Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ*

Την ίδια στιγμή που άλλοι πεζογράφοι και ποιητές έλκονται από το φως λειτουργώντας «φωτοτροπικά», άλλοι εξερευνούν το σκότος, τη διαφορετικότητα, τις ρίζες, τις απαρχές, το υποσυνείδητο και τους εφιάλτες, ενώ ταυτόχρονα εξερευνούν τη φρικώδη δύναμη της γραφής, που σαν μια πυρκαγιά, ανανεώνεται καταστρέφοντας ανθρώπινες υπάρξεις και ανθρώπινες βεβαιότητες.

Ξεκίνησα να διαβάζω το Άσμα της φάλαινας και νόμιζα ότι διαβάζω ένα ξεχασμένο κεφάλαιο της Αντάλιας, που αυτονομήθηκε και απέκτησε μετά από πρόσθετη επεξεργασία δική του υπόσταση. H θεματολογία φαινομενικά είναι παραπλήσια και ο συγγραφέας δίνει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί στις πινελιές του την ίδια τεχνοτροπία και τα ίδια ζοφερά χρώματα.

Ο συγγραφέας εστιάζει, με τον μεγεθυντικό φακό της γραφής, σε κρυμμένες σκέψεις και πανάρχαιους φόβους, που η εξέλιξη των πολιτισμών κατάφερε να απωθήσει, αλλά όχι να αφανίσει. Όπως μια κρύπτη ή μία θυρίδα διατηρεί ανέπαφα μέσα στον χρόνο τα πολύτιμα κειμήλια, έτσι και ο υποσυνείδητος κόσμος μας διατηρεί ανέπαφα τα δικά του αρχέτυπα, που έρχονται από πολύ μακριά και είναι δεμένα με την ύπαρξή μας. Ο φόβος, η ενοχή, η επιθετικότητα, η ανασφάλεια, οι επιθυμίες, η πίστη και άλλες ψυχικές καταστάσεις και συναισθήματα, που η σημασία τους έχει προσωρινά χαθεί, θα επανέρχονται ακέραια κάθε φορά που το ένστικτο της επιβίωσης ξυπνά από καταστάσεις ευμάρειας και ύπνωσης.

Έτσι, ενώ θα ήταν εύκολο να μιλήσει ο αναγνώστης του βιβλίου για κατασκευή, για σκηνοθεσία, για κυριαρχία των συνειρμών ή για υπερρεαλιστικό πλαίσιο, η δική μου άποψη είναι ότι πρόκειται για έναν βαθύ ρεαλισμό και για μία γραφή που απομακρύνεται από το τέλμα των επαναλαμβανόμενων και απλοϊκών μοτίβων, που επιλέγουν προς χρήση όλο και περισσότεροι πεζογράφοι επιδιώκοντας να καταστήσουν «εύπεπτο» το αποτέλεσμα, και επαναφέρει την «άγρια σκέψη» και μαζί τη σκέψη των παιδιών.

Η καταγραφή της καθημερινής ζωής φαίνεται ότι δεν απασχολεί ιδιαίτερα τον συγγραφέα και τις λίγες φορές που τον απασχολεί την αποδίδει στα κείμενά του με το ένδυμα του λογοτεχνικού μύθου, της αλληγορίας και των παράξενων σκηνικών. Αντίθετα, έλκεται από αυτό που μένει στον άνθρωπο και την ανθρωπότητα όταν φύγουν όλα τα προσωρινά και τα πρόσκαιρα και όλες οι πολιτισμικές επιρροές (με μόνη ίσως εξαίρεση την επίγευση της μαθητείας στην ορθοδοξία και στον τρόπο σκέψης των πατέρων της εκκλησίας). Μία τέτοια κατάσταση μας φέρνει πιο κοντά στη φύση και μας οδηγεί στην πρωτόγονη σκέψη, δείγματα της οποίας έχουμε την ευκαιρία να αντικρίζουμε συχνά στην εποχή μας, σε όλες της τις εκδοχές, αλλά και σε κάθε περίσταση που η πίστη στη δύναμη του πολιτισμού και της εξέλιξης αποδυναμώνεται.

Η δομή της βασικής ιστορίας του βιβλίου έχει πολλά σημεία ταύτισης με την θεωρία που διατυπώνει ο Freud στην σπάνιας έμπνευσης μελέτη του Τοτέμ και ταμπού. Η δολοφονία της πατρικής μορφής προκαλεί στη συνέχεια ενοχή, για να προκύψει η ταύτιση με το θύμα και η εκ των υστέρων αγιοποίησή του, μέσω τελετών συμβολικής ανθρωποφαγίας: «Λάβετε, φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου». Εκεί, στις πρώτες ομάδες ανθρώπων του πολύ μακρινού παρελθόντος και στο γεγονός της πατροκτονίας, ανάγεται κατά τον Freud η προέλευση των θρησκειών (ή τουλάχιστο η ιστορική και κοσμική διάστασή τους). Στο βιβλίο του Θαλασσινού όλα αυτά συμβαίνουν σε μία πιο άμεσα ρεαλιστική εκδοχή, που θυμίζει αρκετά τον σημερινό κόσμο, και μέσω της άτυπης «ένταξης» σε μία λογοτεχνική παράδοση που παραπέμπει σε μία υποκατηγορία του αγγλόφωνου μυθιστορήματος που δεν άνθισε στη χώρα μας.

Σε ό,τι αφορά τη θεματολογία, τη δομή και την οικονομία της αφήγησης, νομίζω ότι το βιβλίο αποτελείται από δύο βασικά μέρη, με το σημείο τομής να βρίσκεται ακριβώς στη μέση. Στο πρώτο μέρος ο αναγνώστης παρασύρεται από το θέμα, την περιέργεια, τον φόβο, την αναζήτηση. Στο δεύτερο μισό η ιστορία ολοκληρώνεται, γεμίζουν τα κενά, απαντώνται τα ερωτήματα, δίνονται εξηγήσεις, έρχεται σιγά σιγά η οικειότητα, ο αναγνώστης ηρεμεί. Στο πρώτο μέρος κυριαρχούν τα ένστικτα, το έγκλημα, η δράση και η αναμονή, ενώ στο δεύτερο η σκέψη, ο λόγος, το καλό, η λογική. Ανάλογη είναι η δομή κάποιων ποιημάτων του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που αρχίζουν με την καταγραφή αρνητικών καταστάσεων και ολοκληρώνονται με έννοιες θετικού περιεχομένου, όπως η ελπίδα και η αισιοδοξία. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, μία αντιστροφή της αρχαίας τραγωδίας. Το τραγούδι των φαλαινών είναι για τον συγγραφέα ο καταλύτης, το μαγικό συστατικό που λειτουργεί ως πρόφαση για τη μετάλλαξη του ανθρώπου και της στάσης του στη ζωή. ΔΣ

*Φώτης Θαλασσινός, Το Άσμα της Φάλαινας, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σελ. 80.