Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Ένας άλλος Ανδρέας Κάλβος

 

Οι λέξεις «Ανδρέας Κάλβος» (Andrea Calvo) στη θέση του ονόματος συγγραφέα ενός παλαιτύπου είναι πιθανό να προκαλέσουν εντύπωση και απορία στους έλληνες αναγνώστες. Πολύ περισσότερο εάν στο βιβλίο αναφέρεται ως έτος έκδοσης η χρονολογία 1638. Τα πλήρη στοιχεία έκδοσης, όπως αναγράφονται στη σελίδα τίτλου του συγκεκριμένου νομικού συγγράμματος, που τυπώθηκε στη Μπολόνια, έχουν ως εξής: De Iure Congrui Ad Interpretationem Constitutionis Gregorii XIII, Pro D. Andrea Calvo Cum Perillustri, & Excellentissimo D. Bartolomeo Guidotto, Iuris Informatio, D. Columbani Spissij Philos. & I. V. D., Bonon [=Bologna]. Typis Iacobi Montij, & Caroli Zeneri, 1638. Πρόκειται για ένα οκτασέλιδο μεγέθους folio, με τυπική σελίδα τίτλου βιβλίων της εποχής, το οποίο είναι μάλλον απίθανο να είδε κάποτε ο ποιητής.1


Αλλά και στα χρόνια της ακμής του Ανδρέα Κάλβου, ένας ποιητής με το ίδιο επώνυμο προκαλούσε οικειότητα στο ιταλικό τουλάχιστον αναγνωστικό κοινό, παρά τον πρόωρο θάνατό του στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Κάλβος πιθανότατα θα είχε ακούσει για τον επαναστάτη ποιητή Κάλβο (Calvo), αν δεν γνώριζε και το έργο του. Ο Edoardo Ignazio Calvo, που γεννήθηκε και πέθανε στο Τορίνο (1773-1804) και έζησε για ένα διάστημα εξόριστος, έγραψε αλληγορικούς ποιητικούς μύθους και άλλα ποιήματα στη διάλεκτο του Πιεμόντε.

Θα μπορούσε η χρήση του επωνύμου στη γειτονική στα Επτάνησα Ιταλία να υποκρύπτει κάποια πολύ μακρινή σχέση του Κάλβου με τους Κάλβους της Ιταλίας;2 Δεν το γνωρίζουμε. Με το θέμα της καταγωγής του Κάλβου από την πλευρά του πατέρα του έχουν ασχοληθεί οι Κ. Σολδάτος, Ν. Τωμαδάκης και άλλοι. Ο Γ. Θ. Ζώρας αναφέρει ότι πιθανώς η οικογένεια ήρθε στην Κέρκυρα από την Κρήτη, όπου «ίσως να είχε πάει απ' την Ιταλία,3 όπως έγινε με πολλές άλλες οικογένειες, τον καιρό της ενετοκρατίας».4 Ο Λ. Ζαφειρίου γράφει για το ίδιο θέμα: «Το όνομα της οικογένειας εμφανίζεται σε έγγραφα από τις αρχές του 18ου αιώνα [...]. Το επώνυμο Κάλμπος υπάρχει σε νοταριακά έγγραφα του 1580 και επιβεβαιώνει την ύπαρξη Κάλβων στην Κέρκυρα ήδη από τον 16ο αιώνα».5 Ο ποιητής, αν και ο πατέρας του ήταν Κερκυραίος, από το ταπεινό Μαντούκι, στην ωδή «Ο φιλόπατρις» δείχνει την προτίμησή του αποκλειστικά στη Ζάκυνθο, στο νησί που του έδωσε όχι μόνο «την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα», αλλά και τη σύνδεση με το αρχοντολόγιο των Ιονίων Νήσων. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει σεβαστό. Ωστόσο, η επιθυμία του αυτή δεν ακυρώνει τα αντικειμενικά στοιχεία γύρω από την καταγωγή του πατέρα του.

Το επώνυμο του Ανδρέα Κάλβου το συναντάμε σε διάφορες γραπτές εκδοχές: Calbo(s) και Kalbo(s), Galbo, Calbro, Calbot, Kalvo(s), Calvo(s), Kalwo(s), κλπ. Και στα ελληνικά: «Στα έγγραφα το όνομα συναντάται πότε Κάλμπος, πότε Κάλυμπος, πότε Κάλπος, πότε Κάρβος, πότε Κάρμπος, πότε Κάλβος».6 Και πότε Κάλμπου. Το πλήθος των γραπτών εκδοχών παρουσιάζει ενδιαφέρον και για έναν πρόσθετο λόγο. Διαρκώς ψηφιοποιούνται και προσφέρονται στο κοινό τεκμήρια περασμένων εποχών, σε πολλά από τα οποία η αναζήτηση συγκεκριμένων πληροφοριών ή ονομάτων ήταν κάποτε πρακτικά αδύνατη. Ο Κάλβος δεν ήταν άγνωστος ως ποιητής και προσωπικότητα των γραμμάτων στον ευρωπαϊκό και στον αμερικανικό Τύπο της εποχής και επομένως μια εμπεριστατωμένη αναζήτηση στις ψηφιοποιημένες εφημερίδες του καιρού του θα φέρει στο φως νέες πληροφορίες και πιθανώς ευχάριστες εκπλήξεις.

Αν και άσχετη με το παρόν κείμενο, σχετική ωστόσο με το θέμα των παραλλαγών των κυρίων ονομάτων, είναι και η πληροφορία που μου είχε δώσει προφορικά ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης για την ύπαρξη δεκατεσσάρων εκδοχών της ονομασίας «Θεσσαλονίκη» σε διαφορετικές γλώσσες. Αν και δεν του είχα ζητήσει διευκρινίσεις, φαντάζομαι ότι θα εννοούσε λέξεις όπως Salonica, Salonique, Solun, Salonicco, Selanik κ.ά. Τότε η πληροφορία αυτή μου φάνηκε εντελώς αδιάφορη. Όταν, πολύ αργότερα, ως ερασιτέχνης συλλέκτης ιστορικών τεκμηρίων της πόλης, αναζητούσα εστιασμένα σε δημοπρασίες του διαδικτύου ανάλογα τεκμήρια, εκτίμησα τη σημασία της, αφού μια σωστή διαδικτυακή αναζήτηση πρέπει να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες παραλλαγές μιας ονομασίας ή ακόμη και πιθανά, αναμενόμενα ή παγιωμένα ορθογραφικά λάθη.

Διονύσης Στεργιούλας


[Πρώτη δημοσίευση: Μικροφιλολογικά 56 (φθινόπωρο 2024) 5-6]

1 Το όνομα Andrea Calvo ως χορηγού αναφέρεται και σε μιλανέζικη έκδοση του 1520 έργου του Βοκάκιου (Ameto di Messere Giovanni Boccaccio con le osservationi in volgare grammatica sopra esso di Hieronimo Claricio), όπου δημοσιεύεται και σύντομο κείμενο του ιδίου σχετικό με την υπεράσπιση της λαϊκής γλώσσας.

2 Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης γράφει ότι «στο Λονδίνο του 1820 ο Κάλβος θεωρούνταν από τους φίλους και συνεργάτες του μάλλον ιταλός παρά έλληνας», παρατήρηση όμως που δεν σχετίζεται με το επώνυμό του ή με το γενεαλογικό δέντρο του πατέρα του, αλλά με το έως τότε πλαίσιο της ζωής του (Ανδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία, τ. Α΄ 1813-1818, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2014, σ. 91).

3 Στο λήμμα της Βικιπαίδειας (7.9.2024) για τη γνωστή ιταλική οικογένεια Κάλμπο (Calbo family) αναφέρονται και πρόσωπα που έζησαν στον ελλαδικό χώρο (15ος και 16ος αιώνας).

4 Γεώργιος Θ. Ζώρας, «Ανδρέας Κάλβος (βιογραφία)», Αφιέρωμα στον Κάλβο, Νέα Εστία 467 (1946) 6.

5 Λεύκιος Ζαφειρίου, Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2006, σσ. 17-18.

6 Γ. Θ. Ζώρας, ό.π., σ. 6.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ένα φάντασμα στην πόλη

[Για το θεατρικό έργο του Jean Giraudoux, Ιντερμέτζο (Intermezzo), Κωμωδία σε τρεις πράξεις, μετάφραση-επίλογος Ζωή Σαμαρά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2024.]

Tο Ιντερμέτζο, έργο του γνωστού γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ζιρωντού (1882-1944), ανέβηκε στη σκηνή το 1933, όταν η Ευρώπη είχε μισοβυθιστεί σε μια περίοδο ολοκληρωτισμών, που γρήγορα θα την έφερνε αντιμέτωπη με καταστροφικούς πολέμους αλλά και με το αίνιγμα «άνθρωπος». Είναι το δεύτερο έργο του ίδιου συγγραφέα που μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα η Ζωή Σαμαρά. Είχε προηγηθεί το 2018 Η γοητεία της αποτυχίας (L'Apollon de Bellac).


