στέκονται οι μαθήτριές της, δύο δήμιοι και σημαίνοντες κάτοικοι της επαρχιακής πόλης: οι δύο συντηρητικές «κόρες του αείμνηστου ειρηνοδίκη», ο δήμαρχος, ένας φαρμακοποιός, ο Ελεγκτής Μέτρων και Σταθμών. Ένας επιθεωρητής φτάνει απρόσκλητος για να δώσει απαντήσεις σε όσα παράξενα συμβαίνουν και σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την Ισαβέλλα. Ο επιθεωρητής, που αποτελεί τον κύριο στόχο της σάτιρας του συγγραφέα, εκφράζει τη συντήρηση, την ψυχρή λογική, την έλλειψη ευαισθησίας και έναν άκαμπτο και προβλέψιμο τρόπο σκέψης. Προκαλεί το γέλιο ακόμη και όταν έχει δίκιο, επειδή ο συγγραφέας τού στήνει διαρκώς παγίδες. Ωστόσο, παρά τις συντηρητικές του απόψεις και τα όσα γενικότερα απηχούν τα λόγια του, είναι πιθανό να κερδίσει εν τέλει, με τα παθήματά του, εκτός από το γέλιο, τη συμπάθεια των αναγνωστών του βιβλίου ή των θεατών της παράστασης και ο ρόλος του να καταστεί πρακτικά εξίσου σημαντικός με τον ρόλο της Ισαβέλλας.

Τα περισσότερα από τα πρόσωπα του έργου ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, παράλληλους μεταξύ τους. Η συνύπαρξή τους στη σκηνή προκαλεί καταστάσεις κωμικοτραγικές. Εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς να νοιάζονται για τις απόψεις των άλλων, ακόμη και όταν φαινομενικά συζητούν μεταξύ τους. Πρόκειται για χαρακτήρες παγιωμένους και κάπως επίπεδους, που όμως συνθέτουν ως σύνολο ένα πανόραμα αντιθέσεων θυμίζοντας τις κοινωνίες του Μεσοπολέμου, της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο. Ανάμεσά τους και ένας άντρας που αρχικά παρίστανε το φάντασμα και μετά τον θάνατό του γίνεται πραγματικό φάντασμα.

Η πόλη όπου διαδραματίζεται η ιστορία βρίσκεται, σύμφωνα με τον φαρμακοποιό, «σε κατάσταση τύχης, όπως ένα άτομο που παίζει ρουλέτα και κερδίζει κάθε φορά, ενώ παίζει τον ίδιο αριθμό». Η μικρή αυτή πόλη, την οποία ο Ελεγκτής χαρακτηρίζει «τρελή», θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον πλανήτη γη και οι διάφοροι ρόλοι σε τύπους ή σε κατηγορίες ανθρώπων. Όσο όμως και αν διαφέρουν μεταξύ τους, όποιο φορτίο και αν κουβαλάνε από το παρελθόν, όποια και αν είναι η στάση τους απέναντι στο άλυτο μυστήριο του θανάτου, είναι αναγκαίο να συνυπάρξουν αρμονικά σε έναν κόσμο που εκ των πραγμάτων χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στάσεων και απόψεων. Στο κείμενο αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται σε έναν βαθμό. Συνήθως όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην αληθινή ζωή, όπου η αστάθεια είναι διαρκής και οι ισορροπίες εύθραυστες.

Αν και επιφανειακά πρόκειται για τυπική κωμωδία, που παρωδεί τα αστυνομικά μυθιστορήματα της εποχής και τις ιστορίες με φαντάσματα, στο έργο κρύβονται τραγικά νοήματα για την ανθρώπινη φύση και ιστορία, για τα κοινωνικά στερεότυπα και για τα αδιέξοδα των ευαίσθητων ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων γυναικών, που οι συνθήκες τις αναγκάζουν να προσαρμοστούν, κάποτε με βίαιο τρόπο, σε έναν τρόπο ζωής που δεν τους ταιριάζει. Η Ισαβέλλα εκφράζει με τις επιλογές της το συχνά αμφισβητούμενο από τους εκπροσώπους των διαφόρων κέντρων εξουσίας δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης και δράσης, καθώς και άλλα αυτονόητα δικαιώματα. Πιθανώς αρχικά το Ιντερμέτζο σχηματίστηκε λογοτεχνικά πάνω στον χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας και σταδιακά προστέθηκαν τα υπόλοιπα πρόσωπα, ορισμένα εκ των οποίων λειτουργούν ως καρικατούρες.