Ο κεντρικός χαρακτήρας, μια όμορφη νεαρή δασκάλα που ονομάζεται Ισαβέλλα, καταλαμβάνει προσωρινά τη θέση της διδάσκουσας σε τάξη κοριτσιών που βρίσκονται στην εφηβεία. Αισθάνεται έλξη για τον θάνατο και όταν συναντά έναν άγνωστο άντρα έξω από την πόλη, τον περνά για φάντασμα. Εφαρμόζει κατά τη διδασκαλία μεθόδους που σε τίποτα δεν θυμίζουν τα εκπαιδευτικά μοντέλα της εποχής της. Προτιμά να κάνει το μάθημα στην ύπαιθρο και όχι στις σχολικές αίθουσες και γενικώς οι απόψεις της είναι ρηξικέλευθες σε όλα τα θέματα. Σαν να έρχεται απευθείας από την εποχή του Διαφωτισμού και από τα βιβλία του Βολταίρου και του Ρουσσώ. Λέει, μεταξύ άλλων: «Ό,τι είναι πταίσμα στην τάξη γίνεται πρωτοβουλία και γνώση μέσα στη φύση. Να τιμωρήσουμε μια μαθήτρια που κοιτάει το ταβάνι; Κοιτάχτε το αυτό το ταβάνι!»

Μια άλλη της πλευρά θυμίζει την Αντιγόνη της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή, που κι εκείνη σεβόταν τους νεκρούς και πίστευε σε αιώνιες αξίες, ενώ δεν φοβόταν να διαφοροποιηθεί από το αυστηρό πλαίσιο κανόνων και συμπεριφορών που επιβάλλει η «κοινή γνώμη» στις παραδοσιακές και στις κλειστές κοινωνίες.

Δίπλα της ή απέναντί της στέκονται οι μαθήτριές της, δύο δήμιοι και σημαίνοντες κάτοικοι της επαρχιακής πόλης: οι δύο συντηρητικές «κόρες του αείμνηστου ειρηνοδίκη», ο δήμαρχος, ένας φαρμακοποιός, ο Ελεγκτής Μέτρων και Σταθμών. Ένας επιθεωρητής φτάνει απρόσκλητος για να δώσει απαντήσεις σε όσα παράξενα συμβαίνουν και σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την Ισαβέλλα. Ο επιθεωρητής, που αποτελεί τον κύριο στόχο της σάτιρας του συγγραφέα, εκφράζει τη συντήρηση, την ψυχρή λογική, την έλλειψη ευαισθησίας και έναν άκαμπτο και προβλέψιμο τρόπο σκέψης. Προκαλεί το γέλιο ακόμη και όταν έχει δίκιο, επειδή ο συγγραφέας τού στήνει διαρκώς παγίδες. Ωστόσο, παρά τις συντηρητικές του απόψεις και τα όσα γενικότερα απηχούν τα λόγια του, είναι πιθανό να κερδίσει εν τέλει, με τα παθήματά του, εκτός από το γέλιο, τη συμπάθεια των αναγνωστών του βιβλίου ή των θεατών της παράστασης και ο ρόλος του να καταστεί πρακτικά εξίσου σημαντικός με τον ρόλο της Ισαβέλλας.

Τα περισσότερα από τα πρόσωπα του έργου ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, παράλληλους μεταξύ τους. Η συνύπαρξή τους στη σκηνή προκαλεί καταστάσεις κωμικοτραγικές. Εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς να νοιάζονται για τις απόψεις των άλλων, ακόμη και όταν φαινομενικά συζητούν μεταξύ τους. Πρόκειται για χαρακτήρες παγιωμένους και κάπως επίπεδους, που όμως συνθέτουν ως σύνολο ένα πανόραμα αντιθέσεων θυμίζοντας τις κοινωνίες του Μεσοπολέμου, της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο. Ανάμεσά τους και ένας άντρας που αρχικά παρίστανε το φάντασμα και μετά τον θάνατό του γίνεται πραγματικό φάντασμα.

Η πόλη όπου διαδραματίζεται η ιστορία βρίσκεται, σύμφωνα με τον φαρμακοποιό, «σε κατάσταση τύχης, όπως ένα άτομο που παίζει ρουλέτα και κερδίζει κάθε φορά, ενώ παίζει τον ίδιο αριθμό». Η μικρή αυτή πόλη, την οποία ο Ελεγκτής χαρακτηρίζει «τρελή», θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον πλανήτη γη και οι διάφοροι ρόλοι σε τύπους ή σε κατηγορίες ανθρώπων. Όσο όμως και αν διαφέρουν μεταξύ τους, όποιο φορτίο και αν κουβαλάνε από το παρελθόν, όποια και αν είναι η στάση τους απέναντι στο άλυτο μυστήριο του θανάτου, είναι αναγκαίο να συνυπάρξουν αρμονικά σε έναν κόσμο που εκ των πραγμάτων χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στάσεων και απόψεων. Στο κείμενο αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται σε έναν βαθμό. Συνήθως όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην αληθινή ζωή, όπου η αστάθεια είναι διαρκής και οι ισορροπίες εύθραυστες.

Αν και επιφανειακά πρόκειται για τυπική κωμωδία, που παρωδεί τα αστυνομικά μυθιστορήματα της εποχής και τις ιστορίες με φαντάσματα, στο έργο κρύβονται τραγικά νοήματα για την ανθρώπινη φύση και ιστορία, για τα κοινωνικά στερεότυπα και για τα αδιέξοδα των ευαίσθητων ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων γυναικών, που οι συνθήκες τις αναγκάζουν να προσαρμοστούν, κάποτε με βίαιο τρόπο, σε έναν τρόπο ζωής που δεν τους ταιριάζει. Η Ισαβέλλα εκφράζει με τις επιλογές της το συχνά αμφισβητούμενο από τους εκπροσώπους των διαφόρων κέντρων εξουσίας δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης και δράσης, καθώς και άλλα αυτονόητα δικαιώματα. Πιθανώς αρχικά το Ιντερμέτζο σχηματίστηκε λογοτεχνικά πάνω στον χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας και σταδιακά προστέθηκαν τα υπόλοιπα πρόσωπα, ορισμένα εκ των οποίων λειτουργούν ως καρικατούρες.

Με τη μετάφραση της Ζωής Σαμαρά οι έλληνες αναγνώστες αισθάνονται ότι διαβάζουν ένα βιβλίο που γράφτηκε εξ αρχής στη γλώσσα τους. Η μεταφράστρια, ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ, θεατρική συγγραφέας και η ίδια και θεωρητικός της λογοτεχνίας, προσεγγίζει το Ιντερμέτζο συνολικά, ως ενιαίο και ζωντανό κείμενο και όχι διεκπεραιωτικά, ως άθροισμα επιμέρους τμημάτων και διαλόγων. Το αντιμετωπίζει με «φιλικότητα», για να θυμηθώ εδώ έναν όρο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο Κώστας Αξελός. Η δεδομένη άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, καθώς και η συστηματική ενασχόλησή της επί επτά δεκαετίες με την τέχνη του θεάτρου, δικαιολογούν το ολοκληρωμένο και αισθητικά άρτιο μεταφραστικό αποτέλεσμα.

[Ένα φάντασμα στην πόλη • Fractal]


Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Eλεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου

Με επιτυχία ανέβηκε το Σαββατοκύριακο 13 & 14 Ιουλίου 2024 η βασισμένη στο θεατρικό μονόλογο Στο ίδιο δωμάτιο παράσταση με τίτλο «Μια φωτεινή ελεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου» στο Μετοχιακό Συγκρότημα Νέων Φλογητών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός».

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Σολδάτου και της Έφης Βενιανάκη ανέδειξε αφενός το κείμενο και αφετέρου τις ερμηνευτικές ικανότητες και το μεγάλο ταλέντο της Ευτυχίας Γιακουμή.

Στο βίντεο τα τελευταία λεπτά της παράστασης. Η ποιήτρια, που μόλις έχει δει την αγαπημένη (νεκρή) αδελφή της να εμφανίζεται μπροστά της, περνά σε άλλη διάσταση και απαλλαγμένη πλέον από τα συμπτώματα της νόσου θυμάται ένα παιχνίδι που έπαιζε όταν ήταν παιδί. Με αυτόν τον τρόπο, παίζοντας, εγκαταλείπει τη ζωή.

Σε αρμονία με τον εσωτερικό ρυθμό του έργου και η πρωτότυπη μουσική του Αριστείδη Μυταρά. Και η παράσταση σε αρμονία με το φυσικό σκηνικό του Βυζαντινού Μουσείου Χαλκιδικής.

Δείτε εδώ βίντεο από την τελευταία σκηνή της παράστασης

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Για τη συλλογή διηγημάτων του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου «Κεφάλια στη σειρά» (Θεσσαλονίκη, 1934)

Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981) υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές του κύκλου του λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Η συλλογή Κεφάλια στη σειρά τυπώθηκε σε πεντακόσια αντίτυπα τον Νοέμβριο του 1934, με επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, στο τυπογραφείο του Ν. Νικολαδη. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στη μητέρα του: «Το πρώτο μου βιβλίο / στη μάννα μου». Επόμενο βιβλίο του η συλλογή εννέα διηγημάτων Η ηρωική περιπέτεια (1938), σε εξακόσια αντίτυπα, από το ίδιο τυπογραφείο. Τα Κεφάλια στη σειρά επανεκδόθηκαν το 1971 από τις εκδόσεις Γαλαξία.

 


Οι κεντρικοί ήρωες των διηγημάτων είναι τις περισσότερες φορές μοναχικοί νέοι άντρες, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τους καθιστά ξεχωριστούς. Εργάζονται συνήθως ως υπάλληλοι γραφείου ή είναι δικηγόροι και μπορεί να έχουν ταξιδέψει σε άλλες χώρες ή απλώς να τις ονειρεύονται με τη φαντασία τους. Μπορεί ακόμη να εμπλέκονται με διάφορους τρόπους με θέματα της γραφής, των βιβλίων, της τέχνης και να προσπαθούν να πείσουν τους άλλους ή τον εαυτό τους ότι είναι συγγραφείς. Ο γενικώς αδιάφορος βίος τους δίνει λογοτεχνικό ενδιαφέρον στις πιο ασήμαντες διαφοροποιήσεις της αναμενόμενης καθημερινότητάς τους. Η εργασία του συγγραφέα εκείνη την περίοδο σε τράπεζα και η ηλικία του όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο προκαλούν αυθόρμητα στον αναγνώστη τη σκέψη ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα διηγήματα έχουν βιωματικό ή αυτοβιογραφικό υπόβαθρο.

Στο πρώτο διήγημα, που είναι ομότιτλο με τη συλλογή, ένας υπάλληλος γραφείου αγοράζει από το βιβλιοπωλείο το βιβλίο Κεφάλια στη σειρά, επειδή το είδε στη βιτρίνα και του προκάλεσαν εντύπωση αρχικά το χρώμα του εξωφύλλου και στη συνέχεια ο τίτλος. Ύστερα από μερικά λεπτά τον χτυπά ένα αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο διαβάζει τις εφημερίδες που αναφέρονται στην περιπέτειά του και διαπιστώνει ότι, εξαιτίας του περιεχομένου του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια του, οι δημοσιογράφοι έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν σοφό, που ασχολείται με τις διάφορες θρησκείες «και τόσο απορροφημένο σ' αυτά τα ζητήματα, ώστε να ξεχνιέται και να τσακίζεται στους δρόμους». Ο ρόλος αυτός του αρέσει και, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δοκιμάζει να δημοσιεύσει σε εφημερίδα τις απόψεις του. Παραδόξως πείθει και τους πλέον ειδικούς, με αποτέλεσμα ένας θεολόγος, μέλος της Ακαδημίας, να τον καλέσει σε μια συνάντηση με θέμα τον Καλβίνο. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου του ρόλου, αλλά είναι πλέον δύσκολη και η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.

Στο διήγημα «Συμβολή στο Ναυτικό Δίκαιο» ο αφηγητής παρακολουθεί την αυτοκαταστροφική πορεία ενός δικηγόρου, γόνου πλούσιας και ευυπόληπτης οικογένειας της Αθήνας. Στον «Άγνωστο» ο 45χρονος Πέτρος Μυριάνθης προσπαθεί να μαντέψει τί κρύβεται πίσω από την παράξενη και αινιγματική μορφή ενός γείτονά του. Κάνει διάφορες εικασίες, ώσπου πληροφορείται από τον ίδιο ότι εργάζεται ως μοντέλο ενός γλύπτη που φτιάχνει το «πνεύμα του πολέμου». Στο διήγημα «Τρία κορίτσια σε μια μικρή πόλη» ένας συλλέκτης γραμματοσήμων, που σπούδασε νομικά στο Παρίσι και ζει στην Αθήνα, επισκέπτεται μια μικρή πόλη με απώτερο στόχο να αποκτήσει μερικές σπάνιες κεφαλές Ερμή της παρισινής έκδοσης του 1861. Στον «Κλέφτη» παρακολουθούμε τις σκέψεις του ήρωα για έναν άνθρωπο που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Στο πολύ ενδιαφέρον διήγημα «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» περιγράφονται οι περιπέτειες ενός νέου που έχει αποφασίσει να τυπώσει σε βιβλίο τα ποιήματά του. Στα «Χρονικά του Ψελλού, τόμος τρίτος», που είναι το εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, ο Κυριάκος Γραφέος, ένας ηλικιωμένος ποιητής και παλαιοπώλης, αποφασίζει να εκδώσει περιοδικό με τίτλο Νέα Επιθεώρηση Τέχνης και Γραμμάτων και προσλαμβάνει ως βοηθό του έναν νέο ποιητή. Στο διήγημα «Ταξίδι στα Κύθηρα» ο συγγραφέας ανατέμνει μια συζυγική απιστία εστιάζοντας στον χαρακτήρα και στον γάμο ενός άντρα, ο οποίος «σπατάλησε διάφορα ιδανικά για να εξασφαλίσει συγκεκριμένα αποτελέσματα». Ο άντρας αυτός κάνει με ευκολία υποχωρήσεις, προκειμένου να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή και να μην πληγεί «το γνωστό στην κοινωνία εγώ του». Οι «Πράσινες σκιές», στο ομώνυμο διήγημα, είναι ο τίτλος του γυναικείου πορτρέτου ενός ζωγράφου που αυτοκτόνησε. Ένα ονειρικό ταξίδι με υπερωκεάνιο περιγράφεται στο διήγημα «Το δόντι του Βούδδα», που αποτελεί ύμνο στις έννοιες της περιπέτειας και της ατέρμονης, μη εστιασμένης αναζήτησης. Μερικά σημεία του διηγήματος μας φέρνουν στον νου το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Στροφές στροφάλων», που άρχισε να γράφεται το 1935 και που επίσης αναφέρεται σε ένα φανταστικό υπερωκεάνιο. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το διήγημα «Η ανωμαλία». Ο νεαρός υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρείας φορά τα καινούρια του ρούχα και επισκέπτεται το θέατρο του Λευκού Πύργου. Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος η ξεχωριστή βραδιά μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Αν και πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Γιαννόπουλου, η γραφή του είναι ώριμη, οι διατυπώσεις αφαιρετικές και το αποτέλεσμα πρωτότυπο και ισορροπημένο. Η κριτική στάση προς τον μικροαστικό κοινωνικό περίγυρό του και προς ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ήσυχη (οικογενειακή) ζωή» υποδηλώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά πλήρως διαβρωτικό, χωρίς να κατακρίνει, να ηθικολογεί ή να θεωρητικολογεί. Τα συμπεράσματα προκύπτουν και δεν υποβάλλονται. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι του «μέσου όρου», αρμονικά ενταγμένοι στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η εστίαση όμως στη ζωή, τις πράξεις και τις σκέψεις τους αποκαλύπτει είτε ενοχές, φόβους και βαθιές ανασφάλειες είτε τις σχεδόν κωμικές πλευρές τους, που σχετίζονται με μικροπρέπειες και με τις στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανέλιξης που έχουν υιοθετήσει. Το διεισδυτικό βλέμμα του και η αναλυτική παρατήρηση σταματούν λίγο πριν μετατραπούν σε σάτιρα ή σε σαρκασμό. Οι στιχομυθίες μεταξύ των προσώπων είναι εξαιρετικά σύντομες. Μεγάλο μέρος των διηγημάτων περιλαμβάνει σκέψεις των ομιλητών και εμβόλιμες στους διαλόγους παρεμβάσεις του αφηγητή. Εκτός από αυτά που λέγονται με λόγια, «ακούμε» και τις δεύτερες σκέψεις και τις κρυφές σκοπιμότητες των διαφόρων προσώπων. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι ιστορίες αφορά την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων πραγματολογικών στοιχείων και άλλων σχετικών αναφορών, και ταυτόχρονα η ποιοτική γραφή τους και η περιγραφή διαχρονικών ανθρώπινων στάσεων και συμπεριφορών, καθιστούν το περιεχόμενο των διηγημάτων επίκαιρο, όποια εποχή και αν διαβαστούν.