Με τη μετάφραση της Ζωής Σαμαρά οι έλληνες αναγνώστες αισθάνονται ότι διαβάζουν ένα βιβλίο που γράφτηκε εξ αρχής στη γλώσσα τους. Η μεταφράστρια, ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ, θεατρική συγγραφέας και η ίδια και θεωρητικός της λογοτεχνίας, προσεγγίζει το Ιντερμέτζο συνολικά, ως ενιαίο και ζωντανό κείμενο και όχι διεκπεραιωτικά, ως άθροισμα επιμέρους τμημάτων και διαλόγων. Το αντιμετωπίζει με «φιλικότητα», για να θυμηθώ εδώ έναν όρο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο Κώστας Αξελός. Η δεδομένη άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, καθώς και η συστηματική ενασχόλησή της επί επτά δεκαετίες με την τέχνη του θεάτρου, δικαιολογούν το ολοκληρωμένο και αισθητικά άρτιο μεταφραστικό αποτέλεσμα.

[Ένα φάντασμα στην πόλη • Fractal]


Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Eλεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου

Με επιτυχία ανέβηκε το Σαββατοκύριακο 13 & 14 Ιουλίου 2024 η βασισμένη στο θεατρικό μονόλογο Στο ίδιο δωμάτιο παράσταση με τίτλο «Μια φωτεινή ελεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου» στο Μετοχιακό Συγκρότημα Νέων Φλογητών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός».

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Σολδάτου και της Έφης Βενιανάκη ανέδειξε αφενός το κείμενο και αφετέρου τις ερμηνευτικές ικανότητες και το μεγάλο ταλέντο της Ευτυχίας Γιακουμή.

Στο βίντεο τα τελευταία λεπτά της παράστασης. Η ποιήτρια, που μόλις έχει δει την αγαπημένη (νεκρή) αδελφή της να εμφανίζεται μπροστά της, περνά σε άλλη διάσταση και απαλλαγμένη πλέον από τα συμπτώματα της νόσου θυμάται ένα παιχνίδι που έπαιζε όταν ήταν παιδί. Με αυτόν τον τρόπο, παίζοντας, εγκαταλείπει τη ζωή.

Σε αρμονία με τον εσωτερικό ρυθμό του έργου και η πρωτότυπη μουσική του Αριστείδη Μυταρά. Και η παράσταση σε αρμονία με το φυσικό σκηνικό του Βυζαντινού Μουσείου Χαλκιδικής.

Δείτε εδώ βίντεο από την τελευταία σκηνή της παράστασης

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Για τη συλλογή διηγημάτων του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου «Κεφάλια στη σειρά» (Θεσσαλονίκη, 1934)

Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981) υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές του κύκλου του λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Η συλλογή Κεφάλια στη σειρά τυπώθηκε σε πεντακόσια αντίτυπα τον Νοέμβριο του 1934, με επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, στο τυπογραφείο του Ν. Νικολαδη. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στη μητέρα του: «Το πρώτο μου βιβλίο / στη μάννα μου». Επόμενο βιβλίο του η συλλογή εννέα διηγημάτων Η ηρωική περιπέτεια (1938), σε εξακόσια αντίτυπα, από το ίδιο τυπογραφείο. Τα Κεφάλια στη σειρά επανεκδόθηκαν το 1971 από τις εκδόσεις Γαλαξία.