Διονύσης Στεργιούλας

[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 16/17, Ιούνιος 2024, σ. 73-77]

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Από μακριά - ποίημα*


Κάθε φορά που εκείνο το μεγάλο πλοίο 
περνούσε από το νησί της Πάτμου
έβγαινα στο κατάστρωμα και από μακριά
κοιτούσα προς το μοναστήρι.
Κάπου εκεί, σκεφτόμουν,
κάπου εκεί, στην πέτρινη πλαγιά,
βρίσκεται η σπηλιά του Ιωάννη
όπου οραματίστηκε την προφητεία
για την καταστροφή που πλησιάζει.
Το πλοίο έδενε στο λιμάνι
αποβίβαζε και επιβίβαζε επιβάτες
και συνέχιζε αμέριμνο
το ταξίδι της επιστροφής.
Την άλλη μέρα στο δωμάτιό μου
στο δικό μου σπήλαιο
κατέγραφα την εμπειρία του ταξιδιού
μαζί με σκόρπιες σκέψεις μου
με μία λάμπα αντί για θείο φως.


[* Πρώτη δημοσίευση: 
    περ. Θευθ, τχ. 19, Ιούνιος 2024, σ. 62]

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Για τον καβαφικό Μύρη

Και θα μείνω αντικείμενον εικασίας

(Κ. Π. Καβάφης, 15.12.1905)

Το ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» δημοσιεύτηκε στις 19 Απριλίου του 1929 σε τρία συνεχόμενα μονόφυλλα των «Τυπογραφικών Καταστημάτων Κασιμάτη & Ιωνά» στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια ο ποιητής το ενέταξε στα αυτοσχέδια τεύχη δύο χρονολογικών συλλογών του.1 Το εκτενές αυτό για τα καβαφικά δεδομένα ποίημα2 έχει αντιμετωπιστεί, από την κριτική, τους μελετητές και το ευρύ κοινό, κυρίως μέσα στο πλαίσιο των ιστορικών, θρησκευτικών και κοινωνικών συμφραζομένων της περιόδου στην οποία αναφέρεται. Τα δύο κεντρικά πρόσωπα του ποιήματος, ο αφηγητής και ο Μύρης, παρουσιάζονται από τον Καβάφη ως δημιουργήματα της ποιητικής του φαντασίας. Ωστόσο, αν διαβάσουμε το ποίημα πιο προσεκτικά, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν ποικίλες ενδείξεις που συγκλίνουν στην αυξημένη πιθανότητα να αφορά πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Αλεξάνδρεια το 1889, ακριβώς σαράντα χρόνια πριν από το έτος δημοσίευσης. Ίσως αυτός είναι ο λόγος της χρήσης του αριθμού «40» στη χρονολογία «340 μ.Χ.»3 του τίτλου. Είναι ωστόσο προφανές ότι ο Καβάφης θα είχε ελέγξει ότι η χρονολογία 340 μ.Χ. δεν έρχεται σε αντίθεση με το ιστορικό ή το ψευδο-ιστορικό πλαίσιο και με τη «σκηνοθεσία» του ποιήματος.

Τα εννέα πρώτα γράμματα του τίτλου (Μύρης· Αλεξ...) δίνουν με φωνημικό αναγραμματισμό το όνομα Μικές Ράλλης: Μύρης· Αλεξ... – Miris Aleks... – (με αναγραμματισμό) Mikes Ralis – Μικές Ράλλης. Σε συνδυασμό και με τις πολυάριθμες επιπλέον ενδείξεις που οδηγούν στον Μικέ Ράλλη, δημιουργείται η σχετική βεβαιότητα ότι το ποίημα γράφτηκε γι’ αυτόν. Έναν ανάλογο αναγραμματισμό, που αφορά το ποίημα «Τέμεθος Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (1925), προτείνει ο ιταλός μελετητής του Καβάφη Massimo Peri. Το όνομα Εμονίδης διαβάζεται αντεστραμμένο ως «σοι δίνομαι»: Εμονίδης – emoniδissiδinome – σοι δίνομαι.4 Με βάση τα παραπάνω, και εφόσον ισχύει η πρόταση σύνδεσης του Μύρη με τον Μικέ Ράλλη, ήδη στον τίτλο του ποιήματος παρουσιάζονται: ο τόπος (Αλεξάνδρεια), το όνομα (με αναγραμματισμό: Μικές Ράλλης) και ο χρόνος (ο αριθμός 40 – σαράντα χρόνια μετά το γεγονός; – ως μέρος της χρονολογίας 340 μ.Χ.). Η εντύπωση περί «κατασκευασμένου» τίτλου5 ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν συγκρίνουμε τον τελικό τίτλο με την προηγούμενη μορφή του: «Του Μύρη ο θάνατος».6

Ο Μικές (Μιχαήλ) Ράλλης υπήρξε, σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, o «μόνος αληθής φίλος» του, όπως περίπου και ο Μύρης για τον αφηγητή του ποιήματος. Και να μην υπήρχε όμως αυτή η γραπτή αναφορά του Καβάφη στο κείμενο του αρχείου του με τις ημερολογιακές σημειώσεις για την ασθένεια του Μικέ,7 θα καταλήγαμε σε ανάλογο συμπέρασμα εάν διαβάζαμε το σωζόμενο μέρος της αλληλογραφίας τους.8 Οι επιστολές του Μικέ τεκμηριώνουν τη φιλική σχέση τους, η οποία, παρά τη νεαρή τους ηλικία, είχε δοκιμαστεί με την απομάκρυνση για μεγάλο διάστημα και των δύο, σε διαφορετικές περιόδους, από την Αλεξάνδρεια.

Ο Μικές πέθανε το 1889 στην Αλεξάνδρεια σε ηλικία 23 ετών. Από τα αρχικά του (Μ.Ρ.) είναι πιθανό να προέκυψε το όνομα Μύρης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί και συντομογραφία του ονόματος Μικές Ράλλης (Μι[κές] Ρ[άλλ]ης). Για «πλαστά» ονόματα σε μια παρέα νέων που ζουν στην Αλεξάνδρεια μιλά ο αφηγητής στο κρυμμένο ποίημα «Φυγάδες» (1914). Τα μέλη αυτής της παρέας, που έχει πολλά κοινά με την παρέα του Μύρη, διαβάζουν ποιήματα και περνούν την ώρα τους «μ’ εκδρομές, και με βιβλία, / και με σπουδές διάφορες». Ο Μικές Ράλλης δεν ήταν απλώς ο ένας από τους τρεις πιο κοντινούς φίλους του Καβάφη, μαζί με τον Στέφανο Σκυλίτση και τον Ιωάννη Ροδοκανάκη, αλλά πιθανώς ο μόνος με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνεί ολοκληρωμένα για ζητήματα λογοτεχνικού και πνευματικού ενδιαφέροντος. Γράφει σχετικά ο φίλος του Καβάφη Γιώργος Παπουτσάκης:

Ο Μικές Ράλλης [...] ήταν ο πιο αγαπητός από τους τρεις φίλους των νεανικών χρόνων του ποιητή. Οι άλλοι δυο ήταν ο Στέφανος Σκυλίτσης κι ο Ιωάννης Ροδοκανάκης. Κατάγονταν όλοι τους από οικογένειες μεγαλεμπόρων, που συνδέονταν με παλιά φιλία. Τα παιδιά αυτά είχαν ανατραφεί στην ίδια ατμόσφαιρα και υπό τις ίδιες συνθήκες, των μεγαλοαστών της εποχής εκείνης στην Αλεξάνδρεια – με μιαν ανατροφή, μπορούμε να πούμε ελληνοαγγλική. Κ’ ήταν συνδεδεμένα με το κοινό αίσθημα του πλούτου και του μεγάλου κοινωνικού ονόματος (έστω κι αν, για τον Καβάφη, μετά το θάνατο του πατέρα του, δεν είχεν απομείνει από τα δυο παρά μονάχα το δεύτερο). [...] Σώζονται αρκετά από τα γράμματα των φίλων του αυτών. Απ’ αυτά, βλέπομε ότι ο Ράλλης ήταν ο πιο διανοητικός από τους τρεις φίλους του – μιλά για συγγραφείς, για ιδέες, για βιβλία.9

Τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Μικέ είχε πεθάνει ο κοινός τους φίλος Στέφανος Σκυλίτσης. Ο Καβάφης έγραψε, λίγο μετά τον θάνατό του, ποίημα με τίτλο «Τω Στεφάνω Σκυλίτση»,10 που έμεινε αδημοσίευτο και βρέθηκε στο αρχείο του. Το ποίημα αυτό έχει μεγάλη σχέση με τον «Μύρη», σχέση που δεν φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση, λόγω ίσως και της διαφοράς στο αισθητικό αποτέλεσμα. Ποιητής και αφηγητής εδώ ταυτίζονται. Ο Καβάφης αναφέρεται σε κοινές διασκεδάσεις και σε σχεδόν κοινό βίο. Όπως και ο αφηγητής του «Μύρη», μιλά εκ μέρους αυτής της παρέας, ως άτυπος εκπρόσωπός της. Μιλά επομένως και εκ μέρους του Μικέ Ράλλη.

Το ημερολόγιο της ασθένειας του Μικέ Ράλλη το κρατούσε ο Καβάφης για δεκαετίες στα χαρτιά του. Είτε γράφτηκε αμέσως μετά τα γεγονότα που περιγράφονται σε αυτό είτε σε μεταγενέστερο χρόνο, οι πολλές λεπτομέρειες που αφορούν πρόσωπα και ημερομηνίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αρχική καταγραφή έγινε πολύ νωρίς. Ανάλογες ημερολογιακές σημειώσεις είχε κρατήσει και για τις τελευταίες μέρες της μητέρας του Χαρίκλειας (Φωτιάδη) Καβάφη.11 Το ημερολόγιο σταματά απότομα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1889, δύο μέρες πριν από τον θάνατο του Μικέ, και επομένως δεν γνωρίζουμε πώς ο Καβάφης πληροφορήθηκε το λυπηρό γεγονός ούτε λεπτομέρειες για τις αντιδράσεις του και για την «επίσκεψη αποχαιρετισμού» στο σπίτι των Ράλληδων πριν την κηδεία. Η επίσκεψη αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, αφενός επειδή επρόκειτο για τον θάνατο του πιο στενού φίλου του και αφετέρου επειδή είχαν πραγματοποιηθεί συνεχόμενες επισκέψεις κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες. Ο τρόπος αντίδρασης του ποιητή, σύμφωνα με τις προσωπικές του καταγραφές, χαρακτηριζόταν από μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση, που ξεπερνούσε το απλό ενδιαφέρον για έναν καλό του φίλο. Ο Γ. Παπουτσάκης γράφει ότι «δεν πρόκειται για καθαυτό ημερολόγιο, αλλά μάλλον για είδος χρονικού των δεκαπέντε ημερών αγωνίας του ποιητή για τον φίλο του, που πέθανε στο άνθος της ηλικίας του, 23 μόλις ετών».12 Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Καβάφης δεν πρόλαβε ή δεν είχε τη δύναμη να γράψει για τον θάνατο του Μικέ.13

Σύμφωνα με το ημερολόγιο, ο Μικές είναι βαριά άρρωστος και ο Καβάφης μαθαίνει από τους γιατρούς ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία ελπίδα. Αν και στην αρχή όλα έδειχναν ότι είναι ένας απλός πυρετός, τα πράγματα μέρα με τη μέρα γίνονται πιο σοβαρά. Υποφέρει με την ιδέα ότι ο καλύτερος φίλος του χάνει τη μάχη με τον θάνατο. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάθει λεπτομέρειες για την πορεία της υγείας του και τον επισκέπτεται στο σπίτι του ή ρωτά κοινούς γνωστούς. Όπου και να βρίσκεται, συζητά γι’ αυτό το θέμα και προσπαθεί, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, να βοηθήσει, κυρίως με οδηγίες, συμβουλές και ψυχολογική στήριξη στον Μικέ. Έτσι τελειώνει το ημερολόγιο. Το ποίημα ξεκινά με την είδηση του θανάτου του Μύρη: «Την συμφορά όταν έμαθα που ο Μύρης πέθανε». Ο αφηγητής του ποιήματος πηγαίνει στο σπίτι του φίλου του, όπου όλοι ετοιμάζονται για τη «χριστιανική» κηδεία. [...]

[Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο εδώ.]

Διονύσης Στεργιούλας

1 Γ. Π. Σαββίδης, Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932), Περιγραφή και σχόλιο, Βιβλιογραφική μελέτη, Αθήνα, Ίκαρος, 1992, σ. 331. Ακολούθησε δεύτερο τύπωμα με διαφορετική σελίδωση, το οποίο «δεν βρίσκεται σε συλλογή» (σσ. 300 και 323).

2 Είναι το εκτενέστερο από τα αναγνωρισμένα από τον Κ. Π. Καβάφη ποιήματά του. Γράφει σχετικά ο Γ. Π. Σαββίδης (ό.π., σ. 146, υποσημείωση 113): «Περιορίζομαι να σημειώσω εδώ πως όσο περνούν τα χρόνια τόσο πληθαίνουν τα ποιήματα που καταλαμβάνουν δύο φύλλα των συλλογών, ώσπου φτάνουμε στο “Μύρης” (δημ. 1929), που απλώνεται σε τρεις σελίδες».

3 Ή «340 Μ.Χ.», με κεφαλαίο το «Μ», όπως το έγραφε και το τύπωνε ο Καβάφης, ακόμη και όταν ο υπόλοιπος τίτλος είχε πεζά γράμματα.

4 Massimo Peri, Quattro saggi su Kavafis, Milano, Vita e Pensiero, 1977 (Σταυρούλα Δημητρίου, «Ο κρυπτογραφημένος Καβάφης», fractalart.gr, 21.7.2020).

5 «Ξέρουμε από τον ίδιο πως στο έργο του, ο τίτλος έχει περισσότερη σημασία απ’ ό,τι γενικώς οι τίτλοι στα ποιήματα», γράφει ο Στρατής Τσίρκας (Ο πολιτικός Καβάφης, 5η έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, σ. 72). Μεταφέρω και από το βιβλίο του Γ. Π. Σαββίδη Μικρά καβαφικά, Α', Αθήνα, Ερμής, 1985, σ. 79: «Οι τίτλοι στον Καβάφη κατά κανόνα “παίζουν οργανικό ρόλο” (Σεφέρης, Δοκιμές, Α', σ. 519). Πρώτος εφρόντισε να το υπογραμμίσει ο ίδιος στους φίλους και σχολιαστές του: “Ο τίτλος (...) είναι ένα σχόλιο πάνω στο ποίημα, το οποίον ή δεν μπόρεσε ο Καβάφης, ή δε θεώρησε σωστό να το βάνη μέσα στο ποίημα” (Α. Σεγκόπουλος, 1918)».

6 Κ. Π. Καβάφης, Ατελή ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση και σχόλια: Renata Lavagnini, Αθήνα, Ίκαρος, 22006, σ. 329.

7 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, Παρουσίαση-σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, 1963, σσ. 253-258.

8 Οι επιστολές έχουν ψηφιοποιηθεί και είναι δημοσιευμένες στον ιστότοπο του Αρχείου Καβάφη (https://www.onassis.org/initiatives/cavafy-archive).

9 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 253.

10 Γράφτηκε τον Απρίλιο του 1886. Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα 1877;-1923, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 1993, σ. 26. Γράφει σχετικά ο Σαββίδης (σσ. 143-144): «Ο Στέφανος Στ. Σκυλίτσης, νεότερος φίλος του Κ. [Καβάφη], πέθανε 19 ετών και τάφηκε στην Αλεξάνδρεια στις 8 Απριλίου 1886. Πιθανότατα πρόκειται για τον ίδιο Στέφανο Σκυλίτση, του οποίου 22 αγγλόγλωσσες επιστολές των ετών 1882-1885 σώζονται ανέκδοτες στο Αρχείο Καβάφη, μαζί με εκείνες δύο άλλων ομηλίκων φίλων, του Μικέ Θ. Ράλλη και του Τζων Ροδοκανάκη».

11 Οι καταγραφές των δύο αυτών ημερολογίων έγιναν μετά τα γεγονότα, σε αντίθεση με το ημερολόγιο του ταξιδιού στην Αθήνα.

12 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 253.

13 Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, ό.π., σ. 254.

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Ποίηση κρυφά αισιόδοξη*

[Κείμενο του συγγραφέα Ιγνάτη Χουβαρδά με αφορμή την ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες).]

Στην σχετικά πρόσφατη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο (εκδ. Νησίδες), διαβάζω ποιήματα άμεσα κατανοητά και ταυτόχρονα βαθυστόχαστα, που μου δίνουν την αίσθηση ότι έχω επισκεφτεί ένα αρχαίο μαντείο. Η φιλοσοφική τους χροιά συνταιριασμένη με μια καθαρότητα ευφυΐας, συνάπτουν αναντίρρητα έναν οδηγό πλεύσης. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.