 


Οι κεντρικοί ήρωες των διηγημάτων είναι τις περισσότερες φορές μοναχικοί νέοι άντρες, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τους καθιστά ξεχωριστούς. Εργάζονται συνήθως ως υπάλληλοι γραφείου ή είναι δικηγόροι και μπορεί να έχουν ταξιδέψει σε άλλες χώρες ή απλώς να τις ονειρεύονται με τη φαντασία τους. Μπορεί ακόμη να εμπλέκονται με διάφορους τρόπους με θέματα της γραφής, των βιβλίων, της τέχνης και να προσπαθούν να πείσουν τους άλλους ή τον εαυτό τους ότι είναι συγγραφείς. Ο γενικώς αδιάφορος βίος τους δίνει λογοτεχνικό ενδιαφέρον στις πιο ασήμαντες διαφοροποιήσεις της αναμενόμενης καθημερινότητάς τους. Η εργασία του συγγραφέα εκείνη την περίοδο σε τράπεζα και η ηλικία του όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο προκαλούν αυθόρμητα στον αναγνώστη τη σκέψη ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα διηγήματα έχουν βιωματικό ή αυτοβιογραφικό υπόβαθρο.

Στο πρώτο διήγημα, που είναι ομότιτλο με τη συλλογή, ένας υπάλληλος γραφείου αγοράζει από το βιβλιοπωλείο το βιβλίο Κεφάλια στη σειρά, επειδή το είδε στη βιτρίνα και του προκάλεσαν εντύπωση αρχικά το χρώμα του εξωφύλλου και στη συνέχεια ο τίτλος. Ύστερα από μερικά λεπτά τον χτυπά ένα αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο διαβάζει τις εφημερίδες που αναφέρονται στην περιπέτειά του και διαπιστώνει ότι, εξαιτίας του περιεχομένου του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια του, οι δημοσιογράφοι έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν σοφό, που ασχολείται με τις διάφορες θρησκείες «και τόσο απορροφημένο σ' αυτά τα ζητήματα, ώστε να ξεχνιέται και να τσακίζεται στους δρόμους». Ο ρόλος αυτός του αρέσει και, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δοκιμάζει να δημοσιεύσει σε εφημερίδα τις απόψεις του. Παραδόξως πείθει και τους πλέον ειδικούς, με αποτέλεσμα ένας θεολόγος, μέλος της Ακαδημίας, να τον καλέσει σε μια συνάντηση με θέμα τον Καλβίνο. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου του ρόλου, αλλά είναι πλέον δύσκολη και η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.