Κυρίως είναι ένα αέρινο πνεύμα, που αγγίζει το περιβάλλον και το αποκαλύπτει στο βάθος του. Με ισχυρές καταβολές από την παράδοση της Θεσσαλονίκης, την οποία μελετά ενδελεχώς, αγγίζει τα πράγματα και τα αποκαλύπτει, με μια διάθεση να μιλήσει για το μέλλον. Σε κάθε λογοτεχνική του απόπειρα είναι πρωτότυπος. Η πρωτοτυπία δεν οφείλεται σε κάποιο στοιχείο πρόκλησης. Είναι το πνεύμα που κυριαρχεί. Αυτό πρωτοτυπεί. Η σκέψη του ανοίγει μονοπάτια κι αφού πάρεις τον χρησμό από το μαντείο ή από τον περιφερόμενο μάντη, μετά ακολουθείς τον δρόμο σου.

Δεν είναι δύσκολος στη γλώσσα ούτε μεταμοντέρνος. Είναι μάλλον ένας ποιητής του σονέτου, σε ελεύθερη διασκευή, περισσότερο αφηγηματική, χωρίς ομοιοκαταληξία και κανόνες, με έκταση ανάλογη με το θέμα. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά διακρίνω μια υπόκωφη μελωδία στα ποιήματα και μια τάση να αποδοθούν με τρυφερότητα και ηδύτητα τα νοήματα. Ένα σονέτο, με κριτήριο τον αραχνοΰφαντο ψυχισμό, που χρησιμοποιεί στη φόδρα του τα νήματα του Καβάφη. Μια διασταύρωση (σονέτο-Καβάφης) περίεργη κι ελκυστική. Ο ποιητής με απλότητα αγγίζει τις έννοιες, τις καθαγιάζει, ελέγχοντας τις διαφορετικές μεταβλητές τους. Εκείνο που επιπλέον γλυκαίνει τα κείμενα είναι η καλειδοσκοπική ματιά του, πάντα εύστοχη, ποτέ δυσνόητη, κι όμως αποκαλυπτική και πρωτόφαντη.

Οι χρησμοί του μαντείου είναι πάντα αμφιλεγόμενοι, όχι για να σε μπερδέψουν, αλλά για να σου υποδείξουν την πολλαπλότητα της ζωής. Ο Στεργιούλας συχνά ανατρέχει στο αρχαίο παρελθόν, μεταφέρει ιστορίες, τις αναγάγει με έναν πλάγιο τρόπο στο παρόν. Υπάρχει ένα συνταίριασμα της σχολής της Θεσσαλονίκης με την καβαφική ιδιοσυγκρασία. Ο δρόμος αυτού του ποιητή και στοχαστή είναι ηθελημένα μοναχικός, όχι με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, αλλά με τον τρόπο που δρομολογεί τη λογοτεχνική του πορεία. Σχεδιάζει με τη δική του αισθητική τα βιβλία, πολλές φορές με δικά του σχέδια, με μια ιδιαίτερη επιμέλεια στην ποιότητα της έκδοσης, αξιοποιώντας τη μύησή του σε λογοτέχνες και καλλιτέχνες από την εποχή του Κοχλία και της Διαγωνίου. Ο αστρολάβος που χρησιμοποιεί για να πλέει στη θάλασσα των νοημάτων, είναι καθαρά προσωπικός, απόρροια των δικών του εμμονών γύρω από κείμενα και λογοτέχνες.

Χρήσιμη θεωρώ μια μικρή αναδρομή σε βιβλία του Διονύση Στεργιούλα των τελευταίων ετών: Η μελέτη Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (εκδ. Νησίδες), ενδεικτική εν μέρει του προσανατολισμού του Στεργιούλα, σε επίπεδο δομής και σκηνοθεσίας, στον τρόπο εκφοράς της δικής του ποιητικής. Στο δοκίμιο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα (εκδ. Νησίδες), επιχειρεί μια απροσδόκητη σύγκριση της Μοσχούλας του Παπαδιαμάντη από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» με το έργο του Κάφκα.

Ο στόχος είναι η αναζήτηση γύρω από τα βαθύτερα μυστικά του ψυχισμού της λογοτεχνίας. Για τον Στεργιούλα η λογοτεχνία συνάδει με την ελευθερία να κάνεις, με αφορμή ένα κείμενο, τις δικές σου επιλογές και συγκρίσεις, προκειμένου να καταλήξεις και να καταστήσεις ξεκάθαρη τη δική σου οπτική. Υποψιάζομαι πως εδώ υπάρχει η συνοδοιπορία κειμένου και αναγνώστη, καθώς το κείμενο ξεφεύγει από την απλή μετάδοση του νοήματος και γίνεται μια ζωντανή ύλη, κυοφορούμενη, απόλυτα χωνεμένη από τον δοκιμιογράφο, με στόχο την αναζήτηση μιας προσωπικής ταυτότητας.

Δηλαδή το κείμενο που διαβάζουμε και μας αρέσει (Παπαδιαμάντης, Κάφκα) δεν είναι πεπερασμένο και συντελεσμένο, είναι ζωντανό, μοιάζει με σκυτάλη που την παραλαμβάνεις και τη χρησιμοποιείς στον δικό σου ορίζοντα. Μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Καθόλου ποιήματα (εκδ. Νησίδες), τα οποία, αποκηρύσσοντας την ιδιότητά τους, αυτονομούνται σε ένα δικό τους ποιητικό κλίμα, με καλή ενορχήστρωση των συστατικών τους - κι έτσι αποκτούν την ιδιότητα του αταλάντευτου θέσφατου. Ποιητικό είναι και το βιβλίο Το παράδοξο του ζην (εκδ. Νησίδες), εξίσου πρωτότυπο στην απλότητά του. Είναι μια περιπλάνηση στη διάρκεια μιας μέρας στην πόλη κι ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του περιβάλλοντος.

Μου θύμισε ένα ποίημα του Ευγένιου Αρανίτση με τον τίτλο «Η θάλασσα», στον τρόπο της γραφής του. Επίσης ο θεατρικός μονόλογος Στο ίδιο δωμάτιο (εκδ. Νησίδες), όπου μιλάει και πρωταγωνιστεί η Ανθούλα Σταθοπούλου, πρώτη σύζυγος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, ποιήτρια και η ίδια. Θα έλεγε κανείς πως εδώ ο δημιουργός υποκύπτει στη φιλολογική του κλίση, γράφοντας ένα παλιομοδίτικο βιβλίο. Ίσως εδώ φαίνεται πιο καθαρά η ιδιαιτερότητα του Στεργιούλα, πρωτοτυπεί μέσα από κάτι που θυμίζει παραφυάδα μιας φιλολογικής ενασχόλησης, δίνει ζωή σε μια ηρωίδα του πρόσφατου παρελθόντος, με σύντομη και δύσκολη ζωή, και την ίδια στιγμή αποδίδει με ζωντάνια τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Στεργιούλας έχει τις δικές του αναφορές, τις οποίες εκμεταλλεύεται γόνιμα, προκειμένου να μας φέρει στα περίχωρα μιας προσωπικής κοσμοθεωρίας. Τέλος ένα διήγημά του σε ιδιωτική έκδοση, με τίτλο Χριστούγεννα στο υπόγειο (2021). Κι εδώ το πνεύμα χρωματίζει γλυκά τον χώρο, τον αποκωδικοποιεί με ένα υποδόριο χιούμορ, τον αποδίδει εξαγνισμένο, με μια χροιά αποκάλυψης.

Ποιος όμως είναι ο κόσμος του Διονύση Στεργιούλα; Είναι ένας συνειρμός ερεθισμάτων από το εξωτερικό περιβάλλον, σε απόλυτη αντιστοιχία όχι μόνο με τον χρόνο (παρελθόν- παρόν), αλλά και με το ζιζάνιο μιας σκέψης που αναζητά την καθαρότητα των μορφών και των πραγμάτων. Στην περίπτωσή του η καθαρότητα αυτή, ή η διαφάνεια, ή η διαύγεια, όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια αναγωγή σε μια κατάσταση πραγματικότητας που είναι εύφορη. Όπως ένα ανοιξιάτικο δάσος. Όπως μια πόλη με χρώματα.

Όπως μια έλξη όπου η σάρκα προϋποθέτει τη γλυκύτητα μιας αναζωογόνησης, με τα υλικά της παιδικής ηλικίας. Αυτή η κατάσταση δεν αναφέρεται με ευθύ τρόπο, υποδηλώνεται, κινείται στο παρασκήνιο των λέξεων. Είναι η τεχνική του πλάγιου φωτισμού, όπου το νόημα αποκαλύπτεται την ίδια στιγμή που εντέχνως κρύβεται.

Ας επιστρέψουμε στην τελευταία του συλλογή με τίτλο Το πιο ωραίο τοπίο. Μοιάζει να είναι συνέχεια του άλλου βιβλίου, με τίτλο Καθόλου ποιήματα. Πρόκειται κι εδώ για μια συλλογή ποιημάτων με έντονη φιλοσοφική χροιά, που άπτονται της υπαρξιακής αναζήτησης. Είτε έχουμε το παρελθόν είτε το παρόν, κάθε στοιχείο είναι μια ζωντανή ύλη που αναπλάθεται, με προορισμό την καλύτερη διαχείριση του μέλλοντος. Σε ένα ποίημα με τον τίτλο «Να μην είσαι» γράφει:

Το θέμα είναι να μην είσαι ο εαυτός σου.
Αν είσαι ο εαυτός σου όλα κυλούν μονότονα
το αύριο μοιάζει πάντα με το χτες
καμία έκπληξη δεν σου χτυπά την πόρτα.
Πρέπει κατά καιρούς ν’ αλλάξεις ρόλους
να αμφισβητείς τις πράξεις και τα λόγια σου
να μοιράζεσαι με τους εχθρούς σου ό, τι έχεις
και να συμφωνείς με όσα σου καταλογίζουν.
Ύστερα να κάνεις μια μεγάλη βόλτα
να περιφέρεσαι έξω από το σώμα σου
και καθόλου να μην ανησυχείς
βλέποντάς σε να απομακρύνεσαι.

Στο απόσπασμα του παραπάνω ποιήματος, έχουμε την αντιστροφή της κοινής λογικής. Για να ανακαλύψουμε τον αληθινό εαυτό μας, ας κάνουμε μια ανάποδη κίνηση, όπως έχει υποδείξει κι ο ιταλός πεζογράφος Αντόνιο Ταμπούκι. Με το κόλπο αυτό αποδεσμεύεσαι από τις αλυσίδες του εαυτού σου, γίνεσαι λιγότερο ευάλωτος, παύεις να είσαι θήραμα που το διαχειρίζονται οι άλλοι, γίνεσαι ένας ευέλικτος παίκτης που κατευθύνει την παρατήρηση και τη σκέψη με καθαρά προσωπικούς όρους, επιζητώντας εκείνη τη μεθυστική πνοή που γαργαλάει το αίμα, μια στιγμή ελάχιστη αλλά καθοριστική, αποκαλυπτική ίσως μιας λέξης που δεν τη γνωρίζουμε και την ανακαλύπτουμε, στρεφόμενοι ολοένα περισσότερο προς τον ομφάλιο λώρο τόπου και χρόνου. Μια λέξη κλειδί της προσωπικής ευτυχίας. Πέρα από την αντικειμενική λογική λοιπόν, υπάρχει μια δεύτερη λογική, εξίσου πειστική, λίγο αιρετική κι εξαιρετικά διεισδυτική.

Ένα απόσπασμα από ένα άλλο ποίημα, με τίτλο «Μιλάμε για τη βροχή»:

Μιλάμε για τη βροχή
Αλλά ποιος ξέρει να μου πει
τι πράγμα είναι η βροχή;
Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι
οι σταγόνες πάνω στο τζάμι
το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;
Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν
τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία
η μουσική πάνω στη στέγη;

Εδώ, ίσως και ασυνείδητα, αναβλύζει ένα άρωμα ιαπωνικής σκέψης, μια τεχνική ζεν, μια αναζήτηση γαλήνης που ταυτόχρονα είναι έκσταση (σατόρι).

Τρεις στίχοι επίσης, από το ποίημα «Κάτι έλειπε», που θα μπορούσαν μονίμως να σε ακολουθούν, και να σε ενθαρρύνουν για να γράψεις ένα μυθιστόρημα περιδιάβασης: «Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο/ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος/ήταν η μόνιμη απουσία του από την εικόνα».

Νομίζω πως τα ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα είναι κρυφά αισιόδοξα, σε στρέφουν προς το θαύμα της ζωής, υποδεικνύοντας έναν διαφορετικό τρόπο οπτικής και σκέψης. Και πάνω από όλα διαθέτουν μια φρεσκάδα. Αναγνωρίζω πέρα από τον Καβάφη, την επιρροή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και του κύκλου του. Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι γέννημα μιας τέτοιας συγχορδίας, την οποία έχει πλήρως αφομοιώσει.

Τα ποιήματα, ακόμα κι εκείνα της πόλης, αποπνέουν ένα άρωμα μεσογειακής φύσης. Μιας φύσης όπου τα πένθιμα φεγγρίσματα απαλείφονται σταδιακά από την ίριδα που χαϊδεύει τα δέντρα, τα λουλούδια, τη θάλασσα, την πόλη. Και κυρίως είναι ψηφίδες κατευθυντήριες, προς μια ζωή, όχι ιδεατή και ουτοπική, αλλά από την άλλη μια ζωή που φέρνει το πνεύμα δίπλα στο σώμα, και τα οδηγεί σε μια μέθεξη μικρής ευτυχίας, την οποία οφείλουμε να ανακαλύψουμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. 

Ιγνάτης Χουβαρδάς

 [*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Bookpress, 3.3.2024]

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ανδρέας Κάλβος «Εις Σάμον» - Απαγγελία

Tο παραπάνω βίντεο, με την απαγγελία των τριών πρώτων στροφών της ωδής «Εις Σάμον» του Ανδρέα Κάλβου, προέρχεται από παλαιότερο επετειακό αφιέρωμα του δημοσιογράφου & ποιητή Στέλιου Λουκά, με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (εκπομπή «Στη Γη της Μακεδονίας», Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης - TV100, 2021).

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Κριτικό σημείωμα της Διώνης Δημητριάδου

Μια προσπάθεια να ξετυλίξει το αρχαίο κουβάρι συνιστά η νέα ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα (Το πιο ωραίο τοπίο, Νησίδες, 2023). Κι αν δεν μπορεί η ποίηση να το πετύχει αυτό, τότε ποια άλλη δύναμη; Τριάντα τρία ποιήματα, ίδιου ύφους, διαφορετικού όμως βάρους, καθώς κάποια απηχούν πιο προσωπικούς δρόμους, ενώ άλλα συνταιριάζουν με τη μακρά ιστορία του κόσμου – μια ελπίδα εξισορρόπησης της πορείας του ανθρώπου μέσα στον διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλοντα χώρο. Συμβολικές οι λέξεις «Μεσαίωνας» και «Αναγέννηση», δεν αφορούν μόνο τη διαφορετικότητα στις ιστορικές περιόδους, αλλά μια ευρύτερη θεώρηση σκότους και φωτός, με την επίγνωση πως πρόκειται για μια συνθήκη διαρκούς εναλλαγής. Τι, άραγε, βρίσκεται μπροστά μας ως επόμενη κατάσταση, αλλά και ποια η δική μας (αν υπάρχει) παρέμβαση; Οι έννοιες «ελευθερία», «επανάσταση» απασχολούν τον ποιητή, χωρίς όμως να φέρουν μέσα τους την ελπίδα: Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε / χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο / χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος («Ένας ελεύθερος άνθρωπος»), περισσότερο να υποδηλώνουν το αδιέξοδο ή τη ματαιότητα της αντίδρασης σε όσα τελούνται γύρω μας χωρίς εμάς. Ο ποιητής συχνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, σε βουβό ακροατή, εν είδει συμβουλής, παρατηρώντας ίσως αθέατες για τους πολλούς τραγικές εξελίξεις – η παρατήρηση και η επισήμανση χαρακτηρίζουν άλλωστε τον σοβαρό ποιητικό λόγο. Αλλά και ένας φιλοσοφικός στοχασμός, δοσμένος με εύστοχο συμβολισμό, βρίσκεται εδώ για να υπενθυμίζει τον περιορισμό (ή και την ανυπαρξία) των ελεύθερων κινήσεων: Δεν γίνεται να μην πληρώσεις / προσπάθησαν πολλοί πριν από εσένα / ένα ψυχρό νεύμα του σκηνοθέτη / το μόνο που κατάφεραν. («Πληρώνεις πάντα») Η αίσθηση της μοναχικής πορείας έκδηλη παντού, όσο ο ποιητής αναζητεί τα «ίχνη» τα δικά του (ως προσωπική αλλά και συλλογική συνείδηση), όσο η ποίηση λειτουργεί ως μέσον έκφρασης και επικοινωνίας. Το πιο σημαντικό, η επίγνωση των ορίων, ακόμη και για τη διεισδυτική ματιά της ποίησης: το μέλλον είναι πάντα άδηλο / ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια / και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί / ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας / ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό. («Κάτι έλειπε»)

Διώνη Δημητριάδου

[περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 199, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2023, σ. 120]

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Για «Το παράδοξο του ζην»

[Συνέντευξη στην κριτικό λογοτεχνίας Ευσταθία Δήμου]

  • Ε.Δ.: [...] Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, 2021) είναι μια ποιητική αφήγηση, ένα εκτενές ποίημα 430 στίχων. Με ποιον τρόπο η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου αλληλο-καθορίστηκαν; Προηγήθηκε η σύλληψη του θεματικού πυρήνα ή της ιδιαίτερης αυτής μορφής; Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι εξελίχθηκαν μαζί και από κοινού;