Στο διήγημα «Συμβολή στο Ναυτικό Δίκαιο» ο αφηγητής παρακολουθεί την αυτοκαταστροφική πορεία ενός δικηγόρου, γόνου πλούσιας και ευυπόληπτης οικογένειας της Αθήνας. Στον «Άγνωστο» ο 45χρονος Πέτρος Μυριάνθης προσπαθεί να μαντέψει τί κρύβεται πίσω από την παράξενη και αινιγματική μορφή ενός γείτονά του. Κάνει διάφορες εικασίες, ώσπου πληροφορείται από τον ίδιο ότι εργάζεται ως μοντέλο ενός γλύπτη που φτιάχνει το «πνεύμα του πολέμου». Στο διήγημα «Τρία κορίτσια σε μια μικρή πόλη» ένας συλλέκτης γραμματοσήμων, που σπούδασε νομικά στο Παρίσι και ζει στην Αθήνα, επισκέπτεται μια μικρή πόλη με απώτερο στόχο να αποκτήσει μερικές σπάνιες κεφαλές Ερμή της παρισινής έκδοσης του 1861. Στον «Κλέφτη» παρακολουθούμε τις σκέψεις του ήρωα για έναν άνθρωπο που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Στο πολύ ενδιαφέρον διήγημα «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» περιγράφονται οι περιπέτειες ενός νέου που έχει αποφασίσει να τυπώσει σε βιβλίο τα ποιήματά του. Στα «Χρονικά του Ψελλού, τόμος τρίτος», που είναι το εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, ο Κυριάκος Γραφέος, ένας ηλικιωμένος ποιητής και παλαιοπώλης, αποφασίζει να εκδώσει περιοδικό με τίτλο Νέα Επιθεώρηση Τέχνης και Γραμμάτων και προσλαμβάνει ως βοηθό του έναν νέο ποιητή. Στο διήγημα «Ταξίδι στα Κύθηρα» ο συγγραφέας ανατέμνει μια συζυγική απιστία εστιάζοντας στον χαρακτήρα και στον γάμο ενός άντρα, ο οποίος «σπατάλησε διάφορα ιδανικά για να εξασφαλίσει συγκεκριμένα αποτελέσματα». Ο άντρας αυτός κάνει με ευκολία υποχωρήσεις, προκειμένου να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή και να μην πληγεί «το γνωστό στην κοινωνία εγώ του». Οι «Πράσινες σκιές», στο ομώνυμο διήγημα, είναι ο τίτλος του γυναικείου πορτρέτου ενός ζωγράφου που αυτοκτόνησε. Ένα ονειρικό ταξίδι με υπερωκεάνιο περιγράφεται στο διήγημα «Το δόντι του Βούδδα», που αποτελεί ύμνο στις έννοιες της περιπέτειας και της ατέρμονης, μη εστιασμένης αναζήτησης. Μερικά σημεία του διηγήματος μας φέρνουν στον νου το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Στροφές στροφάλων», που άρχισε να γράφεται το 1935 και που επίσης αναφέρεται σε ένα φανταστικό υπερωκεάνιο. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το διήγημα «Η ανωμαλία». Ο νεαρός υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρείας φορά τα καινούρια του ρούχα και επισκέπτεται το θέατρο του Λευκού Πύργου. Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος η ξεχωριστή βραδιά μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Αν και πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Γιαννόπουλου, η γραφή του είναι ώριμη, οι διατυπώσεις αφαιρετικές και το αποτέλεσμα πρωτότυπο και ισορροπημένο. Η κριτική στάση προς τον μικροαστικό κοινωνικό περίγυρό του και προς ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ήσυχη (οικογενειακή) ζωή» υποδηλώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά πλήρως διαβρωτικό, χωρίς να κατακρίνει, να ηθικολογεί ή να θεωρητικολογεί. Τα συμπεράσματα προκύπτουν και δεν υποβάλλονται. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι του «μέσου όρου», αρμονικά ενταγμένοι στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η εστίαση όμως στη ζωή, τις πράξεις και τις σκέψεις τους αποκαλύπτει είτε ενοχές, φόβους και βαθιές ανασφάλειες είτε τις σχεδόν κωμικές πλευρές τους, που σχετίζονται με μικροπρέπειες και με τις στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανέλιξης που έχουν υιοθετήσει. Το διεισδυτικό βλέμμα του και η αναλυτική παρατήρηση σταματούν λίγο πριν μετατραπούν σε σάτιρα ή σε σαρκασμό. Οι στιχομυθίες μεταξύ των προσώπων είναι εξαιρετικά σύντομες. Μεγάλο μέρος των διηγημάτων περιλαμβάνει σκέψεις των ομιλητών και εμβόλιμες στους διαλόγους παρεμβάσεις του αφηγητή. Εκτός από αυτά που λέγονται με λόγια, «ακούμε» και τις δεύτερες σκέψεις και τις κρυφές σκοπιμότητες των διαφόρων προσώπων. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι ιστορίες αφορά την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων πραγματολογικών στοιχείων και άλλων σχετικών αναφορών, και ταυτόχρονα η ποιοτική γραφή τους και η περιγραφή διαχρονικών ανθρώπινων στάσεων και συμπεριφορών, καθιστούν το περιεχόμενο των διηγημάτων επίκαιρο, όποια εποχή και αν διαβαστούν.

Διονύσης Στεργιούλας

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 16/17, Ιούνιος 2024, σ. 73-77]