Δ.Σ.: Στο ποίημα υπάρχει ένας ρυθμός επανα-λαμβανόμενος, ένας ρυθμός «βηματισμού», που συνδέει, με την αυξομειούμενη έντασή του, μορφή και περιεχόμενο: βήματα, στάσεις, σπαράγματα διαδρομών μέσα στην κύρια διαδρομή, στερεότυπες διατυπώσεις, μοτίβα που επανέρχονται. Προτείνεται όμως έτσι και η άποψη ότι η ίδια η ζωή μας, ή έστω πολλά επιμέρους γεγονότα, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κείμενα, ότι αποτελούν «κείμενα» με την ευρύτερη έννοια. Μπορούμε να διαβάσουμε τα γεγονότα αυτά διακρίνοντας συντακτικά φαινόμενα και ασυνταξίες, ενδιαφέρον ή αδιάφορο περιεχόμενο, ιδιαίτερο ύφος, δομή, συγκεκριμένους εκφραστικούς τρόπους, ακόμη και γραφικό χαρακτήρα. Το αναπάντητο βέβαια ερώτημα είναι ποιος γράφει το κείμενο της ζωής μας, σε ποιον βαθμό είμαστε οι συγγραφείς του και σε ποιον αναγνώστες. Στο Παράδοξο του ζην μορφή και περιεχόμενο λειτουργούν σχεδόν ως μία έννοια, κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια διαδρομή. Δεν υπήρξε κανενός είδους σχεδιασμός πριν από τη σύνθεση ούτε συγκεκριμένες προθέσεις. Το ποίημα ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά και με βρήκε. Ακολούθησε όμως μεγάλη επεξεργασία επί ένα έτος.

 

 

  • Ε.Δ.: Ποιο είναι τελικά το παράδοξο της ζωής; Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως είναι η τέχνη;

Δ.Σ.: Πρόκειται για ερώτημα που, όσο και αν μοιάζει απλό στη διατύπωσή του, δεν έχει εύκολη ούτε μονοσήμαντη απάντηση. Επομένως θα απαντήσω περιφραστικά. Το ότι βρισκόμαστε εδώ, στη ζωή ή σε ό,τι λέμε «ζωή», είναι ήδη παράδοξο. Εφόσον δεχόμαστε ότι η τρέχουσα πραγματικότητα αποτελεί μέτρο της κανονικότητας, όλες οι επακόλουθες απόψεις μας θα απορρέουν από αυτήν την παραδοχή. Κάτι πολύ βολικό αλλά και πολύ απλοϊκό. Μου έρχονται μάλιστα στον νου οι ομάδες των αιρετικών ή των πιστών μιας ιδέας, που αφού αποδεχτούν ένα κείμενο ή μια άποψη ως απόλυτη αλήθεια του σύμπαντος ή ως αδιαπραγμάτευτη θέση, η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από αυτήν την «αλήθεια». Αν και δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, ίσως οι περισσότεροι ζούμε μέσα σε παρόμοια πλαίσια απόψεων, που θυμίζουν τις κουρτίνες συσκότισης σε ένα δωμάτιο. Εάν αρνηθούμε αυτήν την αξιωματική περί κανονικότητας θέση, όλα ανατρέπονται και ο κόσμος ξαναγεννιέται. Θα είναι όμως στο εξής δυσερμήνευτος. «Μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου», για να το πω με στίχους του Βιζυηνού. Είναι σαν να τραβάμε στην άκρη τις κουρτίνες, όχι μόνο για να φωτιστεί το δωμάτιο, αλλά και για να κοιτάξουμε λίγο πιο έξω. Θα περάσουμε όμως δύσκολα για ένα διάστημα, ή και για πάντα, αφού ο προσωπικός μας κόσμος έχει χτιστεί γύρω από σαθρές ή ψεύτικες βεβαιότητες.

  • Ε.Δ.: Ο κεντρικός ήρωας της ποιητικής αυτής περιήγησης είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτηριστικά. Θεωρείτε πως αυτός ο χαρα-κτήρας βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και την αλήθεια ή πιο κοντά στη λογοτεχνία και το «ψέμα» της;

Δ.Σ.: Στο Παράδοξο του ζην δεν γνωρίζουμε για το κεντρικό πρόσωπο ούτε το όνομα ούτε το φύλο ούτε τον ανθρώπινο περίγυρό του. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Έτσι βέβαια από τη μία προβάλλονται πιο εύκολα ιδέες ή προκαταλήψεις του αναγνώστη στο πρόσωπο αυτό, μέχρι του σημείου της ταύτισης. Το σχόλιο που άκουσα αρκετές φορές για το ποίημα είναι ότι γίνεται «προσωπικό». Από την άλλη όμως, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένες πληροφορίες ή χαρακτηριστικά σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητας, την καταγωγή, τους φίλους ή το πολιτισμικό του υπόβαθρο, πράγματα δηλαδή που επί της ουσίας μπορεί να μη σημαίνουν και τίποτα, είναι ένας άνθρωπος με όλο το βάρος αυτής της λέξης, ένας άνθρωπος που ξαφνικά αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να δώσει απαντήσεις και στα πιο ασήμαντα ερωτήματα. Συνειδητοποιεί τον βαθμό της άγνοιάς του, αλλά αυτό σίγουρα δεν τον παρηγορεί. Καμιά φορά η επανάπαυση στις προκατασκευασμένες απαντήσεις προκαλεί εφησυχασμό, που είναι βέβαια ψευδεπίγραφος. Οπωσδήποτε υπάρχουν στο έργο ενδολογοτεχνικές (αλλά όχι διακειμενικές) αναφορές και οφειλές στον Κάφκα, στον Τζόυς, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, στην ομηρική Οδύσσεια και αλλού. Θα πρέπει να αναφέρω και το ποίημα του Έλιοτ Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεδ Προύφροκ, που λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ως πυροδότης στο ξεκίνημα της σύνθεσης.

  • Ε.Δ.: Το βιβλίο σας έχει έναν καθαρά φιλοσοφικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, όμως, πατά γερά στο έδαφος της πραγματικότητας, έχει, δηλαδή, έναν γήινο χαρακτήρα. Σε ποιον βαθμό σας δυσκόλεψε αυτή η υφιστάμενη διάσταση ή, μάλλον, απόσταση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους και πώς κατορθώσατε να τη γεφυρώσετε;

Δ.Σ.: Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο, ο οποίος έχει μεν τη δική του ολοκληρωμένη σημασία, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει και στα φιλοσοφικά παράδοξα και ιδιαίτερα στο «παράδοξο του Ζήνωνα». Το κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα είναι ένας άνθρωπος που ξεκινά το πρωί από το σπίτι του, για να περπατήσει στη συνηθισμένη του διαδρομή στην πόλη. Συμβαίνει ό,τι περίπου και τις άλλες φορές. Με τη διαφορά ότι ξαφνικά αυτό το συνηθισμένο σκηνικό τού φαίνεται ξένο και ανερμήνευτο. Όλα είναι ίδια και ταυτόχρονα όλα είναι διαφορετικά. Ο φόβος και μια βαθιά ανασφάλεια άγνωστης προέλευσης παίρνουν πλέον τη θέση της προηγούμενης οικειότητας με τον χώρο. Νομίζω ότι, εάν πράγματι έχει γεφυρωθεί στο έργο η διάσταση μεταξύ φιλοσοφικού προσανατολισμού και απτής πραγμα-τικότητας, αυτό οφείλεται στο εξής: η αποξένωση που νιώθει το κεντρικό πρόσωπο από το περιβάλλον του και η αδυναμία να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν, δεν περιγράφονται με θεωρητικές έννοιες ή με σύνθετο τρόπο, αλλά με συνηθισμένες εικόνες της καθημερινότητας όλων μας. Όταν έγραφα το ποίημα, και στη συνέχεια όταν το επεξεργαζόμουν, υπήρχε διαρκώς η ισχυρή παρόρμηση να πω κάτι περισσότερο, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να δικαιολογήσω, να παρέμβω, να μιλήσω πιο θεωρητικά, να εκφράσω άποψη, να πάρω θέση, να δώσω στο όλο θέμα ιστορική ή και ιδεολογική χροιά μέσω συγκεκριμένων αναφορών σε φιλοσοφικές και άλλες θεωρίες. Αντιστάθηκα μέχρι τέλους σε αυτήν την παρόρμηση, κάτι που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, λειτούργησε υπέρ του ποιήματος και της αναγνωστικής απόλαυσης.

[Η συνέντευξη που παραχώρησε στην Ευσταθία Δήμου ο Διονύσης Στεργιούλας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η οδοντωτός, τχ. 1, 2023, σ. 270-272.]